25.12.19

Η ΤΡΥΦΕΡΗ ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ

«Η μυθοπλασία είναι πάντοτε ένα είδος αλήθειας» —Όλγκα Τοκάρτσουκ—
 1. Η πρώτη φωτογραφία την οποία βίωσα συνειδητά είναι μία εικόνα της μητέρας μου όταν ήταν έγκυος σε μένα. Δυστυχώς, είναι μία ασπρόμαυρη φωτογραφία, πράγμα που σημαίνει ότι πολλές από τις λεπτομέρειες έχουν χαθεί, έχοντας μετατραπεί σε τίποτα παραπάνω από γκρίζα σχήματα. Ο φωτισμός είναι μαλακός, πιθανότατα το φως μιας βροχερής ανοιξιάτικης μέρας – και σίγουρα το είδος του φωτός που περνάει από ένα παράθυρο, δίνοντας στο δωμάτιο μια δυσδιάκριτη λάμψη. Η μαμά κάθεται δίπλα στο παλιό μας ραδιόφωνο, που ήταν από κείνα με το πράσινο καντράν και τα δύο κουμπιά – το ένα για την αυξομείωση του ήχου και το άλλο για να αλλάζεις σταθμό. Αργότερα,
αυτό το ραδιόφωνο έγινε η σημαντικότερη συντροφιά μου όταν ήμουν παιδί· απ’ αυτό έμαθα για την ύπαρξη του κόσμου. Το γύρισμα του μαύρου κουμπιού μετατόπιζε τους ευαίσθητους αισθητήρες τις κεραίας, πιάνοντας έτσι όλων των ειδών τους διαφορετικούς σταθμούς – από τη Βαρσοβία, το Λονδίνο, το Λουξεμβούργο και το Παρίσι. Εντούτοις, καμιά φορά ο ήχος χανόταν, λες και κάπου ανάμεσα στην Πράγα και τη Νέα Υόρκη, ή στη Μόσχα και τη Μαδρίτη, οι αισθητήρες της κεραίας έπεφταν μέσα σε μαύρες τρύπες. Όποτε συνέβαινε αυτό, αισθανόμουν ρίγη στη ραχοκοκαλιά μου. Πίστευα ότι μέσω αυτού του ραδιοφώνου μού μιλούσαν από άλλα ηλιακά συστήματα και γαλαξίες, μου έστελναν με κροταλίσματα και τερετίσματα σημαντικές πληροφορίες, τις οποίες εγώ δεν ήμουν ακόμα σε θέση να αποκρυπτογραφήσω. Όταν, σαν κοριτσάκι, έβλεπα αυτή την εικόνα, ήμουν σίγουρη ότι η μαμά μου εμένα έψαχνε καθώς γυρνούσε εκείνο το κουμπί στο ραδιόφωνό μας. Σαν να ήταν ένα ευαίσθητο ραντάρ που διείσδυε στις άπειρες σφαίρες του κόσμου, προσπαθώντας να ανακαλύψει πότε θα έφτανα και από πού. Το κούρεμα και το φόρεμά της (με μεγάλη λαιμόκοψη) μαρτυρούν πότε τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία: στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα. Είναι λίγο σκυμμένη και ατενίζει κάτι που βρίσκεται εκτός κάδρου, κάτι που αγνοεί όποιος βλέπει τη φωτογραφία εκ των υστέρων. Ως παιδί, φανταζόμουν ότι αυτό που συνέβαινε ήταν ότι ατένιζε το μέλλον. Η φωτογραφία απεικονίζει μια στιγμή όπου στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει τίποτα – είναι η εικόνα μιας κατάστασης, όχι μιας διαδικασία. Η γυναίκα είναι λυπημένη, φαινομενικά χαμένη στις σκέψεις της – φαινομενικά χαμένη. Όταν αργότερα τη ρωτούσα γι’ αυτή της τη θλίψη –πράγμα που έκανα πολλές φορές, πάντοτε παίρνοντας την ίδια απάντηση– η μητέρα μου έλεγε ότι ήταν λυπημένη επειδή δεν είχα γεννηθεί ακόμα, και παρ’ όλα αυτά της έλειπα ήδη. «Πώς γίνεται να σου έλειπα αφού δεν ήμουν ακόμα εκεί;» τη ρωτούσα. Ήξερα ότι σου λείπει κάποιος που έχει χαθεί, ότι αυτός ο καημός είναι αποτέλεσμα κάποιας απώλειας. «Όμως αυτό λειτουργεί και αντίστροφα», μου απαντούσε. «Το να σου λείπει κάποιος σημαίνει ότι βρίσκεται εκεί». Αυτός ο σύντομος διάλογος, σε κάποια επαρχία της δυτικής Πολωνίας στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, ένας διάλογος ανάμεσα στη μητέρα μου και σε μένα, το μικρό παιδί της, πάντα παραμένει στη μνήμη μου και μου δίνει ένα απόθεμα δύναμης που θα κρατήσει για όλη μου τη ζωή. Γιατί ανύψωσε την ύπαρξή μου πέρα από τη συνηθισμένη υλικότητα του κόσμου, πέρα από την τύχη, πέρα από το αίτιο και το αποτέλεσμα, και τους νόμους των πιθανοτήτων. Έθεσε την ύπαρξή μου έξω από τον χρόνο, στη γλυκιά γειτονιά της αιωνιότητας. Με το παιδικό μυαλό μου, κατάλαβα τότε ότι ήμουν κάτι περισσότερο απ’ ό,τι είχα ποτέ φανταστεί. Και ότι, ακόμα κι αν αναγκαζόμουν να πω: «Είμαι χαμένη», και πάλι θα ξεκινούσα με τη λέξη «Είμαι» – την πιο σημαντική και περίεργη λέξη στον κόσμο. Και έτσι, μια νεαρή γυναίκα που ποτέ δεν ήταν θρησκευόμενη –η μητέρα μου– μου έδωσε κάτι που κάποτε ήταν γνωστό ως ψυχή, εφοδιάζοντάς με κατ’ αυτόν τον τρόπο με τη σπουδαιότερη τρυφερή αφηγήτρια του κόσμου. 2. Ο κόσμος είναι ένα ύφασμα που υφαίνουμε καθημερινά στους μεγάλους αργαλειούς των πληροφοριών, των συζητήσεων, των ταινιών, των βιβλίων, του κουτσομπολιού, των μικρών ανεκδότων. Σήμερα το πεδίο που καλύπτουν αυτοί οι αργαλειοί είναι τεράστιο – χάρη στο Διαδίκτυο, σχεδόν όλοι μπορούν να συμμετέχουν στη διαδικασία, αναλαμβάνοντας την ευθύνη ή όχι, με αγάπη ή με μίσος, για το καλύτερο ή για το χειρότερο. Όταν αλλάζει αυτή η ιστορία, αλλάζει και ο κόσμος. Με αυτή την έννοια, ο κόσμος είναι φτιαγμένος από λέξεις. Συνεπώς, ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε για τον κόσμο και –ίσως ακόμα σημαντικότερο– το πώς τον αφηγούμαστε έχουν τεράστια σημασία. Ένα πράγμα που συμβαίνει και δεν λέγεται παύει να υπάρχει και χάνεται. Αυτό είναι ένα γεγονός γνωστό όχι μόνο στους ιστορικούς, αλλά επίσης (και ίσως κυρίως) στους κάθε λογής πολιτικούς και τύραννους. Κουμάντο κάνει εκείνος που κατέχει και αφηγείται την ιστορία. Σήμερα, το πρόβλημά μας έγκειται, απ’ ό,τι φαίνεται, στο γεγονός ότι δεν έχουμε ακόμα έτοιμες αφηγήσεις όχι μόνο για το μέλλον, αλλά ούτε και για το συγκεκριμένο παρόν, για τις εξαιρετικά ραγδαίες μεταμορφώσεις του σημερινού κόσμου. Μας λείπει η γλώσσα, μας λείπουν οι απόψεις, οι μεταφορές, οι μύθοι και οι νέοι θρύλοι. Ωστόσο, συχνά βλέπουμε προσπάθειες να τιθασευτούν σκουριασμένες, αναχρονιστικές αφηγήσεις που δεν μπορούν να χωρέσουν το μέλλον σε φαντασιώσεις περί του μέλλοντος, επί τη βάσει, χωρίς αμφιβολία, της υπόθεσης ότι ένα παλιό κάτι είναι καλύτερο από ένα νέο τίποτα, ή σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν με τον τρόπο αυτό οι περιορισμοί της ίδιας μας της προοπτικής. Με δυο λέξεις, μας λείπουν νέοι τρόποι να πούμε την ιστορία του κόσμου. Ζούμε σε μια πραγματικότητα από πολυφωνικές πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις και, προς όποια κατεύθυνση κι αν στραφούμε, αντιμετωπίζουμε πολυφωνικούς θορύβους. Με τον όρο «πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις» εννοώ το είδος εκείνο της αφήγησης που περιστρέφεται στενά γύρω από έναν αφηγητή, ο οποίος, λίγο πολύ άμεσα, γράφει απλά για τον εαυτό του και μέσα από τον εαυτό του. Έχουμε διαπιστώσει ότι αυτός ο τύπος εξατομικευμένης άποψης, αυτή η φωνή από τον εαυτό, είναι η πιο φυσική, ανθρώπινη και ειλικρινής, ακόμα κι αν απέχει από μια ευρύτερη προοπτική. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ούτως νοούμενη, υφαίνει ένα εντελώς μοναδικό πρότυπο, το μόνο του είδους του· δίνει την αίσθηση μιας ατομικής αυτονομίας, έχοντας επίγνωση του εαυτού και της μοίρας του. Ωστόσο, σημαίνει επίσης την κατασκευή μιας αντίθεσης μεταξύ του εαυτού και του κόσμου, και αυτή η αντίθεση καθίσταται ώρες ώρες παράγοντας αποξένωσης. Νομίζω ότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι πολύ χαρακτηριστική της σύγχρονης οπτικής, στην οποία το άτομο παίζει τον ρόλο του υποκειμενικού κέντρου του κόσμου. Ο δυτικός πολιτισμός είναι σε μεγάλο βαθμό θεμελιωμένος και βασισμένος ακριβώς στην ανακάλυψη του εαυτού, ο οποίος αποτελεί για μας ένα από τα σημαντικότερα όργανα μέτρησης της πραγματικότητας. Εδώ ο άνθρωπος είναι ο πρωταγωνιστής, και η κρίση του –αν και μόνο μία ανάμεσα στις πολλές– λαμβάνεται πάντοτε σοβαρά υπόψη. Οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις φαίνεται πως είναι μία από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις του ανθρώπινου πολιτισμού· διαβάζονται με ευλάβεια, χαίρουν πλήρους εμπιστοσύνης. Αυτός ο τύπος αφήγησης, όταν βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός εαυτού που είναι διαφορετικός από οποιονδήποτε άλλο, δημιουργεί έναν ειδικό δεσμό με τον αφηγητή, ο οποίος ζητά από τον ακροατή του να βρεθεί στη δική του μοναδική θέση. Αυτό που έχουν προσφέρει οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις στη λογοτεχνία και γενικότερα στον ανθρώπινο πολιτισμό δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί – έχουν ανατρέψει πλήρως την ιστορία του κόσμου, έτσι ώστε να μην είναι πλέον ένας τόπος για τις πράξεις ηρώων και θεοτήτων, πάνω στις οποίες που δεν μπορούμε να έχουμε καμία επιρροή, αλλά μάλλον ένας τόπος για ανθρώπους όπως εμείς, με εξατομικευμένες ιστορίες. Είναι εύκολο να ταυτιστούμε με ανθρώπους που είναι ακριβώς όπως εμείς, πράγμα που δημιουργεί μεταξύ του αφηγητή της ιστορίας και του αναγνώστη ή του ακροατή έναν νέο τύπο συναισθηματικής κατανόησης βασισμένο στην ενσυναίσθηση. Αυτή η κατανόηση, από τη φύση της, φέρνει τους εμπλεκόμενους κοντύτερα και εξαλείφει τα όρια· είναι πολύ εύκολο να χάσει κανείς σε ένα μυθιστόρημα τα όρια μεταξύ του εαυτού τού αφηγητή και του εαυτού τού αναγνώστη, και ένα μυθιστόρημα από αυτά που αποκαλούμε «μυθιστορήματα ταύτισης» στην πραγματικότητα ποντάρει στο ότι τα όρια είναι θολά, στο ότι ο αναγνώστης, μέσω της ενσυναίσθησης, γίνεται για λίγο αφηγητής. Έτσι, η λογοτεχνία έχει γίνει ένα πεδίο ανταλλαγής εμπειριών, μια αγορά όπου ο καθένας μπορεί να αφηγηθεί τη μοίρα του ή να δώσει φωνή στο alter ego του. Είναι επομένως ένας δημοκρατικός χώρος – ο καθένας μπορεί να μιλήσει, ο καθένας μπορεί να δώσει φωνή στον εαυτό του. Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί συγγραφείς και αφηγητές. Δεν έχουμε παρά να εξετάσουμε τα στατιστικά στοιχεία για να δούμε ότι αυτό είναι αληθές. Κάθε φορά που πηγαίνω σε εκθέσεις βιβλίων, βλέπω πόσα από τις βιβλία που εκδίδονται στον κόσμο σήμερα έχουν να κάνουν με αυτό ακριβώς: τον εαυτό-συγγραφέα. Το ένστικτο της έκφρασης μπορεί να είναι εξίσου ισχυρό με άλλα ένστικτα που προστατεύουν τη ζωή μας – και εκδηλώνεται πλήρως στην τέχνη. Θέλουμε να μας προσέχουν, θέλουμε να αισθανόμαστε μοναδικοί. Αφηγήσεις της είδους «Θα σου πω την ιστορία μου» ή «Θα σου πω την ιστορία της οικογένειάς μου», ή απλά «Θα σου πω πού έχω πάει» αποτελούν το δημοφιλέστερο λογοτεχνικό είδος της εποχής μας. Το φαινόμενο είναι μεγάλης κλίμακας επίσης επειδή σήμερα μπορούμε όλοι να έχουμε πρόσβαση στη γραφή, και πολλοί άνθρωποι αποκτούν την ικανότητα, που κάποτε ήταν προνόμιο των λίγων, να εκφράζονται με λέξεις και ιστορίες. Παραδόξως, όμως, αυτή η κατάσταση μοιάζει με μια χορωδία που αποτελείται μόνο από σολίστες, από φωνές που ανταγωνίζονται για την προσοχή του ακροατή, που ακολουθούν όλες παρόμοιες διαδρομές, πνίγοντας η μία την άλλη. Γνωρίζουμε όλα όσα μπορούμε να γνωρίσουμε γι’ αυτούς, μπορούμε να ταυτιστούμε μαζί τους και να βιώνουμε τη ζωή τους σαν να ήταν δική μας. Και όμως, πολύ συχνά, η αναγνωστική εμπειρία είναι ελλιπής και απογοητευτική, καθώς αποδεικνύεται ότι η έκφραση ενός «εαυτού-συγγραφέα» δύσκολα εγγυάται την καθολικότητα. Αυτό που μας λείπει, φαίνεται, είναι μια διάσταση της ιστορίας: η παραβολή. Γιατί ο ήρωας της παραβολής είναι ένας άνθρωπος που ζει κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές και γεωγραφικές συνθήκες, αλλά ταυτόχρονα υπερβαίνει αυτά τα συγκεκριμένα στοιχεία, καθώς γίνεται ο Καθένας Οπουδήποτε. Όταν ένας αναγνώστης παρακολουθεί την ιστορία ενός ανθρώπου όπως αυτή περιγράφεται σε ένα μυθιστόρημα, μπορεί να ταυτιστεί με τη μοίρα του μυθιστορηματικού χαρακτήρα και να εξετάσει την κατάσταση σαν να ήταν δική του, ενώ στην παραβολή πρέπει να εγκαταλείψει εντελώς την ετερότητά του και να γίνει ο Καθένας. Σε αυτή την απαιτητική ψυχολογική λειτουργία, η παραβολή καθολικεύει την εμπειρία μας, βρίσκοντας έναν κοινό παρονομαστή σε πολύ διαφορετικές μοίρες. Το γεγονός ότι έχουμε, σε μεγάλο βαθμό, χάσει την παραβολή από τα μάτια μας είναι απόδειξη της παρούσας αδυναμίας μας. Ίσως για να μην χαθούμε στο πλήθος των τίτλων και των ονομάτων, αρχίσαμε να διαιρούμε το τεράστιο σώμα της λογοτεχνίας σε είδη, τα οποία αντιμετωπίζουμε όπως τις διάφορες κατηγορίες αθλημάτων, με τους συγγραφείς ως τους ειδικά προπονημένους παίκτες τους. Η γενική εμπορευματοποίηση της λογοτεχνικής αγοράς έχει οδηγήσει σε μια ταξινόμηση κλάδων – σήμερα υπάρχουν εκθέσεις και φεστιβάλ αυτού ή του άλλου τύπου λογοτεχνίας, εντελώς ξεχωριστά, δημιουργώντας μια πελατεία αναγνωστών που είναι πρόθυμοι να βυθιστούν σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, σε ένα έργο του φανταστικού ή επιστημονικής φαντασίας. Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης είναι ότι αυτό που υποτίθεται ότι θα βοηθούσε τους βιβλιοπώλες και τους βιβλιοθηκάριους να οργανώνουν στα ράφια τους την τεράστια ποσότητα των τυπωμένων βιβλίων και οι αναγνώστες να προσανατολίζονται στο αχανές των προσφερόμενων τίτλων, κατέληξε αντιθέτως σε αφηρημένες κατηγορίες, στις οποίες όχι μόνο ταξινομούνται τα υφιστάμενα έργα, αλλά και σύμφωνα με τις οποίες οι ίδιοι οι συγγραφείς ξεκινούν να γράφουν. Ολοένα και περισσότερο, η δουλειά στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου είδους μοιάζει με κάτι σαν φόρμα για κέικ που παράγει πολύ παρόμοια αποτελέσματα, η προβλεψιμότητα θεωρείται αρετή, η κοινοτοπία επίτευγμα. Ο αναγνώστης ξέρει τι να περιμένει και παίρνει ακριβώς αυτό που ήθελε. Διαισθητικά, πάντα εναντιώνομαι σε τέτοιες κατηγοριοποιήσεις, δεδομένου ότι οδηγούν στον περιορισμό της συγγραφικής ελευθερίας, σε μια απροθυμία για πειραματισμούς και υπερβάσεις, που είναι στην πραγματικότητα η ουσιώδης ιδιότητα της δημιουργίας εν γένει. Και αποκλείουν εντελώς από τη δημιουργική διαδικασία οποιαδήποτε εκκεντρότητα χωρίς την οποία η τέχνη θα χαθεί. Ένα καλό βιβλίο δεν χρειάζεται να υπερασπιστεί την ειδολογική του κατάταξη. Η κατανομή σε είδη είναι αποτέλεσμα της εμπορευματοποίησης της λογοτεχνίας στο σύνολό της και απόρροια της μεταχείρισής της ως προϊόντος προς πώληση, με όλη τη φιλοσοφία της επωνυμίας και της στόχευσης και άλλων παρόμοιων εφευρέσεων του σύγχρονου καπιταλισμού. Σήμερα βλέπουμε με μεγάλη ικανοποίηση την εμφάνιση ενός εντελώς καινούργιου τρόπου αφήγησης της ιστορίας του κόσμου, που μας παρέχεται μέσω σειρών που προβάλλονται σε κάθε λογής οθόνες, κρυφή δουλειά της οποίας είναι να μας υπνωτίσει. Φυσικά, η αφήγηση σε συνέχειες υπάρχει από πολύ παλιά, στους μύθους και στα ομηρικά έπη· ο Ηρακλής, ο Αχιλλέας και ο Οδυσσέας είναι χωρίς αμφιβολία οι πρώτοι ήρωες σειρών. Εκείνο όμως που δεν έχει προηγούμενο είναι ότι αυτός ο τρόπος έχει καταλάβει τόσο πολύ χώρο και ασκεί τόσο ισχυρή επιρροή στη συλλογική φαντασία όσο ποτέ άλλοτε. Οι πρώτες δύο δεκαετίες του εικοστού πρώτου αιώνα ανήκουν αναμφισβήτητα στις σειρές. Η επιρροή τους στους τρόπους αφήγησης της ιστορίας του κόσμου (και συνεπώς και στον τρόπο που εμείς κατανοούμε αυτή την ιστορία) είναι επαναστατική. Στη σημερινή εκδοχή, οι σειρές όχι μόνο έχουν επεκτείνει τη συμμετοχή μας στην αφήγηση μέσα στον χρόνο, δημιουργώντας διάφορα ρυθμικά πρότυπα, παραλλαγές και πτυχές, αλλά εισάγουν και νέες δικές τους κατηγορίες. Κι αυτό γιατί, σε πολλές περιπτώσεις, η δουλειά τους είναι να κρατούν την προσοχή του θεατή για όσο το δυνατόν περισσότερο – η αφηγηματική σειρά πολλαπλασιάζει τις παράλληλες πλοκές, διασυνδέοντάς τις με τον πιο απίθανο τρόπο τόσο πολύ ώστε, όταν βρίσκεται σε αδιέξοδο καταφεύγει ακόμα και στην παλιά αφηγηματική τεχνική, που κάποτε αποτελούσε σύμβαση της κλασικής όπερας, τον από μηχανής θεό. Η δημιουργία νέων επεισοδίων συχνά συνεπάγεται τη συνολική, κατά περίπτωση αναθεώρηση της ψυχολογίας των χαρακτήρων, έτσι ώστε να είναι καλύτερα προσαρμοσμένοι στα ανελισσόμενα γεγονότα της πλοκής. Ένας χαρακτήρας, που ξεκινάει ως ευγενής και συνεσταλμένος, καταλήγει εκδικητικός και βίαιος, ένας δευτερεύων χαρακτήρας γίνεται πρωταγωνιστής, ενώ ο βασικός χαρακτήρας, με τον οποίο έχουμε ήδη ταυτιστεί, χάνει τη σπουδαιότητά του ή και εξαφανίζεται τελείως, προς μεγάλη μας απογοήτευση. Η πιθανή συνέχιση της σειράς για άλλον ένα κύκλο επεισοδίων δημιουργεί την αναγκαιότητα ανοικτών καταλήξεων, στις οποίες δεν υπάρχει περίπτωση να προκύψει εκείνο το μυστηριώδες πράγμα που ονομάζεται κάθαρση – κι αν προκύψει, δεν θα δηλώνεται ξεκάθαρα. Η κάθαρση ήταν μέχρι πρότινος η εμπειρία του εσωτερικού μετασχηματισμού, η εκπλήρωση και η ικανοποίηση της συμμετοχής στη δράση του μύθου. Μια τέτοια επιπλοκή, στη θέση του πάλαι ποτέ κλεισίματος –η συνεχής αναβολή της ανταμοιβής που αποτελεί η κάθαρση–, καθιστά τον θεατή εξαρτημένο, τον υπνωτίζει. Ο διακοπτόμενος μύθος [fabula interrupta], που δημιουργήθηκε πριν από πολύ καιρό και μας είναι γνωστός ήδη από τους μύθους της Σεχραζάντ, έχει τώρα κάνει την τολμηρή του επιστροφή στις σειρές, αλλάζοντας την υποκειμενικότητά μας και προκαλώντας παράξενες ψυχολογικές επιδράσεις, αποσπώντας μας από την ίδια μας τη ζωή και υπνωτίζοντάς μας σαν ναρκωτικό. Ταυτόχρονα, οι σειρές ενσωματώνονται στον νέο, προσχεδιασμένο και διαταραγμένο ρυθμό του κόσμου, στη χαοτική επικοινωνία, στην αστάθεια και στη ρευστότητα του. Αυτή η μορφή αφήγησης είναι ίσως η πιο δημιουργική αναζήτηση για μια νέα φόρμουλα σήμερα. Με αυτή την έννοια, υπάρχει σοβαρή δουλειά που πρέπει να γίνει με τις σειρές σε σχέση με τις αφηγήσεις του μέλλοντος, με την αναδιαμόρφωση της ιστορίας έτσι ώστε να ταιριάζει στη νέα μας πραγματικότητα. Αλλά, πάνω απ’ όλα, ζούμε σε έναν κόσμο με πάρα πολλά αντιφατικά, αμοιβαίως αποκλειόμενα γεγονότα, τα οποία όλα μάχονται μεταξύ τους με νύχια και με δόντια. Οι πρόγονοί μας πίστευαν ότι η πρόσβαση στη γνώση όχι μόνο θα έφερνε στον άνθρωπο ευτυχία, ευημερία, υγεία και πλούτο, αλλά θα δημιουργούσε επίσης μια ισότιμη και δίκαιη κοινωνία. Αυτό που έλειπε από τον κόσμο, κατά την άποψή τους, ήταν η πανταχού παρούσα σοφία που φυσιολογικά θα προέκυπτε από τις πληροφορίες. Ο Ιωάννης Αμός Κομένιος [John Amos Comenius], ο μεγάλος παιδαγωγός του δέκατου έβδομου αιώνα, εισήγαγε τον όρο «πανσοφισμός», με τον οποίο εννοούσε την ιδέα της δυνάμει παντογνωσίας, της καθολικής γνώσης που θα περιείχε μέσα της οτιδήποτε είναι δυνατόν να γνωσθεί. Αυτό ήταν επίσης, και πάνω απ’ όλα, το όραμα για πληροφορίες διαθέσιμες σε όλους. Η πρόσβαση στα γεγονότα σχετικά με τον κόσμο δεν θα μετέτρεπε έναν αναλφάβητο χωρικό σε στοχαζόμενο άτομο που έχει συνείδηση του εαυτού του και του κόσμου; Η εύκολα προσβάσιμη γνώση δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι θα γίνουν λογικοί, ότι θα κατευθύνουν τις ζωές τους με αυτοκυριαρχία και σοφία; Όταν πρωτοεμφανίστηκε το Διαδίκτυο, φάνηκε ότι αυτή η ιδέα τελικά θα υλοποιηθεί στο ακέραιο. Η Wikipedia, την οποία θαυμάζω και στηρίζω, θα φαινόταν στον Κομένιο, όπως και σε πολλούς φιλόσοφους που σκέφτονταν με παρόμοιο τρόπο, ως η εκπλήρωση του ονείρου της ανθρωπότητας: τώρα μπορούμε να δημιουργήσουμε και να έχουμε πρόσβαση σε ένα τεράστιο αποθεματικό γεγονότων που συμπληρώνεται και ενημερώνεται αδιάκοπα, σχεδόν παντού πάνω στη Γη. Ένα όνειρο που εκπληρώνεται είναι συχνά απογοητευτικό. Έχει αποδειχθεί ότι δεν είμαστε σε θέση να διαχειριστούμε αυτόν τον τεράστιο όγκο πληροφοριών, οι οποίες, αντί της ενότητας, της γενίκευσης και της απελευθέρωσης, έχουν φέρει τη διαφοροποίηση και τον κατακερματισμό, όντας περίκλειστες σε μικρά, μεμονωμένα στεγανά και έχοντας δημιουργήσει πλήθος αφηγήσεων που είναι ασύμβατες μεταξύ τους ή ακόμη και ανοιχτά εχθρικές ή αμοιβαία ανταγωνιστικές η μία προς την άλλη. Επιπλέον, το Διαδίκτυο, απολύτως και απερίσκεπτα δέσμιο στις πρακτικές της αγοράς και αφοσιωμένο στα μονοπώλια, ελέγχει γιγαντιαίες ποσότητες δεδομένων που δεν χρησιμοποιούνται καθόλου πανσοφιστικά, για να εξασφαλιστεί μια ευρύτερη πρόσβαση στις πληροφορίες· αντίθετα, εξυπηρετεί κυρίως τον προγραμματισμό της συμπεριφοράς των χρηστών, όπως μάθαμε μετά το σκάνδαλο της Cambridge Analytica. Αντί να ακούσουμε την αρμονία του κόσμου, ακούμε μια κακοφωνία ήχων, έναν αφόρητο στατικό θόρυβο, τη στιγμή που προσπαθούμε, σε απόγνωση ευρισκόμενοι, να πιάσουμε μια πιο ήσυχη μελωδία, ακόμα και τον πιο αδύναμο ρυθμό. Το γνωστό απόφθεγμα του Σαίξπηρ ταιριάζει περισσότερο από ποτέ σε αυτήν την κακόφωνη νέα πραγματικότητα: ολοένα και συχνότερα, το Διαδίκτυο είναι μια ιστορία γεμάτη θόρυβο κι οργή, που την αφηγείται ένας ανόητος. Μια έρευνα που εκπονήθηκε από πολιτικούς επιστήμονες δυστυχώς έρχεται επίσης σε αντίθεση με τη διαίσθηση του Ιωάννη Αμός Κομένιου, η οποίες βασιζόταν στην πεποίθηση ότι όσο πιο καθολικά διαθέσιμες θα ήταν οι πληροφορίες στον κόσμο, τόσο περισσότεροι πολιτικοί θα επωφελούνταν για να βρίσκουν επιχειρήματα και να λαμβάνουν αποφάσεις. Αλλά φαίνεται ότι το θέμα δεν είναι καθόλου τόσο απλό. Η πληροφόρηση μπορεί να καταστεί συντριπτική και η πολυπλοκότητα και η ασάφεια των πληροφοριών δημιουργούν κάθε λογής αμυντικούς μηχανισμούς – από την άρνηση έως την καταστολή, ή απλώς την καταφυγή στις αρχές της απλουστευτικής, ιδεολογικής γραμμής του κόμματος. Η κατηγορία των ψεύτικων ειδήσεων [fake news] εγείρει νέα ερωτήματα σχετικά με το τι είναι η μυθοπλασία. Οι αναγνώστες που έχουν επανειλημμένα εξαπατηθεί, παραπληροφορηθεί ή παραπλανηθεί έχουν αρχίσει να αποκτούν σταδιακά μια συγκεκριμένη νευρωτική ιδιοσυγκρασία. Η αντίδραση που προκαλείται εξαιτίας της απογοήτευσης από τη μυθοπλασία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια τεράστια επιτυχία της μη-μυθοπλασίας, η οποία μέσα σε αυτό το τεράστιο πληροφοριακό χάος κραυγάζει πάνω από τα κεφάλια μας: «Θα σας πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια» και «Η ιστορία μου βασίζεται σε γεγονότα!». Η μυθοπλασία έχει χάσει την εμπιστοσύνη των αναγνωστών, από τη στιγμή που η διασπορά ψευδών έχει γίνει ένα επικίνδυνο όπλο μαζικής καταστροφής, έστω και αν παραμένει ένα πρωτόγονο εργαλείο. Συχνά μου κάνουν την εξής απίστευτη ερώτηση: «Αυτό που έγραψες είναι όντως αλήθεια;». Και κάθε φορά αισθάνομαι ότι αυτή η ερώτηση προοιωνίζεται το τέλος της λογοτεχνίας. Αυτή η ερώτηση, αθώα από τη μεριά του αναγνώστη, ακούγεται στον συγγραφέα πραγματικά εσχατολογική. Τι υποτίθεται ότι πρέπει να απαντήσω; Πώς μπορώ να εξηγήσω την οντολογική κατάσταση του Χανς Κάστορπ, της Άννας Καρένινα ή του Γουίνι-το-Αρκουδάκι; Θεωρώ αυτό το είδος αναγνωστικής περιέργειας οπισθοδρόμηση του πολιτισμού. Είναι μια σημαντική βλάβη στην πολυδιάστατη ικανότητά μας (συγκεκριμένη, ιστορική, αλλά και συμβολική, μυθική) να συμμετέχουμε στην αλυσίδα των γεγονότων που ονομάζεται ζωή μας. Η ζωή δημιουργείται από γεγονότα, αλλά μετατρέπονται σε εμπειρία μόνο όταν είμαστε σε θέση να τα ερμηνεύσουμε, να προσπαθήσουμε να τα κατανοήσουμε και να τους δώσουμε νόημα. Ό,τι συμβαίνει αποτελεί γεγονός, αλλά η εμπειρία είναι κάτι ανείπωτα διαφορετικό. Είναι οι εμπειρίες, και όχι οποιοδήποτε γεγονότα, που αποτελούν το υλικό της ζωής μας. Μια εμπειρία είναι ένα γεγονός που έχει ερμηνευτεί και αποθηκευτεί στη μνήμη. Αναφέρεται επίσης σε ένα συγκεκριμένο υπόβαθρο που έχουμε στο μυαλό μας, σε μια βαθιά δομή των εννοιών πάνω στις οποίες μπορούμε να αναπτύξουμε τη ζωή μας και να τις εξετάσουμε πλήρως και προσεκτικά. Πιστεύω ότι ο μύθος επιτελεί τη λειτουργία αυτής της δομής. Όλοι γνωρίζουν ότι οι μύθοι δεν συνέβησαν ποτέ, αλλά συμβαίνουν πάντα. Τώρα συμβαίνουν όχι μόνο στις περιπέτειες των αρχαίων ηρώων, αλλά και στις πανταχού παρούσες και δημοφιλέστατες αφηγήσεις κινηματογραφικών ταινιών, παιχνιδιών και λογοτεχνικών έργων. Οι ζωές των κατοίκων του Ολύμπου έχουν μεταφερθεί στη Δυναστεία και στους άθλους των ηρώων έχει αναλάβει να φέρει σε πέρας η Λάρα Κρόφτ. Σε αυτή την έντονη διάκριση μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, οι αφηγήσεις της εμπειρίας μας που δημιουργεί η λογοτεχνία έχουν τη δική τους διάσταση. Καμία ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ μυθοπλασίας και μη-μυθοπλασίας δεν βρίσκω ιδιαιτέρως ικανοποιητική, εκτός και αν κατανοούμε μια τέτοια διάκριση ως δηλωτική και προαιρετική. Ανάμεσα στην πληθώρα των ορισμών της μυθοπλασίας, αυτός που μου αρέσει περισσότερο είναι επίσης ο παλαιότερος και τον οφείλουμε στον Αριστοτέλη. Η μυθοπλασία είναι πάντοτε ένα είδος αλήθειας. Βρίσκω επίσης πειστική τη διάκριση μεταξύ αληθινής ιστορίας και πλοκής που οφείλουμε στον συγγραφέα και δοκιμιογράφο Ε.Μ. Φόρστερ [E.M Forster]. Εκείνος ήταν που είπε πως όταν λέμε: «Ο βασιλιάς πέθανε και μετά η βασίλισσα πέθανε», αυτή είναι μια ιστορία. Αλλά όταν λέμε: «Ο βασιλιάς πέθανε και μετά η βασίλισσα πέθανε από θλίψη», αυτή είναι μία πλοκή. Κάθε μυθοπλασία συνεπάγεται τη μετάβαση από την ερώτηση «Τι συνέβη μετά;» σε μια προσπάθεια να την κατανοήσουμε με βάση την ανθρώπινη εμπειρία μας: «Γιατί συνέβη έτσι;». Η λογοτεχνία αρχίζει με αυτό το «Γιατί», έστω και αν αναγκαζόμαστε να απαντούμε ξανά και ξανά σε αυτή την ερώτηση με ένα συνηθισμένο «Δεν ξέρω». Συνεπώς, η λογοτεχνία θέτει ερωτήματα που δεν μπορούν να απαντηθούν με τη βοήθεια της Wikipedia, καθώς υπερβαίνει τις απλές πληροφορίες και τα γεγονότα, αναφερόμενη άμεσα στην εμπειρία μας. Αλλά είναι πιθανό το μυθιστόρημα και η λογοτεχνία γενικότερα να γίνονται μπροστά στα μάτια μας κάτι πραγματικά περιθωριακό σε σύγκριση με άλλες μορφές αφήγησης. Είναι πιθανό η εικόνα και οι νέες μορφές άμεσης μετάδοσης των εμπειριών –ταινίες, φωτογραφίες, εικονική πραγματικότητα– να αντικαταστήσουν για τα καλά την παραδοσιακή ανάγνωση. Η ανάγνωση είναι μια πολύ περίπλοκη ψυχολογική και αντιληπτική διαδικασία. Για να το θέσουμε απλά: καταρχάς το πλέον φευγαλέο περιεχόμενο νοηματοδοτείται λεκτικά, μετατρεπόμενο σε σημεία και σύμβολα, και στη συνέχεια «αποκωδικοποιείται», πηγαίνοντας μέσω της γλώσσας πίσω στην εμπειρία. Αυτό απαιτεί κάποια πνευματική ικανότητα. Και πάνω απ’ όλα απαιτεί προσοχή και συγκέντρωση, δεξιότητες ακόμα πιο σπάνιες στον σημερινό εξαιρετικά αποσπασματικό κόσμο. Η ανθρωπότητα έχει προχωρήσει πολύ στους τρόπους επικοινωνίας και ανταλλαγής προσωπικών εμπειριών: από την προφορικότητα, που βασιζόταν στην καθομιλούμενη και στην ανθρώπινη μνήμη, μέσω της Επανάστασης του Γουτεμβέργιου, φτάσαμε στο σημείο όπου οι ιστορίες άρχισαν να καταγράφονται ευρέως και κατ’ αυτόν τον τρόπο, παγιωμένες και κωδικοποιημένες, να αναπαράγονται κατά το δυνατόν απαράλλαχτες. Το μεγάλο επίτευγμα αυτής της αλλαγής ήταν ότι φτάσαμε να ταυτίσουμε τη σκέψη με τη γλώσσα, με το γράψιμο. Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια επανάσταση παρόμοιας κλίμακας, όπου η εμπειρία μπορεί να μεταδοθεί άμεσα, χωρίς προσφυγή στην τυπωμένη λέξη. Δεν χρειάζεται πλέον να κρατάτε ταξιδιωτικό ημερολόγιο τη στιγμή που μπορείτε απλώς να τραβήξετε φωτογραφίες και να ανεβάστε αυτές τις εικόνες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κατευθείαν στον κόσμο, όπου θα είναι προσβάσιμες αμέσως και απ’ όλους. Δεν χρειάζεται να γράφετε γράμματα, δεδομένου ότι είναι ευκολότερο να τηλεφωνείτε. Γιατί να γράφετε πολυσέλιδα μυθιστορήματα, τη στιγμή που μπορείτε να γυρίσετε μια τηλεοπτική σειρά; Αντί να βγαίνετε έξω με φίλους, είναι καλύτερα να μείνετε μέσα και να παίξετε ένα παιχνίδι. Να διαβάσω αυτοβιογραφίες; Δεν έχει νόημα, δεδομένου ότι παρακολουθώ τη ζωή των διάσημων στο Instagram και γνωρίζω τα πάντα γι’ αυτούς. Η εικόνα δεν είναι καν είναι ο μεγαλύτερος αντίπαλος του κειμένου σήμερα, όπως νομίζαμε κατά τον εικοστό αιώνα, ανησυχώντας για την επιρροή της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Αντιθέτως, πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική διάσταση του κόσμου, που ενεργεί άμεσα στις αισθήσεις μας. 3. Δεν θέλω να σκιαγραφήσω μια γενική άποψη της κρίσης στην αφήγηση ιστοριών για τον κόσμο. Αλλά συχνά με προβληματίζει η αίσθηση ότι κάτι λείπει από τον κόσμο – ότι αυτό που βιώνουμε μέσα από γυάλινες οθόνες και μέσω εφαρμογών στα κινητά, γίνεται κάπως εξωπραγματικό, μακρινό, δισδιάστατο και παραδόξως ασήμαντο, έστω και αν η ανεύρεση μιας συγκεκριμένης πληροφορίας είναι εκπληκτικά εύκολη. Αυτές τις μέρες οι ανησυχητικές λέξεις «κάποιος», «κάτι», «κάπου», «κάποτε» μπορεί να φαίνονται πιο ριψοκίνδυνες από πολύ συγκεκριμένες, ξεκάθαρες ιδέες που εκστομίζονται με απόλυτη βεβαιότητα – όπως, για παράδειγμα, «η αλλαγή του κλίματος είναι μια ανοησία» ή «η δημοκρατία δεν απειλείται πουθενά στον κόσμο». «Κάπου» κάποιοι άνθρωποι πνίγονται προσπαθώντας να διασχίσουν τη θάλασσα. «Κάπου», για «κάποιο χρονικό διάστημα», διεξάγεται «κάποιου είδους» πόλεμος. Μέσα στον κατακλυσμό των πληροφοριών, τα μεμονωμένα μηνύματα χάνουν τα περιγράμματα τους, διαλύονται στη μνήμη μας, γίνονται εξωπραγματικά κι εξαφανίζονται. Η πλημμύρα της βλακείας, της βαναυσότητας, της ρητορικής του μίσους και των εικόνων της βίας αντισταθμίζονται απεγνωσμένα από κάθε λογής «καλά νέα», αλλά αυτά δεν έχουν τη δυνατότητα να αντισταθμίσουν την οδυνηρή εντύπωση, την οποία δυσκολεύομαι να εκφράσω με λόγια, ότι κάτι δεν πάει καλά στον κόσμο. Σήμερα, αυτό το συναίσθημα, που κάποτε ήταν αποκλειστικό προνόμιο των νευρωτικών ποιητών, μοιάζει με επιδημία αδυναμίας να ορίσουμε τα πράγματα, με μια μορφή άγχους που διαχέεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Η λογοτεχνία είναι ένας από τους λίγους τομείς που προσπαθούν να μας κρατήσουν κοντά στη σκληρή αλήθεια του κόσμου, γιατί έχει από τη φύση της μια ψυχολογική διάσταση, γιατί επικεντρώνεται στην εσωτερική λογική και στα κίνητρα των χαρακτήρων, αποκαλύπτει την κατά τα άλλα απρόσιτη εμπειρία του άλλου, ή απλά προκαλεί τον αναγνώστη να ερμηνεύσει ψυχολογικά τη συμπεριφορά τους. Μόνο η λογοτεχνία είναι ικανή να μας επιτρέψει να εμβαθύνουμε στη ζωή των άλλων, να κατανοήσουμε τη λογική τους, να μοιραστούμε τα συναισθήματά τους και να βιώσουμε τη μοίρα τους. Μια ιστορία κάνει πάντα κύκλους γύρω από το νόημα – ακόμη και αν δεν το εκφράζει άμεσα, ακόμα και όταν σκοπίμως αρνείται να αναζητήσει το νόημα και επικεντρώνεται στη μορφή, στον πειραματισμό, όταν επιχειρεί μια στιλιστική επανάσταση αναζητώντας νέα εκφραστικά μέσα. Καθώς διαβάζουμε ακόμη και την πιο συμπεριφοριστικά, αφαιρετικά γραμμένη ιστορία, δεν μπορούμε παρά να θέτουμε ερωτήματα όπως: «Γιατί συμβαίνει αυτό;», «Τι σημαίνει αυτό;», «Τι νόημα έχει αυτό;», «Πού οδηγεί αυτό;». Είναι πολύ πιθανό το μυαλό μας να εξελίχθηκε έτσι ώστε να θεωρεί την ιστορία ως μια διαδικασία που δίνει νόημα σε εκατομμύρια ερεθίσματα που μας περιβάλλουν, και ότι, ακόμα κι όταν κοιμόμαστε, συνεχίζουμε αδιάκοπα να αναπτύσσουμε τις σχετικές αφηγήσεις. Επομένως, η ιστορία είναι ένας τρόπος να οργανωθεί μια άπειρη ποσότητα πληροφοριών μέσα στον χρόνο, να εδραιωθεί η σχέση της με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, να αποκαλυφθεί η επαναληψιμότητά της και να ταξινομηθεί σε κατηγορίες αιτίου και αποτελέσματος. Τόσο το μυαλό όσο και τα συναισθήματα συμμετέχουν σε αυτή την προσπάθεια. Δεν είναι περίεργο ότι μια από τις πρώτες ανακαλύψεις που έγιναν μέσω των ιστοριών ήταν το Πεπρωμένο, το οποίο, εκτός από το ότι πάντα εμφανίζεται στους ανθρώπους ως κάτι το τρομακτικό και απάνθρωπο, ουσιαστικά εισήγαγε την ευταξία και την αμεταβλητότητα στην καθημερινή πραγματικότητα. 4. Κυρίες και Κύριοι, Λίγα χρόνια αργότερα, η γυναίκα στη φωτογραφία, η μητέρα μου, που της έλειπα παρόλο που δεν είχα ακόμα γεννηθεί, μου διάβαζε παραμύθια. Σε ένα από αυτά, του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν [Hans Christian Andersen], μια τσαγιέρα που είχε πεταχτεί στα σκουπίδια διαμαρτυρόταν για το πόσο βάναυσα της είχαν φερθεί οι άνθρωποι – μόλις έσπασε το χερούλι της, την ξεφορτώθηκαν. Αλλά αν δεν ήταν τόσο απαιτητικά τελειομανείς, θα μπορούσε παρ’ όλα αυτά να τους είχε φανεί χρήσιμη. Άλλα σπασμένα αντικείμενα πήρα τη σκυτάλη από την τσαγιέρα και είπαν πραγματικά επικές ιστορίες για τις ταπεινές, σύντομες ζωές τους ως αντικείμενα. Ως παιδί, άκουγα αυτά τα παραμύθια με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα και δάκρυα στα μάτια, γιατί πίστευα βαθιά μέσα μου ότι τα αντικείμενα έχουν τα δικά τους προβλήματα και τα δικά τους συναισθήματά, καθώς και ένα είδος κοινωνικής ζωής, απολύτως συγκρίσιμη με τη δική μας, την ανθρώπινη. Τα πιάτα στο ντουλάπι μιλούσαν το ένα στο άλλο, και τα κουτάλια, τα μαχαίρια και τα πιρούνια στο συρτάρι αποτελούσαν ένα είδος οικογένειας. Ομοίως, τα ζώα ήταν μυστηριώδη, σοφά, πλάσματα με αυτεπίγνωση, με τα οποία είχαμε πάντα έναν πνευματικό δεσμό και μια βαθιά ομοιότητα. Αλλά και τα ποτάμια, τα δάση και οι δρόμοι είχαν επίσης τη δική τους ύπαρξη – ήταν ζώσες υπάρξεις που καταλάμβαναν τον χώρο και δημιούργησαν την αίσθηση του ανήκειν, έναν αινιγματικό Πνευματικό Χώρο [Raumgeist]. Το τοπίο που μας περιέβαλε ήταν ζωντανό, όπως επίσης ο Ήλιος και η Σελήνη και όλα τα ουράνια σώματα – ολόκληρος ο ορατός και αόρατος κόσμος. Πότε άρχισα να έχω αμφιβολίες; Προσπαθώ να βρω τη στιγμή της ζωής μου όταν με το γύρισμα ενός διακόπτη όλα έγιναν διαφορετικά, λιγότερο διαφοροποιημένα, απλούστερα. Ο ψίθυρος του κόσμου σώπασε, για να αντικατασταθεί από το πανδαιμόνιο της πόλης, από το μουρμουρητό των ηλεκτρονικών υπολογιστών, από τη βοή των αεροπλάνων που πετούσαν από πάνω μας και από τον εξαντλητικό λευκό θόρυβο του ωκεανού των πληροφοριών. Σε κάποιο σημείο της ζωής μας αρχίζουμε να βλέπουμε τον κόσμο κομματιαστά, το καθετί ξεχωριστά, σε μικρά κομμάτια που βρίσκονται έτη φωτός μακριά το ένα από το άλλο, και η πραγματικότητα στην οποία ζούμε το επιβεβαιώνει: οι γιατροί που μας κουράρουν έχουν ο καθένας την ειδικότητά του, οι φόροι δεν έχουν καμία σχέση με τα εκχιονιστικά μηχανήματα που καθαρίζουν τον δρόμο που παίρνουμε για να πάμε στη δουλειάς μας, το μεσημεριανό μας δεν έχει να κάνει με καμία κτηνοτροφική μονάδα, ούτε το καινούριο μου μπλουζάκι με κάποιο άθλιο εργοστάσιο κάπου στην Ασία. Το καθετί είναι ξεχωριστό απ’ όλα τα υπόλοιπα, το καθετί υπάρχει ξεχωριστά, χωρίς καμία σύνδεση με οτιδήποτε άλλο. Για να διευκολυνθούμε έτσι ώστε να το αντιμετωπίσουμε όλο αυτό, μας δίνουν νούμερα, καρτέλες με ονόματα, κάρτες, χοντροκομμένες πλαστικές ταυτότητες – πράγματα που στόχο έχουν να μας κάνουν να χρησιμοποιούμε μόνο ένα μικρό μέρος του συνόλου, το οποίο έχουμε ήδη πάψει να αντιλαμβανόμαστε ως τέτοιο. Ο κόσμος πεθαίνει κι εμάς αυτό μας διαφεύγει. Αδυνατούμε να δούμε ότι ο κόσμος γίνεται μια συλλογή από πράγματα και περιστατικά, μια άψυχη έκταση μέσα στην οποία κινούμαστε χαμένοι και μόνοι, ατάκτως ερριμμένοι, επειδή κάποιος άλλος έτσι αποφάσισε, περιορισμένοι από μια ακατανόητη μοίρα, από μια αίσθηση ότι είμαστε το παίγνιο των μεγάλων δυνάμεων της ιστορίας ή της τυχαιότητας. Η πνευματικότητά μας είτε εξαφανίζεται είτε γίνεται επιφανειακή και τελετουργική. Ή αλλιώς απλώς γινόμαστε έρμαια των απλών δυνάμεων –φυσικών, κοινωνικών και οικονομικών–- που μας μετακινούν σαν να ήμασταν ζόμπι. Και σε έναν τέτοιο κόσμο πραγματικά είμαστε ζόμπι. Να γιατί λαχταρώ εκείνον τον άλλο κόσμο, τον κόσμο της τσαγιέρας. 5. Σε όλη τη ζωή μου με συναρπάζουν τα συστήματα αμοιβαίων διασυνδέσεων και επιρροών που γενικά δεν γνωρίζουμε, αλλά τα οποία ανακαλύπτουμε τυχαία, ως εκπληκτικές συμπτώσεις ή μοιραίες συγκλίσεις, όλες εκείνες οι πρακτικές λεπτομέρειες που με απασχόλησαν στο Bieguni [Flights]. Με συναρπάζει η συσχέτιση των γεγονότων και η αναζήτηση της τάξης. Κατά βάση –όπως είμαι πεπεισμένη– το μυαλό του συγγραφέα είναι ένα μυαλό που συνθέτει, που συλλέγει με πείσμα όλα τα μικροσκοπικά κομμάτια σε μια προσπάθεια να τα συγκολλήσει, επαναφέροντάς τα στη αρχική τους κατάσταση, για να δημιουργήσει ένα ενιαίο σύνολο. Πώς πρέπει να γράφουμε, πώς πρέπει να δομήσουμε την ιστορία μας για να την κάνουμε να πάρει το σχήμα ενός οικουμενικού αστερισμού; Φυσικά, συνειδητοποιώ ότι είναι αδύνατο να επιστρέψουμε στο είδος της ιστορίας για τον κόσμο που γνωρίζουμε από τους μύθους, τους θρύλους και τις παραδόσεις – όλα εκείνα που, μέσω της προφορικής παράδοσης, στήριζαν την ύπαρξη του κόσμου. Σήμερα, η ιστορία θα πρέπει να είναι πολύ πιο πολυδιάστατη και περίπλοκη· στο κάτω κάτω, όντως τώρα γνωρίζουμε πολύ περισσότερα, έχουμε επίγνωση των απίστευτων διασυνδέσεων μεταξύ των πραγμάτων που φαίνονται να είναι εντελώς διαφορετικά. Ας ρίξουμε μια προσεκτική ματιά σε μια συγκεκριμένη στιγμή της ιστορίας του κόσμου. Στις 3 Αυγούστου 1492, μια μικρή καραβέλα με την ονομασία Σάντα Μαρία πρόκειται να αποπλεύσει από το λιμάνι Πάλος της Ισπανίας. Καπετάνιος του πλοίου είναι ο Χριστόφορος Κολόμβος. Ο ήλιος λάμπει, στην αποβάθρα πηγαινοέρχονται ναύτες και λιμενεργάτες φορτώνουν τα τελευταία κιβώτια με προμήθειες στο πλοίο. Κάνει ζέστη, αλλά ένα δυτικό αεράκι από τη δύση σώζει από τη λιποθυμία τους ανθρώπους που έχουν έρθει να αποχαιρετήσουν τους δικούς τους. Οι γλάροι περπατούν καμαρωτά πάνω κάτω στη ράμπα φόρτωσης, παρακολουθώντας προσεκτικά τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Με την εκ των υστέρων γνώση, ξέρουμε ότι αυτή η στιγμή οδήγησε στον θάνατο τα 56 από τα σχεδόν 60 εκατομμύρια των αυτοχθόνων της Αμερικής. Εκείνη την εποχή, αντιστοιχούσαν περίπου στο 10% του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι Ευρωπαίοι ακούσια τους έφεραν μερικά θανατηφόρα δώρα: ασθένειες και βακτηρίδια για τα οποία οι αυτόχθονες κάτοικοι της Αμερικής δεν είχαν αντισώματα. Και σαν να μην έφταναν αυτά, ήρθαν η ανηλεής καταπίεση και οι δολοφονίες. Η εξόντωση συνεχίστηκε για χρόνια και άλλαξε τη φύση των εδαφών. Εκεί όπου πριν υπήρχαν οργανωμένες καλλιέργειες με φασόλια, καλαμπόκι, πατάτες και ντομάτες, σε χωράφια που αρδεύονταν με προχωρημένο τρόπο, επέστρεψε η άγρια βλάστηση. Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, σχεδόν 150 εκατομμύρια εκτάρια αρόσιμης γης μετατράπηκαν σε ζούγκλα. Καθώς η βλάστηση αναγεννήθηκε, άρχισε να απορροφά τεράστιες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα, αποδυναμώνοντας έτσι το φαινόμενο του θερμοκηπίου, γεγονός που με τη σειρά του μείωσε συνολικά τη θερμοκρασία της Γης. Αυτή είναι μια από τις πολλές επιστημονικές υποθέσεις που εξηγούν την έναρξη της Μικρής Αποχής των Παγετώνων, η οποία από τέλη του δέκατου έκτου αιώνα οδήγησε σε μακροχρόνια πτώση της μέσης θερμοκρασίας στην Ευρώπη. Η Μικρή Εποχή των Παγετώνων άλλαξε την οικονομία της Ευρώπης. Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι παρατεταμένοι, παγωμένοι χειμώνες, τα δροσερά καλοκαίρια και οι έντονες βροχοπτώσεις μείωσαν την απόδοση των παραδοσιακών μορφών καλλιέργειας. Στη Δυτική Ευρώπη, τα μικρά οικογενειακά αγροκτήματα που παρήγαν τρόφιμα για ίδια κατανάλωση αποδείχθηκαν ανεπαρκή. Ακολούθησαν περίοδοι λιμού και προέκυψε η ανάγκη εξειδίκευσης της παραγωγής. Η Αγγλία και η Ολλανδία επηρεάστηκαν δυσμενέστερα από το ψυχρότερο κλίμα· καθώς οι οικονομίες τους δεν μπορούσαν πλέον να βασίζονται στη γεωργία, άρχισαν να αναπτύσσουν το εμπόριο και τη βιομηχανία. Η απειλή ακραίων καιρικών φαινομένων ώθησε τους Ολλανδούς να αποξηράνουν θαλάσσιες εκτάσεις και να μετατρέψουν τις ελώδεις περιοχές και τις ρηχές θαλάσσιες ζώνες σε γη. Η μετατόπιση προς το νότο των υδροβιότοπων του γάδου, αν και καταστροφική για τη Σκανδιναβία, αποδείχθηκε ευεργετική για την Αγγλία και την Ολλανδία, καθώς επέτρεψε στις χώρες αυτές να αρχίσουν να αναπτύσσονται ως ναυτικές και εμπορικές δυνάμεις. Η σημαντική πτώση της μέσης θερμοκρασίας ήταν ιδιαίτερα αισθητή στις σκανδιναβικές χώρες. Η Γροιλανδία και η Ισλανδία αποκόπηκαν, οι δριμείς χειμώνες μείωσαν τις συγκομιδές, και η ευρύτερη περιοχή μπήκε σε μακροχρόνια περίοδο λιμού και ελλείψεων. Έτσι, η Σουηδία γύρισε το άπληστο βλέμμα της προς το νότο, κηρύσσοντας πόλεμο εναντίον της Πολωνίας (βοήθησε και το γεγονός ότι, καθώς η Βαλτική είχε παγώσει, ήταν εύκολη η διέλευση των στρατευμάτων) και ενεπλάκη στον τριακονταετή πόλεμο στην Ευρώπη. Οι προσπάθειες των επιστημόνων, στον αγώνα για μια καλύτερη κατανόηση της πραγματικότητας, δείχνουν ότι πρόκειται για ένα αμοιβαία συνεκτικό, στενά συνδεδεμένο σύστημα επιρροών. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με το περίφημο «φαινόμενο της πεταλούδας», σύμφωνα με το οποίο, ως γνωστόν, ελάχιστες αλλαγές στην αρχή μιας διαδικασίας μπορούν να οδηγήσουν στο μέλλον σε τρομερά, απρόβλεπτα αποτελέσματα· εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν άπειρο αριθμό πεταλούδων, με τα φτερά τους σε συνεχή κίνηση – ένα ισχυρό κύμα ζωής που ταξιδεύει μέσα στον χρόνο. Κατά την άποψή μου, η ανακάλυψη του «φαινόμενου της πεταλούδας» σηματοδοτεί το τέλος της εποχής της αδιαπραγμάτευτης πίστης στην ικανότητά μας να είμαστε αποτελεσματικοί, στην ικανότητά μας να ελέγχουμε τον κόσμο, και κατά συνέπεια στην αίσθηση της υπεροχής μας στον κόσμο. Αυτό δεν αφαιρεί από την ανθρωπότητα τη δυνατότητα να οικοδομεί, να κατακτά, να εφευρίσκει, αλλά δείχνει ότι η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη από ό,τι θα μπορούσε ποτέ να υποθέσει ο άνθρωπος. Και ότι δεν είμαστε παρά ένα μικρό μέρος αυτών των διαδικασιών. Έχουμε ολοένα και περισσότερες αποδείξεις για την ύπαρξη κάποιων θεαματικών, ενίοτε εξαιρετικά εκπληκτικών αλληλεξαρτήσεων σε παγκόσμια κλίμακα. Είμαστε όλοι –άνθρωποι, φυτά, ζώα και πράγματα– εγκλωβισμένοι σε έναν ενιαίο χώρο, ο οποίος διέπεται από φυσικούς νόμους. Αυτός ο κοινός χώρος έχει τη δική του μορφή και εντός αυτού οι φυσικοί νόμοι σμιλεύουν έναν άπειρο αριθμό μορφών που είναι αδιάκοπα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Το καρδιαγγειακό μας σύστημα μοιάζει με το σύστημα μιας λεκάνης απορροής ποταμού, η δομή ενός φύλλου μοιάζει με ανθρώπινο σύστημα μεταφοράς, η κίνηση των γαλαξιών μοιάζει με το στροβιλισμό του νερού που απορροφάται στους νιπτήρες μας. Οι κοινωνίες αναπτύσσονται με τρόπο παρόμοιο με αυτόν των αποικιών βακτηρίων. Τόσο σε μικρο- όσο και σε μακρο-κλίμακα, εμφανίζεται ένα ατελείωτο σύστημα ομοιοτήτων. Η ομιλία, η σκέψη και η δημιουργικότητά μας δεν είναι αφηρημένες διαδικασίες, εκτός κόσμου, αλλά η συνέχεια σε ένα άλλο επίπεδο των ατελείωτων διεργασιών μεταμόρφωσης. 6. Εξακολουθώ να αναρωτιέμαι αν στις μέρες μας είναι δυνατόν να βρεθούν τα θεμέλια μιας νέας ιστορίας που να είναι οικουμενική, ολοκληρωμένη, περιεκτική, ριζωμένη στη φύση, γεμάτη αναφορές και ταυτόχρονα κατανοητή. Θα μπορούσε να υπάρξει μια ιστορία που θα ξεπερνούσε την επιφυλακτικότητα των στεγανών του όποιου εαυτού, αποκαλύπτοντας ένα μεγαλύτερο εύρος της πραγματικότητας και δείχνοντας τις αμοιβαίες σχέσεις; Που θα ήταν σε θέση να κρατήσει την απόστασή της από το πεπατημένο, προφανές και τετριμμένο κέντρο των κοινών απόψεων και να καταφέρει να δει τα πράγματα φυγοκεντρικά, μακριά από το κέντρο; Επίσης, ονειρεύομαι ένα νέο είδος αφηγητή – έναν «τεταρτοπρόσωπο αφηγητή», ο οποίος φυσικά δεν θα είναι απλώς ένα γραμματικό κατασκεύασμα, αλλά θα καταφέρνει να συμπεριλαμβάνει την προοπτική καθενός από τους χαρακτήρες· θα έχει επίσης την ικανότητα να ξεπερνάει τον ορίζοντα καθενός από αυτούς· θα βλέπει περισσότερα και έχει μια ευρύτερη οπτική γωνία· και θα μπορεί να αγνοεί τον χρόνο. Ναι, νομίζω ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου αφηγητή είναι δυνατή. Έχετε ποτέ αναρωτηθεί ποιος είναι ο υπέροχος αφηγητής στη Βίβλο, εκείνος που φωνάζει δυνατά: «Εν αρχή ην ο λόγος»; Ποιος είναι ο αφηγητής που περιγράφει τη δημιουργία του κόσμου, την πρώτη του μέρα, όταν ξεχωρίστηκε το χάος από την τάξη, που ακολουθεί γραμμικά την προέλευση του σύμπαντος, που γνωρίζει τις σκέψεις του Θεού, γνωρίζει τις αμφιβολίες Του και με σταθερό χέρι θέτει επί χάρτου την απίστευτη φράση: «Και είδεν ο Θεός ότι καλόν»; Ποιος είναι αυτός ο τύπος που γνωρίζει τι σκέφτηκε ο Θεός; Αφήνοντας κατά μέρος όλες τις θεολογικές αμφιβολίες, μπορούμε να θεωρήσουμε αυτή τη μορφή του μυστηριώδους, τρυφερού αφηγητή ως θαυματουργή και σημαίνουσα. Αυτή είναι μια οπτική γωνία, μια προοπτική από την οποία μπορούμε να δούμε τα πάντα. Το να βλέπεις τα πάντα σημαίνει πως αναγνωρίζεις το απόλυτο γεγονός ότι όλα τα πράγματα που υπάρχουν είναι αμοιβαίως συνδεδεμένα σε ένα ενιαίο σύνολο, έστω και αν οι σχέσεις μεταξύ τους δεν είναι ακόμα γνωστές σε εμάς. Το να βλέπεις τα πάντα σημαίνει επίσης μια εντελώς διαφορετική ευθύνη για τον κόσμο, γιατί γίνεται φανερό ότι κάθε χειρονομία «εδώ» συνδέεται με μια χειρονομία «εκεί», ότι μια απόφαση που λαμβάνεται σε ένα μέρος του κόσμου θα έχει συνέπειες σε κάποιο άλλο μέρος του, και ότι η διαφοροποίηση μεταξύ του «δικού μου» και του «δικού σου» καθίσταται σταδιακά αμφισβητήσιμη. Επομένως, θα ήταν καλύτερο να λέμε ιστορίες με ειλικρίνεια, με τρόπο τέτοιο που να ενεργοποιείται η αίσθηση του συνόλου στο μυαλό του αναγνώστη, που να θέτει σε λειτουργία την ικανότητα του αναγνώστη να ενοποιεί τα θραύσματα σε ένα ενιαίο σχέδιο και να ανακαλύπτει ολόκληρους αστερισμούς στα μικρά σωματίδια των γεγονότων. Θα ήταν καλύτερο να λέμε ιστορίες που θα καθιστούν σαφές ότι όλοι και όλα είναι εμποτισμένα με μια κοινή ιδέα, την οποία παράγουμε επιμελώς στο μυαλό μας με κάθε στροφή του πλανήτη. Η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να το κάνει αυτό. Θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τις απλουστευτικές κατηγορίες της υψηλής λογοτεχνίας και της παραλογοτεχνίας, της δημοφιλούς και της εξειδικευμένης, και να παίρνουμε τις κατηγοριοποιήσεις σε είδη πολύ ελαφρά. Θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την ιδέα των «εθνικών λογοτεχνιών», τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι το λογοτεχνικό σύμπαν είναι όντως ένα και μόνο, όπως η ιδέα του ενός κόσμου [unus mundus], μια κοινή ψυχολογική πραγματικότητα στην οποία η ανθρώπινη εμπειρία μας είναι ενιαία. Ο Συγγραφέας και ο Αναγνώστης παίζουν ισοδύναμους ρόλους, ο πρώτος μέσω της δημιουργίας, ο δεύτερος μέσω της αδιάκοπης ερμηνείας. Ίσως θα πρέπει να εμπιστευόμαστε τα θραύσματα, καθώς είναι τα θραύσματα που δημιουργούν τους αστερισμούς οι οποίοι μπορούν να περιγραφούν καλύτερα, και με πιο περίπλοκο τρόπο, πολυδιάστατα. Οι ιστορίες μας θα μπορούσαν να αναφέρονται η μία στην άλλη επ’ άπειρον, και οι κεντρικοί τους χαρακτήρες θα μπορούσαν να δημιουργούν σχέσεις μεταξύ τους. Νομίζω ότι οφείλουμε να ορίσουμε εκ νέου το πώς αντιλαμβανόμαστε σήμερα την έννοια του ρεαλισμού· η αναζήτηση ενός νέου ορισμού θα μας επιτρέψει να υπερβούμε τα όρια του εγωισμού μας και να διεισδύσουμε στη γυάλινη οθόνη μέσα από την οποία βλέπουμε τον κόσμο. Γιατί, στις μέρες μας, την ανάγκη μας για πραγματικότητα την καλύπτουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι διαμεσολαβημένες σχέσεις στο Διαδίκτυο. Ίσως αυτό που αναπόφευκτα κείται μπροστά μας είναι ένα είδος νεο-σουρεαλισμού, μερικές αναδιαταγμένες απόψεις που δεν θα φοβούνται να αντισταθούν σε ένα παράδοξο και θα πάνε κόντρα στο ρεύμα όταν θα μιλάμε για την απλή διάταξη αιτίου-αποτελέσματος. Όντως, η πραγματικότητά μας έχει ήδη γίνει σουρεαλιστική. Είμαι επίσης βέβαιη ότι πολλές ιστορίες πρέπει να ξαναγραφούν με βάση τα νέα πνευματικά μας συμφραζόμενα, αντλώντας την έμπνευσή τους από τις νέες επιστημονικές θεωρίες. Θεωρώ όμως εξίσου σημαντική τη συνεχή αναφορά στους μύθους και σε ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης φαντασίας. Η επιστροφή στις συμπαγείς δομές της μυθολογίας θα μπορούσε να φέρει μια αίσθηση σταθερότητας μέσα στην έλλειψη ακρίβειας στην οποία ζούμε σήμερα. Πιστεύω ότι οι μύθοι είναι το δομικό υλικό του ψυχισμού μας και δεν μπορούμε να τους αγνοήσουμε (στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε την επιρροή τους). Χωρίς αμφιβολία σύντομα θα εμφανιστεί μια ιδιοφυΐα, ικανή να κατασκευάσει μια εντελώς διαφορετική, αν και αδιανόητη επί του παρόντος, αφήγηση, στην οποία θα χωρούν όλα τα απαραίτητα. Αυτή η μέθοδος αφήγησης είναι βέβαιο ότι θα μας αλλάξει· θα εγκαταλείψουμε τις παλιές, περιοριστικές προοπτικές μας και θα υιοθετήσουμε νέες, οι οποίες στην πραγματικότητα πάντοτε υπήρχαν κάπου εδώ τριγύρω, αλλά ήμασταν τυφλοί και δεν τις βλέπαμε. Στο Doctor Faustus, ο Τόμας Μαν [Thomas Mann] έγραψε για έναν συνθέτη που επινόησε μια νέα μορφή απόλυτης μουσικής, ικανής να αλλάξει τον ανθρώπινο τρόπο σκέψης. Αλλά ο Μαν δεν περιέγραψε σε τι βασιζόταν αυτή η μουσική, απλώς δημιούργησε τη φανταστική ιδέα για το πώς μπορεί να ακουγόταν. Ίσως εκεί να βασίζεται ο ρόλος του καλλιτέχνη: στο να δίνει μια προκαταρκτική γεύση από κάτι που θα μπορούσε να υπάρξει και, κατ’ αυτόν τον τόπο, να μας καθιστά ικανούς να το φανταστούμε. Και το να μπορείς να φανταστείς κάτι είναι το πρώτο στάδιο της ύπαρξής του. 7. Κάνω μυθοπλασία, αλλά αυτά που γράφω ποτέ δεν είναι εντελώς επινοημένα. Όταν γράφω, πρέπει να αισθάνομαι τα πάντα μέσα μου. Πρέπει να αφήσω όλες τις ζώσες υπάρξεις και τα αντικείμενα που εμφανίζονται στο βιβλίο να περάσουν μέσα μου, όλα όσα είναι ανθρώπινα και όλα όσα είναι πέρα από τον άνθρωπο, όλα όσα ζουν και όλα όσα δεν είναι προικισμένα με ζωή. Πρέπει να ρίξω μια προσεκτική ματιά σε κάθε πράγμα και σε κάθε πρόσωπο, με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα, και να τα προσωποποιήσω μέσα μου, να τα εξατομικεύσω. Εδώ είναι που μου χρησιμεύει η τρυφερότητα – γιατί η τρυφερότητα είναι η τέχνη της προσωποποίησης, της ικανότητας να μοιράζεσαι συναισθήματα και, συνεπώς, της ατελείωτης ανακάλυψης ομοιοτήτων. Η δημιουργία ιστοριών ενέχει το να δίνεις συνεχώς ζωή στα πράγματα, να ζωντανεύεις όλα τα μικροσκοπικά κομμάτια του κόσμου που αντιπροσωπεύονται από τις ανθρώπινες εμπειρίες, τις καταστάσεις που οι άνθρωποι έχουν υπομείνει και τις αναμνήσεις τους. Η τρυφερότητα εξατομικεύει το καθετί με το οποίο σχετίζεται, δίνοντάς του φωνή, δίνοντάς του τον χώρο και τον χρόνο να υπάρξει και να εκφραστεί. Είναι χάρη στην τρυφερότητα που η τσαγιέρα αρχίζει να μιλάει. Η τρυφερότητα είναι η πιο ταπεινή μορφή αγάπης. Είναι το είδος της αγάπης που δεν εμφανίζεται στις γραφές ή στα ευαγγέλια, κανένας δεν ορκίζεται σ’ αυτήν, κανείς δεν την παραθέτει. Δεν έχει ειδικά εμβλήματα ή σύμβολα, δεν οδηγεί σε εγκληματικές πράξεις, ούτε προκαλεί φθόνο. Εμφανίζεται όποτε κοιτάζουμε από κοντά και με προσοχή μια άλλη ύπαρξη, κάτι που δεν είναι ο «εαυτός» μας. Η τρυφερότητα είναι αυθόρμητη και ανιδιοτελής· υπερβαίνει κατά πολύ τη συγγενή της ενσυναίσθηση. Αντιθέτως, είναι το συνειδητό, αν και ίσως ελαφρώς μελαγχολικό, μοίρασμα του κοινού πεπρωμένου. Η τρυφερότητα είναι μια βαθιά συναισθηματική ανησυχία για μια άλλη ύπαρξη, για την ευθραυστότητά της, για τη μοναδική της φύση και για την έλλειψη ανοσίας στον πόνο και στις επιπτώσεις του χρόνου. Η τρυφερότητα αντιλαμβάνεται τους δεσμούς που μας ενώνουν, τις μεταξύ μας ομοιότητες και τα κοινά μας. Είναι ένας τρόπος να κοιτάζουμε που δείχνει ότι ο κόσμος είναι ζωντανός, ζων, διασυνδεμένος, συνεργατικός και εξαρτώμενος από τον εαυτό του. Η λογοτεχνία στηρίζεται στην τρυφερότητα προς οποιαδήποτε ύπαρξη εκτός από τον εαυτό μας. Είναι ο βασικός ψυχολογικός μηχανισμός του μυθιστορήματος. Χάρη σε αυτό το θαυματουργό εργαλείο, το πιο εξελιγμένο μέσο της ανθρώπινης επικοινωνίας, η εμπειρία μας μπορεί να ταξιδέψει μέσα στον χρόνο, φτάνοντας σε εκείνους που δεν έχουν γεννηθεί ακόμα, αλλά που θα στραφούν κάποια στιγμή σε αυτά που έχουμε γράψει εμείς, στις ιστορίες που είπαμε για τον εαυτό μας και για τον κόσμο μας. Δεν έχω ιδέα ποια θα είναι η ζωή τους ή ποιοι θα είναι αυτοί. Συχνά τους σκέφτομαι με μια αίσθηση ενοχής και ντροπής. Το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής και η πολιτική κρίση από την οποία προσπαθούμε τώρα να βγούμε και στην οποία αγωνιζόμαστε να αντιταχθούμε με τη διάσωση του κόσμου δεν είναι καταστάσεις που εμφανίστηκαν από το πουθενά. Συχνά ξεχνάμε ότι αυτές οι καταστάσεις δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα μιας στροφής της μοίρας ή του πεπρωμένου, αλλά και κάποιων πολύ συγκεκριμένων κινήσεων και αποφάσεων – οικονομικών, κοινωνικών και των συναφών με το μέλλον του κόσμου (συμπεριλαμβανομένων των θρησκευτικών). Η απληστία, η ασέβεια προς τη φύση, ο εγωισμός, η έλλειψη φαντασίας, η ατελείωτη αντιπαλότητα και η έλλειψη ευθύνης έχουν υποβιβάσει τον κόσμο στην κατάσταση ενός αντικειμένου που μπορεί να κοπεί σε κομμάτια, να εξαντληθεί και να καταστραφεί. Να γιατί πιστεύω ότι πρέπει να λέω ιστορίες σαν ο κόσμος να είναι μια ζώσα, ενιαία οντότητα, που διαμορφώνεται συνεχώς μπροστά στα μάτια μας, και σαν να είμαστε εμείς ένα μικρό και ταυτόχρονα ισχυρό μέρος του.
https://dimartblog.com/2019/12/10/tender-narrator/?fbclid=IwAR3xwb4-EJ34t6gXv7tz-31xxV_bmnKCgjm6jDqkf4RJQODGF9tMPHT0_yQ

Δεν υπάρχουν σχόλια: