(The sand and the sea)
ΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΣΠΙΤΙ ἀπ’ τὴν παραλία, ἡ μητέρα μου παρκάρει τὸ αὐτοκίνητο στὸ χαλικόστρωτο πάρκινγκ ἑνὸς παγωτατζίδικου. Ὅταν ἐπιστρέφει κρατώντας τρία χωνάκια χρώματος χανζαπλὰστ μὲ παγωτὸ μέντα-σοκολάτα, ἡ ἀδελφή μου κρέμεται ἡ μισὴ ἔξω ἀπ’ τὸ παράθυρό της γιὰ νὰ κρυφαρπάξει τὴ λιχουδιά της. Ἀποδέχομαι ἕνα ἀπὸ τὰ χωνάκια, ἀλλὰ δὲν εὐχαριστῶ τὴ μητέρα μου, καὶ δὲν ἀπαιτεῖ νὰ τὸ κάνω. Τρῶμε τὸ παγωτὸ στὸ αὐτοκίνητο, μὲ τὸ δέρμα μου νὰ τσούζει ἐκεῖ ὅπου δεκάδες πλοκάμια μεδουσῶν χάιδεψαν τὰ ἄκρα μου καθὼς κολυμποῦσα πίσω στὴν ἀκτή, μιὰ ἀπόσταση ποὺ μοῦ φάνηκε πάνω ἀπὸ χιλιόμετρο. Τὸ ρεῦμα μὲ παρέσυρε πάνω στὸ μικρὸ πράσινο σὰν ἀρακὰ φουσκωτὸ ποὺ κέρδισα σὲ ἕναν παιδικὸ διαγωνισμὸ ζωγραφικῆς. Ἀναγκάστηκα νὰ παρατήσω τὸ ἔπαθλό μου γιὰ νὰ ἐλευθερωθῶ ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ ρεύματος. Ἡ μητέρα μου δὲν ζητάει συγγνώμη ποὺ παραλίγο νὰ παρασυρθῶ στὰ ἀνοιχτά. Δὲν ζητάει συγγνώμη ποὺ δὲν μὲ πρόσεχε. Οὔτε λέει ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νὰ μάθει κολύμπι. Λέει, «Καλὴ ἀναλογία σοκολάτας-μέντας ἔχει».
*
Ὅταν ἡ μητέρα μου ἐπιστρέφει ἀπὸ τὸ σοῦπερ μάρκετ, τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς αἰωροῦνται σὰν γλάροι καθὼς τὴ βοηθᾶμε νὰ ξεφορτώσει τὶς βαριὲς χαρτοσακοῦλες. Ἀποκαλύπτει τὰ ψώνια της σὰν ταξιδιώτης ποὺ γυρνώντας δείχνει τὰ ἐνθύμιά του. «Αὐτὰ ἦταν σὲ προσφορά.» «Αὐτὸ δὲν τό ‘χω ξαναδεῖ, ἀλλὰ ἡ ταμίας εἶπε ὅτι εἶναι μούρλια.» Ὅταν ἀδειάζει τὰ πλαστικὰ σακουλάκια μὲ τὰ σοκολατάκια στὸ ἀσημένιο μπόλ, ἡ ἀδελφή μου τὰ περνάει ἀπὸ τὰ δάχτυλά της, ὅπως τὰ κοχύλια στὸν κόκκινο κουβὰ ποὺ φέρνει σπίτι κάθε φορὰ ποὺ πᾶμε παραλία. Τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς κοιτάζουν ἐπίμονα τὸ μπόλ. Ὅταν ἡ μητέρα μου λέει «Πάρτε», παρακολουθῶ ἀπὸ τὴν πόρτα καθὼς βουτᾶνε.
*
«Τὰ παιδικά μου χρόνια ἦταν ἀπαίσια. Δὲν φαντάζεσαι πόσο ἀπαίσια», λέει ἡ μητέρα μου. Ἂν καὶ ξέρω ἀπ’ τὸν πατέρα μου πὼς ἡ μητέρα μου ἔχει τέσσερα ἀδέλφια καὶ ὅτι οἱ γονεῖς της εἶναι ἀκόμα παντρεμένοι καὶ ζοῦνε στὸ ἴδιο σπίτι ὅπου μεγάλωσε, πάντα φαντάζομαι μόνο τὴ μητέρα μου καὶ τὴ μητέρα της, κανέναν ἄλλον. Ζοῦνε δίπλα στὴ θάλασσα σὲ ἕνα σπίτι φτιαγμένο ἀπὸ ζαχαρωτὰ ποὺ ἡ μητέρα μου δὲν ἐπιτρέπεται νὰ φάει. Ἡ μητέρα της προειδοποιεῖ ὅτι τὸ νὰ ἀφαιρέσει μία μόνο μέντα ἢ ἕνα ζελεδάκι θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τὸ σπίτι νὰ καταρρεύσει, καὶ πὼς ἂν τὸ σπίτι πέσει, θὰ τὶς ρημάξει ἡ θάλασσα.
*
Τὸ πρωϊνὸ ποὺ παραλίγο νὰ παρασυρθῶ στ’ ἀνοιχτά, μιὰ γυναίκα σέρνει ἕνα συρμάτινο κλουβὶ μὲ καβούρια ἀπ’ τὸν ὠκεανό, λίγα λεπτὰ ἀφοῦ ξεβραστῶ στὴν ἀκτή. Τὰ καβούρια δὲν κινοῦνται μέσα στὸ συρμάτινο κουτὶ πίσω της, σὰν νὰ εἶναι ἱκανοποιημένα ποὺ πιάστηκαν, ἢ ἤδη νεκρά, ἂν καὶ ξέρω πὼς δὲν εἶναι. Πάντα ἡ μητέρα μου τὰ ρίχνει στὸ βραστὸ νερὸ ζωντανά.
*
Μετὰ ἀπὸ χρόνια, ἡ μητέρα μου ἐπιστρέφει τὴ γαλάζια καρτούλα ἀπάντησης, λέγοντας πὼς δὲν θὰ μπορέσει νὰ παρευρεθεῖ στὸν γάμο μου. Συνοδεύεται ἀπὸ ἕνα βαρὺ δέμα, σὰν ἐκεῖνα ποὺ μοῦ ἔστελνε ὅταν ἤμουν στὸ πανεπιστήμιο, παρόλο ποὺ τῆς εἶχα ἐξηγήσει πολλὲς φορὲς πὼς ἡ ἀπόσταση μεταξὺ τοῦ ταχυδρομείου καὶ τῆς ἑστίας ἦταν κοντὰ δυὸ χιλιόμετρα, καὶ πὼς ἔπρεπε νὰ κουβαλήσω ἐκεῖνα τὰ δέματα μὲ τὰ πόδια. Ἀντὶ γιὰ τὸν μπακλαβὰ καὶ τὰ τσίγκινα κουτιὰ μὲ τὰ κριτσίνια σοκολάτας τῶν δεμάτων τοῦ πανεπιστήμιου, αὐτὸ περιέχει ἕνα σὲτ ἀπὸ σαλατιέρες ζωγραφισμένες μὲ καφὲ καὶ μπλὲ ναυτίλους.
*
Περνῶ τὴ νύχτα σὲ μιὰ παραλία στὸ Μπόλιβαρ μὲ μιὰ φίλη καὶ δυὸ ἀγόρια ποὺ γνωρίσαμε στὴ λεωφόρο Γκάλβεστον Στράντ. Ὅταν μπαίνω ἀπ’ τὴν πίσω πόρτα τὸ πρωΐ, μὲ τὴν ἄμμο νὰ κολλάει στὰ πόδια μου, ἡ μητέρα μου εἶναι στὴν κουζίνα, ἀλλὰ δὲν μὲ κοιτάζει, δὲν ρωτάει ποὺ ἤμουνα. Μετὰ ἀπὸ χρόνια λέει στὸν ἄντρα μου, τὴ μοναδικὴ φορὰ ποὺ τὸν γνωρίζει, «Ἦταν πάντα ἀνεξάρτητο παιδί. Δὲν μὲ χρειάστηκε ποτέ.»
*
Ἡ γυναίκα μὲ τὰ καβούρια σταματάει καὶ κοιτάζει ἐμένα καὶ μετὰ τὴ μητέρα μου μὲ τὸ τζὶν σορτσάκι της καὶ τὸ ξεθωριασμένο κόκκινο κοντομάνικο. Ἡ μητέρα μου δὲν διαθέτει μαγιό. Ἡ γυναίκα λέει «Αὐτὴ δὲν εἶναι παραλία γιὰ παιδιὰ μὲ μιὰ μητέρα ποὺ δὲν ξέρει νὰ κολυμπάει. Νὰ πᾶς τα κορίτσια κάτω στὶς παραλίες ποὺ ἔχουν ναυαγοσῶστες». Μέσα ἀπ’ τὸ μπλὲ παρεὸ τῆς γυναίκας φαίνεται ἡ ἁπαλότητα τοῦ στήθους καὶ τῆς κοιλιᾶς καὶ τῶν μηρῶν της.
*
Ποτὲ δὲν ἔχω δεῖ τὴ μητέρα μου γυμνή. Αὐτό μου φαίνεται περίεργο τώρα ποὺ εἶμαι μητέρα. Τὸ παιδί μου μὲ βλέπει γυμνὴ συνέχεια. Βουρτσίζει τὰ δόντια της στὴν τουαλέτα μου. Μὲ ἱκετεύει νὰ κάνουμε μπάνιο μαζί. Τὰ χέρια της σκαρφαλώνουν κάτω ἀπ’ τὰ μανίκια μου γιὰ νὰ τρίψουν τὰ δικά μου, λὲς καὶ μὲ ἀρκετὴ προσπάθεια, ἕνα τζίνι θὰ ἀναδυθεῖ ἀπὸ τὶς ἄκρες των δαχτύλων μου.
*
Ἀναρωτιέμαι: ἂν μποροῦσα νὰ ταξιδέψω πίσω στὸ χρόνο καὶ νὰ μεγαλώσω τὴ μητέρα μου, θὰ εἶχαν ἐξελιχθεῖ ὅλα ἀλλιῶς; Ἂν κάποιος τὴν εἶχε ἀγκαλιάσει καὶ τῆς εἶχε βουρτσίσει τρυφερὰ τὰ μαλλιὰ καὶ τῆς εἶχε πεῖ «Θὰ κολυμποῦσα ὣς τὴν ἄκρη τοῦ ὠκεανοῦ γιὰ σένα», ἴσως νὰ μὴν μοῦ ἔλεγε τώρα «Ποτὲ δὲν θὰ καταλάβεις πόσο σ’ ἀγαπῶ».
*
Ὅταν ἀναδύομαι ἀπὸ τὸν ὠκεανὸ ἐκεῖνο τὸ πρωΐ, μένω ξαπλωμένη στὴν ἄμμο σὰν ξεβρασμένη φάλαινα. Ὅταν κοιτῶ πάνω ἀπὸ τὰ ἄσπρα σπορτὲξ καὶ τὶς χνουδωτὲς κοντὲς ροδακινὶ κάλτσες τῆς μητέρας μου, βλέπω πὼς εἶναι φοβισμένη. Αὐτὸ ποὺ λέει, εἶναι «Θὰ σοῦ ρίξω θαλασσινὸ νερὸ γιὰ νὰ φύγει λίγο ἀπ’ τὸ τσούξιμο». Δανείζεται τὸν κόκκινο κουβὰ τῆς ἀδελφῆς μου καὶ τρέχει πέρα-δῶθε ἀνάμεσα σ’ ἐμένα καὶ τὴ θάλασσα. Σὰν παιδὶ ἀποφασισμένο νὰ γεμίσει μιὰ τάφρο γύρω ἀπὸ ἕναν πύργο στὴν ἄμμο, μόνο γιὰ νὰ δεῖ μὲ κάθε νέα ἐπιστροφὴ πὼς ἡ ὄρεξη τῆς ἀμμουδιᾶς εἶναι μεγαλύτερη ἀπ’ ὅσο φανταζόταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου