6.12.19

Δημοσθένης Αγραφιώτης: Η Αθήνα είναι μια πόλη που δεν μοιάζει με καμία άλλη(συνέντευξη στην Daphnée Breytenbach)

Η Daphnée Breytenbach έγραψε το βιβλίο «10+100» αφιερωμένο στην Αθήνα. Η σειρά αυτή αφιερωμένη σε διαφορετικές πόλεις κάθε φορά και περιέχει εισαγωγές από δύο προσωπικότητες για την καλλιτεχνική σκηνή μιας πόλης, τα τελευταία 50 χρόνια ενώ 10 καλλιτέχνες μιλούν για τη δουλειά τους και αναφέρονται στις εμπνεύσεις τους και αφηγούνται τη σχέση τους με την πόλη τους. Επίσης είναι ένας οδηγός για να επισκεφτεί κάποιος τα 100 πιο ενδιαφέροντα σημεία της πόλης, ταξινομημένα ανά συνοικία, ανά καλλιτεχνικό πεδίο, με τη βοήθεια χαρτών ειδικά σχεδιασμένων για τον οδηγό. Στο βιβλίο που είναι αφιερωμένο στην Αθήνα συμμετέχει μεταξύ άλλων και ο Δημοσθένης Αγραφιώτης, ποιητής, περφόρμερ (επιτελεστής) και εικαστικός καλλιτέχνης. Είναι συγγραφέας πολλών δοκιμιακών βιβλίων και επιστημονικών άρθρων σε θέματα γύρω από την τέχνη,
την επιστήμη και τη δημόσια υγεία ως κοινωνικοπολιτιστικά φαινόμενα. Η δουλειά του (έργα ζωγραφικής, φωτογραφίες και οπτικά ποιήματα) έχει αποτελέσει αντικείμενο πολυάριθμων εκθέσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις συζεύξεις ανάμεσα στην τέχνη, τις νέες τεχνολογίες και την τεχνοεπιστήμη. Από το 1980, είναι εκδότης και διευθυντής του φυλλαδίου τέχνης και φιλίας Κλίναμεν —το οποίο γίνεται περιοδικό το 1990-1994— και παραγωγός βιβλίων-καλλιτεχνημάτων (artist’s books). Η αυτο – παρουσίαση του σε μορφή συνομιλίας με την Daphnée Breytenbach: Γεννήθηκα το 1946 στην περιοχή των Αγράφων, στην κεντρική Ελλάδα. Ήταν μια από τις λιγοστές περιοχές που δεν είχαν ενσωματωθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία! Εκείνη την εποχή, η μικρή πόλη μου, το Καρπενήσι ήταν πολύ φτωχή. Χωμένη μέσα στα βουνά, ήταν το μέρος στο οποίο έρχονταν να βρουν καταφύγιο οι αντιστασιακοί κατά τη διάρκεια του τελευταίου παγκοσμίου πολέμου. Σήμερα, έχουν κατασκευάσει σε αυτό το μέρος ένα χιονοδρομικό κέντρο στο οποίο έχουν δώσει την ονομασία «Η μικρή Ελβετία». Δεν είναι παράδοξο; Ήρθαμε στην Αθήνα όταν ήμουν 8 ετών. Μέχρι το 1939, ο πατέρας μου ήταν ιδιοκτήτης και οδηγός: ταξί, νταλίκας… Τα οχήματά του όμως επιτάχθηκαν όλα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Έτσι λοιπόν, το κράτος, μετά την ανακωχή, του πρόσφερε σε αντάλλαγμα ένα τεράστιο στρατιωτικό φορτηγό. Ο ρόλος που του ανατέθηκε ήταν να οργανώνει και να επιβλέπει της μεταφορές μέσα στην πρωτεύουσα, και ειδικότερα τη διαδρομή: Αθήνα – Κηφισιά. Στην αρχή ζούσαμε κοντά στο κέντρο της πόλης, μα η μητέρα μου αισθανόταν πολύ περιορισμένη. Στην πορεία λοιπόν μετακομίσαμε στο Μαρούσι (και μετά στο Νέο Ψυχικό), ένα προάστιο στα βορειοανατολικά της Αθήνας. Εκείνα τα χρόνια, πολλοί ήταν οι επαρχιώτες που εγκατέλειπαν τις αγροτικές περιοχές τους για να έρθουν κι εκείνοι στην πρωτεύουσα. Ο εμφύλιος πόλεμος (1946-1949) είχε υπάρξει πολύ αιματηρός και η χώρα είχε βρεθεί χωρισμένη στα δύο, οι κομμουνιστές από τη μία πλευρά, οι βασιλικοδεξιοί από την άλλη. Σε κάποιες μικρότερες πόλεις, οι γείτονες αλληλοσκοτώνονταν και η έχθρα ανάμεσα στις οικογένειες έμενε άσβεστη. Στην Αθήνα ήταν πιο εύκολο να χαθούν μέσα στο πλήθος. Μετά το λύκειο, σπούδασα στο Πολυτεχνείο. Το 1968, όταν ήμουν 22 ετών, έφυγα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρακολούθησα ένα πρόγραμμα Χημικής Μηχανικής και Βιομηχανικής Κοινωνιολογίας στον πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν (1969-1970). Στην Ελλάδα, η δικτατορία (1967-1974) καταπατούσε κάθε ελευθερία, ενώ η Αμερική βρισκόταν στο απόγειο της περιόδου των χίπις και των αγώνων εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ. Ήμουν θαμπωμένος από τα συμβεβηκότα στις ΗΠΑ του τότε. Ήμασταν πραγματικά ριζοσπάστες, «επαναστάτες»! Το 1973, εγκαταστάθηκα στο Παρίσι όπου ξεκίνησα ένα διδακτορικό στις Επιστήμες των Οργανώσεων (Univ. Paris IX-Dauphine). Τότε ήταν που προσχώρησα σε μια ομάδα αποτελούμενη από καλλιτέχνες, ποιητές, συγγραφείς, ζωγράφους και γλύπτες. Οι φίλοι μου αγόραζαν σε χαμηλές τιμές όλα τα παλιά εργαστήρια τυπογραφίας στην αριστερή όχθη του Παρισιού. Περνούσαμε ασταμάτητα από τη μια καλλιτεχνική πρακτική στην άλλη. Από εκείνη την εποχή, άρχισα να θεωρώ τον εαυτό μου έναν «καλλιτέχνη διαμέσων». Ο όρος εφευρέθηκε από τον Νεοϋορκέζο καλλιτέχνη Dick Higgins (1938-1998), μέλος του πρωτοποριακού κινήματος Fluxus. Σύμφωνα με τον Higgins, το ζητούμενο ήταν να μπορέσουμε να υπερβούμε τον «καταμερισμό της εργασίας» στον κόσμο της τέχνης. Στο Παρίσι, δημιουργήθηκε η λεγόμενη «ομάδα του λευκού (κενού)» (Anne-Marie Albiac, Claude Royet-Journoud, Emmanuel Hocquard κ.ά). Ακολουθούσε την αντίληψη του Μαλαρμέ σύμφωνα με την οποία η ποίηση μπορεί να πραγματωθεί ως ένα θεατρικό αντικείμενο, όπου η τυπογραφία και το «λευκό» της σελίδας διαλέγονται / διαπλέκονται στο όνομα του νοήματος και του εικάσματος. Στην Ελλάδα, η ποιητική παράδοση ήταν λυρική και στρατευμένη. Στη Γαλλία, χάρη στην γενναιοδωρία των μελών της ομάδας ανακάλυπτα κάτι το οποίο μου φαινόταν βαθύτατα πιο ριζοσπαστικό και κρίσιμο. Στις αρχές του 1980, επιστρέψαμε με τη σύζυγο μου Αντίκλεια στην Αθήνα, επειδή οι γονείς μας ήταν άρρωστοι. Ανέλαβα μια θέση καθηγητή Κοινωνιολογίας χωρίς να διακόψω ποτέ τους δεσμούς μου με το εξωτερικό. Μέχρι σήμερα, έχω εκδώσει περίπου είκοσι βιβλία στα γαλλικά. Το 1984, δημιούργησα το περιοδικό Κλίναμεν, το οποίο στη συνέχεια εξελίχθηκε σε μικρό εκδοτικό «οίκο» αφιερωμένο στην παραγωγή βιβλίων-καλλιτεχνημάτων. Παράλληλα, οργάνωνα εκδηλώσεις με κεντρικό άξονα την έννοια της επιτέλεσης. Την δεκαετία του 1980, η ιδέα αυτή φάνταζε πολύ περίεργη στον κόσμο. Θυμάμαι ότι είχαμε καλέσει τον ποιητή Julien Blaine ο οποίος «έγραφε» μπροστά στο ακροατήριο με τα πόδια του, πατώντας διάφορα φρούτα. Έπρεπε να ήσασταν από μια γωνιά να βλέπατε τα σαστισμένα πρόσωπα του κοινού… Με τα χρόνια, αυτός ο τρόπος έκφρασης λίγο-λίγο επιβλήθηκε. Το 2009, οργανώσαμε το μεγαλύτερο φεστιβάλ επιτέλεσης στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη. Σήμερα, συνεργάζομαι τακτικά με το Πολιτιστικό Κέντρο «Beton7» στην Αθήνα, για το οποίο έχω αναλάβει τη διοργάνωση του φεστιβάλ «Visions-V_Ideas, Performances». Στο φεστιβάλ αυτό εξερευνούμε τις συζεύξεις ανάμεσα στο βίντεο, τον χορό και τις θεατρικές φόρμες. Στον βαθμό που με αφορά, περνάω διαρκώς από τη φωτογραφία στη ζωγραφική, από την επιτέλεση στις εγκαταστάσεις, στο όνομα των διαμέσων (intermedia). Αυτό όμως που επανέρχεται αδιάκοπα σ’ όλα τα εγχειρήματα μου, είναι η ποίηση. (Μου έχουν αφιερώσει 19 προσωπικές εκθέσεις και έχω συμμετάσχει σε 46 συλλογικές εκθέσεις). Πρόσφατα, τύπωσα ένα από τα κείμενα μου σε μορφή 3D για το ιταλικό ίδρυμα Bonotto. Ονόμασα το έργο αυτό L’Abécédaire d’Ino, εμπνευσμένος από το όνομα της κόρης μου. Στο έργο αυτό, βρίσκουμε το άλφα-«α» και το ωμέγα-«ω» αναμεμειγμένα, συμβολίζοντας έτσι το θείο, αλλά συνυπάρχουν και όλα τα γράμματα του ελληνικού αλφάβητου (βλέπε την ιστοσελίδα της Fondazione Bonotto/Agrafiotis). Μια πορεία απλή στην υλικότητα των γραμμάτων και ταυτόχρονα στην μεταφυσική του νοήματος. Το ψηφιακό, η τεχνολογία είναι τομείς που με παθιάζουν εξίσου. Το άλλο κίνημα με το οποίο ταυτίζομαι σε μεγάλο βαθμό είναι το κίνημα του Νταντά. Ανέλαβα μάλιστα να φέρω σε πέρας μια εμπεριστατωμένη έρευνα γύρω από τον πολύτεχνο και ποιητή Θάνο Μούρραη-Βελλούδιο (1895-1992), τον μοναδικό εκπρόσωπο αυτής της καλλιτεχνικής τάσης στην Ελλάδα. Ενόσω ήταν νεαρός φοιτητής στην Ελβετία είχε την ευκαιρία να εξερευνήσει το κίνημα του ντανταϊσμού από τη γέννησή του. Επηρεάστηκε βαθιά από αυτό. Έτσι, με την επιστροφή του στην Ελλάδα, εισήγαγε την ιδέα της «φαντασιομετρικής τέχνης». Στο πλαίσιο αυτής της αβανγκάρντ σκέψης, ο Βελλούδιος κατασκεύασε μια σειρά από αντικείμενα, και στη συνέχεια ανέθεσε στον σουρεαλιστή συνεργάτη του Ανδρέα Εμπειρίκο (1901-1975) το έργο να φωτογραφήσει το παιχνίδισμα της σκιάς και του φωτός πάνω σε αυτά τα έργα. (Έχω οργανώσει πολλές εκθέσεις γύρω από αυτά τα έργα και τις δράσεις του Βελλούδιου — βλέπε την ιστοσελίδα μου). Η πόλη της Αθήνας έχει αλλάξει δραματικά από τότε που ξέσπασε η κρίση. Μέχρι τις αρχές του 2000, αισθανόμασταν εδώ ένα είδος φρενίτιδας, μια κάποια ευφορία. Ζούσαμε στο βασίλειο του «σοσιαλισμού των δόσεων». Είχαμε την ψευδαίσθηση ότι τα πάντα ήταν δυνατά. Ύστερα ήρθε η καταστροφή, βίαια. Παραδόξως, αυτή η δραματική κατάσταση αποτέλεσε ένα πολύ δυνατό ερέθισμα για την καλλιτεχνική κοινότητα. Διεθνείς καλλιτέχνες ήρθαν να εγκατασταθούν στην Αθήνα. Οι νέοι Έλληνες με τη σειρά τους ύψωναν την φωνή τους για να εκφράσουν τη μεγάλη σύγχυση στην οποία είχαν αίφνης βρεθεί. Θα μπορούσαμε πιθανότατα να κάνουμε λόγο για μια ορισμένη κακοφωνία… Δυστυχώς, οι χρηματοδοτήσεις παραμένουν πάντοτε σχεδόν ανύπαρκτες. Πέρα από τα ιδρύματα (Νιάρχος, Ωνάσης…) οι δυνατότητες για τους καλλιτέχνες ώστε να τα βγάλουν πέρα οικονομικά παραμένουν σχεδόν μηδαμινές. Το θεσμικό σύστημα υπήρξε ανέκαθεν εύθραυστο. Στη Γαλλία, η υψηλή ραπτική χρηματοδοτεί σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό την τέχνη. Ακολουθούν το κράτος, οι περιφέρειες, οι πόλεις… Στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχει ένας μηχανισμός που προβλέπει ότι εκείνοι που βγάζουν πολλά χρήματα θα προσφέρουν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο στην κοινωνία. Εδώ σε εμάς, ακόμη και η αρχαιολογία δυσκολεύεται να βρει ένα χέρι βοηθείας! Φυσικά υπήρξαν και εξαιρέσεις, όπως για παράδειγμα η μεγάλη τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Αλλά για μένα όλο αυτό ήταν μια τεράστια υποκρισία, η αναπαράσταση της αισθητικής της ελληνικής ακροδεξιάς του 1960 σε όλο της το μεγαλείο αλλά σε νέα εκδοχή του marketing. Αυτό που είναι θετικό σήμερα, είναι ότι υπάρχουν πολλοί (διαθέσιμοι) εγκαταλελειμμένοι χώροι. Πολλές καλλιτεχνικές ομάδες βρίσκουν σε αυτούς του χώρους μια στέγη. Το ζητούμενο είναι να μπορείς να υπάρχεις, να μοιράζεσαι, να είσαι εντέλει ενεργός καλλιτέχνης-παραγωγός. Η Αθήνα είναι μια πόλη που δεν μοιάζει με καμία άλλη. Προσφέρει τη δυνατότητα να ξεφύγει κάποιος πολύ εύκολα από το αστικό περιβάλλον. H Πάρνηθα απέχει 40 λεπτά, οι Δελφοί μόλις μιάμιση ώρα με το αυτοκίνητο. Υπάρχουν τρεις λεπτομέρειες —σύμφωνα με τους πολεοδόμους— που κάνουν αυτή την πρωτεύουσα ένα μοναδικό μέρος. Πρώτα απ’ όλα, οι λαϊκές αγορές. Σε κάθε γειτονιά υπάρχει κι από μια! Η μισή Ελλάδα δουλεύει για να κάνει εξαγωγές στην Αθήνα. Ένα άλλο στοιχείο είναι η ποιότητα του νερού. Ο περισσότερος κόσμος το αγνοεί αλλά η πόλη προσφέρει πόσιμο νερό υψηλής ποιότητας. Και κάτι τελευταίο, αλλά καθόλου λιγότερο σημαντικό, τα μικρά κιόσκια τα οποία ονομάζονται περίπτερα και τα οποία βρίσκονται σε όλες τις γωνιές των δρόμων. Ήταν μια ιδέα του Ελευθέριου Βενιζέλου, αυτού του Πρωθυπουργού του μεσοπολέμου, ο οποίος θεωρείται για πολλούς ιδρυτής της σύγχρονης Ελλάδας. Πολλοί στρατιώτες λοιπόν, επέστρεφαν τότε από τον πόλεμο ακρωτηριασμένοι. Τους έδωσε λοιπόν αυτά τα μικρά μαγαζάκια δρόμου να κερδίζουν τη ζωή τους, όπου μπορούσε κανείς να βρει ό,τι έβαζε ο νους σου. Απίστευτο συνονθύλευμα από μικροπράγματα! Στο μεταξύ, επέβλεπαν την ασφάλεια της πόλης καθώς μπορούσαν παρακολουθούσαν προσεκτικά όλες τις ύποπτες κινήσεις. Τετραπέρατοι αυτοί οι Έλληνες, δεν βρίσκετε; info: Αθήνα, Στην καρδιά της σύγχρονης δημιουργίας, 10 καλλιτέχνες + 100 μέρη,Πρόλογοι: Κώστας Γαβράς, κινηματογραφιστής — Ευγενία Μπουρνόβα, ιστορικός. 10 συνεντεύξεις: Πάκυ Βλασσοπούλου, γλύπτρια, περφόρμερ – WD (Wild Drawing), καλλιτέχνης δρόμου – Κατερίνα Καμπράνη, σχεδιάστρια, αρχιτέκτονας – Άρης Μεσσήνης, φωτογράφος, φωτορεπόρτερ – Κωστής Βελώνης, γλύπτης, ζωγράφος – Θωμάς Τσαλαπάτης, ποιητής – Δημήτρης Καραντζάς, σκηνοθέτης, ηθοποιός – Πάνος Απέργης, σχεδιαστής μόδας – Πέτρος Μάρκαρης, συγγραφέας, σεναριογράφος – Δημοσθένης Αγραφιώτης, εικαστικός καλλιτέχνης, ποιητής, επιτελεστής. Εκδόσεις: ateliers henry dougier
 (*) Η συγγραφέας και ανεξάρτητη δημοσιογράφος Daphnée Breytenbach ασχολείται με μεγάλα ρεπορτάζ τα οποία αφορούν κοινωνικά ζητήματα ή πολιτιστικές θεματικές. Οι ελληνικές της ρίζες την ωθούν να περνά πάρα πολύ χρόνο σε αυτή τη χώρα την οποία προσπαθεί να ανακαλύψει και να καταλάβει. Συνεργάζεται με το περιοδικό ΧΧΙ, to Usbek & Rica, το κανάλι TV5 Monde και με το RTS.
https://www.oanagnostis.gr/dimosthenis-agrafiotis-i-athina-einai-mia-poli-poy-den-moiazei-me-kamia-alli-synenteyxi-stin-daphnee-breytenbach/?fbclid=IwAR1LILvAhsNY_ziZiPYI1Ro0T7OVIHU8bzeDS7h8XvRwKBh6UxhDDhTnBXw

Δεν υπάρχουν σχόλια: