Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //
Μίροσλαβ Πένκοφ, «Ανατολικά της Δύσης: Μια χώρα σε ιστορίες», Εκδόσεις Αντίποδες. Μετάφραση: Άκης Παπαντώνης. Σεπτέμβριος 2016, Αθήνα
Ο υπότιτλος της συλλογής αυτών των σχετικά σύντομων ιστοριών, παραπέμπει στο περιεχόμενο ετούτου του βιβλίου. Αποτελεί την πρώτη εκδοτική εμφάνιση του ταλαντούχου και πολλά υποσχόμενου νεαρού Βούλγαρου συγγραφέα Μίροσλαβ Πένκοφ, που εκδόθηκε αρχικά το 2011, στην αγγλική γλώσσα με τίτλο ‘East of the West. A Country in Stories’. Η εισβολή του συγγραφέα στο λογοτεχνικό τεραίν με αυτή τη δημοσίευση έδωσε την απαραίτητη και αντάξια φήμη σε αυτόν από τον οποίον οι αναγνώστες, ένθεν κακείθεν των ακτών του Ατλαντικού, προσδοκούν πολλά από τα επόμενα βιβλία του, όπως έγινε και από το δεύτερο εκδοτικό εγχείρημα (Το βουνό των πελαργών) που είδε το φως της δημοσιότητας στη χώρα μας το 2018, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, και σε μετάφραση επίσης του Άκη Παπαντώνη. Με τις ιστορίες
αυτές ο συγγραφέας φιλοδοξεί και όχι άδικα, να διαφυλάξει τις μνήμες και τις παραδόσεις, κάποιες λεπτομέρειες του παρελθόντος, ειδικά της ιστορίας, στους πολλαπλούς μετανάστες της πατρίδας του, με ξεχωριστή πολιτιστική ακρίβεια, αλλά ταυτόχρονα και με την συναρπαστική αφήγηση που χαρακτηρίζει τα κείμενά του. Οι οκτώ ιστορίες καλύπτουν την ιστορία της Βουλγαρίας από το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας, στα τέλη του 19ου αιώνα, και κινούνται μέσα στο κομμουνιστικό κράτος από τα μέσα του εικοστού αιώνα μέχρι τη σύγχρονη εποχή, όπου πολλοί νέοι Βούλγαροι κάνουν απεγνωσμένες προσπάθειες να εξασφαλίσουν κάποια πολυπόθητη βίζα για να μεταναστεύσουν αλλού για τους γνωστούς, βεβαίως, λόγους. Στο επίκεντρο όλων των ιστοριών βρίσκεται η βουλγαρική οικογένεια, με κάποιες μικρές, ιδιαίτερες και χαρούμενες στιγμές των μελών των οικογενειών που απολαμβάνουν συγκεντρωμένοι όλοι μαζί. Ο καθένας τους βρίσκεται σε κατάσταση ανάπαυλας και προσωρινής στασιμότητας, προσδοκώντας κάτι καλύτερο από τη ζωή του, χωρίς όμως στο βάθος να διαφαίνεται μια συγκεκριμένη ικανοποίηση σε όλους από τις όποιες επιλογές, ενώ φευγαλέα κάνει την είσοδό της και κάπως διάχυτα ένας υπαινιγμός προσωπικής θλίψης.
Ο αφηγητής της πρώτης ιστορίας που φέρει το όνομα ‘Μακεδονία’, ο οποίος έχει την ευρύτερη, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, προοπτική της βουλγαρικής ιστορίας όλων των χαρακτήρων στο βιβλίο, κατακλύζεται ξαφνικά από ορισμένες επιστολές που είχαν γραφτεί από την παλιά, μάλλον την πρώτη αγάπη της γυναίκας του που βρίσκεται ήδη σε προθανάτια κατάσταση, όπως και από τις προσωπικές και εξαιρετικά επώδυνες μνήμες πολέμου: ‘… Όταν οι Τούρκοι τέλειωσαν, έσυραν τους κομιτατζήδες, ήδη νεκρούς, σκέψου, στην αυλή και τους έκοψαν τα κεφάλια μόνο και μόνο για το θέαμα. Τα κάρφωσαν σε παλούκια για να τα βλέπουν όλοι. Μετά πήραν το αγόρι αυτών των δύο ανθρώπων και υποσχέθηκαν να τον κάνουν Τούρκο, ώστε όταν μεγαλώσει να επιστρέψει για να πάρει τα κεφάλια των συμπατριωτών του…’. Η ιστορία του τίτλου (‘Ανατολικά της Δύσης’), ξεδιπλώνεται αριστοτεχνικά γύρω από τη σύγκρουση Σερβίας-Κροατίας στη στροφή της χιλιετίας. ‘… Σκεφτόμουν πόσο πολύ θα ήθελα να ήμουν σαν το ποτάμι, που δεν είχε μνήμη, και πόσο λίγο σαν τη γη, που δεν μπορούσε ποτέ να ξεχάσει’, λέει ο αφηγητής, ενώ προς το τέλος της ιστορίας αναρωτιέται μουρμουρίζοντας, ‘… τι δένει τον άνθρωπο με τη γη ή το νερό… παρά ο ίδιος ο άνθρωπος’;
Η δημοφιλής ιστορία ‘Αγοράζοντας τον Λένιν’, αντιπροσωπεύει μια αρκετά παιχνιδιάρικη και μάλλον κωμικοτραγική τελικά αντιπαράθεση μεταξύ ενός Βούλγαρου φοιτητή στην Αμερική και του κομμουνιστή παππού του πίσω στη Βουλγαρία ο οποίος εξακολουθεί να ελπίζει σε κάτι καλύτερο και στην ουσία να δημιουργεί ένα καταθλιπτικό σκηνικό. Στις ιστορίες του Μίροσλαβ Πένκοφ, κανένας δεν βρίσκει την πολυπόθητη ικανοποίηση, ούτε οι Βούλγαροι μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ούτε βεβαίως και οι οικογένειες πίσω στο πατρικό τους σπίτι κατά τις διάφορες εποχές του περασμένου αιώνα της βουλγαρικής ιστορίας. Η ιστορία που εμφανίστηκε αρχικά στο ‘The Southern Review’ και συγκαταλέγηκε στις καλύτερες αμερικανικές σύντομες ιστορίες του 2008, μας περιγράφει έναν Βούλγαρο εξόριστο στην Αμερική που αγοράζει δήθεν το διατηρημένο σώμα του Λένιν, για τον παππού του πίσω στην πατρίδα. Ο αφηγητής της ιστορίας αυτής, μας λέει κάπου, ‘… απομνημόνευα λέξεις και κανόνες γραμματικής και έκανα προπόνηση με γλωσσοδέτες ειδικά φτιαγμένους για τους Ανατολικοευρωπαίους. Remember the money, επαναλάμβανα ξανά και ξανά ενώ περπατούσα στο δρόμο, ενώ έκανα ντους, ακόμα και στον ύπνο μου. Remember the money, remember the money, remember the money. Φράσεις σαν αυτή, είχα ακούσει, βοηθούσαν να λυθεί η γλώσσα σου’. Ο παππούς του, φυσικά, είχε άλλη γνώμη, ‘… Η αγγλική γλώσσα, ήταν ένα λυσσασμένο σκυλί και μερικές φορές μια μόνο δαγκωνιά είναι αρκετή ώστε το δηλητήριό του να φτάσει στο μυαλό σου και να το μετατρέψει σε πουρέ αγριόμηλων’! Όμως η πανταχού παρούσα νοσταλγία βρίσκεται και εδώ, και μάλιστα πάνοπλη, όταν ο αφηγητής ξεσπά, ‘… μακάρι να μπορούσα να δανειστώ τα μάτια του για μια στιγμή, μακάρι να μπορούσα να κλέψω τη γλώσσα του – θα έτρωγα ψωμί με τυρί, θα κατέβαζα έξι κούπες νερό απ’ το πηγάδι μας, θα γέμιζα το βλέμμα μου με τις πλαγιές, τα λιβάδια, τα ποτάμια’!
Στην ιστορία, ‘Το γράμμα’, η ξένη γλώσσα, η αγγλική συγκεκριμένα, και οι Βρεττανοί, έρχονται στο προσκήνιο με μπόλικους και ικανούς υπαινιγμούς όσον αφορά το άμεσο αλλά και απώτερο μέλλον της Βουλγαρίας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και την πραγματική ταυτότητα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. ‘Με το που θα μπούμε στην Ε.Ε., πάει η Βουλγαρία’, αναστενάζει μια ηλικιωμένη γυναίκα. ‘…Ξέρεις τι είναι η Ε.Ε.’;
Στη ‘Φωτογραφία με τη Γιούκι’, ξεδιπλώνεται η προβληματική και ιδιόρρυθμη σχέση μεταξύ των Βουλγάρων πολιτών και των τσιγγάνων της χώρας. Η ιστορία, απεικονίζει έναν χειριστή αποσκευών στο διεθνές αεροδρόμιο Ο’ Χέιρ του Σικάγου και την γιαπωνέζα σύζυγό του που ταξιδεύουν στη πατρίδα του, τη Βουλγαρία, με σκοπό μια ειδική θεραπεία γονιμότητας για εκείνη. Εδώ ο συγγραφέας, διαπραγματεύεται πολλά θέματα που αφορούν άμεσα τους ξενιτεμένους, όπως για παράδειγμα πως φαίνεται η ιδιαίτερη πατρίδα μέσα στα μάτια ενός μετανάστη, τον εντελώς διαφορετικό πολιτισμό της συζύγου του, καθώς και τους τσιγγάνους που βιώνουν και υποφέρουν από μια ξαφνική οικογενειακή τραγωδία και κυρίως πως συμπεριφέρονται γενικώς. Παρ’ όλο που ο Πένκοφ στηρίζεται και ακουμπάει βαριά στα δεκανίκια της ασθένειας, του χωρισμού και ακόμα του θανάτου για να δημιουργήσει το επιθυμητό δράμα ή να δώσει στο τέλος της ιστορίας του το αξιόλογο εκείνο μήνυμα που επιθυμεί, οι ιστορίες ετούτες ζωγραφίζουν ένα ανατολικοευρωπαϊκό στην κυριολεξία πορτραίτο. Η φαντασία και μυθοπλασία του Πένκοφ δημιουργούν μια χώρα με χαλαρά ιστορικά σύνορα, έναν λαό που έχει διασκορπισθεί σε όλο τον κόσμο, προσπαθώντας την ίδια στιγμή να διατηρήσει ένα είδος συνεκτικής προσωπικής ιστορίας, σε αντίθεση με την εσαεί ταλαντευόμενη και μεταβαλλόμενη ιστορία της πατρίδας του. Η επιστροφή του ζευγαριού στη Βουλγαρία, είναι γεμάτη εκπλήξεις και πλημμυρισμένη με περίεργα αδιέξοδα που αφορούν την μετανάστευση. Κατά τη διάρκεια μιας διαδρομής στη χώρα, πιθανόν να χτύπησαν με το αυτοκίνητο ένα αγόρι τσιγγάνων που βρισκόταν πάνω σε ένα ποδήλατο, το οποίο αργότερα, σε λίγες μέρες, πέφτει σε κώμα, και το χειρότερο απ’ όλα, πεθαίνει. Ο πατέρας του αγοριού, χωρίς να γνωρίζει τον πιθανό ρόλο τους σε αυτό το θάνατο, ζητάει από το ζευγάρι να τραβήξει μια φωτογραφία του νεκρού παιδιού για τη νεκρολογία του, μια αναγγελία θανάτου που θα τοποθετηθεί στις πύλες του νεκροταφείου. Οι τσιγγάνοι φέρνουν το αγόρι έξω και το τοποθετούν πάνω σε μαξιλάρια για να τραβήξουν τη φωτογραφία του, και στη συνέχεια προσκαλούν το ζευγάρι να μείνει μαζί τους για δείπνο. Το ζευγάρι δεν αναφέρει ποτέ το ατύχημα του ποδηλάτου και ύστερα το βάρος της αβέβαιης ενοχής τους απειλεί να κατεδαφίσει τη στενή σχέση τους και να την ανοικοδομήσει εκ νέου γύρω από το ανομολόγητο. Αφηγείται ο νεαρός Βούλγαρος, λίγο πριν φύγουν με τη γιαπωνέζα σύζυγό του από το σπίτι, ‘… Στάθηκα έξω από την αυλόπορτα και επέτρεψα στον εαυτό μου μια τελευταία ματιά στην αυλή, στην καρυδιά. Όμως δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να σκεφτεί το παιδί, το δικό μας παιδί, ούτε τα καλοκαίρια που θα έπρεπε να περάσουν πριν μπορέσουμε να επιστρέψουμε στο χωριό’. Σε στιγμές όπως αυτές, το έργο του Πένκοφ αχρηστεύει και αντικαθιστά τα όρια οποιασδήποτε εθνικής λογοτεχνίας και μας παρουσιάζει όπως είμαστε, με τις ανησυχίες μας, το ουσιώδες γι’ αυτόν ‘γιαντ’, με τις αδυσώπητες πινελιές μας προς το βαθύτερο νόημα.
Κάποιοι νεότεροι συγγραφείς μυθοπλασίας, τον τελευταίο καιρό, μεταξύ των οποίων και ο Μίροσλαβ Πένκοφ, συνέβαλαν τα μέγιστα ώστε να οικοδομηθεί ένα είδος διεθνούς συνείδησης και προσοχής για αυτή τη μικρή αλλά ζωντανή λογοτεχνική κοινότητα της Βουλγαρίας. Πρέπει όμως να σημειώσουμε, εδώ, ότι ο Πένκοφ, σε αντίθεση με τους άλλους συναδέλφους του γράφει όχι στη βουλγαρική γλώσσα, αλλά στ’ αγγλικά, επειδή έχει μετακομίσει στην Αμερική, με συγκεκριμένη πορεία στο Πανεπιστήμιο του Αρκάνσας, ενώ τώρα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Βόρειου Τέξας (University of North Texas). Ο τολμηρός προφανώς υπότιτλος (‘Μια χώρα σε ιστορίες’) που χρησιμοποιεί στη συλλογή αυτή ο Πένκοφ, αφού παίρνει στους ώμους του την ευθύνη και εκπροσωπώντας μια ολόκληρη χώρα, μας υπόσχεται και φιλοδοξεί να μας προσφέρει ολοζώντανη μια ευρεία διατομή της βουλγαρικής κοινωνίας και σίγουρα αντιστέκεται στο συνηθισμένο μετακομμουνιστικό συναισθηματισμό, για να μας δείξει αυτό που επιθυμεί, δηλαδή το ευρύ και πολυποίκιλο φάσμα των βουλγαρικών κοινωνιών μέσα στο πέρασμα των εποχών. Τις παλιότερες γενιές που ήταν προσκολλημένες σε αμφίβολες ουτοπίες, κάποιες άλλες που τα αψήφησαν όλα αυτά ενόψει της επερχόμενης αλλαγής, τις νεότερες γενιές που χάνουν τουλάχιστον προς στιγμή το δρόμο τους, εκείνους που εγκατέλειψαν το σπίτι και επέστρεψαν αλλαγμένοι και φυσικά όλους εκείνους που εγκατέλειψαν την πατρίδα για χάρη μιας άλλης, υιοθετώντας στην ουσία μια καινούργια, χωρίς να επιστρέψουν πίσω ποτέ. Ο Πένκοφ, μας δίνει συγκεκριμένες περιγραφές των διάφορων ειδών της ανθρώπινης κατάστασης στη Βουλγαρία, και μας παρουσιάζει ένα καλοσχηματισμένο ύφος που δεν είναι καθόλου απλό, σύνηθες και διακοσμητικό. Δεδομένου ότι ο υπότιτλος του βιβλίου ετούτου επικαλείται ένα ολόκληρο έθνος και την ιστορία του, η ιστορία παίζει βασικό υποστηρικτικό ρόλο στα προσωπικά και οικογενειακά δράματα που αφηγείται ο Μίροσλαβ Πένκοφ, ο οποίος και βρίσκει διάφορους τρόπους για να επικαλεστεί αυτή την ιστορία στα κείμενά του. Αλλά αυτή η ποικιλία βοηθάει τη συλλογή των ιστοριών να καλύπτει το ίδιο έδαφος ξανά και ξανά, χωρίς όμως, κι’ αυτό είναι βασικό, να γίνεται βαρετός στους αναγνώστες του.
Ορισμένες φορές η ιστορία παραμένει σιωπηλή και αμέτοχη, και μερικές φορές βαραίνει τόσο πολύ πάνω στους ανθρώπους ώστε να περιορίζονται σημαντικά οι επιλογές τους για τον περαιτέρω τρόπο της ζωής τους. Ο ‘Νυχτερινός ορίζοντας’ εξορκίζει το φάντασμα της εχθρότητας μεταξύ της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, του έθνους που την είχε υπόδουλη για αιώνες. Εδώ, ένας κατασκευαστής γκάιντας παίρνει ένα αρσενικό όνομα, το Κεμάλ, και το δίνει στην κόρη του έτσι ώστε να μπορεί να διαιωνίσει σωστά, κατά τη γνώμη του, την οικογενειακή και παραδοσιακή τέχνη. Αφού διαταχθεί όλοι οι Τούρκοι να πάρουν βουλγαρικά ονόματα, απομακρύνεται από το σπίτι του, είτε στη φυλακή, είτε για θανατική ποινή, φυλάκιση που ποτέ δεν θα μάθουμε, η κόρη του αναλαμβάνει τα ηνία και ακολούθως ξεκινάει την εθνική και ιστορική αντιπαράθεση:
‘… Μερικές φορές η Κεμάλ πήγαινε με την γκάιντα πάνω από το χωριό για να παίξει με την ηχώ. Μια φορά είδε αυτοκίνητα στο δρόμο πιο χαμηλά, προφυλακτήρα με προφυλακτήρα, με στρώματα, καρέκλες, ξύλινες κούνιες δεμένες με σκοινί στις οροφές τους – μπλε, πράσινα, κίτρινα, κόκκινα αυτοκίνητα, αίμα που κυλούσε από το βουνό… Χαμηλά στην πλαγιά έβλεπε ανθρώπους από τα πάνω χωριά να κουβαλάνε τα σπιτικά τους στην πλάτη σαν καμήλες. Άντρες και γυναίκες και παιδιά φορτωμένα…. Ταψιά και κατσαρόλες και κουτάλια και κουτάλες, μεταλλικά πιάτα να χοροπηδάνε τρελά και να αντανακλούν τον ήλιο σαν χρυσά νομίσματα. Έτσι η Κεμάλ, έπιασε το τραγούδι της με τη γκάιντα …’.
Οι χαρακτήρες στην ιστορία ‘Ανατολικά της Δύσης’ έχουν τα δικά τους ιστορικά βάρη να σηκώσουν και τα άτομα ή οι οικογένειες, όπως και η ιστορία του τίτλου, η οποία αναφέρεται σε μια δύσκολη ιστορία αγάπης γύρω από ένα ποταμό της Σερβίας. Στην ιστορία ‘Οι ληστές του σταυρού’, που ξεδιπλώνεται το 1997, τότε που η κυβέρνηση έπεσε για ακόμα μια φορά, η βουλγαρική ιστορία μεταμορφώνεται σε ένα οικονομικό είδος από μόνη της:
‘… Ο Γκόγκο και εγώ κλέβουμε πράγματα και τα πουλάμε, κυρίως στον παππού. Μπήκαμε κρυφά στην αίθουσα βιολογίας και πήραμε το κρανίο που ο δάσκαλός μας χρησιμοποιούσε για ένα τασάκι. Μετά ο παππούς είπε πως τάχα το πούλησε στη μαύρη αγορά σαν αυθεντικό κρανίο από την κομμουνιστική εξέγερση του 1944… Έχουμε κλέψει χάλκινα πηνία από το εργαστήριο φυσικής (ένα σοβιετικό απομεινάρι από την άνοιξη της Πράγας ’68), ένα χάρτη των Βαλκανικών Πολέμων (συλλεκτικό, πρώτη έκδοση!), μια υδρόγειο (με την ΕΣΣΔ ακόμα ενιαία και κραταιή). Φαίνεται πως στη Βουλγαρία υπάρχει σήμερα μαύρη αγορά για τα πάντα…’. Η ίδια ιστορία φιλοξενεί δραματικές ιστορικές καμπές της χώρας, με έμφαση στην εμβληματική χρονιά του 1989, οπότε και κατέρρευσε το σοβιετικό καθεστώς και ήρθαν στο φως όλες εκείνες οι λεπτομέρειες που κάποιοι ακόμα αρνούνται: ‘… Χρόνια μετά ανακαλύψαμε πως η εισαγωγή σ’ αυτό το σχολείο ήταν στην πραγματικότητα μια απάτη. Πως για να εισαχθεί κανείς χρειαζόταν διασυνδέσεις. Ήταν το μέρος που όλα τα υψηλόβαθμα μέλη του κόμματος έστελναν τα παιδιά τους. Εμείς όμως δεν το γνωρίζαμε τότε’!
Η σύγκρουση των τάξεων εμφανίζεται επίσης στη ‘Φωτογραφία με τη Γιούκι’ όπου χρησιμοποιείται η φράση ‘ταξικός εχθρός’ με τον παραδοσιακό μαρξιστικό τρόπο, καθώς και στο ‘Ντεβσιρμέ’, όπου ένας μετανάστης στην Πολιτεία του Τέξας παρακολουθεί την κόρη του να οδεύει σε μια υψηλότερη κοινωνική τάξη επειδή η πρώην σύζυγός του παντρεύτηκε, όταν χώρισαν, έναν μετανάστη Βούλγαρο γιατρό. Στο έργο του Πένκοφ βλέπουμε την τάξη και την ιστορία να επηρεάζουν τη ζωή σχεδόν όλων, ενώ και η αγγλική γλώσσα εμφανίζεται όλο και πιο συχνά, όπως συμβαίνει στο ‘Το γράμμα’, ως διαχωριστική γραμμή. Είναι μέρος της πολύπλοκης διαπραγμάτευσης με τη βουλγαρική, καθώς και με την ξένη κοινωνική τάξη. Ο ηλικιωμένος πρωταγωνιστής της ‘Μακεδονίας’ μας λέει ότι τα αγγλικά ακούγονται σαν μια απλή λέξη για αυτόν, απαλλαγμένη από κάθε ιστορία και νόημα.
Ίσως η καλύτερη και πιο κρυσταλλική έκφραση της έννοιας της Βουλγαρίας του Πένκοφ, έρχεται στο ‘Ντεβσιρμέ’, την τελευταία ιστορία της συλλογής. Ο μετανάστης αφηγητής Μιχαήλ ή Μάικλ στα αμερικάνικα, όπως τον προσφωνεί ακόμα και η Βουλγάρα πρώην σύζυγός του, παίρνει τη κόρη του Έλλη για ένα Σαββατοκύριακο και πηγαίνει να ψαρεύει με έναν φίλο, που ονομάζεται Τζον Μάρτιν. ‘Το γιαντ, Τζον Μάρτιν’, εξηγώ, είναι αυτό που καλύπτει τα σωθικά κάθε βουλγαρικής ψυχής. Το ‘γιαντ’ είναι που μας σπρώχνει, σαν μηχανή μπροστά. Το ‘γιαντ’ είναι σαν τη ζήλια, αλλά δεν είναι απλά και μόνο αυτό. Είναι σαν το φθόνο, το μίσος, το θυμό, αλλά πιο εκλεπτυσμένο, πιο πολύπλοκο. Είναι σαν οίκτος για κάποιον, σαν τύψεις για κάτι που έκανες ή δεν έκανες, για μια ευκαιρία που έχασες, για μια δυνατότητα που σπατάλησες. Όλα αυτά τα συναισθήματα σε μια όμορφη λέξη, Γιαντ…’. Παρόλο που το ‘γιαντ’ δεν μπορεί να χαρακτηρίσει κάθε βουλγαρική ψυχή, περιγράφει εύστοχα την σχετικά ανάλαφρη ένταση που φιλτράρει τις ψυχές των χαρακτήρων του Πένκοφ. Το ‘γιαντ’ εξηγεί την ατέλειωτη πάλη με την εθνική τους ταυτότητα, τόσο ισχυρή ώστε να επιβιώνει με τη διέλευση των συνόρων και να διακόπτει τους δεσμούς με το παρελθόν.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των ιστοριών του Πένκοφ είναι η ξαφνική ανάδυση της μοίρας των χαρακτήρων του. Αν και φέρει τον υπότιτλο ‘Μια Χώρα στις Ιστορίες’, ο Πένκοφ εδώ δεν γράφει αυστηρά ‘βουλγαρική’ λογοτεχνία, αφού οι ιστορίες αυτές ασχολούνται με την αμερικανική εμπειρία σχεδόν όσο και με τη βουλγαρική. Για παράδειγμα, στην ιστορία ‘Αγοράζοντας τον Λένιν’ που κέρδισε το βραβείο Eudora Welty του 2007 και παρουσίασε και εισήγαγε τον Πένκοφ ως ένα συναρπαστικό νέο ταλέντο, ένας μετανάστης Βούλγαρος σπουδάζει στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τις επίμονες αντιρρήσεις του κομμουνιστή παππού του, που παραθέτει και αναφέρεται σε συνεχή βάση στον Λένιν. Η αγορά του υποτιθέμενου παγωμένου πτώματος του Λένιν εκ μέρους του εγγονού από το eBay και η ενδεχόμενη αποστολή του στον γέρο είναι μια μυστήρια ικανοποιητική και γλυκιά πράξη. Θέματα μυστηρίου και αρκετά ιστορικά εμφανίζονται επανειλημμένως και διασταυρώνονται στον ρεαλιστικό ιστό σχεδόν όλων αυτών των ιστοριών. Ο Ράντο και ο Γκόγκο, οι πρωταγωνιστές της ιστορίας ‘Οι ληστές του σταυρού’, κλέβουν αντικείμενα της ημέρας, τα εμπλουτίζουν με πλαστή ιστορική σημασία και στη συνέχεια τα πωλούν σε ανυποψίαστους πελάτες. Ο Ράντο αποκαλεί τον συνεργάτη του και τον εαυτό του ‘σφετεριστές’ αλλά το πιο σημαντικό, ‘μυθοποιούς’.
Ίσως το μεγαλύτερο θαύμα της συλλογής ‘Ανατολικά της Δύσης’ είναι το τεράστιο φάσμα των χαρακτήρων της, τόσο στην ηλικία όσο και στο φύλο, ενώ σε κάποιες από αυτές φανερώνεται το ταλέντο του Πένκοφ στη δημιουργία ξεχωριστών και διακριτών νεαρών ενηλίκων. Η ‘Μακεδονία’, αφηγείται από την οπτική γωνία ενός ηλικιωμένου που αισθάνεται κωμική, περισσότερο, ζήλια γύρω από την παλιά και πιθανή ερωτική ιστορία της πεθαμένης γυναίκας του, ενώ το ‘Ντεβσιρμέ’, ολοκληρώνει τη συλλογή και είναι σίγουρα η πιο απαιτητική ιστορία μέσα σε αυτή. Το έργο του, πρέπει να τονίσουμε, αντιστέκεται σθεναρά στην αυστηρή κατηγοριοποίηση. Ο αναγνώστης θα μάθει κάποια πράγματα για τη Βουλγαρία, την ιστορία και τον πολιτισμό της. ‘Όταν ήμουν παιδί’, εξομολογήθηκε ο Πένκοφ, ‘δεν μου άρεσε πολύ να διαβάζω, γιατί ήμουν τεμπέλης και προτιμούσα να παίζω ποδόσφαιρο έξω’. Δεν του άρεσε να διαβάζει, συνέχισε, επειδή η επανάληψη γι’ αυτόν ήταν βαρετή διαδικασία και επειδή οι γονείς του ήταν πραγματικά καλοί αφηγητές ιστοριών, κυρίως γύρω από την βουλγαρική ιστορία, όπου οι αντάρτες αγωνίζονταν ενάντια στους Τούρκους. Ως φοιτητής στις Ηνωμένες Πολιτείες, έγραψε αμερικανικές ιστορίες που επηρεάστηκαν από την εφηβική του αγάπη για τον Στίβεν Κινγκ, έναν συγγραφέα που εξακολουθεί να θαυμάζει πολύ, ιστορίες πολύ πρόχειρες τελικά και άνευ σημασίας. Αργότερα ασχολήθηκε με τις ιστορίες που τον συγκίνησαν περισσότερο, όπως εκείνες που εμπεριέχουν ηρωισμό, προδοσία, θάρρος, δειλία, ελευθερία και θάνατο. Γράφοντας για τη Βουλγαρία ήταν ο μόνος τρόπος που ήξερε ότι θα τον ‘πήγαινε’, έστω νοερώς, πίσω στη χώρα του, όχι μόνο στην οικογένειά του, αλλά και στους λασπώδεις δρόμους, τα μαύρα χωράφια, τα μπλε βουνά και τα τόσα άλλα χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Η Βουλγαρία ιδρύθηκε το 681 μ.Χ. και ήταν μια μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη για περίπου εξακόσια χρόνια. Στη συνέχεια, όπως η Ελλάδα, η Σερβία και άλλες χώρες των Βαλκανίων, περιήλθαν υπό την οθωμανική κυριαρχία. Μόνο το 1878 ήταν τελικά ελεύθερη ώστε να συνεχίσει με τα όσα προβλήματα μετέφερε στα σπλάχνα της και πάλι τη δική της ιστορία. Με τους βαλκανικούς πολέμους που ακολούθησαν, η Βουλγαρία εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να πάρει πίσω τη γη που είχε χάσει στους πολέμους, συμμαχώντας με τη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, χάνοντας όμως τελικά ακόμα περισσότερα εδάφη. Η συνέχεια υπήρξε γνωστή. Πολλοί νέοι άνθρωποι προσχώρησαν στον κομμουνισμό, ο οποίος μίλησε εκμαυλιστικά για παράξενες και όμορφες ιδέες όπως η αδελφοσύνη, η ισότητα και δύναμη και εξουσία στους εργάτες. Η Βουλγαρία παρέμεινε μοναρχία μέχρι τη μεγάλη εξέγερση το 1944, όταν πλέον το Κομμουνιστικό Κόμμα ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο της χώρας για σαράντα πέντε συναπτά χρόνια.
Επιστρέφοντας στην εν λόγω συλλογή του Πένκοφ, τώρα, έχουμε ιστορίες που μιλάνε για τη Βουλγαρία όπως ήταν κατά τα οθωμανικά χρόνια και στη συνέχεια όπως ήταν κατά τη διάρκεια των αγώνων απελευθέρωσης από τους Τούρκους. Υπάρχουν ιστορίες που μιλάνε για τους Βαλκανικούς Πολέμους και για την πτώση του κομμουνισμού. Υπάρχουν ιστορίες που εξιστορούν τι έγινε τόσο με τους Χριστιανούς όσο και με τους Μουσουλμάνους στη Βουλγαρία όταν άλλαξαν τα πολιτικά καθεστώτα. Αλλά στο τέλος υπάρχουν ιστορίες που πληροφορούν τον αναγνώστη τι συμβαίνει τώρα, τα τελευταία χρόνια, την εποχή κατά την οποία πολλοί νέοι φεύγουν για τη Δύση αναζητώντας μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Η τελευταία και πιο σύγχρονη ιστορία της συλλογής, ‘Ντεβσιρμέ’, μας οδηγεί προς τα εμπρός, αλλά ταυτόχρονα μας φέρνει και πίσω, σαν ένα φίδι που δαγκώνει την ουρά του, γιατί είναι γνωστό ότι κάποτε οι Τούρκοι συνέλαβαν βιαίως αγόρια της Βουλγαρίας και τα μεταμόρφωσαν σε Οθωμανούς στρατιώτες. Έτσι ετούτη η ιστορία αποτελεί το αφιέρωμα σε ένα φοβερό, συναισθηματικό, τραγικό κομμάτι της λαογραφίας της χώρας, αλλά αν διαβάσουμε προσεκτικά τις ιστορικές πηγές, μπορούμε να βρούμε περιπτώσεις όπου οι γονείς προσέφεραν εθελοντικά τα παιδιά τους στους Τούρκους, επειδή ένας μουσουλμάνος στρατιώτης μπορούσε να ζήσει πολύ καλύτερη ζωή από έναν φτωχό χριστιανό αγρότη. ‘…Ήταν χήρα και ήθελε το καλό του αγοριού της: ήξερε πως δεν είχε μέλλον ως χωρικός, πως μοιραία θα πέθαινε σκλάβος. Αν όμως γινόταν στρατιώτης, γενίτσαρος, ολόκληρος ο κόσμος θα μπορούσε να γίνει δικός του…’. Και συνεχίζει η μητέρα του μέσω του αφηγητή της ιστορίας: ‘… Παρ’ τον, Αγά, φώναξε και έσπρωξε το αγόρι μπροστά και το αγόρι δεν ήξερε γιατί το έκανε αυτό η μητέρα του, δεν καταλάβαινε’.
Οι ιστορίες της συλλογής αντιμετωπίζουν όλες αυτές τις αναταραχές της ιστορίας μεμονωμένα και μέσω ξεχωριστών ατόμων, αλλά όταν στο τέλος διαβαστούν όλες, αλληλοσυμπληρώνονται, όπως τα κομμάτια ενός παζλ που συμπληρώνονται για να αποκαλύψουν εν τέλει μια μεγαλύτερη και σαφώς ξεκάθαρη εικόνα. Σήμερα, πάνω από ένα εκατομμύριο Βούλγαροι ζουν στο εξωτερικό σε μια προσπάθεια να αναζητήσουν μια καλύτερη ποιότητα ζωής μακρυά από την πατρίδα τους, κάποιοι αλλάζουν τα ονόματά τους, εγκαταλείπουν τη γλώσσα τους, υιοθετώντας νέες πεποιθήσεις, ιδεολογίες και ταυτότητες, ξεχνώντας από πού προέρχονται. Σίγουρα η ιστορία επαναλαμβάνεται ασύστολα και αλύπητα, με άλλους φυσικά πρωταγωνιστές, τίποτα δεν είναι καινούργιο όπως αποδεικνύεται κάτω από τον ήλιο, και η ιστορία σε τελική ανάλυση μπορεί να ξεχαστεί σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Με το βιβλίο αυτό ο νεαρός Βούλγαρος συγγραφέας Πένκοφ, όπως και με το επόμενο, το μυθιστόρημα ‘Το βουνό των πελαργών’, ήθελε να αφήσει κάτι δικό του που να παραπέμπει στην ιστορία της χώρας του. Τουλάχιστον, αυτό μπορούμε να ισχυρισθούμε, διαβάζοντας τα δύο έργα του που δημοσιεύτηκαν μέχρι σήμερα, και τα οποία σίγουρα προοιωνίζουν και δημιουργούν στέρεες βάσεις για κάποιο άλλο δημιούργημα, άγνωστο επί του παρόντος, αλλά σίγουρα ενδιαφέρον για τη συνέχεια.
Βιβλιογραφία
- Σχορετσανίτης Νικ. Γεώργιος: Η ακύρωση των παραδοσιακών δεσμών αίματος στο βουνό των πελαργών. Fractal. Η γεωμετρία των ιδεών. 59ο Τεύχος. Απρίλιος 2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου