Πρωτοκυκλοφορεί 9/5/2019, στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, περίπτερο 15, σταντ 111.
[ Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει την Κυριακή, 12/5/2019, 14.00 - 15.00, στην αίθουσα Μονόκερως, περίπτερο 14.
Θα μιλήσουν η κοινωνιολόγος - εκπαιδευτικός Κατερίνα Κανδυλάκη και ο συγγραφέας του βιβλίου. ] Μία ανήλικη πρόσφυγας που πέφτει στα δίχτυα μαστροπών εν αγνοία της. Μία νεαρή επιβάτης αμαξοστοιχίας που συνταξιδεύει με τον πιο μυστηριώδη, αλλά και συνάμα γοητευτικό, άνδρα που θα μπορούσε να της λάχει. Ένα παιδί που θέλει να γίνει κυνηγός. Αυτά τα πρόσωπα συνθέτουν τον πίνακα των τριών, διαφορετικών σε έκταση και σε ύφος, ιστοριών που μας αφηγείται σε αυτήν την…
τρισδιάστατη σύνθεση ο Τάκης Γκόντης. Τρία τετ α τετ. Θα μπορούσαν να είναι ό,τι βλέπουμε στον καθρέφτη ― αν μπορούσε ο καθρέφτης να δείξει όχι την εικόνα μας αλλά εκείνη που να αντανακλά και να αποτυπώνει τις ενοχές και τους ενδόμυχους φόβους μας. Το τραίνο ξεκίνησε. Είχε μόλις προηγηθεί μία ολιγόλεπτη στάση κάπου έξω απ' το Αμύνταιο. Οι επιβάτες λιγοστοί. Ανάμεσά τους, μια νέα γυναίκα που καθόταν μόνη στη φτηνή, τετράκλινη κουκέτα, ξεφυλλίζοντας έναν παλιό, ταξιδιωτικό οδηγό. Ήταν κομψή, λιγάκι… ευτραφούλα, με μεγάλα, ολόμαυρα μάτια. Τα μαλλιά της πυκνά, κατσαρά, πιασμένα σ’ έναν μεγαλόπρεπο κότσο, βαμμένα πυρόξανθα, σχημάτιζαν ένα χαώδες, αγέρωχο σύνολο, απ’ όπου δύο λεπτές μπούκλες ξέφευγαν, πέφτοντας πάνω στ’ όμορφο, οβάλ πρόσωπό της. […] Έξω, το τοπίο ξερό, σιωπηλό. Όλη μέρα, μόνο το τραίνο διατάρασσε εδώ, αραιά και πού, τη γαλήνη. Τα τζιτζίκια είχαν σωπάσει. Το καλοκαίρι ψυχορραγούσε. Είχε όμως ακόμα μια αβάστακτη ξέρα. Τα φυτά “βαριανάσαιναν” και το χώμα στεγνό, εκτεθειμένο όλο το προηγούμενο διάστημα στον ανελέητο ήλιο, μύριζε όμορφα κάθε φορά που έπεφτε πάνω του καμιά απο εκείνες τις τρελαμένες, πεντάλεπτες μπόρες. Ήταν ολοφάνερο πως, με τις πρώτες κανονικές, κρύες βροχές, κι αυτή η τελευταία ιδέα ότι το καλοκαίρι άντεχε ακόμα θα “πήγαινε περίπατο”.
Ο Τάκης Γκόντης γεννήθηκε το 1955 στη Φλαμουριά της Έδεσσας. Έζησε και εργάστηκε κατά καιρούς σε διάφορες πόλεις της επαρχίας, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Τα επαγγέλματα διάφορα: Χημικός στη ΔΕΗ, τυπογράφος, υπεύθυνος ύλης σε εκδοτικό συγκρότημα κ.ά. Τα τελευταία χρόνια επέστρεψε στη γενέτειρα του, όπου και ζει μόνιμα. Έχει εκδώσει συνολικά εννέα βιβλία πεζογραφίας (διήγημα, μυθιστόρημα) και ποίησης.
[ Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει την Κυριακή, 12/5/2019, 14.00 - 15.00, στην αίθουσα Μονόκερως, περίπτερο 14.
Θα μιλήσουν η κοινωνιολόγος - εκπαιδευτικός Κατερίνα Κανδυλάκη και ο συγγραφέας του βιβλίου. ] Μία ανήλικη πρόσφυγας που πέφτει στα δίχτυα μαστροπών εν αγνοία της. Μία νεαρή επιβάτης αμαξοστοιχίας που συνταξιδεύει με τον πιο μυστηριώδη, αλλά και συνάμα γοητευτικό, άνδρα που θα μπορούσε να της λάχει. Ένα παιδί που θέλει να γίνει κυνηγός. Αυτά τα πρόσωπα συνθέτουν τον πίνακα των τριών, διαφορετικών σε έκταση και σε ύφος, ιστοριών που μας αφηγείται σε αυτήν την…
τρισδιάστατη σύνθεση ο Τάκης Γκόντης. Τρία τετ α τετ. Θα μπορούσαν να είναι ό,τι βλέπουμε στον καθρέφτη ― αν μπορούσε ο καθρέφτης να δείξει όχι την εικόνα μας αλλά εκείνη που να αντανακλά και να αποτυπώνει τις ενοχές και τους ενδόμυχους φόβους μας. Το τραίνο ξεκίνησε. Είχε μόλις προηγηθεί μία ολιγόλεπτη στάση κάπου έξω απ' το Αμύνταιο. Οι επιβάτες λιγοστοί. Ανάμεσά τους, μια νέα γυναίκα που καθόταν μόνη στη φτηνή, τετράκλινη κουκέτα, ξεφυλλίζοντας έναν παλιό, ταξιδιωτικό οδηγό. Ήταν κομψή, λιγάκι… ευτραφούλα, με μεγάλα, ολόμαυρα μάτια. Τα μαλλιά της πυκνά, κατσαρά, πιασμένα σ’ έναν μεγαλόπρεπο κότσο, βαμμένα πυρόξανθα, σχημάτιζαν ένα χαώδες, αγέρωχο σύνολο, απ’ όπου δύο λεπτές μπούκλες ξέφευγαν, πέφτοντας πάνω στ’ όμορφο, οβάλ πρόσωπό της. […] Έξω, το τοπίο ξερό, σιωπηλό. Όλη μέρα, μόνο το τραίνο διατάρασσε εδώ, αραιά και πού, τη γαλήνη. Τα τζιτζίκια είχαν σωπάσει. Το καλοκαίρι ψυχορραγούσε. Είχε όμως ακόμα μια αβάστακτη ξέρα. Τα φυτά “βαριανάσαιναν” και το χώμα στεγνό, εκτεθειμένο όλο το προηγούμενο διάστημα στον ανελέητο ήλιο, μύριζε όμορφα κάθε φορά που έπεφτε πάνω του καμιά απο εκείνες τις τρελαμένες, πεντάλεπτες μπόρες. Ήταν ολοφάνερο πως, με τις πρώτες κανονικές, κρύες βροχές, κι αυτή η τελευταία ιδέα ότι το καλοκαίρι άντεχε ακόμα θα “πήγαινε περίπατο”.
Ο Τάκης Γκόντης γεννήθηκε το 1955 στη Φλαμουριά της Έδεσσας. Έζησε και εργάστηκε κατά καιρούς σε διάφορες πόλεις της επαρχίας, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Τα επαγγέλματα διάφορα: Χημικός στη ΔΕΗ, τυπογράφος, υπεύθυνος ύλης σε εκδοτικό συγκρότημα κ.ά. Τα τελευταία χρόνια επέστρεψε στη γενέτειρα του, όπου και ζει μόνιμα. Έχει εκδώσει συνολικά εννέα βιβλία πεζογραφίας (διήγημα, μυθιστόρημα) και ποίησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου