19.5.19

Νίκος Δαββέτας: «Σαν μικρό-μεσαίωνας φαίνεται η εποχή μας. Πιστεύω μάλιστα πως ελάχιστα πράγματα θα διασωθούν από αυτή την περίοδο»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

  «Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ, κάπου γράφει: «Είμαι οι ήττες του πατέρα μου». Αυτή η φράση είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική. Γενικεύοντας θα έλεγα πως είμαστε τα λάθη των γονιών μας, αυτά μας διαμορφώνουν και μας ορίζουν. Η λογοτεχνία δεν κάνει το παρελθόν μας καλύτερο, ούτε αλλάζει τις σχέσεις μας, ίσως όμως έχει τη δύναμη να φωτίζει διαφορετικές πτυχές των περασμένων ετών και να λειαίνει τις άκρες που αγκυλώνουν.»

Μας λέει στον Φιλελεύθερο- με αφορμή την «Εβραία Νύφη» του ο Νίκος Δαββέτας σχετικά με το παρελθόν των γονιών στους ώμους των τέκνων τους.
Και όσον αφορά την περίπτωση να υπάρχουν «ιστορικές περίοδοι ακόμα ανοικτές, εποχές που ακόμα καίνε για μας», απαντά: «Φυσικά. Αλλά δεν ξέρω αν τις κρατάμε «ανοιχτές» για να τις μελετήσουμε, να τις αφομοιώσουμε και να πάμε παρακάτω ή τις κρατάμε «ανοιχτές» για να μεγεθύνουμε τις διαφορές μας, να τσακωθούμε, να βαφτίσουμε τον Άλλο, τον πολιτικό μας αντίπαλο, «γερμανοτσολιά», «δωσίλογο», «εαμοβούλγαρο» και άλλους παρόμοιους χαρακτηρισμούς, που διευκολύνουν την ανάδυση μιας εκδικητικής και επιλεκτικής μνήμης.»
Ας τον διαβάσουμε όμως να δούμε τι λέει για την «Εβραία νύφη» δέκα χρόνια μετά, για την ιστορία, την λογοτεχνία και για την εποχή.

-«Εβραία νύφη» δέκα χρόνια μετά, ένα βιβλίο γίνεται άλλο βιβλίο μέσα στο χρόνο, ακόμα και για τον δημιουργό του, κύριε Δαββέτα;
Ναι, κατά ένα τρόπο. Ο δημιουργός δεν μπορεί να ελέγξει την πορεία του έργου του μέσα στο χρόνο, όπως φυσικά και τις ευρύτερες αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνία. Η Ελληνική κοινωνία του 2009 δεν είναι ίδια με αυτή του 2019. Μεσολάβησαν η κρίση, τα μνημόνια, το καταστροφικό 2015, η άνοδος της Χρυσής Αυγής. Νομίζω πως οι σελίδες του βιβλίου που αναφέρονται σε φαινόμενα βίας, λαϊκισμού, ρατσισμού κλπ. σήμερα διαβάζονται διαφορετικά. Το 2009, όταν πρωτοκυκλοφόρησε «Η Εβραία νύφη», είμασταν όλοι λιγάκι πιο αθώοι και προσπερνούσαμε αυτά τα σημεία, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Οι νέοι αναγνώστες βλέπουν αυτά τα σημεία ως «προφητικά».

-Τρεις εκδότες, ένα βραβείο Ακαδημίας, άπειρες κριτικές, μια δεκαετία και η «Εβραία νύφη» πιο επίκαιρη από ποτέ, τι είναι εκείνο που την κάνει να αντέχει στον χρόνο; 
Θα ήθελα να σας έλεγα το ίδιο της το θέμα, μα πιστεύω πως η αντοχή της οφείλεται αποκλειστικά στον τρόπο γραφής. Έχει μια μοντερνίστικη αφήγηση χωρίς όμως να καταντά δυσνόητη. Είχα τότε το χρόνο και την οικονομική δυνατότητα να δουλέψω απερίσπαστος το κείμενο και να κάνω εξαντλητική ιστορική έρευνα και στην Ελλάδα και στην Γερμανία, σχεδόν τρία χρόνια, από το 2005-2008. Πίσω από το τελικό υλικό υπάρχει δουλειά ετών και πολλές πολλές διορθώσεις.


-Δεν είναι η πρώτη φορά που η Τέχνη είναι αλληλένδετη με τη ζωή στο έργο σας, έτσι συμβαίνει και στη Ζωή μας, τελικά;
Είναι συγκοινωνούντα δοχεία, όπως λέγαμε στο σχολείο.

-Πώς γράφτηκε η «Εβραία Νύφη»; Συγκινήθηκα που ξαναδιάβασα ειδικά το κείμενο του Μουρσελά…
Η πρόθεση υπήρχε από παλιά, καθώς ένας συγγενής μου, αν και χριστιανός, βρέθηκε προς το τέλος του πολέμου, έγκλειστος στο Άουσβιτς. Όμως δεν μπορούσα (ή δεν ήθελα;) να γράψω την ιστορία του, παρόλο που προσπάθησα. Η προβληματική μου γύρω από το θέμα μετατοπίστηκε ελαφρώς όταν ανακάλυψα την ηρωίδα μου, μια ταλαιπωρημένη γυναίκα, που ο πατέρας της είχε εμπλακεί στον αφανισμό των Εβραίων συμπατριωτών μας. Θυμάμαι, πόσο είχε ενθουσιαστεί με τη φωνή της ο αείμνηστος φίλος μας Κώστας Μουρσελάς. Μου έλεγε πως θα μπορούσε άνετα να γίνει και ταινία.

-Υπάρχουν ιστορικές περίοδοι ακόμα ανοικτές, εποχές που ακόμα καίνε για μας; 
Φυσικά. Αλλά δεν ξέρω αν τις κρατάμε «ανοιχτές» για να τις μελετήσουμε, να τις αφομοιώσουμε και να πάμε παρακάτω ή τις κρατάμε «ανοιχτές» για να μεγεθύνουμε τις διαφορές μας, να τσακωθούμε, να βαφτίσουμε τον Άλλο, τον πολιτικό μας αντίπαλο, «γερμανοτσολιά», «δωσίλογο», «εαμοβούλγαρο» και άλλους παρόμοιους χαρακτηρισμούς, που διευκολύνουν την ανάδυση μιας εκδικητικής και επιλεκτικής μνήμης.

-Το παρελθόν των γονιών πάντα (θα) βαραίνει στους ώμους των παιδιών τους;
Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ, κάπου γράφει: «Είμαι οι ήττες του πατέρα μου». Αυτή η φράση είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική. Γενικεύοντας θα έλεγα πως είμαστε τα λάθη των γονιών μας, αυτά μας διαμορφώνουν και μας ορίζουν. Η λογοτεχνία δεν κάνει το παρελθόν μας καλύτερο, ούτε αλλάζει τις σχέσεις μας, ίσως όμως έχει τη δύναμη να φωτίζει διαφορετικές πτυχές των περασμένων ετών και να λειαίνει τις άκρες που αγκυλώνουν.

-Μπορεί να είναι διαφορετική η συλλογική από την ατομική μνήμη;
Ναι, ιδιαίτερα με τη χρήση της ειρωνείας. Και αυτό το έχει δείξει πολύ ωραία ο Μίλαν Κούντερα στα μυθιστορήματά του. Ένα ιστορικό γεγονός, όπως η εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία το 1968, για έναν ήρωα του Κούντερα είναι η αφορμή ενός μεγάλου παράνομου έρωτα! Όλοι θυμούνται την τραγωδία της εισβολής, ο συγκεκριμένος όμως ήρωας σχεδόν τη νοσταλγεί. Νοσταλγεί φυσικά τον έρωτα που έζησε εκείνη την περίοδο. Το ίδιο και η ηρωίδα στην «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», που τις μέρες της εισβολής μεταμορφώνεται σε «διάσημη» φωτογράφο και εξ αιτίας αυτού του γεγονότος η ατομική της μνήμη «λοξοδρομεί».

-Κύριε Δαββέτα, τι πρέπει να έχει ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας; 
Ήρωες ενός βιβλίου μπορεί να είμαστε κάποια στιγμή όλοι. Αλλά ας μην μας συμβεί καλύτερα.

-Μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας; 
Α, εδώ υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση που την τονίζει συχνά ο Μισέλ Φάις. Κι εγώ στα μαθήματα Δημιουργικής Γραφής, που κάνω στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, την επαναλαμβάνω στους φοιτητές μου: Δεν ξεκινάμε ποτέ το γράψιμο από μια ενδιαφέρουσα ιστορία, ξεκινάμε από τη γραφή. Γράφουμε σκέψεις, προτάσεις, φράσεις, που αποδίδουμε σε ένα πρόσωπο, και σιγά σιγά αυτές σχηματίζουν ένα στόρι. Α, σκεφτόμαστε μετά, εδώ υπάρχει «ψαχνό», «φλέβα χρυσού» και συνεχίζουμε στο ίδιο μοτίβο ώσπου να αναδυθεί μια ενιαία θεματικά αφήγηση. «Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα», λέει και ο ποιητής. Δίκιο έχει.

 

-Η εποχή μας ως τι θα μείνει;
Δεν θα μείνει. Σαν μικρό-μεσαίωνας φαίνεται. Πιστεύω μάλιστα πως ελάχιστα πράγματα θα διασωθούν από αυτή την περίοδο. Σαν μια υποσημείωση θα περάσει στα σχολικά βιβλία του μακρινού μας μέλλοντος.

-Θα μπορούσε η εποχή μας να γίνει μυθιστορηματικά εποχή σας;
Υπό πολλές προϋποθέσεις. Είμαι της άποψης πως ο συγγραφέας δεν πρέπει να καταγράφει την επικαιρότητα, δηλαδή τα γεγονότα την στιγμή που συμβαίνουν. Αυτό είναι δουλειά του δημοσιογράφου. Η λογοτεχνία συνήθως έρχεται εκ των υστέρων και δεν την απασχολεί η μεγάλη εικόνα, αλλά η μικροιστορία. Η ύπαρξη ενός ατόμου με τα δικά του χαρακτηριστικά, τις δικές του ανάγκες, τα δικά του προσωπικά δράματα, σε έναν συγκεκριμένο χρόνο και τόπο. Η λογοτεχνία στοχάζεται πάνω στην μοίρα του ατόμου και όχι των λαών. Παραφράζοντας τον Φίλιπ Ρόθ θα σας έλεγα «γενίκευση του πόνου ίσον πολιτική, εξειδίκευση του πόνου ίσον λογοτεχνία». Και για να εξειδικεύσεις στον ανθρώπινο πόνο πρέπει να έχεις μια χρονική απόσταση, να βλέπεις τα πράγματα όταν έχουν κάνει τον κύκλο τους.

-Στο «Ωστικό κύμα» θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρωταγωνιστεί και η δική μας ταραγμένη εποχή;
Το μυθιστόρημά μου «Ωστικό κύμα», γεννήθηκε το 2011, μαζί με τον γιό μου. Είναι κατά βάθος η αγωνία του πατέρα αυτή που μιλά, έστω κι αν ο πατέρας είναι λιγάκι… απών. Το βιβλίο δεν είναι αυτοβιογραφικό αλλά η ρίζα του βρίσκεται στην δική μου ανάγκη να διαχειριστώ την πατρότητα, την δική μου καθυστερημένη ενηλικίωση, προσπαθώντας παράλληλα να αποφύγω σφάλματα της προηγούμενης γενιάς. Το γεγονός πως ο μικρός ήρωας του βιβλίου καταλήγει τρομοκράτης, έχει να κάνει περισσότερο με τη γενική κουλτούρα του «ανάδελφου» λαού που κληροδοτούμε στα παιδιά μας.

-Τι μπορεί, αλήθεια, να μας προστατεύσει από την τρομοκρατία της εποχής μας;
Μια γνωστή αραβική παροιμία λέει: «Εχθρός σου είναι κάποιος την ιστορία του οποίου ποτέ δεν έχεις ακούσει καθαρά». Εμβληματική φράση. Η καλύτερη προστασία είναι να ακούσουμε τον Άλλον, όχι βεβαίως να δεχτούμε την άποψή του, αλλά να του δώσουμε βήμα, να σκύψουμε από πάνω του, να αφουγκραστούμε τις ανάγκες του. Δεν μπορούμε να γίνουμε όλοι ίδιοι, ούτε ίσοι, μπορούμε όμως όλοι να γίνουμε καλοί ακροατές κι αργότερα καλοί αφηγητές, να αφηγηθούμε ο καθένας την ιστορία του αναλαμβάνοντας την ευθύνη των πράξεων μας. Ο ορθός λόγος αφοπλίζει. Δυστυχώς είμαστε ακόμη πολύ μακριά από μια τέτοια λύση.

-Εσείς; Πού καταφεύγετε στα δύσκολα;  
Αν ήθελα να σας απαντήσω με μια ρομαντική νότα, όπως κάνουν οι νέοι συγγραφείς, θα σας έλεγα ότι καταφεύγω, στο λευκό χαρτί και στο μολύβι μου, φάμπερ νο 2. Όμως αγαπητή κυρία Γκίκα, όπως κι εσείς ξέρετε πολύ καλά, η ζωή δεν είναι μόνο λογοτεχνία, σταδιακά γίνεται «αγρίως απρόβλεπτη» και συχνά χρειάζεται να καταφύγουμε στους φίλους, στους αγαπημένους μας, στους γονείς (αν ζούν) ακόμη και στον ψυχαναλυτή μας. Υπάρχουμε γιατί συνυπάρχουμε, όχι γιατί μονάχα γράφουμε!


Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: