16.5.19

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, Ο δειλός

Προσεκτικά
μαύροι και ξανθοί,
κρύβοντας τη ματιά τους,
κρύβοντας τα γούστα τους,
όλο στο πλάι,
στον ίσκιο,
παράμερα, -
κυκλοφορούν οι δειλοί
στη δοξασμένη
από ήρωες
χώρα.

Κάθε διευθυντής
για το δειλό
είναι κανόνι,
Ακόμα κι εμπρός σε πρόσωπα συγγενικά του
τα ματάκια ο δειλός χαμηλώνει
και τρυπώνει
στο γιακά του.
Κολλάει
στα χαρτάκια το μάτι,
με των ποδιών
σφιγμένους τους διαβήτες:
«Να μπορούσα να καταχωνιαστώ
πίσω από τη διαταγή…
Να μπορούσα να κρυφτώ
πίσω από την εντολή…»
Δεν μπορείς να καταλάβεις,
αν είναι άντρας
ή ψάρι –
λέξη τζάμπα
κανείς δεν μπορεί
να του πάρει.
Που να βάλει
σφραγίδα και υπογραφή!
«Μόνο να μη
μ’ εκλέξουν,
μόνο να μην
έχω την ευθύνη…».
Αυτί ένα μέτρο
- καθόλου πιο λίγο –
στους διευθυντές
ξωπίσω τρέχει,
τη γνώμη
τη δική τους
ν’ ακούσει,
και αύριο
πρώτος να την έχει.
Αν όμως
ο ανώτερος
γνώμη αλλάξει,
εκείνος
θ’ αφομοιώσει
τη γνώμη του ανωτέρου;
- Γνώμη είναι
δεν είναι γνώμη,
και δεν είναι φοβερό,
να τη χάσεις. –
Κλέψτε,
σφάξτε κοντά του,
δε θ’ ακούσει μήτε κλάμα,
μήτε θρήνο.
«Η δική μας δουλειά
είναι μικρή –
εγώ αυτός καθεαυτός
δεν είμαι και μεγάλος βουβός,
μα το στόμα μου είναι
γεμάτο
νερό,
σαν
νεροχύτης είμ’ εγώ».
Ο δειλός
τυλίγεται
με χαρτόνια
και χαρτιά.
«Πώς να το λύσω;!
Ας το κάνουν άλλοι.
Κι αν ξάφνου
κάνω γκάφα
μεγάλη;».
Μέρα τη μέρα
δένει λεπτά
τα δεσμά
των πιο παράξενων γάμων –
δένει
το λιοντάρι με τα’ αρνί
με τη γάτα
το ποντίκι συμφιλιώνει.
Όλη μέρα
την καρδούλα
ο τρόμος σκεπάζει,
αφορμές για πετάρισμα –
άπειρες.
Των λεωφορείων ο τροχός
τον τρομάζει
και οι ανώτεροι,
και η γυναίκα του,
και η γρίπη.
Το συνδικάτο,
Ο δήμος,
όσοι ζητούν δανεικά,
το νεκροταφείο,
η αστυνομία,
τα δάση,
τα σκυλιά,
ο καιρός,
το κουτσομπολιό,
ο χειμώνας
και οι πρότυπες δίκες.
Τρέμει
και ξαπλώνει ο πολίτης,
το τρέμουλο
τη νύχτα
τον τσακίζει…
Σύντροφε,
τι τρέμεις;
Τι,
συμβαίνει,
λοιπόν;
Στο ενυδρείο,
θέλεις,
να σε βάλω;
Η επανάσταση απαιτεί,
να υπάρχει
θάρρος,
θάρρος,
και άλλη μια φορά –
θ-ά-ρ-ρ-ο-ς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: