της Θεοδώρας Δ. Πατρώνα
Η Χάνια Γιαναγκιχάρα είναι γνώριμη στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Το δεύτερό της βιβλίο Λίγη Ζωή (Μετ. Μαρία Ξυλούρη, Μεταίχμιο, 2016), βραβευμένο με το Kirkus, σκαρφάλωσε με ευκολία στην παγκόσμια κορυφή των ευπώλητων αλλά και συγκλόνισε τους αναγνώστες με την ευθύτητα, τον σκληρό ρεαλισμό και τον απύθμενο πόνο του παιδικού τραύματος που ταλανίζει τον ενήλικα κεντρικό ήρωα. Με αφορμή την επίσκεψη της συγγραφέως στην Αθήνα, πέρσι στις αρχές του καλοκαιριού, ο ελληνικός τύπος την χαρακτήρισε «σταρ του αμερικανικού μυθιστορήματος» και «κορυφαία αμερικανίδα συγγραφέα» (lifo.gr) Το Οι άνθρωποι στα Δέντρα
(Μετ. Μαρία Ξυλούρη, Μεταίχμιο, 2018) είναι το πρώτο δείγμα γραφής της Γιαναγκιχάρα. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με μία εξίσου αξιοζήλευτη πορεία, με υποψηφιότητα για το σπουδαίο βραβείο Dylan Thomas και διθυραμβικές κριτικές από έντυπα με κύρος όπως η Independent και η Wall Street Journal. Εμπνευσμένη από μία αληθινή ιστορία, την άνοδο και την πτώση του Αμερικανού ερευνητή Daniel Carleton Gajdusek που τιμήθηκε με Νόμπελ για την έρευνά του στην Παπούα Νέα Γουινέα τη δεκαετία του 1970, η συγγραφέας διερευνά με προσοχή και δεξιοτεχνία τα κρυφά μονοπάτια του πάθους για δόξα και δύναμη μέσα από τα απομνημονεύματα του δικού της βραβευμένου κεντρικού ήρωα, Δρ Έιμπραχαμ Νόρτον Περίνα. Με αφετηρία την καταδίκη του για τη σεξουαλική κακοποίηση ενός από τους πολλούς θετούς γιούς του, ο Περίνα προκαλεί και ταράζει με την πρωτοπρόσωπη αφήγησή του στον προστατευόμενό του Δρ Ρόναλντ Κουμποντέρα. Ξεκινά με την ιστορία της ζωής του από τα παιδικά του χρόνια σε μία φάρμα της Ιντιάνα. Από τις πρώτες σελίδες η συγγραφέας, με πιθανές επιρροές από κλασσικά έργα του Vladimir Nabokov, εκδηλώνει το γνωστό ενδιαφέρον της για τη νοσηρότητα της ανθρώπινης φύσης και ψυχής, συνήθειά της από τα παιδικά της χρόνια. Τότε ζωγράφιζε πτώματα στα νεκροτομεία στο πλευρό του γιατρού πατέρα της. Το προβληματικό οικογενειακό πλαίσιο για τον Περίνα σκιαγραφείται με ακρίβεια και αποστασιοποίηση: η μητρική απουσία και μετέπειτα απώλεια, αλλά και η απόλυτη πατρική απραξία είναι βασικά συστατικά μίας στερημένης συναισθηματικά παιδικής ηλικίας. Αυτή χαρακτηρίζεται από την εμμονή του ήρωα με την εξουσία και την κατάχρησή της και την απόλυτη συναισθηματική του ένδεια. Απόδειξη της υπεροψίας και της σκληρότητας του ηρώα είναι η κομβική σχέση με την καταθλιπτική πιθανότατα μητέρα του. Την χαρακτηρίζει «κενή, φευγάτη, μάλλον έως και χαζή» (38), για την οποία «οι μόνες κουβέντες που κάναμε γι’ αυτήν είχαν μια γεύση χλεύης ή αηδίας» (37). Μαζί με τον δίδυμο αδερφό του Όουεν, όπως ομολογεί, «της φερόμασταν όπως φέρονταν τα περισσότερα αγόρια στα ζωάκια: με καλοσύνη όταν νιώθαμε χαρούμενοι και γενναιόδωροι, με σκληρότητα όταν δε νιώθαμε» (36). Η περιφρόνηση για τον πατέρα του, που στα μάτια του Περίνα «τον ενδιέφερε (…) μονάχα η επίτευξη μίας κατάστασης πλήρους και ολοκληρωτικής αδράνειας» (49), αντιπαραβάλλεται στο θαυμασμό για την γιατρό θεία του που ομολογεί ότι ήταν , «ακατάπαυστα, άοκνα φιλοπερίεργη και δημιουργική, σίγουρη αλλά όχι αλαζόνας» (52). Το παράδειγμά της οδηγεί τον Περίνα μοιραία στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, όπου βαθιά μοναχικός και παθιασμένος για φήμη και επιτυχία, θα βρεθεί τελικά σε ένα νησάκι της Μικρονησίας στο πλευρό δυο ανθρωπολόγων. Με δεινότητα φυσιοδίφη και ανθρωπολόγου, η Γιαναγκιχάρα, επιμελήτρια του ταξιδιωτικού περιοδικού των New York Times, δημιουργεί πειστικότατα ένα πρωτόγονο νησί. Το απομονωμένο Ιβου’ίβου διαθέτει ιδιαίτερη χλωρίδα και πανίδα αλλά και μοναδική κουλτούρα, τα οποία παρουσιάζονται μέσα από την επιστημονική όσο και στείρα ματιά του ήρωα, ίσως λίγο πιο αναλυτικά από όσο αντέχει ο μέσος αναγνώστης. Το μυστικό της μακροζωίας λίγων υπεραιωνόβιων ντόπιων είναι το εφαλτήριο για μία λαμπρή καριέρα στην έρευνα και την διδασκαλία για τον αριβίστα ήρωα. Είναι όμως και ο ασκός του Αιόλου για τη ζωή στον επίγειο αυτό παράδεισο που κατακλύζεται και κακοποιείται βάναυσα και ανελέητα από Δυτικούς επιστήμονες και ερευνητές στην προσπάθειά τους να το εκμεταλλευτούν στο έπακρο. Οι αναφορές της Γιαναγκιχάρα για τον αποικιοκρατικό πυρετό που βασανίζει το Ιβου’ίβου, αναπόφευκτα θυμίζουν τη μοίρα των αυτοχθόνων στα χέρια των λευκών: αλλοτρίωση, ασθένειες, αλκοολισμός, ψυχολογικά προβλήματα, φυσικός και πολιτισμικός θάνατος. Όπως έχει ομολογήσει σε συνεντεύξεις της η συγγραφέας, πρόκειται για τη δική της προσπάθεια να ακουστεί έμμεσα η ιστορία της Χαβάης, γης των προγόνων της. Και μέσα σε όλα αυτά, ο Περίνα, που όπως υπογραμμίζει «σε μια νύχτα από παρίας είχα γίνει περίπου θεός» (330), γίνεται ο απόλυτος ρυθμιστής για τις ζωές δεκάδων παιδιών του νησιού. Τα σώζει από την εξαθλίωση και τον σωματικό θάνατο μεταφέροντάς τα στις Η.Π.Α., αποδείξεις της υποτιθέμενης μεγαλοσύνης του αλλά και, όπως αποδεικνύεται τελικά, έρμαια των διεστραμμένων επιθυμιών του. Οι ψυχρές εξομολογήσεις του ήρωα για τα καθημερινά εγκλήματά του πάνω στα θετά παιδιά του, με ιδιαίτερη μνεία και μένος για αυτό που δεν του υποτάχτηκε, συγκλονίζουν με τον εγωκεντρισμό, την διαστροφή και την ωμότητά τους. Ένας τόσο ευφυής αλλά και τόσο άρρωστος πρωταγωνιστής με την ακραία ζωή δίνει στη συγγραφέα τη δυνατότητα να γράψει ένα αξιοθαύμαστο βιβλίο και να θέσει με παρρησία μία σειρά από τολμηρά ερωτήματα πάνω στην εξουσία ανθρώπων και λαών, στη μοίρα των αδυνάτων, την ηθική και την ανηθικότητα. Στα αλήθεια, τι κρύβεται πίσω από την μόρφωση, τους τίτλους και τα βραβεία; Τι είναι «πολιτισμένο» και τι «πρωτόγονο»; Και, τέλος, ποιοι είναι πραγματικά οι άνθρωποι που ηθικά και συναισθηματικά έχουν μείνει ακόμα «πάνω στα δέντρα»;
info: Χάνια Γιαναγκιχάρα, Άνθρωποι Στα Δέντρα, μετ. Μαρία Ξυλούρη, Μετάιχμιο, 2018
https://www.oanagnostis.gr
Η Χάνια Γιαναγκιχάρα είναι γνώριμη στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Το δεύτερό της βιβλίο Λίγη Ζωή (Μετ. Μαρία Ξυλούρη, Μεταίχμιο, 2016), βραβευμένο με το Kirkus, σκαρφάλωσε με ευκολία στην παγκόσμια κορυφή των ευπώλητων αλλά και συγκλόνισε τους αναγνώστες με την ευθύτητα, τον σκληρό ρεαλισμό και τον απύθμενο πόνο του παιδικού τραύματος που ταλανίζει τον ενήλικα κεντρικό ήρωα. Με αφορμή την επίσκεψη της συγγραφέως στην Αθήνα, πέρσι στις αρχές του καλοκαιριού, ο ελληνικός τύπος την χαρακτήρισε «σταρ του αμερικανικού μυθιστορήματος» και «κορυφαία αμερικανίδα συγγραφέα» (lifo.gr) Το Οι άνθρωποι στα Δέντρα
(Μετ. Μαρία Ξυλούρη, Μεταίχμιο, 2018) είναι το πρώτο δείγμα γραφής της Γιαναγκιχάρα. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με μία εξίσου αξιοζήλευτη πορεία, με υποψηφιότητα για το σπουδαίο βραβείο Dylan Thomas και διθυραμβικές κριτικές από έντυπα με κύρος όπως η Independent και η Wall Street Journal. Εμπνευσμένη από μία αληθινή ιστορία, την άνοδο και την πτώση του Αμερικανού ερευνητή Daniel Carleton Gajdusek που τιμήθηκε με Νόμπελ για την έρευνά του στην Παπούα Νέα Γουινέα τη δεκαετία του 1970, η συγγραφέας διερευνά με προσοχή και δεξιοτεχνία τα κρυφά μονοπάτια του πάθους για δόξα και δύναμη μέσα από τα απομνημονεύματα του δικού της βραβευμένου κεντρικού ήρωα, Δρ Έιμπραχαμ Νόρτον Περίνα. Με αφετηρία την καταδίκη του για τη σεξουαλική κακοποίηση ενός από τους πολλούς θετούς γιούς του, ο Περίνα προκαλεί και ταράζει με την πρωτοπρόσωπη αφήγησή του στον προστατευόμενό του Δρ Ρόναλντ Κουμποντέρα. Ξεκινά με την ιστορία της ζωής του από τα παιδικά του χρόνια σε μία φάρμα της Ιντιάνα. Από τις πρώτες σελίδες η συγγραφέας, με πιθανές επιρροές από κλασσικά έργα του Vladimir Nabokov, εκδηλώνει το γνωστό ενδιαφέρον της για τη νοσηρότητα της ανθρώπινης φύσης και ψυχής, συνήθειά της από τα παιδικά της χρόνια. Τότε ζωγράφιζε πτώματα στα νεκροτομεία στο πλευρό του γιατρού πατέρα της. Το προβληματικό οικογενειακό πλαίσιο για τον Περίνα σκιαγραφείται με ακρίβεια και αποστασιοποίηση: η μητρική απουσία και μετέπειτα απώλεια, αλλά και η απόλυτη πατρική απραξία είναι βασικά συστατικά μίας στερημένης συναισθηματικά παιδικής ηλικίας. Αυτή χαρακτηρίζεται από την εμμονή του ήρωα με την εξουσία και την κατάχρησή της και την απόλυτη συναισθηματική του ένδεια. Απόδειξη της υπεροψίας και της σκληρότητας του ηρώα είναι η κομβική σχέση με την καταθλιπτική πιθανότατα μητέρα του. Την χαρακτηρίζει «κενή, φευγάτη, μάλλον έως και χαζή» (38), για την οποία «οι μόνες κουβέντες που κάναμε γι’ αυτήν είχαν μια γεύση χλεύης ή αηδίας» (37). Μαζί με τον δίδυμο αδερφό του Όουεν, όπως ομολογεί, «της φερόμασταν όπως φέρονταν τα περισσότερα αγόρια στα ζωάκια: με καλοσύνη όταν νιώθαμε χαρούμενοι και γενναιόδωροι, με σκληρότητα όταν δε νιώθαμε» (36). Η περιφρόνηση για τον πατέρα του, που στα μάτια του Περίνα «τον ενδιέφερε (…) μονάχα η επίτευξη μίας κατάστασης πλήρους και ολοκληρωτικής αδράνειας» (49), αντιπαραβάλλεται στο θαυμασμό για την γιατρό θεία του που ομολογεί ότι ήταν , «ακατάπαυστα, άοκνα φιλοπερίεργη και δημιουργική, σίγουρη αλλά όχι αλαζόνας» (52). Το παράδειγμά της οδηγεί τον Περίνα μοιραία στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, όπου βαθιά μοναχικός και παθιασμένος για φήμη και επιτυχία, θα βρεθεί τελικά σε ένα νησάκι της Μικρονησίας στο πλευρό δυο ανθρωπολόγων. Με δεινότητα φυσιοδίφη και ανθρωπολόγου, η Γιαναγκιχάρα, επιμελήτρια του ταξιδιωτικού περιοδικού των New York Times, δημιουργεί πειστικότατα ένα πρωτόγονο νησί. Το απομονωμένο Ιβου’ίβου διαθέτει ιδιαίτερη χλωρίδα και πανίδα αλλά και μοναδική κουλτούρα, τα οποία παρουσιάζονται μέσα από την επιστημονική όσο και στείρα ματιά του ήρωα, ίσως λίγο πιο αναλυτικά από όσο αντέχει ο μέσος αναγνώστης. Το μυστικό της μακροζωίας λίγων υπεραιωνόβιων ντόπιων είναι το εφαλτήριο για μία λαμπρή καριέρα στην έρευνα και την διδασκαλία για τον αριβίστα ήρωα. Είναι όμως και ο ασκός του Αιόλου για τη ζωή στον επίγειο αυτό παράδεισο που κατακλύζεται και κακοποιείται βάναυσα και ανελέητα από Δυτικούς επιστήμονες και ερευνητές στην προσπάθειά τους να το εκμεταλλευτούν στο έπακρο. Οι αναφορές της Γιαναγκιχάρα για τον αποικιοκρατικό πυρετό που βασανίζει το Ιβου’ίβου, αναπόφευκτα θυμίζουν τη μοίρα των αυτοχθόνων στα χέρια των λευκών: αλλοτρίωση, ασθένειες, αλκοολισμός, ψυχολογικά προβλήματα, φυσικός και πολιτισμικός θάνατος. Όπως έχει ομολογήσει σε συνεντεύξεις της η συγγραφέας, πρόκειται για τη δική της προσπάθεια να ακουστεί έμμεσα η ιστορία της Χαβάης, γης των προγόνων της. Και μέσα σε όλα αυτά, ο Περίνα, που όπως υπογραμμίζει «σε μια νύχτα από παρίας είχα γίνει περίπου θεός» (330), γίνεται ο απόλυτος ρυθμιστής για τις ζωές δεκάδων παιδιών του νησιού. Τα σώζει από την εξαθλίωση και τον σωματικό θάνατο μεταφέροντάς τα στις Η.Π.Α., αποδείξεις της υποτιθέμενης μεγαλοσύνης του αλλά και, όπως αποδεικνύεται τελικά, έρμαια των διεστραμμένων επιθυμιών του. Οι ψυχρές εξομολογήσεις του ήρωα για τα καθημερινά εγκλήματά του πάνω στα θετά παιδιά του, με ιδιαίτερη μνεία και μένος για αυτό που δεν του υποτάχτηκε, συγκλονίζουν με τον εγωκεντρισμό, την διαστροφή και την ωμότητά τους. Ένας τόσο ευφυής αλλά και τόσο άρρωστος πρωταγωνιστής με την ακραία ζωή δίνει στη συγγραφέα τη δυνατότητα να γράψει ένα αξιοθαύμαστο βιβλίο και να θέσει με παρρησία μία σειρά από τολμηρά ερωτήματα πάνω στην εξουσία ανθρώπων και λαών, στη μοίρα των αδυνάτων, την ηθική και την ανηθικότητα. Στα αλήθεια, τι κρύβεται πίσω από την μόρφωση, τους τίτλους και τα βραβεία; Τι είναι «πολιτισμένο» και τι «πρωτόγονο»; Και, τέλος, ποιοι είναι πραγματικά οι άνθρωποι που ηθικά και συναισθηματικά έχουν μείνει ακόμα «πάνω στα δέντρα»;
info: Χάνια Γιαναγκιχάρα, Άνθρωποι Στα Δέντρα, μετ. Μαρία Ξυλούρη, Μετάιχμιο, 2018
https://www.oanagnostis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου