25.12.19

Βασίλης Ζηλάκος, «Νερά Γελούνε» , εκδ. Σαιξπηρικόν, 2017 (γράφει ο Νίκος Γύφτουλας)

Μακράν Εκεί Στον Νότο Σαν Ποίηση Συμβαίνει

Διαβάζω την ποιητική συλλογή του Βασίλη Ζηλάκου, «Νερά Γελούνε»,και  νιώθω πάλι να οδηγούμαι αβίαστα στους δρόμους όπου σφυρηλατήθηκε η βεβαιότητα της ποιητικής μου θέλξης.
Χρόνια πριν, στην πιο κρίσιμη περίοδο της ύπαρξής μου, βρέθηκα ηθελημένα εξόριστος με το μέσα μου, ακοίμητο, ασίγαστο, θυμωμένο, στα πετροχώραφα της Μάνης. Ήταν η στιγμή που τα χώματα εκείνα, έσμιξαν με την έσωθεν ποιητική μου πηγή, κι έγινα μάρτυρας μιας εμπειρίας πηγαίας, από την συνάντηση, με τον αθέατο, τότε τόπο.

Χρόνια πριν σμίλεψα την ποιητική μου χορδή σε κείνους τους τόπους όπου ακόμα και σήμερα, η ποίηση στη γη αυτή, συμβαίνει να Υφαίνει…
Στα «Νερά Γελούνε», Ο Δημιουργός, καταθέτει με σθένος μια μαρτυρία γραφής, με την οποία αντιτάσσεται στα συμπτώματα των καιρών :  Απέχει ασκούμενος, Παρατηρεί δημιουργών, η Τέχνη του ενδυναμώνει τα στοιχεία της ποιητικής γραφής,  έξω από τα χνάρι των πρόσκαιρων εντυπώσεων.
Το σπανές της ποίησης του, πολύτροπο, εγκαθίσταται δημιουργικά, με μια μυθολογική γενεσιουργή αναφορά, αποκαλύπτοντας αρχικά, την ουσία του μύθου ως γένεση, αφετηρία του κόσμου και πράξη μοναδική. Πρόκειται για την κοσμογονία συνδεδεμένη με το Αρχετυπικό Εν.
Εκ του ενός, άρχεται η δράση, η πηγή των όψεων της ζωής,  συνεχής και αέναη, όψεων πολλών και συμβάντων, επιφέροντας τροφή στην ύπαρξη της γραφής, με ζεύξεις, ρήξεις, συνθέσεις, αντιθέσεις, θάνατο μες στη ζωή, μύθο μέσα στον κόσμο, τέλος και αρχή.
Εγκρατής, Ολιγογράφος, Ασκητικός, ο Βασίλης Ζηλάκος αναδεικνύει την ουσία της ποίησης του, μέσω της έκθεσης της ματιάς του στα απαρατήρητα, ενός κόσμου ανήκοντα, σε όσους πλαγιάζουν μαζί του, έξω από τα καθιερωμένα.
Ο ποιητής παρατηρεί και παρατηρείται, δίχως να παρασύρεται, δρών και απών, μέτοχος και αμέτοχος, παρών, εν τω λόγω ποιούμενος, προσφέρων λαλιά σε απόσταση από το στόμα. Νύξεις, Κρυπτικά Μηνύματα, Ηχηρά Μυστικά, Ερμητικός τού Ερμητισμού του, Μετέωρος και Θεωρών, αποκηρύσσει τον ποιητικό εγωτισμό καθιστώντας την γραφή του μέση γαία της βιωθείσης εμπειρίας, ψυχοδηλωτικό μεγέθος, αποτυπώμα στο χαρτί.
Στην ποίηση του Βασίλη Ζηλάκου, Νερά Γελούνε, όπως η πέτρα που σιωπά, ο βράχος που σχίζεται από το φως, ο ήλιος που ματώνει, η ανάσα που λαχανιάζει, ο θάμνος που κρύβει το σούρσιμο που απειλεί, το απρόσμενο που θραύει την υπαρκτή σιωπή. Ο Ζηλάκος, είναι ποιητής μιας  Μεσογείου ανέπαφης και γυμνής, καθαρής, εκεί που όλα δύνανται, συναντώνται, τέμνονται και επιδρούν.
Φως, ψήγματα της ύπαρξης, στίγματα, συμβάντα, αποχρώσεις, όλα μέσα στο πλαίσιο του λιτού αλλά ευκρινώς διακριτού και κατανοητού ποιητικού του λόγου, όπως η καθαρή ματιά ενός παιδιού που αφήνεται, ως τρόπος και ως ύπαρξη.  Σε απόσταση. Με πρόθεση σιωπής. Αλλά με πηχαία εσωτερική Φωνή.
Το υλικό της ποίησής του, γαιώδες. Και από αυτό το υλικό, το ποιητικό του σώμα είναι σμιλεμένο: Νερά που γελούνε, πέτρες που σιωπούν, πουλιά που σκιρτούν, εξάρσεις που ηχούν, να το υλικό που ξεπηδά από μέσα του όπως τα κύματα που ορμούν στα όρια των βράχων, σαν τα ίδια αγγίζουν και προσκρούουν στο σώμα: να, το στοιχειώδες υλικό του ποιητικού σώματος.
Τι επιδιώκει ο Βασίλης Ζηλάκος με την ποιητική του δημιουργία; ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ,  προτάσσει ένα έργο που δεν θέλει να «ανήκει», και που ο ίδιος, προσπαθεί να υπερασπίσει την απελευθέρωσή του . Δεν παρέχει στίγματα βεβαιότητας, Δεν ιχνεύει βιώματα, Δεν αποζητά διαρραγείσες ταυτότητες, Δεν καταγγέλλει, Δεν ενεδρεύει συμμάχους, αναγνώστες. Στη δεξαμενή της ποιήσεως του,  παρέχει στίγμα με ελάχιστο θυμικό. Στη διαμόρφωση του ποιητικού του λόγου,  το συναίσθημα, στον Ζηλάκο, τίθεται, θα έλεγα, συνολικά εκτός. Δεν παρεμβάλλεται. Πλην κάποιων νεύσεων. Ενδείξεων Αμυδρών.
Ίσως, όσο κανένας, εξ όσων το έργο συμβαίνει να  γνωρίζω εκ των σύγχρονων ποιητών, ο Ζηλάκος, προσπάθησε να περιορίσε,ι εκμηδενίζοντας το ευατολογικόν μέχρις εσχάτων, να ακυρώσει κάθε περιττή αυτοπροβολή, αναδεικνύοντας  τη μοναχικότητά του, ως κύριο όχημα, ως το ίδιο το μέσο,  στάση απέναντι στον κόσμο και θέση στα συμβαίνοντα. Ο γόνος της ποιητικής του λαλιάς, θα πρέπει να αναζητηθεί στην έλευση του ποιητικού λόγου μέσω του ιερού κόσμου των μυστηρίων, όπως και μέσω της ερμητικής γνώσης της Ανατολής. Ο ποιητικός ερμητισμός, ανατέλλει την εσώτερη εμπειρία του καθαρού εαυτού, γιατί καθαίρεται από την σιωπή που τον περιβάλλει:  Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΧΙΟΔΕΙΚΤΙΚΗ. ΕΠΙΧΕΙΡΕΙ ΝΑ ΦΩΤΙΣΕΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ, ΔΕΙΚΝΕΥΕΙ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟΝ, ΤΟ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΣ ΩΣ ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΣΥΜΒΑΝ.
Δεν είμαι φίλος των Χαικού, δεν είμαι φίλος με οτιδήποτε με υποτάσσει και απαιτεί πρωτίστως υποταγή στη Φόρμα, όμως εδώ, με κερδίζει η οικεία Γη που ξεπηδά, διότι αυτή η φόρμα, είναι ο οδηγός, και όχι το αυστηρό Ζητούμενο. Η Προσέγγιση του, ως Κάδρο-Οπτική, γίνεται Τρόπος να ορίσεις τον Χώρο και τη Διάρκεια στο ποιητικό περιεχόμενο της γραφής.
Δεν σταχυολογώ ούτε παραθέτω, αλλά προτρέπω τον αναγνώστη σε ποιητική ανάγνωση της ίδιας της ύπαρξης της ζωής, ως σύμπτωμα υπαρκτό, πολύτροπο και πολλαπλό.
Η ποίηση του δεν παρακινεί, δεν προτρέπει, δεν ταυτίζει συναίσθημα και ανάγνωση της ποίησης, ως γραφή. Δεν αγκαλιάζει τα ποιούμενα, χειραγωγώντας τα με το συναίσθημα. Εκθέτει το είναι, ως φυσικό ενυπάρχων στοιχείο. ‘Όντως, στα «Νερά  Γελούνε», η ποίηση του Ζηλάκου μπορεί να ορίζεται ως φυσιοκρατική, να εντάσσεται οικιοθελώς στο συμβαίνειν των περιστάσεων, να παρατάσσει τους καιρούς ως σύντομα ψήγματα με αλληγορικούς ερμητικούς τροχιοδείκτες. Παράδοξα, ο  ποιητής, είναι και δεν είναι ενήλικας, μετέχει απών, παρατηρεί και δεν ερμηνεύει, μάλλον αλώνεται από τη θέληση της έκτασης του βλέμματος ενός παιδιού· ενός νέου, έφηβου νέου, και ώριμου παρατηρητή ταυτόχρονα.
Έτσι είναι αυτά, και από αυτά, είναι το υλικό της ποίησής του γαιώδες. Και από αυτό το υλικό, το ποιητικό του σώμα είναι σμιλεμένο: Νερά που γελούνε, πέτρες που σιωπούν, πουλιά που σκιρτούν, απομονωμένες εξάρσεις που ηχούν, να το υλικό που ξεπηδά από μέσα·  όπως τα κύματα που ξεπηδούν στα όρια των βράχων, σαν η ενέργειά τους τ’ αγγίζει και προσκρούει: να!, το στοιχειώδες υλικό του ποιητικού του σώματος.
Η έκδοση ακολουθεί το λιτό της ποιήσεως, ωστόσο η οικονομία της χωροθεσίας επιφέρει ένα πρόβλημα περιορισμού στην αίσθησης της έκτασης του ποιητικού του συμβάντος. Η ανάρμοστη επιλογή της ομοιότροπης καταχώρησης και όχι της ανάδειξης των δημιουργημάτων, έχει ως αποτέλεσμα ένα ζήτημα οπτικής, όσο και ρυθμικής αναγνωστικής επαναληπτικότητας, συντηρητισμού, εις βάρος της ιδιαιτερότητας της όψης και του πρέποντος εναλλασσόμενου ρυθμού.
Μακράν εκεί στον Νότο η ποίηση συμβαίνει με τα τροχιοδεικτικά του λόγου του ποιητή.
Μακράν εκεί στον Νότο η ποίηση  συμβαίνει με τα ορατά και τα γήινα έσωθεν
Εκεί όπου η ποίηση σαν βλέπεται, απλώνεται
Τα Νερά Γελούνε,
Όμως, Ο Ίδιος;
  « Ήλιους να Γεννάμε Όμηρε σιωπηλά το φως να Βαίνει»

Δεν υπάρχουν σχόλια: