Όποιος πιάσει στα χέρια του το βιβλίο «Το κρώξιμο του γκιώνη» θα αναρωτηθεί: «ποιος είναι ο Αλέκος Ζούκας». Το αυτοβιογραφικό σημείωμα στο εσώφυλλο του βιβλίου, που το τιτλοφορεί ειρωνικά «Σύνοψη αδεξιοτήτων», είναι εν πολλοίς παραπλανητικό. Όχι, ότι περιέχει λανθασμένες πληροφορίες. Αλλά ο Αλέκος υπήρξε, εκτός από όσα γράφει εκεί, και άλλα πολλά ταυτόχρονα και ας είναι μεταξύ τους αντιφατικά.
Λάτρευε τη Φυσική και ήταν παθιασμένος με την ανθρωπιστική
παιδεία. Εκδότης και μουσικός παραγωγός. Αρθρογράφος και ρεπόρτερ. Χαρακτήρας
πληθωρικός και συνάμα αυτοκαταστροφικός. Παιγνιώδης μουσικός και ανθεκτικός
πότης. Ασίγαστος τραγουδιστής και μελαγχολικός συμπότης. Εκρηκτικός, και
αναζητητής του ωραίου με έμπυρο αίμα. Λάτρης των ωραίων στιγμών της παρέας και
βυθισμένος συχνά σε μια τραυματική σιωπή.
Ένα βράδυ στο Νικόδημο γύρισε και ρώτησε: «Γιατί να μην
έχουμε στη νεοελληνική γλώσσα δυϊκό αριθμό; Ο δυικός δεν είναι άθροισμα, ένα
και ένα κάνουν δύο. Είναι για δύο πράγματα δεμένα μεταξύ τους που μπορεί να
ζευγαρώνουν μονιασμένα ή να στέκονται αντίμαχα το ένα απέναντι στο άλλο. Ο
δυικός είναι το αντίθετο της μοναξιάς. Ε, αυτόν τον χαμένο «δυικό» αναζητούμε
στην παρέα και στον έρωτα…»
Χαρισματικός αφηγητής παραδομένος στη χαρά της
προφορικότητας του λόγου του, χαμένος στις διηγήσεις του, πιασμένος στο πλέγμα
των απολαυστικών εγκιβωτισμών της αφήγησής του.
Ταξιδευτής που ονειρευόταν ταξίδια όντας αταξίδευτος. Το
δήλωσε εμφατικά στο πρώτο του βιβλίο, «Στην Χίο με τον Anatol de Meibohm»
(Φαρφουλάς 2011, σελ 10): «Αν προσπαθούσα να μιλήσω με βάση τις εμπειρίες των
ταξιδιών μου, θα παρέμενα σιωπηλός καθότι αταξίδευτος». Ωστόσο, πάντα είχε την
αίσθηση ότι μπροστά μας ανοίγονται διχαλωτά μονοπάτια που οδηγούν σε επιλογές
ταξιδιών. Γράφει: «Θυμάμαι, έξω από το Τροβάτο – χωριό των Αγράφων κάτω από τη
ράχη του Κλεφτογιάννη – μια πρόχειρη αυτοσχέδια πινακίδα, γραμμένη με
λαδομπογιά πάνω σε τσίγκο. Έλεγε: Προς Αγρίνιο, και το βέλος της κατεύθυνσης
έδειχνε ένα χορταριασμένο χωματόδρομο που τράβαγε προς τις απότομες δειράδες
της Τσούκα Σάκα, μια γιδόστρατα στον βυθό του ανέγνωρου. Και όμως, η πινακίδα
έλεγε την αλήθεια, ο δρόμος οδηγούσε στο Αγρίνιο κι από κει στην Πάτρα και, για
τους πιο τολμηρούς, στο λιμάνι απ’ όπου έφευγαν τα ποστάλια και τα φορτηγά για
Τάραντα και το Λιβόρνο, ή για ακόμα πιο μακριά, για τη Μασσαλία και τη Μάλαγα.»
(Αλέκος Ζούκας, Στην Χίο με τον Anatol de Meibohm, Φαρφουλάς 2011, σελ 10).
Τελικά, είχε τη δυνατότητα να πραγματοποιεί τα δικά του ταξίδια: «έφυγα μόνος
προς μιαν απροσδιόριστη κατεύθυνση από αυτές που υπάρχουν χαραγμένες μόνον στη
γεωγραφία της ψυχής» (Αλέκος Ζούκας, Στην Χίο με τον Anatol de Meibohm,
Φαρφουλάς 2011, σελ 13).
Δεν θα συνεχίσω για την προσωπικότητα του Αλέκου Ζούκα. Η
γλώσσα αδυνατεί να αποδώσει την ολάνθιστη και σκοτεινή βλάστηση της ψυχής του.
Ο Ζούκας ήταν από μόνος του ένας λογοτεχνικός ήρωας.
***
Και έρχομαι στο «Κρώξιμο του Γκιώνη», το τελευταίο βιβλίο
του Αλέκου Ζούκα από τις εκδόσεις του βιβλιοπωλείου της «Εστίας».
Το βιβλίο βασίζεται σε μια υπόσχεση στη σχεδόν τυφλή γριά
Ουρανία που δεν τηρήθηκε· μια υπόσχεση η οποία γίνεται εν συνεχεία στόχος ζωής:
ο αφηγητής αναζητά το βαφτισιμιό της Ουρανίας, το ψυχοπαίδι του Αμερικάνου,
έναν ήρωα από την εποχή της Αντίστασης και του Εμφύλιου, που χάθηκε τα
εμφυλιακά χρόνια. Ο αφηγητής σηκώνεται και πάει στα Άγραφα. Συναντά πρόσωπα,
σημαδεμένους τόπους από δύσκολες μνήμες, ακούει άγριες ιστορίες ανθρώπων, ρωτά
και ακούει μισόλογα και αχνές φωνές που δεν θέλουν πλέον να θυμούνται, συλλέγει
σπαράγματα και αποκαΐδια ιστοριών και σβησμένα ίχνη από περπατησιές στα
μονοπάτια του χρόνου όπου το αίμα ζητά πάντα κι άλλο αίμα. «Κανένας δεν λέει
τίποτα πια για κείνον». Γιατί «ο πόνος είναι το αίσθημα που δεν ορίζεται αφ’
εαυτού αλλά κυρίως δείχνει από πού ξεκινάει κάθε φορά το πρόβλημα».
Αντιλαμβάνεται ότι «αυτό που θα διατηρηθεί δεν θα είναι η Ιστορία καθεαυτή,
αλλά η άποψη των ανθρώπων για την Ιστορία και πως αυτή είναι ίσως μια
μεγαλειώδης λειτουργία της ανθρώπινης φύσης».
Ο αφηγητής χάνεται
στα άγρια βουνά και βυθίζεται στην ωραιότητα των τοπίων. Η αναζήτηση
μετατρέπεται σε μια εγκαταβύθιση στην ύπαρξη. Είναι πλέον το δικό του ταξίδι.
«Δεν ακούγεται η μνήμη, μόνο ο θάνατος, αυτόν ακούς… Ποιος είναι ο ήχος του
θανάτου; Τι ακούγεται και τι όχι;» αναρωτιέται στα καταράχια των Αγράφων.
Αφουγκράζεται το βουητό των νερών, το κρώξιμο του γκιώνη, το κλάμα του
τσακαλιού, νοιώθει τον ήχο της ερημιάς, της παγωνιάς το ανατρίχιασμα, το σκότος
της νύχτας που ροκανίζει φθονερά το χρόνο. Νοιώθει το φόβο, τον ματωμένο έρωτα
και τον θάνατο. Κι όλα τα δένει άναρχα με αφηγηματική ελευθεριότητα σε απανωτές
εγκιβωτισμένες ιστορίες.
Δεν θα προχωρήσω στην εξιστόρηση των συμβάντων του βιβλίου,
άλλωστε θα ήταν σαν να υπονόμευα το βιβλίο και το Ζούκειο ύφος.
***
Σταματώ εδώ κάνοντας δύο επισημάνσεις, ελπίζοντας να βοηθήσω
τον αναγνώστη που θα πιάσει στα χέρια του το βιβλίο.
Επισήμανση πρώτη που αφορά τη δομή και την οργάνωση του
βιβλίου:
Ο Ζούκας, ανατρέπει κάθε «λογική» οργάνωσης του αφηγηματικού
υλικού. Το κείμενο προκλητικά ετερόκλητο: περιγραφές, μικρές αφηγήσεις,
στοχασμοί, διακειμενικές αναφορές, σχόλια, ενσωματωμένες παραπομπές,
διακεκομμένες δράσεις που συνεχίζονται παρακάτω με ορμή, αυτοαναφορικά σχόλια
και μνήμες, συναισθήματα και οδύνες. Ο Ζούκας δεν νοιάζεται για μία
περιποιημένη και ομαλή αφήγηση. Τον ενδιαφέρει πρωτίστως η χαρά της αφήγησης
και η ένταση της έκφρασης, η οποία μετατρέπεται σταδιακά σε εναγώνια προσωπική
και πολυτροπική δοκιμασία αταξινόμητης θλίψης. Ο τόπος κι ο χρόνος γίνονται
«σώμα» που «σημαίνει» και ο αφηγητής, ως πεισμωμένος ταξιδευτής, πασχίζει να
αποκρυπτογραφεί τα σημεία των ανθρώπινων ιστοριών αλλά και της δικής του
παρουσίας στον κόσμο. Το υλικό και ο χειρισμός του όμως, παρά την ετερογένεια
και την επίτηδες αταξία, δημιουργεί ένα κείμενο εκπληκτικής συναισθηματικής
έντασης. Κι αυτό είναι το πρώτο που πρέπει να εκτιμήσει ο αναγνώστης. Ο Ζούκας
ήξερε καλά πριν γράψει τα δύο του βιβλία, και το δηλώνει ευθαρσώς, ότι «…η
ευστοχία και η ακρίβεια, ακόμα και η κυριολεξία, δεν είναι πάντα αρετές.»
(Αλέκος Ζούκας, Στην Χίο με τον Anatol de Meibohm,Φαρφουλάς 2011, σελ 9).
Επισήμανση δεύτερη που αφορά τη σχέση του Ζούκα με τον
πραγματικό, τον εσωτερικό αλλά και τον αφηγηματικό χρόνο όπως διαχέεται στο
«Κρώξιμο του γκιώνη»:
Η κοινότοπη διάκριση του χρόνου σε παρελθόν-παρόν-μέλλον,
που ισχύει για τους περισσότερους από εμάς, δεν ισχύει για τον Αλέκο. Ο Ζούκας
διέθετε -ποιος ξέρει μέσα από ποια προσωπικά βιώματα - μια άλλου είδους
αντίληψη.
Το μέλλον για τον Ζούκα δεν είναι κάποιος χρόνος που
ξανοίγεται απλώς μετά το τρέχον παρόν. Το μέλλον για τον Ζούκα κρύβει πάντα
μέσα του την επιθυμία και την ετοιμότητα να κάνει επιλογές, ακόμα κι όταν του
κόβονται οι δυνατότητες να επιλέξει. Το απέδειξε στην περίπτωση της αρρώστιας
που τον οδήγησε στον τάφο. Όντας άρρωστος, σχολιάζοντας «γλωσσικά» την εξέλιξη
της αρρώστιας του: «‘’μέλλω’’ σημαίνει ‘’είμαι έτοιμος να…’’ ‘’πρόκειται να’’».
Το μέλλον για τον Αλέκο ήταν ένας χώρος και χρόνος επιθυμίας. Ποτέ δε ρώτησε
και ούτε ρωτάει στο βιβλίο του «πως». Αντιμετωπίζει τον μέλλοντα χρόνο ως
δοχείο εντός του οποίου είναι έτοιμος να αφομοιωθεί πλήρης από επιθυμίες.
Άλλωστε αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην «Οφειλή», το ντοκιμαντέρ του Σταύρου
Ψυλλάκη.
Το δε παρελθόν για τον Αλέκο είχε δύο διαστάσεις:
Υπάρχει ένα παρελθόν που το αντιλαμβάνεται ως μια
συμπυκνωμένη στιγμή. Μια στιγμή η οποία έχει συντελεστεί άπαξ και πάει και
τελείωσε. Οι όποιες συνέπειές της δεν υπολογίζονται. Ό γέγονε γέγονε. Τις
συνέπειές της δεν θέλει να τις ανακαλεί ή να τις αναλύει. Είναι αυτό που έδινε
πάντα στον Αλέκο μια συμπεριφορά προσωπικής και αφηγηματικής ελευθερίας πίσω
από την οποία κρυβόταν η βεβαιότητα για κάτι που είχε χάσει, και το οποίο τον
ακολουθούσε ως μια αόριστη πικρία.
Υπάρχει όμως κι ένα άλλο παρελθόν. Το παρελθόν στο οποίο
έχουν συμβεί πράγματα οι συνέπειες των οποίων διατηρούνται στο παρόν και
χρειάζονται δράση και άμεση αντιμετώπιση. Είναι το παρελθόν ως διάρκεια που
μετατρέπεται τελικά σε ένα αναπτυσσόμενο και εξελισσόμενο ενεστώτα. Όποιος τον
θυμάται να παθιάζεται τραγουδώντας και παίζοντας δίχως σταματημό σαν να ζούσε
σε ένα διαρκές παρόν, δίχως πριν και μετά, κατανοεί τον ενεστώτα του Αλέκου
Ζούκα.
Ας προσέξει λοιπόν ο αναγνώστης τον τρόπο που χρησιμοποιεί
τους ρηματικούς χρόνους στο αφήγημά του. Νομίζω εκεί θα ανακαλύψει και το
πρόσωπο του συγγραφέα και θα ιδεί το «Κρώξιμο του γκιώνη» με άλλα μάτια.
Ας μη βιαστεί, λοιπόν, ο αναγνώστης να βγάλει γρήγορα
συμπεράσματα από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου με τον μακροπερίοδο λόγο. Το
λέω για να το ξέρετε: Έχετε μπροστά σας μια ζώσα φωνή και συνάμα ένα ανυπάκουο
κείμενο. Γιατί ο Ζούκας ήταν ανυπάκουος ακόμα κι απέναντι στον ίδιο του τον
εαυτό.
Θωμάς Ψύρρας
https://thomaspsyrras.blogspot.com/2024/08/blog-post_27.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου