Μια λεγεώνα αρχαίων πιθήκων
Χλόη Κουτσουμπέλη, Αρχαίος πίθηκος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2024.
Δεν ξέρουμε γιατί ο Πολ Σεζάν επέλεξε να ζωγραφίσει αυτό το θέμα. Αυτό που ξέρουμε, όμως, είναι ότι τη στιγμή εκείνη η Λήδα, η θρυλική βασίλισσα της Σπάρτης, βρισκόταν στις όχθες του ποταμού
Ευρώτα. Και φυσικά, κατά τα συνήθη, το μέρος είχε και έναν Δία να καραδοκεί. Και πιο πολύ, να εκλιπαρεί την Αφροδίτη για να του βρει έναν τρόπο να αποπλανήσει τη βασίλισσα. Και η Αφροδίτη βρίσκει. Του λέει να γίνει κύκνος. Έπειτα γίνεται η ίδια αρπακτικό κι αρχίζει να παριστάνει πως τον κυνηγά. Αυτός έντρομος –τάχα– τρέχει στην αγκαλιά της γυναίκας. Κι εκείνη, θέλοντας να τον σώσει απ’ τη διαφαινόμενη σφαγή, του προσφέρει προστασία μέσα στα χέρια της. Και έπειτα ο μύθος παρουσιάζει στο σημείο αυτό ένα, ομολογουμένως, απότομο plot-twist. Ξαφνικά μας ενημερώνει πως ο κύκνος και η Λήδα σμίγουν ερωτικά. Έτσι απλά. Και από την ένωση αυτή γεννιούνται αργότερα η Ελένη και οι αδερφοί της, οι Διόσκουροι. Ωστόσο, για μια στιγμή. Υπάρχει ένα σκάνδαλο εδώ και. Είναι ολοφάνερο και πάει να σκεπαστεί: Στην ιστορία αυτή υπήρξε βία! Για ακόμη μια φορά ο Δίας, ο πατριάρχης των θεών, στάθηκε με τεχνάσματα ένας κοινός, κοινότατος βιαστής. Και ήταν από αυτή την πράξη βιασμού που αναδύθηκε, τι ειρωνεία, το ομηρικό αρχέτυπο της ομορφιάς (Ελένη). Και είναι αυτό το αμάρτημα που βαραίνει συνήθως κάθε μύθο, κάθε καταγωγική αφήγηση, η οποία από τη μια πλευρά προσπαθεί να εξυφάνει ένα μεταφυσικό βάθος για την ανθρώπινη εμπειρία, και από την άλλη για να το κάνει αυτό αποσιωπά, ακρωτηριάζει κυριολεκτικά πολλά, πάρα πολλά, και μάλιστα με δόλο.Σκέφτομαι όλα τα παραπάνω, και νιώθω πάντως πως βρίσκομαι σε
γνώριμα νερά, όσον αφορά στην ποιητική της Χλόης Κουτσουμπέλη. Έχει, άλλωστε,
επισημανθεί πολλές φορές, ο κριτικός τρόπος με τον οποίο ενσωματώνει στο έργο
της τον μύθο (βλ. Α. Μαυρουδή, 2020), καθώς και η οργανικότητα της εντατικής
διακειμενικότητας των ποιημάτων της. Σε γνώριμα νερά, βέβαια, μέχρι να περάσω
απ’ την εικόνα του εξωφύλλου, όπου το ράμφος του κύκνου αρπάζει βίαια τον καρπό
της παραπλανημένης Λήδας, στον τίτλο του βιβλίου. Τον τίτλο που κάνει λόγο
ξαφνικά για κάποιον Αρχαίο πίθηκο. Τέτοιον μύθο, αλήθεια, δεν γνωρίζω. Και
αναρωτιέμαι: Μα τι δουλειά να έχει ένας αρχαίος πίθηκος πλάι στα πάθη και τις
πράξεις των θεών; Το μόνο που υποθέτω είναι ότι δεν πρέπει –για αρχή
τουλάχιστον– να εστιάσω στο ζώο. Ποιο ζώο εξάλλου αποκαλούμε αρχαίο; Άκουσε
ποτέ κανείς να μιλάμε για μιαν αρχαία καμηλοπάρδαλη ή τέλος πάντων για μια
αρχαία γάτα; Μάλλον όχι. Το πιθανότερο: Εδώ το επίθετο προδίδει παρουσία
ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο νους μου τώρα συνειρμικά πηγαίνει σε άλλους πιθήκους,
σ’ εκείνους που ζωγραφίζονταν στα marginalia μεσαιωνικών κωδίκων, κρατώντας στο
χέρι τους καθρέφτη ή περγαμηνή, επωμιζόμενοι τον ρόλο του ίστορος. Εκείνου
δηλαδή που πρόκειται να μας πει μια ιστορία, μια ιστορία της οποίας υπήρξε
αυτόπτης μάρτυρας. Όμως δεν θα σταματήσω εκεί. Παραβλέπω την προειδοποίηση της
Χλόης πως: «αν ακολουθήσεις την κόκκινη ρέγκα του τίτλου, / έχεις ήδη χάσει την
αλεπού», και ανατρέχω, με έναν χρονικό δρασκελισμό, ως τον Δαρβίνο. Και πιο
συγκεκριμένα ως τη Λούσυ την αυστραλοπίθηκο. Που έζησε στην ανατολική Αφρική
πριν από περίπου 3,5 εκατομμύρια χρόνια και ήταν ίσως η πρώτη ανθρωπίδα που
στάθηκε σε όρθια στάση, διεκδικώντας επάξια τον ρόλο της προγόνισάς μας. Και
όλα αυτά τα μαθαίνουμε από τα οστά της, δηλαδή το τέλος της. Αν τώρα πάλι
ανακατέψω τις δυο αυτές σκέψεις, καταλήγω πως έχω μπροστά μου πιθανόν την
ιστορία του ανθρώπου ή ταπεινότερα μιαν ανθρώπινη ιστορία, η οποία κάνει
αντιθέτως την αρχή της ακριβώς από αυτόν τον ανώνυμο και άγνωστο Αρχαίο πίθηκο.
Από αυτό το μακρινό αρχιμήδειο σημείο, όπως ακριβώς και οι μύθοι.
Στη μελέτη του Beginnings o Edward Said υποστηρίζει πως για
να μπορέσουμε να αφηγηθούμε μια ιστορία, τραβάμε πολλές φορές αυθαίρετα μία
αρχή, παγώνουμε τον χρόνο σε ένα συγκεκριμένο δευτερόλεπτο και αναφωνούμε: Τότε
ξεκίνησαν όλα. Και το ζήτημα της αρχής ή μάλλον καλύτερα των απαρχών, νομίζω,
απασχολεί εντατικά την Κουτσουμπέλη μέσα στα 37 ποιήματα του βιβλίου της. Πού
ξεκινούν, πού και πώς διαρκούν τα πράγματα; Πέρα από την αναφορά στις
ανθρωπίδες στο ποίημα «Άνθρωπος», στο ποίημα «Βραχογραφία» βρίσκουμε για
παράδειγμα τον Θορ να ζωγραφίζει την παλάμη του σε μια σπηλιά, παραπέμποντας
στις παλαιολιθικές τοιχογραφίες του Lascaux, του σπηλαίου στα νότια της
Γαλλίας, όπου ο homo Sapiens αποφάσισε για πρώτη φορά και για άγνωστους λόγους
να ζωγραφίσει, ανάμεσα σε άλλα, τα χέρια του με χρώμα στον τοίχο. Κάποιοι εδώ
εντοπίζουν τη γέννηση της ζωγραφικής, ή ακόμη ακόμη και της τέχνης εν γένει.
Επιπλέον, στους στίχους των επόμενων ποιημάτων, συναντούμε την Ελένη των
Ομηρικών επών, των αρχών δηλαδή του δυτικού λόγου, να στέλνει sms, τη Σαπφώ ως
πυρήνα της αρχαίας λυρικής ποίησης, τον Γαλιλαίο, τον πατέρα της σύγχρονης
επιστήμης, τον Μπετόβεν της μουσικής, αλλά και τον Εσταυρωμένο Διόνυσο ως
σπέρμα ενός επόμενου Χριστιανισμού, και. Βεβαίως ένα αχνιστό βρέφος να σημαίνει
πάντα τη γέννα. Ακόμη και την κοινωνική γέννα που πραγματώνει μία επανάσταση με
τους Ρομανόφ μετέωρες «αναιμικές μαριονέτες» και ένα θωρηκτό να προβάλλει στον
ορίζοντα. Ποτέκμκιν ή Aurora, ό,τι προτιμά κανείς. Σε κάθε περίπτωση οι σημαίες
του ήταν κόκκινες.
Όμως, για να επιστρέψω στον Said. Το να εντοπίζουμε μιαν
απαρχή, πάντα βεβαίως εκ των υστέρων, αφού έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, δεν
είναι πράγμα αθώο. Οι τομές ενέχουν βία. Διαδρομές και ιστορίες που
ακρωτηριάζονται και μένουνε απέξω για να οικοδομηθεί μιαν ορισμένη οπτική.
Ακόμα περισσότερο. Όταν κυνηγούμε την αρχή κινδυνεύουμε πολλές φορές να βρούμε
σε αυτήν και ένα οδυνηρό τέλος. Όπως ο Οιδίποδας, για να καταφύγουμε πάλι στον
μύθο. Έτσι, ο Αρχαίος πίθηκος μπορεί να μην είναι ξαφνικά μονάχα η γιαγιά μας η
μαϊμού, που έλεγε ο Καζαντζάκης, αλλά και ένα σήμα κινδύνου, μια προειδοποίηση
για όλα εκείνα τα τέλη που μπορεί να καιροφυλακτούν. Και όλα αυτά τα τέλη τα
περιγράφει, επίσης, η Κουτσουμπέλη. Γιατί πραγματικά στα ποιήματά της δεν
βρίσκουμε μονάχα τις ρίζες ή τις αρχές των πραγμάτων, αλλά και την απώλεια, τη
φθορά και τον θάνατο («όταν εσύ είπες το γεννηθήτω / κόσμοι άνθισαν για ένα
δευτερόλεπτο / προορισμένοι αμέσως να πεθάνουν»), τον χωρισμό («και, όταν
χώριζαν, δεν έριχναν στη θάλασσα τα πήλινα ομοιώματα των αγαπημένων»), την
προδοσία των φίλων, τη βία της αγίας οικογένειας, αλλά και της γραφής, τον ζόφο
της πατριαρχίας («για όλα φταιν οι άντρες συγγραφείς μας»), έως και τον άτυχο
Ιγκόρ να ομνύει στο τέλος της ιστορίας, αγνοώντας προφανώς τον τυφλοπόντικα της
ταξικής πάλης που υπονομεύει διαρκώς τέτοια άκαμπτα σχήματα. Αλλά, χωρίς
υπεραισιοδοξίες, βρίσκουμε και την κοινωνική επανάσταση να αποσύρεται, να
τελματώνει, ως του σημείου να βουλιάζουν σήμερα οι φουσκωτές βάρκες στο πέλαγο
και ο μικρός Αχμέτ να πνίγεται στη θάλασσα, και η πολύπαθη Γάζα να τοποθετείται
σε ένα σύμπαν όπου «το μόνο σταθερό / είναι η συνεχής απώλεια», καθώς άηχα
εξοικειωνόμαστε με το σκοτάδι.
Έχει λοιπόν έναν κίνδυνο, αισθάνομαι, το να μιλάς για αρχές
και τέλη. Και ο κίνδυνος είναι να πλησιάσεις όσα συμβαίνουν γραμμικά και
μονόδρομα. Με μιαν αβάσταχτη τελεολογία που δεν αφήνει περιθώρια. Τα πράγματα
έτσι ξεκίνησαν κι έτσι θα γίνουν. Έτσι θα γίνονταν, όπως και να ‘χει. Τον κίνδυνο
αυτόν νομίζω η Χλόη τον ξορκίζει. Τον ξορκίζει ίσως συμβολικά μέσα από την
κυκλικότητα εμφάνισης του φεγγαριού σε περισσότερα από 8 ποιήματα. Τον ξορκίζει
πιο απτά εντοπίζοντας τη συνέχεια μέσα στη διαφορά, αρνούμενη, για παράδειγμα,
στο ποίημα το «Το τσάι της ιστορίας» πως η ιστορία τελειώνει, μιας και το τσάι
τελικά «ξεχειλίζει από την τσαγιέρα». Συμπεριλαμβάνοντας ακόμα και ένα ποίημα
με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Επανάληψη», το οποίο κλείνει με τους στίχους: «Γι
αυτό όταν μου λες πρώτη φορά / εγώ ακούω πάλι». Μα αν είναι να φτάσουμε εκεί,
αναρωτιέμαι, γιατί βαλθήκαμε εξαρχής να καταπιαστούμε με τις αρχές των
πραγμάτων και τούτον τον Αρχαίο Πίθηκο;
Ζητώ βοήθεια απ’ τον λοξό, παράξενο του μαρξισμού, τον
Walter Benjamin, και μάλιστα από τα πιο «λοξά» του κείμενα, απ’ τις καταγραφές
ονείρων. Σχολιάζοντας ένα από τα όνειρα του, λοιπόν, ο Benjamin σημειώνει τα
εξής:
«Έχουμε ξεχάσει προ πολλού το τελετουργικό με το οποίο
ανεγέρθηκε το σπίτι της ζωής μας. Όταν όμως δεχτεί επίθεση και το πλήξουν οι
εχθρικές βόμβες, τι ρημαγμένες, αλλόκοτες αρχαιότητες δεν θα ξεσκεπάσουν τα
θεμέλιά του! Και τι δεν έχει καταχωνιαστεί και θυσιαστεί με ξόρκια, τι
ανατριχιαστική συλλογή σπάνιων αντικειμένων βρίσκεται εδώ κάτω, όπου για τα πιο
καθημερινά πράγματα έχουν προβλεφθεί τα πιο βαθιά φρεάτια! Μια νύχτα απόγνωσης
είδα στο όνειρό μου ότι ήμουν με τον πρώτο φίλο των σχολικών μου χρόνων, που
δεν τον είχα ξαναδεί εδώ και δεκαετίες ούτε τον είχα ξαναθυμηθεί ποτέ, κι
ανανεώναμε ορμητικά τη φιλία και την αδελφική μας σχέση. Ξυπνώντας όμως
κατάλαβα: αυτό που έφερε στο φως η απόγνωση σαν ένα εκρηκτικό βλήμα ήταν το
πτώμα εκείνου του ανθρώπου, που είχε εντοιχιστεί εκεί μ’ ένα σκοπό: όποιος
μείνει κάποτε εδώ να μην του μοιάζει σε τίποτε».
Γιατί ανατρέχουμε λοιπόν στα θεμέλια, αν είναι να πάρουμε
τέτοια τρομάρα; Μιαν απάντηση, υποθέτω, θα ′ταν γιατί αναπολούμε και αναζητούμε
μια δήθεν χαμένη αγνότητα. Όμως, όπως είδαμε, συνήθως δεν είναι έτσι τα
πράγματα. Τέτοια αγνότητα, ίσως, δεν υπήρξε ποτέ. Και πιο πολύ, νομίζω, ο
Μπενγιαμιν δεν προσπαθεί τελικά να πει αυτό. Αυτό που πιθανώς επιδιώκουμε να
εντοπίσουμε, με ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη ή απόγνωση, είναι πως θα μπορούσαν να
συμβούν τα πράγματα αλλιώς, τί εναλλακτικές αφηγήσεις θα προσφέρονταν, ούτως
ώστε να μην φτάσουμε εδώ που έχουμε φτάσει; Πώς μπορούμε να αποτρέψουμε τα τέλη
που προδιαγράφουν για εμάς οι αφηγήσεις των κυρίαρχων;
Έτσι επιλέγω να κατανοήσω, άλλωστε, και την προμετωπίδα που
τοποθετεί πριν από τα ποιήματα της συλλογής η Κουτσουμπέλη. Το γνωστό racing
του λαγού και της χελώνας. Με τη χελώνα να δηλώνει μειλίχια πως νίκη δεν είναι
πάντα να τρέχεις προς τα μπρος, αλλά κάποτε είναι να γυρνάς με αργές κινήσεις
στο καβούκι, τραβώντας χειρόφρενο στην ταχύτητα. Ακόμη και ανθρωπίδα στα πρώτα
σου βήματα, να αναζητάς το λουλούδι πριν να κυνηγήσεις∙ να ζωγραφίζεις άσκοπα
αφήνοντας στην άκρη τα πρώτα εργαλεία∙ να κοιτάς τις φωτογραφίες, ακόμη κι αν
εκεί συμβαίνει «κάτι παράξενο», ζωντανεύοντας το παρελθόν για να το διαβάσεις
πια διαφορετικά∙ να βλέπεις τη μυθική Αγαύη να αντιστρέφει τον τοκετό κατασπαράζοντας
τον ίδιο της τον γιο, τον Πενθέα, έστω και ανεπίγνωστα∙ την Ιουλιέτα και τον
Ρωμαίο να μην παλεύουνε για να παντρευτούν, αλλά για να εξασφαλίσουν «ένα
μπαλκόνι στο κενό». Να ψάχνεις με άλλα λόγια πως αλλιώς θα μπορούσανε να
εξελιχθούν όλες αυτές οι ιστορίες, ακόμη και με ρίσκο μεγαλύτερο, ακόμη κι αν
τούτη η προτροπή δεν λέγεται ορθά κοφτά στο ποίημα, ακόμη κι αν «τίποτε δεν
είναι πιο κανονικό απ’ τον θάνατο», ή μάλλον σε πείσμα όλων αυτών. Νιώθω πως τα
ποιήματα της Κουτσουμπέλη με ωθούν σε αυτό ήδη από την κατασκευή τους.
Ξεκινώντας πάντα με μια παραδοχή ή απεύθυνση που μοιάζει απόλυτη, τελειώνοντας
εξίσου πάντα με την αντιστροφή ή την υπονόμευσή της.
Και ύστερα από όλα αυτά, σκέφτομαι, πως έκανα πολύ καλά να
παρακούσω την προτροπή της Κουτσουμπέλη να μην ασχοληθώ με τον τίτλο. Γιατί,
μπορούμε, αισθάνομαι, να το πούμε. Ο Αρχαίος πίθηκός της καθόλου δεν διεκδικεί
να μας πει με τρόπο κλειστό πως έγιναν τα πράγματα. Τούτο εξάλλου, μάλλον, θα
πρόδιδε την ποίηση. Τον συναντάμε μετά βίας μονάχα σε ένα ποίημα («Το μαύρο
ρόδο»: «Μα ένας μικρός πίθηκος / σε αρχαίο δάσος / Λανθασμένα υπέθεσε / πως θα
ζει για πάντα»), και σε αυτό παραμένει αόριστος και υπαινικτικός. Δεν έχουμε
ιδέα που ακριβώς έζησε, αν γνώρισε τη Λούσυ, αν έκανε και αυτός παιδιά και οικογένεια,
ποιο ήταν τέλος πάντων το γενεαλογικό του δέντρο. Αν επιδιώξουμε να πάμε πίσω
πολύ πίσω σε αυτόν, θα σκοντάψουμε μονάχα στο Ανεξήγητο, σε εκείνο που κατά τον
Ρίτσο στις σωστές δόσεις φτιάχνει τα καλά ποιήματα. Αν πάλι επιδιώξουμε να τον
βρούμε μέσα στα πολλά, μυθικά ή μη πρόσωπα των ποιημάτων της Χλόης, στις
γυναίκες και στους άνδρες, στα οικογενειακά μέλη, δεν θα βγάλουμε κανένα
ασφαλές συμπέρασμα. Είναι τόσα πολλά εξάλλου που με κάνουν να ανακαλώ τη φράση
του Roland Barthes: «Το απολαυστικό κείμενο είναι η Βαβέλ ευτυχισμένη».
Και ύστερα από όλα αυτά, σκέφτομαι, πως έκανα καλά να
παρακούσω την προτροπή της Κουτσουμπέλη να μην ασχοληθώ με τον τίτλο, γιατί
μόνον έτσι θα μπορούσα τελικά να αντιληφθώ τη σημασία της. Τη σημασία που έχει
να παραμείνει δηλαδή ο Αρχαίος πίθηκος άπιαστος και ελευθερωμένος. Μιας κι έτσι
μας χαρίζει μια ευκαιρία. Την ευκαιρία μέσα από αυτόν να σκεφτούμε εναλλακτικές
δυνατότητες, διαφυγές και άλλες ιστορίες που θα ξεπερνούν ακόμη και τα πιο
επώδυνα τέλη. Δυνατότητες που θα μπορούν να υπερβούν τη ταξική αδικία, την
πατριαρχία, τον πόλεμο, τα τέλματα των οικογενειακών ή προσωπικών σχέσεων.
Έτσι, ο «μύθος» του Αρχαίου Πιθήκου που αφηγείται η Κουτσουμπέλη, δεν είναι
ένας μύθος σαν τους άλλους. Δεν θεμελιώνει. Αποδομεί. Και ο Αρχαίος πίθηκος
μπορεί να είναι και μια ολόκληρη λεγεώνα πιθήκων, που τρέχει προς όλες τις
κατευθύνσεις και μας δίνει χίλια στόματα για να εξιστορήσουμε αλλιώς τα
πράγματα. Με μια Λήδα σε επαγρύπνηση. Χωρίς ψευδαισθήσεις περί αγνών προπατόρων
ή μιας καθαγιασμένης παράδοσης. Τα ακούμε όλα αυτά, μα ίσως τα ακούμε και πολύ
κάποιες φορές, ενώ. Σε άλλες περιπτώσεις έχουν καταστεί ακόμη και αφόρητα. Και
τέλος πάντων, αν συγχωρείται μια ψευδαίσθηση είναι μονάχα αυτή του τελευταίου
ποιήματος, της Ιζαμπέλα. Και τέλος πάντων, εγώ τουλάχιστον στέκομαι και σε μιαν
άλλη προτροπή της Κουτσουμπέλη. Εκείνη που λέει: «Και επιτέλους ασχολήσου με τη
γυμναστική. / Μάθε να πηδάς πάνω απ’ το κενό». Και έναν μονάχα σκέφτομαι πως
μπορεί να μου διδάξει τέτοια άλματα, μα όπως και η Κουτσουμπέλη δεν θα το πω.
Εξάλλου μπορεί από ποίημα σε ποίημα να αλλάζει διαρκώς στοιχεία ταυτότητας.
Αυτές οι αλλαγές είναι και τα μόνα σημάδια που αφήνει στους στίχους, και τα
σημάδια ή τα ίχνη αυτά μπορούν να απλώνουν παντού.
*Γίνεται, κατά σειρά, αναφορά στα έργα: Αγγελική Μαυρουδή, Η
ποιητική του αρχαίου μύθου στο έργο της Χλόης Κουτσουμπέλη. Εκδ. Ρώμη, 2020∙ Edward W. Said, Beginnings: Intention
and Method, Columbia University Press, 1985∙ Walter Benjamin, Όνειρα, Ανθλγ. Burkhardt Lindner, μτφρ. Λ. Αναγνώστου,
επιμ. Κ. Λιβιεράτος. εκδ. Αλεξάνδρεια 2023∙ Γιάννης Ρίτσος, Τροχιές σε
διασταύρωση: Επιστολικά δελτάρια της εξορίας και γράμματα στην Καίτη Δρόσου και
τον Άρη Αλεξάνδρου. Επιμ. Λ. Τσιριμώκου. Εκδ. Άγρα 2008∙ Roland Barthes, Η
απόλαυση του κειμένου, μτφρ. Φ. Χατζιδάκη – Φ. Κρητικός. Εκδ. Ράππα, 1995.
Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου