του Τέλη Σαμαντά
1926, ΕΣΣΔ. Στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέος Κόσμος» (“Novy Mir”) δημοσιεύεται μια μικρή νουβέλα με τίτλο «Η Νουβέλα της άσβεστης σελήνης». Είναι η εποχή που η «ρωσική πρωτοπορία» πνέει ήδη τα λοίσθια και το κομματικό κράτος επεμβαίνει με σιδερένια πυγμή στη διαμόρφωση του
καλλιτεχνικού τοπίου. Αποτέλεσμα: το περιοδικό αποσύρεται αμέσως, ο αρχισυντάκτης του απολύεται και οι πράκτορες της Ο Γκε Πε Ου γυρίζουν σπίτι-σπίτι για να μαζέψουν όσα τεύχη έχουν παραλάβει ήδη οι συνδρομητές του περιοδικού. Ωστόσο κάποια τεύχη διασώζονται, ενώ η ίδια η νουβέλα αποκτά μυθικές διαστάσεις στους κύκλους των διανοουμένων. Δέκα και κάτι χρόνια μετά και ενώ ο σταλινικός ζόφος επικρατεί πλήρως, στη φυλακή Μπουτύρκα, ο Βαρλάμ Σαλάμοφ ανακαλύπτει ένα από τα σωζόμενα αντίτυπα του περιοδικού: «Για ανεξήγητους λόγους, η βιβλιοθήκη της φυλακής είχε διαφύγει τους ατελείωτους ελέγχους και τις «αποσύρσεις» που συστηματικά επιβάλλονταν σ’ όλες τις βιβλιοθήκες της Ρωσίας. Εδώ υπήρχαν εκδόσεις […] όπως το περιοδικό «Νέος Κόσμος» με του Πιλνιάκ τη “Νουβέλα της άσβεστης Σελήνης”, θα γράψει στο «Οι βιβλιοθήκες μου» ο συγγραφέας του συγκλονιστικού «Ιστορίες από την Κολυμά».Τι συμβαίνει όμως με το συγγραφέα του βιβλίου; Ο Μπορίς Πιλνιάκ (πραγματικό του όνομα Μπορίς Βογκάου) είναι ήδη πολύ γνωστός. Με το μυθιστόρημα του «Γυμνός Χρόνος» (1922) να έχει μεταφραστεί στα γαλλικά και να χαίρει γενικότερης εκτίμησης μεταξύ των λογοτεχνικών κύκλων. Στα μάτια όμως του καθεστώτος βρίσκεται στο «μεταίχμιο» μεταξύ «υποστηρικτών» και «διαφωνούντων» με το Κόμμα, στο χώρο εκείνο των «συνοδοιπόρων» που οι πράξεις και οι δημοσιεύσεις τους τελούσαν διαρκώς υπό το άγρυπνο βλέμμα των σοβιετικών αρχών ασφαλείας. Προφανώς η δημοσίευση της «Σελήνης» ξεχείλισε το ποτήρι. Κι αυτό παρά την «απολογία» του Πιλνιάκ όπου παραδέχεται «πως διέπραξε σοβαρά σφάλματα και θεωρεί λάθος τη σύνταξη και τη δημοσίευση αυτού του κειμένου που περιέχει συκοφαντικές επινοήσεις», όπως σημειώνει στον πρόλογο της για τη γαλλική έκδοση του βιβλίου η Sophie Benech.
Η συνέχεια για τον Μπορίς Πιλνιάκ ήταν μεν η αναμενόμενη, αλλά που περιλάμβανε και ορισμένες από τις εσωτερικές αντιφάσεις της τότε σοβιετικής πολιτικής. Ως ιδιαίτερα γνωστός στο εξωτερικό, ο συγγραφέας παίρνει άδεια να ταξιδέψει στην Ιαπωνία, τη Γερμανία, την Τουρκία, την Ελλάδα, ακόμη και στις ΗΠΑ, με την έγκριση του ίδιου του Στάλιν. Επιστρέφοντας στην ΕΣΣΔ, ωστόσο, ο Πιλνιάκ επιμένει να βλέπει το πού οδηγείται το καθεστώς -έχει άλλωστε αρχίσει να κορυφώνεται η εποχή της σταλινικής τρομοκρατίας. Παρά τις προσπάθειες του, έτσι, να συνεχίσει να ζει στο purgatorium των «συνοδοιπόρων» (γράφοντας πότε κατακριτικά και πότε υμνητικά κείμενα για το καθεστώς) συλλαμβάνεται τον Οκτώβριο του 1937 ως «εχθρός του λαού» και «πράκτορας ξένων δυνάμεων» και εκτελείται στις 21 Απριλίου του 1938, με μια σφαίρα στον αυχένα, ενώ έχει ήδη «ομολογήσει» πως «δούλευε στην υπηρεσία των … Ιαπώνων».
Ένα βιβλίο, ωστόσο, δεν κρίνεται από τη μοίρα του συγγραφέα του, όσο τραγική και αν είναι αυτή. Έχει τη δική του, αυτόνομη ζωή και αξία. Και με βάση αυτή κερδίζει τη θέση της στο λογοτεχνικό στερέωμα. Και η θέση της «Νουβέλλας της άσβεστης σελήνης» είναι ιδιαίτερα ξεχωριστή. Όχι μόνο για το θέμα της, που προοιωνίζεται, ήδη από το 1926, την επερχόμενη εποχή της «εκκαθάρισης των εκκαθαριστών». Της εξόντωσης, δηλαδή, από τον Στάλιν όλων των πιθανών και απίθανων αντιπάλων του στην επιβολή της μονοκρατορίας του. Αυτό που αφηγείται άλλωστε ο Πιλνιάκ είναι η προειλημμένη απόφαση της δολοφονίας του αρχιστράτηγου του Κόκκινου Στρατού Μ. Β. Φρούνζε, μιας μυθικής μορφής του εμφυλίου πολέμου και ενός από τους πιο απηνούς διώκτες των «αντεπαναστατών» -με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και από τα δύο στρατόπεδα στο ενεργητικό του. Μιας δολοφονίας, που οργανώθηκε από τον ίδιο το Στάλιν σε συνεργασία με τον Κάμενεφ και τον Ζηνόβιεφ -οι οποίοι, ως γνωστόν, είχαν κι αυτοί το ίδιο τέλος. Δολοφονία, όμως, που η πρωτοτυπία της έγκειτο στο ότι έγινε μέσω μιας υποχρεωτικής … χειρουργικής επέμβασης. Με την «συναίνεση» μάλιστα του ίδιου του μελλοθάνατου.
Πέρα όμως από το θέμα της η νουβέλα, γραμμένη ενενήντα σχεδόν χρόνια πριν, μοιάζει σχεδόν σύγχρονη. Με μιά κινηματογραφική, σχεδόν, αφήγηση, με αποσπασματικές φράσεις που λες και φωτίζονται από φάσεις των κύκλων της σελήνης, με ένα συνειρμικό λόγο όπου η πορεία της ιστορίας διαπλέκεται με τους διαλόγους των πρωταγωνιστών, με την καταβύθιση στις ψυχολογίες των ηρώων του -είτε αυτοί είναι ο ίδιος ο Στρατηγός, είτε ο σύντροφος του «εν όπλοις» και τώρα πράκτορας της Ο Γκε Πε Ου που του ανακοινώνει την απόφαση για την θανάτωση του, είτε οι γιατροί που παρά τις διαφωνίες τους καταλήγουν να εγχειρήσουν τον «ασθενή», είτε ο «αλύγιστος άνθρωπος», που δε χρειάζεται να είναι κανείς σοφός για να διακρίνει πίσω του την ίδια τη φυσιογνωμία του Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Στάλιν. Ενώ στην πορεία της, όλο και κορυφούμενης, δραματικής εξέλιξης της ιστορίας, αναβλύζουν στιγμές ενός πικρού χιούμορ που συχνά πυκνά θυμίζουν, περισσότερο από τους σύγχρονους του Πιλνιάκ ευρωπαίους νεωτερικούς των αρχών του 20ου, το συμπατριώτη του Νικολάι Γκόγκολ.
Ένα βιβλιαράκι, με λίγα λόγια, που στις εβδομήντα μία μόλις σελίδες του ανοίγει ένα παράθυρο και στο τότε της «Μεγάλης Ουτοπίας» -με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα- και στο τώρα της λογοτεχνικής απόλαυσης.
«Ήταν η ώρα που ξυπνούσε η μηχανή της πόλης, που άρχιζαν να σφυρίζουν οι σειρήνες των εργοστασίων. Οι σειρήνες σφύριζαν για πολύ, αργά -μία, δύο, τρεις φορές, πολλές- ενώνονταν σε ένα γκρίζο ουρλιαχτό πάνω από την πόλη. Ήταν απολύτως αντιληπτό ότι με αυτές τις σειρήνες ούρλιαζε η ψυχή της πόλης , παγωμένη τώρα από τη σελήνη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου