Λίνα Πανταλέων
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
Ψιλά γράμματα
εκδ. Καστανιώτη, σελ. 320
Αν και πουθενά δεν αρίστευε, τον Μιχάλη Τσιούλη µόνο επίθετα από «α» τον χαρακτήριζαν, άτολμος, ατάλαντος, απαρατήρητος, ανεπαρκής, αμυδρός. Με αυτά τα επίθετα αλφαδιάζει η Ιωάννα Καρυστιάνη τον ήρωά της σε έναν ισοπεδωμένο βίο. Η ενήλικη, δηλαδή η πλέον δραματική, ζωή τού Μιχάλη άρχισε μια Μεγάλη Παρασκευή, στις 27 Απριλίου 1973. Μια εαρινή μελαχρινή έψαλλε τα Εγκώμια του επιτάφιου θρήνου σε έναν ναό της Αθήνας, καθηλώνοντάς τον διά παντός στο πάθος της Σταύρωσης. Εκείνη τη νύχτα τον στοίχειωσε το ανεκπλήρωτο. Επτά μήνες μετά, στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο Μιχάλης διακρίνει πίσω από τα κάγκελα της μαρτυρικής πύλης το πρόσωπο του κοριτσιού. Από τη μορφή της δεν θα κρατήσει παρά ένα γκρίζο σκουφί. Το περιέφερε στους κατοπινούς Επιταφίους, επί ματαίω. Η ζωή του ένας επιμνημόσυνος ποδαρόδρομος, μια ατέρμονη «νύχτα-ρέκβιεμ». Και εκείνο το κορίτσι «μια αναλαμπή σαν ψεύτικη». «Μπορεί να περπατούσε. Ανέπνεε όμως;». Χάρη στη σπάνια μυθοπλαστική της αρετή, η Καρυστιάνη δημιουργεί από ολίγιστα υλικά όχι έναν μεγαλειώδη, αλλά οπωσδήποτε μεγάλο χαρακτήρα. Μηχανικός αεροσκαφών ο Μιχάλης, οραματιζόταν πτήσεις, αλλά υποχρεωνόταν σε ανώμαλες προσγειώσεις. Εκ γενετής προσγειωμένος, «ένας τέλεια θλιμμένος άνθρωπος». Στα όνειρά του βοούσαν αιθέριοι θάνατοι. Πετούσε κοιμώμενος σε έναν θανατερό ουρανό, που τον διέστιζαν δαιμονικά σμήνη και φονικές αερομαχίες. Για να τα βγάλει πέρα με τις νύχτες, ανακαλούσε με ημερομηνίες και τύπους αεροσκαφών, επουράνιες συντέλειες. Τα ζόρικα βράδια τηλεφωνούσε στο απριλιάτικο, αμάραντο κορίτσι, εξιστορώντας πτερόεντα φονικά. Βυθισμένος στο σκοτάδι, εξέπεμπε από το μαύρο κουτί της μνήμης αποστηθισμένες συμφορές, μέχρι να χαράξει. «Και τι που ξημερώνει;» Ξυπνούσε καταμέλανος από τους μώλωπες της νύχτας. «Κεφάλι πρόωρα παραγεμισμένο με σκέψεις, εγγύηση για βίο-Γολγοθά». Τον Μιχάλη Τσιούλη δεν τον κατατρύχει κάποια αξεπέραστη τραγωδία, «τα πενήντα τρία του χρόνια δεν βγάζουν άχνα». Ηταν απλώς ασύμβατος με τη ζωή. Και αυτό το μηχανικό ελάττωμα επιδείνωνε η εμμονή του να αποστηθίζει και να θυμάται. «Επίσης να σκέφτεται, να σκέφτεται και να ζυγίζει τα ψιλοπράματα, να προσέχει τα πεταμένα, τα πατημένα κάτω, να ανασηκώνει έστω μερικά». Στο μυαλό του σωρεύονταν δάνεια δεινά, της μητέρας του, του πατέρα του, του αδελφού του. Ο ίδιος δυσκολευόταν να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο. Οταν μιλούσε, στα φανταστικά μεταμεσονύχτια τηλεφωνήματα και σε ψυχιάτρους, μόνο μερικά ξέφτια ξέφευγαν από το στόμα του, «φράσεις-ρετάλια», ξέπνοα μισόλογα, «διάφορα ψιλά και άσχετα», ανούσια παραγεμίσματα. Οταν μιλούσε, δεν ήταν σίγουρος αν εκμυστηρευόταν ή αν απολογούνταν. Οταν θυμόταν, δεν ήξερε αν αναρρίπιζε τη μνήμη ή αν ήλπιζε σε «μια ολοκληρωμένη λήθη». Τι θα ήταν, άραγε, η αμνησία, ντροπή ή λύτρωση; Ενδεικτικές της αριστοτεχνικής σύνθεσης είναι οι παρεμβολές του α΄ προσώπου του ενικού στην τριτοπρόσωπη αφήγηση. Καταμεσής των φράσεων παίρνουν τον λόγο οι εκάστοτε ενδιαφερόμενοι, εγκιβωτίζοντας τη φωνή τους στην προσποιητή ουδετερότητα του τρίτου προσώπου. Εκείνο, όμως, που συνταράζει στη γραφή της Καρυστιάνη είναι η βιαιότητα, στα όρια μιας κυνικής ωμότητας, με την οποία υπονομεύει κάθε υπόνοια μελοδράματος. Η Καρυστιάνη, που σε προηγούμενα έργα της έχει χειριστεί με απαράμιλλη μαεστρία το στοιχείο του μελοδραματισμού, τώρα μοιάζει να απωθεί με λεκτική σφοδρότητα κάθε πλησμονή συναισθήματος. Γύρω από τον περίλυπο ήρωα απλώνεται μια λύπη αστόλιστη, απένθητη, επειδή «ο θάνατος κινδυνεύει να γίνει σαχλαμάρα». Η αδιακόσμητη μελαγχολία υποδηλώνεται με λόγια τραχιά, δριμύτατα, τα οποία νοτίζουν αποσοβημένα αναφιλητά. Ο Μιχαήλ Τσιούλης έρχεται να εγγραφεί ανεξάλειπτα στη χορεία των τεθλιμμένων της Καρυστιάνη, ένας ακόμη μεγαλομάρτυς στο «Ταμιευτήριον Πένθους» της πεζογραφίας της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου