Ο Γιάννης Ρίτσος στη διάρκεια της μακρας ποιητικης πορείας του, πέραν απο φανατικους οπαδους της ποίησής-του, είχε και αρκετους επικριτες, που προέρχονταν απο διάφορους ιδεολογικους χώρους. Έτσι, συχνα πυκνα, δεχόταν, τόσο τα εχθρικα όσο και τα φίλια πυρα. Οι σύντροφοι τον επέκριναν και τον κατηγορούσαν ότι εγκατέλειψε την αγωνιστικη και επαναστατικη ποίηση και πως το έχει ρίξει στα «μεταφυσικα ποιήματα» ενω οι ιδεολογικοι αντίπαλοί-του τον κατηγορούσαν πως είναι ένας «κομπογιαννίτης και πολυγράφος».
Αυτος τα άκουγε όλα αυτα με στωικότητα. Με απάθεια και ηρεμία συνέχιζε την πορεία-του «μην έχοντας να δώσω λόγο σε κανέναν μπάσταρδο», όπως έγραψε. Ήταν όμως αναμενόμενο πως η αγανάκτηση και ο θυμος-του θα ξεσπούσαν κάποια μέρα. Και αυτο έγινε το 1977 όταν ολοκλήρωσε και έκδωσε την ποιητικη συλλογη-του που τιτλοφορείται ΄΄Το τερατώδες αριστούργημα΄΄, την οποία ο ίδιος, στην αρχη του μεγάλου αυτου συνθετικου ποιήματος, την χαρακτήρισε ως τα «απομνημονεύματα ενος ήσυχου ανθρώπου που δεν ήξερε τίποτα», υπαινιγμος που είχε ασφαλως τους αποδέκτες-του.
Σε αυτη την ποιητικη σύνθεση, όπως είπα, που είναι πολυσέλιδη, ο Γ. Ρίτσος, κατα άτακτο, ασυνάρτητο και σκοτεινο (κάποτε) τρόπο, παρουσιάζει διάφορες φάσεις του βίου και της δράσης-του, άλλοτε σε ρεαλιστικη και άμεση γραφη και άλλοτε σε υπερρεαλιστικη. Δεν δίστασε όμως , όταν το έφερε η στιγμη και η θύμισή-του, να βγάλει και τα απωθημένα-του για όλους αυτους που κατα διαστηματα τον επέκριναν και τον σταύρωναν. Έτσι, στη συλλογη, διαβάζουμε και αυτα:
με αδελφικη φροντίδα διατύπωναν το παράπονο οι σύντροφοι
ότι τα νέα ποιήματά-μου διανθίζονται απο κάποιες τάσεις μεταφυσικης
κ’ εγω απαντούσα με πολυ μεταφυσικότερα ποιήματα ενος πολυ βαθύτερου ρεαλισμου
περίπου σαν εκείνο του Ζντάνωφ αλλα μαζι και με τις καταδικασμένες γάτες της Αχμάτοβα...
σ.σ. 22-23
Και λιγο πιο κάτω:
όμως αυτο ακριβως δεν μου το συχωρέσανε ποτε οι στέρφοι οι φθονεροι κ’ οι ανίδεοι
κ΄εκείνοι οι δόλιοι φραγκοφτιασιδωμένοι τελειόφοιτοι Σχολων Φιλελλήνων
διπλωματούχοι της Σορβόνης του Καίμπριτζ του Χάρβαντ
και κόμπαζαν και μου σφεντόνιζαν πέτρες
και λέγαν πως δεν έχω ιδέα απ’ το ξυνον και το εν ον του ιερατικου Ηράκλειτου
και μ’ ακοντίζανε οι νωθροι τις κατηγορίες του κομπογιαννίτη και του πολυγραφου
κι απο κοντα τους σιγοντάριζαν γαυγίζοντας τα σκυλια της Ασφάλειας...
σ. 47
Και η αποστομωτικη απάντηση του Γ. Ρίτσου για όλους αυτους ήλθε και ήταν η εξης:
και δεν καταλάβαινα γιατι κάποιοι κάποιοι μου κάναν τον κάργα
άι σιχτηρ είπα κ’ εγω
και χάρηκα που μπόρεσα να βλαστημήσω
και με έπιασε μεγάλη φιγούρα απ’ την άξαφνη τόλμη-μου
και ξυνόμουν σαν ψωριάρης με τα δώδεκα νύχια-μου στις μασχάλες στο σβέρκο στα σκέλια
κι αφου το χέρι-μου βρισκόταν εκει εδω σας γράφω τους είπα
σ. 36
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου