Συνέντευξη στην Ιωάννα Αβραμίδου
Με την ευκαιρία της επίσκεψης του Λάσλο Κρασναχορκάι στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη και της ομιλίας του την προσεχή Δευτέρα στην Αθήνα ο δημοφιλής ούγγρος συγγραφέας μίλησε στην μεταφράστρια του και συνεργάτιδα του Αναγνώστη Ιωάννα Αβραμίδου. (Μετάφραση των απαντήσεων από τα ουγγρικά: Ανδρέας Δημητρίου και Κατερίνα Καραΐσκου)
Κύριε Κρασναχορκάι, το πρώτο σας βιβλίο απ’ όσα γνωρίζω, ήταν το Τανγκό του
Σατανά, επίσης, ότι δεν ήταν καθόλου στις προθέσεις σας να γίνετε συγγραφέας παρόλο που θαυμάζατε πολύ τους μεγάλους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και τους Έλληνες τραγικούς. Διάβασα σε μια συνέντευξή σας ότι την ιδέα να γράψετε, σας την έδωσε μια προσωπική σας εμπειρία , λέτε συγκεκριμένα ότι ως γόνος αστικής οικογένειας και έχοντας διαβάσει το ποίημα του Ρίλκε Archäischer Torso Apollos, το οποίο τελειώνει με τον στίχο: «Πρέπει να αλλάξεις την ζωή σου», πήγατε να εργαστείτε σε έναν συνεταιριστικό αγροτικό οικισμό ως νυχτοφύλακας για να αποκτήσετε την εμπειρία της ζωής των ανθρώπων από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Αυτό που σας συγκλόνισε εκεί, ήταν ο ευνουχισμός των γουρουνιών από κάποιον ονόματι Ιερεμία ο οποίος, αφού ήπιε μια πάλινκα έκανε την δουλειά του με τόση ψυχρότητα που συγκλονιστήκατε σε βαθμό που θελήσατε να αναπλάσετε λογοτεχνικά αυτή την εμπειρία σας, όχι την πραγματική σκηνή από την οποίαν στο βιβλίο κρατήσατε μόνο το όνομα του ευνουχιστή, του Ιερεμία, αλλά την γενική, καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Μπορείτε να μας μιλήσετε γι’ αυτή σας την εμπειρία και πως φτάσατε τελικά να γράψετε , πολλά χρόνια αργότερα το βιβλίο;
Όντως, η σκηνή διαδραματίστηκε λίγο πολύ έτσι, αλλά είναι πολύ ουσιώδους σημασίας το πως κατέληξε να γίνει βιβλίο. Όταν λοιπόν αυτός ο σκυθρωπός και σχεδόν αμίλητος άνθρωπος, με το στενόμακρο πρόσωπο και την τεράστια μύτη, με την μακριά καμπαρντίνα που έφτανε μέχρι τον αστράγαλο του, έκανε τη δουλειά του, δηλαδή με ένα νυστέρι τυλιγμένο σε ένα βρώμικο μαντήλι ευνούχιζε τα γουρούνια, εγώ – που ήμουν αυτός που έπρεπε να κρατά τα μπροστινά πόδια καθώς έφερναν τα γουρουνάκια το ένα μετά το άλλο – μετά από ένα σημείο και πέρα, δεν άντεχα να κοιτάω το θέαμα και έτσι σήκωσα αργά το κεφάλι μου και κοίταξα ψηλά, κοίταζα όλο και ψηλότερα, μέχρι το υψηλότερο σημείο του σπιτιού στην αυλή του οποίου εργαζόμασταν, και ξαφνικά, πάνω από τη στέγη, σαν να ήταν μόνο εκείνο το άθλιο σπίτι ο ορίζοντας μας, ανέτειλε ο ήλιος. Και αυτός ο ήλιος είχε ΚΑΦΕ χρώμα. Εκείνη τη στιγμή τα παράτησα όλα, μπήκα στο σπίτι, ξάπλωσα σε ένα κρεβάτι και αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο. Έτσι προέκυψε το Τανγκό του Σατανά. Όντως, ήθελα να γράψω μόνο ένα βιβλίο γιατί δεν μπορούσα καν να διανοηθώ ότι, ζώντας σ’ εκείνο το κοινωνικό σύστημα, θα ήμουν υποχρεωμένος να απαντήσω στον πρώτο τυχόντα αστυνομικό που θα μου έκανε ενδεχομένως έλεγχο και θα ρωτούσε τι δουλειά κάνω, ότι «η δουλειά μου είναι συγγραφέας». Τελικά τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Διαφορετικά, γιατί δεν ήμουν ευχαριστημένος με την πρώτη εκδοχή του βιβλίου, και μετά από λίγο καιρό το ξανάρχισα. Και έτσι συνέχισα μεταξύ δυσαρέσκειας και απελπισίας, και έτσι συνεχίζω και μέχρι σήμερα.
Στην ίδια συνέντευξη λέτε ότι θέλατε να γράψετε για τον κόσμο γενικώς κι όχι να ασκήσετε κριτική στην πολιτική κατάσταση που επικρατούσε τότε στην Ουγγαρία. Ωστόσο, εγώ διακρίνω σε όλα σας τα έργα, μια πολιτική διάσταση, δεν ασκείτε άμεση κριτική αλλά έμμεση η οποία περνά στις σελίδες των βιβλίων σας υπαινικτικά,, παραδείγματος χάριν, περιγράφετε την κακή λειτουργία των τρένων, την αυταρχική αναδιοργάνωση της ηγεσίας της πόλης και την χειραγώγηση των κατοίκων από την φιλόδοξη κυρία Έστερ στην Μελαγχολία της Αντίστασης, την άθλια διαβίωση των κατοίκων του αγροτικού οικισμού ή την εξαπάτησή τους από πράκτορες της αστυνομίας στο Τανγκό του Σατανά, ή την επιθυμία του Κόριμ στο Πόλεμος και πόλεμος, να δραπετεύσει από μια χώρα όπου δεν λειτουργεί τίποτε και να πάει στο κέντρο του κόσμου όπου εκεί αντιμετωπίζει βεβαίως μια άλλη σκοτεινή πραγματικότητα. Θεωρείτε ότι η δυστυχία είναι η μοίρα του σύγχρονου ανθρώπου κι αν ναι, πως μπορεί να δραπετεύσει από αυτό το «μπεκετικό κλουβί» όπου δεν αποφασίζει ο ίδιος για την μοίρα του, αλλά κάποιες αόρατες δυνάμεις τις οποίες δεν ελέγχει;
Στο προσκήνιο των βιβλίων μου βρίσκεται πάντοτε ο «κόσμος», αυτός ο χώρος όμως δεν εξαρτάται από τις τρέχουσες πολιτικές συγκυρίες, ίσως γιατί, με τον όρο πολιτική, – μαζί με άλλους εκατομμύρια ανθρώπους, – εννοώ ένα σύστημα που στην ουσία του δεν αλλάζει ποτέ. Επιτρέψτε μου να σταθώ σε αυτό το σημείο και να απαντήσω με περισσότερες λεπτομέρειες. Στη περίοδο που έγραφα το Τανγκό του Σατανά, πραγματικά ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου ότι η ιστορία θα μπορούσε να διαδραματιστεί στην Ουγγαρία η οποία βρισκόταν στην ζώνη επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης, για τον απλούστατο λόγο, επειδή εκείνη η Ουγγαρία ήταν ταυτισμένη με το δικό μας «κόσμο» και όχι με μια πραγματικότητα που κυριαρχείται από ένα καταπιεστικό πολιτικό σύστημα πέραν του οποίου υπήρχε κάτι καλύτερο, για παράδειγμα η γλυκιά Δύση. Νοσταλγούσα εκείνη τηγλυκιά Δύση σαν κάτι το ιδανικό που ίσως και να μην υπάρχει – τελικά κατάφερα να φύγω από τη χώρα μόνο όταν η σοβιετική κυριαρχία έβαινε προς το τέλος της. Και σ’ εκείνη τη συνάντηση με τη γλυκιά Δύση διαπίστωσα, πως εκείνη η ιδανική,γλυκιά Δύση, στη πραγματικότητα δεν υπάρχει. Το γεγονός ότι εγκατέλειψα τη Σοβιετική ζώνη και μπήκα στη γλυκιά Δύση, είχε ως αποτέλεσμα να χάσω κι εκείνη την αίσθηση του ιδανικού που είχα πριν μεταβώ εκεί. Το τίμημα της πολιτικής ελευθερίας είναι η πραγματικότητα. Επιστρέφω όμως στην ερώτησή σας. Δεν έχω καμία σχέση με εκείνους που σκέφτονται-και θεωρούν αυτονόητο- ότι, ασκώντας κριτική και καταστρέφοντας ένα συγκεκριμένο πολιτικό-κοινωνικό σύστημα, θα έρθει και η λύτρωση. Μα και βέβαια όχι, πόσο λανθασμένη είναι αυτή η σκέψη! Ένα βιβλίο, αν θέλει να γίνει μοναδικό με τον δικό του τρόπο, πρέπει να έχει στο επίκεντρό του τον «κόσμο», γιατί το νόημα που θα απορρέει από ένα τέτοιο βιβλίο, πρέπει να ταυτίζεται με το νόημα του «κόσμου». Διαισθάνεσαι κάτι κι αυτό το κάτι, έχει σχέση με τον «κόσμο». Και αυτό είναι που θέλεις να εκφράσεις. Το επόμενο ερώτημα είναι αν τελικά αυτό μπορεί να επιτευχθεί ή όχι. Συχνά έχω την αίσθηση πως αυτοί που θέλουν να γράψουν ένα και μοναδικό βιβλίο είναι όπως ένας απελπισμένος αθλητής άλματος επί κοντώ, ο οποίος παίρνει φόρα, πετάει στον αέρα και μόνο τότε αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχει ούτε ορθοστάτης, ούτε πήχης, ούτε και μαλακό στρώμα στην άλλη πλευρά. Επειδή δεν υπάρχει ούτε αθλητισμός, και αυτό είναι το πρόβλημα.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του στιλ σας είναι ο μακροπερίοδος λόγος που είναι και ο πονοκέφαλος, φαντάζομαι, όλων των μεταφραστών σας, μιλήστε μας λίγο γι’ αυτό. Μάλιστα, αυτός ο λόγος σας, σε ορισμένα νευραλγικά σημεία της φιλοσοφικής σας σκέψης, εκεί όπου το ανέκφραστο και το ανομολόγητο μπαίνουν στο παιχνίδι, οι συντακτικές αλληλουχίες των νοημάτων γίνονται εκρηκτικές. Είναι χαρακτηριστικό και άλλων Ούγγρων συγγραφέων ή αποτελεί μοναδικό, δικό σας προσωπικό τρόπο οργάνωσης του λεκτικού σας υλικού, κι αν ναι, γιατί και με ποιο σκεπτικό;
Αυτό είναι το δικό μου, εντελώς προσωπικό στυλ. Ξεκίνησα να γράφω μακροπερίοδο λόγο, όταν άρχισε να με ενοχλεί- και ενοχλούσε μόνο εμένα-, το γεγονός, ότι στο καθιερωμένο σύστημα της ουγγρικής γλώσσας υπήρχε η ιερή απαίτηση να «μιλάει ο Ούγγρος σύντομα». Δηλαδή, με σύντομες προτάσεις. Η εντύπωση μου ήταν το ακριβώς αντίθετο από αυτό. Ο Ούγγρος, ιδιαίτερα ο μεθυσμένος- και αυτό συμβαίνει απίστευτα συχνά με τους Ούγγρους, να ξεκινούν να πίνουν δηλαδή κάθε πρωί τα χαράματα και να ξαναρχίζουν το βράδυ της ίδιας μέρας – μιλάει με ατελείωτες σχοινοτενείς προτάσεις, οι παθιασμένοι μονόλογοι του δεν ανέχονται την τελεία και παραβιάζουν τους ακριβείς συντακτικούς κανόνες. Έτσι, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο τεχνητός λόγος, δεν είναι ο μακροπερίοδος λόγος, αλλά ο λόγος που εκφέρεται με σύντομες προτάσεις. Κάνοντας λοιπόν καριέρα ως συγγραφέας και αποκτώντας την φήμη που απέκτησα, συνδεόμουν όλο και περισσότερο με ανθρώπους οι οποίοι, επιθυμώντας να διεισδύσουν στα μυστικά της γραφής μου, μου μιλούσαν, μου μιλούσαν με πάθος, χωρίς τελείες, γιατί ήθελαν να μου πουν κάτι πολύ σημαντικό. Νομίζω ότι όταν σκεφτόμαστε δεν σπάμε τις σκέψεις μας σε μικρές μονάδες, μέσα μας, κάτι τέτοιο δεν διαδραματίζεται με σύντομες προτάσεις, αλλά σε όποια πνευματική κατάσταση και αν βρισκόμαστε, και ειδικά όταν μια σκέψη, έστω και για λίγο, μας παθιάζει, τότε δεν υπάρχει άνθρωπος που να σκέφτεται με σαφήνεια για το ερώτημα π.χ. «τι νόημα έχει όλο αυτό που λέμε ζωή», ως εκ τούτου συμπεραίνω ότι αυτό δεν ισχύει μόνο για τους Ούγγρους. Για να μην αναφέρω την περίπτωση του ανθρώπου ο οποίος, βασανιζόμενος από αυτό το ερώτημα, θέλει να μοιραστεί τις σκέψεις του με κάποιον. Ε, τότε δεν γνωρίζει ούτε Θεό ούτε και άνθρωπο, όπως λέει μια ουγγρική παροιμία, αλλά προπαντός δεν γνωρίζει τελεία. Στα βιβλία μου έχω να κάνω με ανθρώπους που βρίσκονται σε τέτοια ψυχική κατάσταση, που είναι διαταραγμένοι και βασανισμένοι, συνεπώς δεν μπορώ να αγνοήσω τον τρόπο έκφρασης ενός τέτοιου ανθρώπου.
Η λογοτεχνική κριτική στην Ελλάδα, εντοπίζει συγγένειες με τον Τόμας Μπέρνχαρντ ίσως λόγω του μακροπερίοδου λόγου. Προσωπικά, εκτός από τις επιρροές από τον Φραντς Κάφκα τις οποίες υπερτονίζετε σε όλες σας τις συνεντεύξεις, εγώ διαβλέπω μεγάλη συγγένεια και με τον Ντοστογιέφσκι, επί παραδείγματι, το αίσθημα της συμπόνιας για όλους τους ήρωες σας, ακόμα και για τους πλέον αρνητικούς. Κάτι που συναντάμε και στον Ντοστογιέφσκι αλλά ποτέ στον Μπέρνχαρντ του οποίου όλα σχεδόν τα έργα χαρακτηρίζονται από επιθετικότητα και μίσος για τον κόσμο που τον περιβάλλει.
Δεν με έχει επηρεάσει το λογοτεχνικό στυλ κανενός – άρχισα να γράφω πολύ αργά, οπότε δεν έχω επηρεαστεί από κανέναν. Επιρροή επάνω μου άσκησαν μόνο οι προσωπικότητές τους, οι προσωπικότητες ιδιοφυών ανθρώπων, όπως είναι ο Ντοστογιέφσκι και ο Μπέρνχαρντ επίσης! Τον Μπέρνχαρντ τον γνώρισα περιστασιακά, έχω πάει μερικές φορές στο σπίτι του στην Αυστρία, και η προσωπικότητά του είχε μια συντριπτική επίδραση πάνω μου. Αλλά, μπορώ να πω το ίδιο και για τον Ντοστογιέφσκι, που, ενώ είναι νεκρός, για μένα παραμένει ζωντανός. Βρίσκομαι συχνά κοντά του στην Αγία Πετρούπολη ή στη Μόσχα, αν και ποτέ μου δεν πάτησα το πόδι μου στη Ρωσία. Ζω μαζί τους, και αυτός που συνέβαλε καθοριστικά στην απόφασή μου να γίνω συγγραφέας, είναι πραγματικά ο Κάφκα. Χωρίς αυτόν, σίγουρα δεν θα είχα ξεκινήσει να ασχολούμαι με τη λογοτεχνία. Εν ολίγοις, δεν είναι δυνατόν για μένα να μην συνδέομαι κατά κάποιο τρόπο με τον Ντοστογιέφσκι, ή με τον Μπέρνχαρντ και τον Κάφκα – και ο κατάλογος είναι ατελείωτος! Για να αγγίξω και την δική σας καρδιά και των Ελλήνων αναγνωστών μου, στη λίστα μου αυτή βρίσκονται φυσικά και ο Ελύτης, ο Καβάφης και ο Σεφέρης. Είναι γίγαντες – πώς να μη με γοητεύσουν! Αλλά όχι με το λογοτεχνικό τους ύφος.
Το χρώμα που επικρατεί σχεδόν σε όλα σας τα βιβλία, είναι το γκρίζο, περιγράφετε με μια ποιητική αλλά ελεγειακή γραφή, έναν εφιαλτικά χαοτικό κόσμο, όπου επικρατεί ο βούρκος, η διαρκής βροχή και ο άνεμος και μέσα σ αυτόν τον κόσμο αγωνίζεται το ανθρώπινο ον να επιβιώσει όπως μπορεί, αλλά δίχως δυνατότητα εξόδου από την μοίρα του, διότι η ζωή του διέπεται από κάποιες σκοτεινές και μυστηριώδεις δυνάμεις τις οποίες δεν ελέγχει. Παρόλα αυτά πιστεύετε ότι η ομορφιά υπάρχει και ότι στον καθένα εναπόκειται να την αναζητήσει και να την ανακαλύψει. Πιστεύετε ότι ένας τρόπος να την ανακαλύψουμε είναι η τέχνη γενικότερα ή η γραφή όπως συμβαίνει στην περίπτωσή σας;
Μόνο η ηθική και η αισθητική ομορφιά μπορούν να μας κάνουν, όχι μόνο να υπομείνουμε την πραγματικότητα, αλλά και να την θαυμάζουμε. Φυσικά πιστεύω ότι η λογοτεχνία που δεν υποτάσσεται στη βιομηχανία ψυχαγωγίας, μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα σύνορο όπου μπορούμε να αντιληφθούμε μια αυτοκρατορία ομορφιάς. Εάν μπορώ να αποδεχτώ ότι υπάρχει ομορφιά, είτε με την ηθική είτε με την αισθητική έννοια, μου είναι ευκολότερο να αντέξω το γεγονός ότι δεν θα μπορέσω ποτέ να περάσω αυτό το σύνορο. Είναι ευκολότερο, γιατί η ομορφιά αυτή είναι η απόδειξη για την ύπαρξη μιας αυτοκρατορίας πέρα από αυτό το σύνορο. Δεν είμαι μυστικιστής, όχι ιδιαίτερα, και δεν πρόκειται γι’ αυτό. Γιατί θα μου έκανε μεγάλη εντύπωση εάν αποδεικνυόταν ότι η αυτοκρατορία αυτή δεν βρίσκεται ακριβώς εκεί όπου εμείς βασανιζόμαστε, αλλά κάπου αλλού. Δεν υπάρχει αληθινή και μη αληθινή πραγματικότητα, υπάρχει μόνο μία πραγματικότητα. Και δεν υπάρχει καμιά άλλη πραγματικότητα πέρα από την αισθητή πραγματικότητα, τίποτε έξω από αυτήν. Αυτό μπορεί να πληγώσει τις ευαίσθητες ψυχές, αλλά έτσι είναι, υπάρχει η ομορφιά και το περιεχόμενο της και η πραγματικότητα που είναι πολύ θλιβερή.
Και στα τρία βιβλία σας που έχω μεταφράσει προς τα ελληνικά, κάνετε πάντα αναφορά στην γλώσσα, στην γλώσσα που χρησιμοποιείτε εσείς αλλά κυρίως στην κακή της χρήση από άτομα της εξουσίας, μπορείτε να μας μιλήσετε γιατί συμβαίνει αυτό; Μήπως στην εποχή της εικόνας και της εικονικής πραγματικότητας που ζούμε σήμερα μέσα από τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, έχουμε παραμελήσει την ορθή χρήση της;
Όσον αφορά τη γλώσσα των πολιτικών και των πολιτικών μέσων ενημέρωσης, όπως και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ή τα ΜΜΕ, νομίζω ότι είναι μια κακοποιημένη γλώσσα παντού στον κόσμο. Δεν αρκεί να πούμε ότι ψεύδεται, είναι αυτονόητο ότι ψεύδεται. Αλλά στην κακοποίηση υπάρχει κι ένα άλλο στοιχείο πολύ σημαντικό, εκείνο της ασυλίας και εξαίρεσης από τον νόμο, του πολιτικού, του καναλάρχη, του ανεγκέφαλου χρήστη του facebook και του twitter, που με τον λόγο του, μεταμορφώνει αναγκαστικά εκείνον που μιλάει, αυτό που λέει και πως το λέει. Αλλά απαντώντας στο άλλο μισό της ερώτησης σας, ακόμα κι αν έχετε δίκιο ότι η γλώσσα κακοποιείται εύκολα, ότι ο άνθρωπος έχει αρκετούς λόγους να έχει αηδιάσει από τη χρήση της γλώσσας, αυτό από μόνο του δεν είναι ικανό να μας οδηγήσει στην απόφαση να παραιτηθούμε από τη γλώσσα. Και όχι επειδή είναι προφανής παραλογισμός, αφού ο ποιητής γράφει ποιήματα και θα συνεχίζει να γράφει. ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ και ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙ. Ο ποιητής είναι αήττητος, επειδή δεν μπορεί να εξαγοραστεί, δεν μπορεί να πουληθεί σαν εμπόρευμα, ο ποιητής, ακόμα και σήμερα, δεν εισπράττει οικονομικό όφελος από πουθενά. Ας υποθέσουμε ότι προσπαθούν να τον εξαγοράσουν και αυτός υποκύπτει, τότε, αυτός ο ποιητής, θα γράψει για το τι έχουν κάνει μαζί του και το πόσο άθλιος κατάντησε να είναι κι ο ίδιος, αλλά θα το κάνει σε ένα ποίημα τόσο συγκλονιστικό, τόσο συγκλονιστικά διαυγές, που θα το διαβάζουμε για αιώνες με δέος – και με αυτόν τον τρόπο θα σωθεί. Και μαζί του σωζόμαστε κι εμείς.
Ο Εμίλ Σιοράν λέει κάπου ότι το «πραγματικό αίσθημα ιλίγγου είναι η απουσία της τρέλας» . Στα βιβλία σας, υπάρχει πάντα ένας χαρακτήρας που ζει στο μεταίχμιο μεταξύ τρέλας και λογικής, για παράδειγμα ο Κόριμ ή ο αλαφροϊκσκιωτος Βάλουσκα . Πιστεύετε ότι μόνο έτσι μπορεί να αντέξει κανείς αυτόν τον παράλογο, χαοτικό κόσμο, έναν κόσμο δίχως θεμέλιο και δίχως μια ανώτερη δύναμη που σχεδιάζει και διέπει τα πάντα;
Δεν πιστεύω καν ότι ο άνθρωπος θα επιβιώσει. Όχι, ο λόγος της ύπαρξης αυτών των χαρακτήρων που κυμαίνονται μεταξύ τρέλας και σοφίας, που εμφανίζονται σχεδόν σε όλα μου τα βιβλία και είναι θύματα ενός απάνθρωπου συστήματος, είναι επειδή είναι άτομα πραγματικά, τα οποία, βεβαίως, δεν μας δείχνουν μια θύρα εξόδου από τα αδιέξοδα, αλλά είναι εκεί για να μας υπενθυμίζουν συνεχώς τον λόγο για τον οποίο είμαστε πραγματικά ένοχοι και ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε αυτοί που καταστρέφουμε τον κόσμο μας. Η αθωότητά τους κραυγάζει μέχρι τον ουρανό, όπως και η ασπλαχνία μας, καθώς τους αφήνουμε να χάνονται. Αυτοί όμως δεν λειτουργούν ως ηθικοί οδηγοί που μας δείχνουν τον τρόπο να βρούμε μια έξοδο για να ξεφύγουμε, αυτό είναι εσωτερική υπόθεση του καθενός και επαναλαμβάνεται αενάως. Αυτοί οι ήρωες, βρίσκονται ανάμεσά μας και γίνονται θύματα της ηθικής φαυλότητας μας, από τον πρίγκιπα Μίσκιν και τον Αλιόσα Καραμαζώφ, έως την Έστι από το Τανγκό του Σατανά και τον Βάλουσκα από την Μελαγχολία της Αντίστασης.
Αυτό που παρατήρησα στο έργο σας, είναι ότι δεν υπάρχει ίχνος ηθικολογίας, δεν κρίνετε τους ήρωές σας, αρκείστε μόνο στην περιγραφή των πράξεών τους, είστε πολύ ανοιχτός στην ποικιλομορφία και την ιδιομορφία των όντων και κατανοείτε ακόμα και τις πλέον ακραίες συμπεριφορές, για παράδειγμα, την βαλτωμένη ζωή των αγροτών στο Τανγκό του Σατανά, την συμπεριφορά του καταδότη Ιερεμία, της σατανικής κυρίας Έστερ στην Μελαγχολία της Αντίστασης ή του Ούγγρου διερμηνέα στο Πόλεμος και πόλεμος. Θεωρείτε ότι είναι όλοι τους θύματα και συνάμα συνένοχοι της οδυνηρής περιπλοκότητας των νοσηρών, δυστοπικών κοινωνιών μας;
Εν ολίγοις: ναι. Πιο αναλυτικά: ναι, γιατί ακριβώς αυτή η δυαδικότητα καθορίζει τον άνθρωπο. Πρώτα διαπράττει κάτι ασυγχώρητο στους άλλους ή κι εναντίον του εαυτού του, και μετά δείχνει απεριόριστη μεταμέλεια. Δεν μπορώ να παρέμβω λέγοντας «έι, καν’ το αντίστροφα, πρώτα να δείξεις μεταμέλεια και μετά να διαπράξεις αυτό για το οποίο έχεις ήδη μετανιώσει» με την ελπίδα ότι θα έρθει ο καιρός που δεν θα συμβεί . Εγώ δεν μπορώ να μιλήσω εξ ονόματός τους, απλώς τους περιγράφω σε ένα μυθιστόρημα, δεν μπορώ να κάνω τίποτα περισσότερο από το να τους δώσω χώρο σε αυτά τα έργα, από ‘κει και πέρα μιλούν οι ίδιοι. Ο συγγραφέας δεν μπορεί να παρέμβει σε τίποτα. Η δουλειά του είναι απλώς να κάθεται και να καταγράφει με προσοχή ακριβώς αυτά που του υπαγορεύει η πραγματικότητα…
Τέλος, θεωρείτε ότι η γραφή ή η τέχνη γενικότερα μέσω της οποίας ο δημιουργός ανακαλύπτει και διαφυλάσσει το κάλλος και υπενθυμίζει στην ανθρωπότητα πως κάποτε επικρατούσαν αξίες όπως η ευγένεια, το μεγαλείο και η αριστεία, αξίες τις οποίες έχει λησμονήσει ο δυτικός πολιτισμός μας, είναι η μόνη «θύρα εξόδου», το μόνο Exit από αυτή την τραγική μοίρα του σύγχρονου ανθρώπου;
Δεν πιστεύω στη Χρυσή Εποχή. Δεν πιστεύω, πως υπήρχε κάποτε παλαιότερα μια εποχή, όπου το καλό κι αγαθό, η αριστεία και το μεγαλείο ή η πνευματική εξύψωση ήταν οι ύψιστες αξίες κάθε ανθρώπου. Αλλά υπάρχουν και ήρωες στα βιβλία μου που το πιστεύουν και το πιστεύουν βαθειά, γιατί, πέρα από αυτή την πίστη, δεν υπάρχει τίποτα άλλο από το οποίο να μπορούν να κρατηθούν. Φυσικά, τα καταγράφω όλα αυτά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα συμμερίζομαι κιόλας. Ένα είναι σίγουρο: το γεγονός ότι αυτοί οι ήρωες μου είναι ικανοί να πιστεύουν σε αυτό, δηλαδή σε μια Χρυσή Εποχή, όπου η ομορφιά, η ηθική, η καλοσύνη και η εξαιρετική πνευματική εξύψωση κυριαρχούσαν πάνω απ’ όλα, μου προσφέρει μια στιγμιαία, φευγαλέα και αμυδρή ελπίδα. Και παράλληλα, με εμποδίζει να ακούω το τρομακτικό, υποχθόνιο γέλιο, που κάνει το αίμα μου να παγώνει στις φλέβες μου.
Info: Λάσλο Κρασναχορκάι,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου