29.4.20

Μικρή δοκιμή πάνω στο “Λεύκωμα” του Βασίλη Λαδά (της Άννας Αφεντουλίδου)

της Άννας Αφεντουλίδου
                          «εικόνες αγαπημένες της ζωής/απροστάτευτες στους τοίχους»[1]
  Ο Βασίλης Λαδάς εμφανίστηκε στην ελληνική λογοτεχνία το 1972 με την ποιητική συλλογή Ο Γιάννης και η Μαρία[2] κι από τότε έχει εκδώσει 10 ποιητικά βιβλία[3] και 7 πεζά. Η τελευταία του συλλογή με τίτλο Λεύκωμα(2020) συμπληρώνει θαρρώ μια ποιητική γραμμή που ξεκίνησε το 2004 με το βιβλίο Απόκρεω[4] και συνεχίστηκε το 2011 με τα Δείπνα.[5] Στο Απόκρεω, τίτλος που παρέπεμπε στην «α-κρεοφαγία», όπως αναφέρεται σε συνέντευξή του στην Ελευθεροτυπία[6], εντόπιζε κανείς
περισσότερους «αυτοαναφορικούς συμβολισμούς και μεταφορές». Στα Δείπνα υπήρχε «και πάλι η βρώσις και η πόσις με μία διαφορά […] είχ[ε] κατά νου την ποίηση των ιδεών και τα επιγράμματα», λέει ο ίδιος, για να καταλήξει: «Πώς αλλιώς να αντιμετωπίσω τους βομβαρδισμούς των τηλεοπτικών εκπομπών με γκουρμέ συνταγές, σε μια εποχή που η ιερότητα του δείπνου έχει χαθεί και πολλαπλασιάζονται οι θάνατοι από δίψα και πείνα». Επομένως στα Δείπνα (η λέξη συνδέεται ετυμολογικά με το ρήμα δαίω που σημαίνει ισομοιράζω), ο Βασίλης Λαδάς εστιάζει στην τελετουργία εκείνη του φαγητού, που προβλέπει να μοιραζόμαστε το ίδιο τραπέζι την ώρα του δειλινού, τη μεταιχμιακή ώρα ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, όπου αναζητούμε τη σχέση και την επαφή με τον άλλον και περιμένουμε να συγκεντρωθούμε όλοι μαζί, για να μοιραστούμε το φαγητό «σε ίσες μερίδες», όπως αναφέρει ο ποιητής. Βασικός άξονας αναφοράς, επομένως, στα βιβλία του αυτά είναι, με αφορμή το φαγητό ως μέσο κάλυψης των αναγκών αλλά και ως μέσο άντλησης προσωπικής ευχαρίστησης, οι ανθρώπινες σχέσεις. Γιατί η ποίηση του Βασίλη Λαδά, όπως και η πεζογραφία του, έχει έντονο κοινωνικό χαρακτήρα, αφουγκράζεται με ευαισθησία και σεβασμό, χωρίς δραματικές εξάρσεις ή μεγαλοστομία, το «πανάρχαιο έπος των ανωνύμων», όπως το ονομάζει ο ίδιος σε συνέντευξή του στο Βήμα.[7] Θυμίζω ότι το μυθιστόρημά του Παιχνίδια Κρίκετ, το οποίο ήταν στη βραχεία λίστα για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος του 2013, τιμήθηκε με το «Ειδικό Κρατικό Βραβείο βιβλίου που προάγει σημαντικά τον διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα» του ίδιου χρόνου.
Στα πεζογραφικά του έργα τον κύριο θεματικό άξονα συγκροτούν οι δύσκολες ανθρώπινες σχέσεις, όπως διαμορφώνονται σήμερα, κάτω από τα νέα δεδομένα της μετανάστευσης, της πολυπολιτισμικότητας και του ανοιχτού πεδίου, στη σύγχρονη πόλη της Πάτρας, γενέτειρα του συγγραφέα· σχέσεις που συναντούμε σε κάθε μεγαλούπολη της σημερινής Ελλάδας και γενικότερα του δυτικού κόσμου, οι οποίες μεταλλάσσονται σε τόπο συνάντησης του οικείου και του αλλότριου, του δικού μας και του ξένου· στη σύγχρονη εκδοχή μιας παγκόσμιας κοινότητας, όπου συνεχώς συναντούμε εκείνον που γνωρίζουμε αλλά και εκείνον που αγνοούμε, εκείνον που περιμέναμε αλλά και εκείνον που απροσδόκητα ήρθε. Λέει σχετικά ο ίδιος: «Με ενδιαφέρουν η μετανάστευση ως πανάρχαιο έπος των ανωνύμων, η οικονομική εκμετάλλευση αυτού του γεγονότος από τους παράνομους μηχανισμούς και τη νόμιμη εξουσία, καθώς και η σύγκρουση μεταξύ ντόπιων και μεταναστών. Τα «Παιχνίδια κρίκετ» στηρίζονται σε πολλά πραγματικά γεγονότα αλλά το δράμα είναι επινοημένο. Με ενδιέφεραν οι χαρακτήρες, ο ρόλος του τυχαίου, πώς στη μυθοπλασία το πραγματικό γίνεται φανταστικό αναδεικνύοντας τις παραδοξότητες του πραγματολογικού υλικού».[8]
Στο τελευταίο ποιητικό βιβλίο του με τίτλο Λεύκωμα χτυπά ξανά ο σφυγμός του ίδιου πυρηνικού θέματος των σχέσεων, αν και κατά τι μετατοπισμένος. Πρόκειται για μια συλλογή που συγκροτείται από πορτρέτα κοριτσιών και νέων γυναικών, αλλά και από εικόνες της σύγχρονης πόλης· αποτελεί επομένως ένα σημείο σύγκλισης και πάλι του ατομικού και του συλλογικού, ένα σημείο όπου συναντώνται η ατομική με τη συλλογική συνείδηση. Με άλλα λόγια η μετατόπιση εντοπίζεται στον οριζόντιο άξονα της θεματογραφικής παραλλαγής και όχι στην κάθετο μιας δραστικής θεματικής αλλαγής· δηλαδή ενώ μετατοπίζεται από τη διαδικασία (π.χ. Δείπνα) στα πρόσωπα, εστιάζοντας περισσότερο σε θηλυκές προσωπογραφίες («Το Κορίτσι του σούπερ μάρκετ», «Το κορίτσι που φοβόταν», «Κάτια», «Η διάφανη», «Πνέουσα» κ.α.) το επίκεντρο κατ’ ουσίαν παραμένει το ίδιο. Ειδικότερα.
Το Λεύκωμα χωρίζεται σε τρία άνισα μέρη φαινομενικά ανόμοια. Ωστόσο η συλλογή συντίθεται στο κοινό πεδίο δύο ομόκεντρων κύκλων: του ατομικού μύθου/της συλλογικής παραμυθίας, της προσωπικής ιστορίας/του κοινωνικού βιώματος.
«Η Βασίλισσα του Πόνου»
Καθόσουν πάνω στη βαλίτσα κι έμοιαζες αποσκευή.
Ένιωθα γυμνός ανάμεσα στο πλήθος και ντρεπόμουν.
Το τρένο που ταξίδεψες και δεν επέστρεψες
είναι ζωγραφισμένο σε τετράδιο κι ακούω το βουητό του.
Εσύ ήσουν η Βασίλισσα του Πόνου στην τάξη
κι εγώ με δεμένα μάτια σ’ έψαχνα στην «τυφλόμυγα». […] (σ.11)

Τα κοριτσίστικα αυτά πρόσωπα που απασχολούν τα ποιήματα της συλλογής είναι γειωμένα στην πραγματικότητα και έχουν πρόδηλες πραγματολογικές βάσεις. Παρολαυτά η μια πλευρά τους βρίσκεται στη φαντασιακή διάσταση του ονείρου, σε έναν μεταφυσικό χώρο όπου συνομιλούν με την απραγματοποίητη επιθυμία, τη νοσταλγία μιας παρελθοντικής μνήμης που ξεχάστηκε στο περιθώριο της καθημερινότητας, με τη γλυκόπικρη θλίψη για τα χρόνια που έφυγαν, για όσα περιμέναμε και δεν ήρθαν, για όσα κυνηγήσαμε και χάθηκαν για πάντα. Κι ενώ φαίνεται να κεντρώνεται σε ένα ατομικό πεδίο, δεν περιορίζεται στον προσωπικό χωροχρόνο, αλλά εξακτινώνεται με τρόπον ώστε η θηλυκή φιγούρα να γίνεται η αλληγορία της αθωότητας που χάνεται, η παιδική ηλικία που δεν ξαναγυρίζει, το κοινωνικό όραμα που άρχισε να ξεθωριάζει, η πορεία μιας πόλης ολόκληρης προς την παρακμή και την πτώση.
«Η Πτώση»
I.
Έσεισες το σώμα μου σαν σεισμός
όταν βγήκες γυμνή από τον ύπνο.
Έλυσες τα μαλλιά σου πλάι στο παράθυρο
κι ένας γκρεμός σε τράβηξε κάτω. […](σ.37)
VI.
[…] Θα γεμίσουν τη θάλασσά μας πνιγμένους
την παραλία απόβλητα και ποντίκια.
Αλλά εμείς αγαπάμε την Ελλάδα με τα σκουπίδια της
με τις χαμένες μάχες που έρχονται.
Ερωτευόμαστε πάντα ερωτευόμαστε
πεινάμε διψάμε και ερωτευόμαστε.
Ακόμη και στον δρόμο χωρίς γυρισμό
πίνουμε φάρμακα και ερωτευόμαστε.

Ησυχία λοιπόν συμπολίτες
Η πτώση αρχίζει. (σ.42)

Το Λεύκωμα περιλαμβάνει εικόνες προσώπων και γεγονότων που σημαδεύουν τη ζωή μας, που αποτελούν τα στοιχεία εκείνα των αναμνήσεων που, θέλοντας και μη, αφήνουμε πίσω μας, αυτά που θέλουμε να διασώσουμε από τη σκόνη του χρόνου αλλά και τα άλλα που ανίσχυροι τα βλέπουμε να καρφώνονται στη μνήμη μας και να μας τυραννούν. Και τότε έρχεται η ποιητική τους εκδραμάτιση για να μας σώσει, προσφέροντάς μας το ενδεχόμενο  να μεταστρέψουμε την πικρή επίγευση σε μια παραμυθητική αλληγορία.
«Πνέουσα»
Με το που καταλάγιαζαν τα ουρλιαχτά της πόλης
ερχόσουν να με φοβίσεις με τις ιστορίες των λύκων.
[…]
Αγρίευες και χόρευες πάνω στο κρεβάτι μας
έπεφτες με δύναμη στο σώμα μου να το λιώσεις.

Εξαφανιζόσουν ύστερα μέσα στον καθρέφτη
στο δωμάτιό μας που μεγάλωνε σαν τύμβος.

Σαν τύμβος από τις πέτρες που στοίβαζες
να πέσουν στον ύπνο μου να με βουλιάξουν.[…] (σ.18)

Αφουγκραζόμαστε τον ποιητή να ψιθυρίζει με χαμηλό τόνο και χωρίς διδακτισμό πως η ποιητική συγκίνηση οφείλει να αρδεύεται και να μνημειώνει όχι μόνο το ηρωικό ή/και ένδοξο (ενδιαφέρων ο «λοξός» τρόπος με τον οποίον αναφέρεται στο Σολωμό και τον Καβάφη στα ποιήματα «Μανία με τον Καβάφη» και «Του Διονυσίου Σολωμού»), αλλά και το ταπεινό, την άδοξη ανθρώπινη συνθήκη, κάθε τι που το κοινό αίσθημα μπορεί να απαξιώνει ή να υποτιμά.
«Νυχτερινό έντομο»
Φωτεινό νυχτερινό έντομο
δικό σου το μικρό σπίτι τις νύχτες […]
με φως και βουητό συνομιλείς με τους ήχους
δυναμώνει το φως σου στα βογκητά του έρωτα […]
παγώνει την ώρα που πνίγεται η σιωπή
και τα χείλη σου αφήνουν βουητό κινδύνου.
Κι όταν ακούς τις κλειδώσεις της νύχτας
να τρίζουν κουρασμένες στις σκάλες των σπιτιών
έρχεται η δική σου ώρα να κοιμηθείς
να προστατέψεις στον ύπνο φως και βουητό. […] (σ.12)

Τα ποιήματα κεντράρουν μεν σε θηλυκές περσόνες, αλλά αναφέρονται γενικότερα σε όντα που βασανίζουν και βασανίζονται από αισθήματα και αγωνίες, συνομιλούν με τις πολιτισμικές συμβάσεις, αλλά απηχούν και παραμυθικές σχέσεις, δηλαδή μας ταξιδεύουν, παρόλο το συγχρονικό τους αποτύπωμα, σε μια διαχρονική αθωότητα. Ο ελεγειακός τόνος προκύπτει από την απώλεια κυρίως της νεανικής αυταπάτης ότι προλαβαίνουμε ακόμα να ζήσουμε και να χαρούμε, ότι μπορούμε να κάνουμε πραγματικότητα ό, τι ονειρευτήκαμε. Μια αλληγορική τέτοιου τύπου διάσταση ενυπάρχει μέσα στην ίδια τη φευγαλέα και ονειρική κοριτσίστικη φιγούρα, που είναι σαν ένα όνειρο, μια ψυχική ενέργεια, μια οπτασία, κάτι άπιαστο που συνεχώς μας διαφεύγει, όπως ο ορίζοντας που όσο και να ταξιδεύουμε συνεχώς απομακρύνεται.
«Η διάφανη»
Όπως η αδικοπνιγμένη στη λίμνη από φθόνο
Αναδύεται μόλις την τραβήξει πάνω το φεγγαρόφωτο
Όπως η πεταμένη σε βαθιά σπηλιά ν’ αργοσαπίσει
ανασταίνεται μόλις ακούσει το τραγούδι του εραστή
έτσι κι η αδικοσκοτωμένη με τη μοτοσικλέτα της
διαρρηγνύει την άσφαλτο και πετάγεται από το χώμα
Να τρέξει στις σφυρίχτρες και στις καραμούζες της αποκριάς. [..] (σ.17)

Ανθρώπινα πρόσωπα καθημερινά που βλέπουν τα όνειρά τους να εγκλωβίζονται στη σαρκοβόρα παγίδα ενός συστήματος που στήνει τους κανόνες και τα πλαίσιά του ερήμην μας· άνθρωποι ταλαιπωρημένοι που προσπαθούν να υψώσουν τη σημαία της προσωπικής τους εξέγερσης έχοντας την ψευδαίσθηση ότι ίσως μπορέσουν να ευτυχήσουν.
«Αλλαγή σκηνικού»
Στον απόμακρο δρόμο με τα παλιά σπίτια που τον σκοτώσαν
την άλλη μέρα έφυγε κιόλας η μυρωδιά του πτώματος.
Πλήθος μαζεύονταν κι εναπόθεταν λουλούδια
άναβαν κεριά αρωματικά έφερναν ενθυμήματα,
όπως συμβαίνει πάντα σε άδικους σκοτωμούς
να’ ρχεται η ζωή να τραφεί στο σημείο του θανάτου. […] (σ.15)

Στο Λεύκωμα αποτυπώνεται με έναν υποδόρια σπαρακτικό τρόπο η προσπάθεια να συνταιριαστεί η αναπαράσταση του ρεαλιστικού κόσμου μιας σκληρής καθημερινότητας με την ποιητική προσδοκία μιας αναπαράστασης του κόσμου των παιδικών μας προσδοκιών και ονείρων∙ έναν κόσμο που ορίζεται από την ανάγκη να πολεμήσουμε τον φόβο του θανάτου και να βιώσουμε το ερωτικό πάθος ως το αλχημικό φίλτρο μιας αναγεννώμενης νεότητας. Και ο κόσμος αυτός δεν είναι άλλος παρά εκείνος της γνήσιας ποιητικής φαντασίας· είτε ο αμφίρροπος ζυγός της γέρνει προς την πραγμάτωση είτε προς την ματαίωση, είτε ο ορίζοντάς της είναι ο ανοιχτός της ελπίδας είτε ο κλειστός μιας πολλαπλής ακύρωσης.
«Πορτοκαλιές»
[…] Πρέπει να βρέξει πολύ και για μέρες
να βρω την άγνωστη χώρα.
Πρέπει να βρέξει πολύ και για μέρες
να συναντήσω το κορίτσι στην άγνωστη χώρα. […] (σ.14)

Τα ποιητικά κείμενα του βιβλίου έχουν έντονα τα γνωρίσματα μιας αφηγηματικότητας χαμηλού τόνου, μια που οι ιστορίες οι οποίες φιλτράρονται μέσα από τον ποιητικό λόγο είναι διηγήσεις περιστατικών, τα οποία συστήνουν τον σύγχρονο κόσμο μας. Εξάλλου το πλείστον αναφέρονται στους «απλούς ανθρώπους» της διπλανής πόρτας, σε βίους ελάσσονες που απαρτίζουν όμως την τοιχογραφία της εποχής μας, σε γεγονότα που βλέπουμε γύρω μας καθημερινά: τη μετανάστευση, την οικονομική κρίση, την αδικία, την ανάγκη διαμαρτυρίας, την επανάπαυση ή την αγανάκτηση.
Μ’ αυτόν τον τρόπο σχηματίζεται η αίσθηση ότι μπροστά στο ζέον παροντικό βίωμα ο ποιητικός λόγος αναζητά νέους δρόμους χωνεύοντας την ιστορία μέσα στον καημό, γυρεύοντας το ζύγιασμα της καλοσύνης, δηλαδή της δικαιοσύνης, που το λογοτεχνικό θεώρημα του Βασίλη Λαδά πρεσβεύει εντατικά και αδιαπραγμάτευτα, με χαμηλόφωνο τόνο και ελεγειακό επιτονισμό. Γι’ αυτό και οι εικόνες που συλλέγει στο Λεύκωμά του ο ποιητής έχουν ανθρωπιστικό βάρος αλλά και χαμηλό ύψος εστιασμού, είναι διαποτισμένες με τη θλίψη ότι αυτός ο «χαμηλός κόσμος» φθείρεται και εξωτερικά και εσωτερικά. Γιατί οι εικόνες του ακόμη κι όταν αναφέρονται σε χθεσινά γεγονότα, καλύπτουν τα σημερινά και προλέγουν –αλίμονο…‒ τα μελλούμενα…
Εικόνες αγαπημένες της ζωής
από αιώνες τώρα
φωτογραφίες παιδιών παππούδων γιαγιάδων
των νεόνυμφων στον γάμο
αναρτημένες στους τοίχους μες στα κάδρα
εικόνες αγαπημένες της ζωής
απροστάτευτες στους τοίχους
από τις βόμβες τους πυραύλους τα εκρηκτικά (σ.52)

[1] Βασίλης Λαδάς, Λεύκωμα, Γαβριηλίδης, 2020, σ.52.
[2] Βασίλης Λαδάς, Ο Γιάννης και η Μαρία, Στοχαστής, 1972.
[3] Μέχρι το 2004 ο Βασίλης Λαδάς υπέγραφε τα ποιητικά βιβλία του ως Βασίλης Αρφάνης.
[4] Βασίλης Αρφάνης, Απόκρεω, Γαβριηλίδης, 2004.
[5] Βασίλης Λαδάς, Δείπνα, Γαβριηλίδης, 2011.
[6] Βασίλης Λαδάς, «Δείπνο σημαίνει μοιράζω ίσες μερίδες», Ελευθεροτυπία, 7 Απριλίου 2011. Ανακτήθηκε από: http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=07/04/2011&id=266088.
[7] Βασίλης Λαδάς, «Δείχνουμε και ρατσισμό και φιλότιμο», συνέντευξη στη Λαμπρινή Κουζέλη, Το Βήμα, 4 Απριλίου 2014. Ανακτήθηκε από: https://www.tovima.gr/2014/04/04/books-ideas/basilis-ladas-deixnoyme-kai-ratsismo-kai-filotimo/.
[8] Βλ. ό.π. σημ. 7.

Δεν υπάρχουν σχόλια: