ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΙΠΛΙΚΑΤΣΗ
Είμαι ο Έμα, δέκα χρονών. Ζω με την οικογένεια μου στο σπίτι του παππού μου. Ο παππούς μου είναι ιερέας και ο πατέρας μου δάσκαλος στο σχολείο της εκκλησίας. Μένουμε στην Αμπούζα. Μεγάλη πόλη. Έχει δρόμους κι αυτοκίνητα, πιο πολλά μηχανάκια, έχει πολλούς ανθρώπους, πολλά ξύλινα σπίτια κι έχει και νοσοκομείο. Σ’ ένα ξύλινο σπίτι μένουμε κι εμείς. Η γιαγιά Βικτώρια δεν έμενε μαζί μας. Τώρα την έφεραν και είπαν πως είναι πεθαμένη. Την έβαλαν σ’ ένα δωμάτιο κάτω, δίπλα απ’ το δωμάτιο του παππού. Είπαν πως πρέπει να έρθουν οι θείοι για να γίνει η κηδεία της και μέχρι τότε θα είναι στο δωμάτιο. Ο παππούς είπε πώς δε θα καθυστερήσουν πάνω από δυο μέρες. Εμείς, σε κάθε γιορτή και σε κάθε σπουδαίο πράγμα που γίνεται, μαζευόμαστε όλοι. Θυμάμαι τη
γιαγιά Βικτώρια όταν είχαμε πάει για το γάμο της Αμάκα στη Λάφια που ζούσε. Η Αμάκα είναι κόρη της Αγκόγκο που η γιαγιά Βικτώρια είναι η μαμά της. Είχαν έρθει και ο Κένι και ο Οπάρα, από το Λάγκος, με τις οικογένειες τους, που έχουν και αυτοί μαμά τη γιαγιά Βικτώρια. Είχαμε μαζευτεί όλα τα παιδιά και παίξαμε με την ψυχή μας, μέχρι να ετοιμαστούν όλα για το γάμο. Έτσι και τώρα θα μαζευόμασταν πάλι. Δεν θα τραγουδούσαμε, ούτε θα χορεύαμε χαρούμενα, μα θα κοιμόμασταν στο πάτωμα και θα λέγαμε ιστορίες, από αυτές που έλεγε παλιά η μαμά του παππού και της γιαγιάς Βικτώριας. Θα τους έδειχνα και το αυλάκι πίσω από το σπίτι και πόσο έξυπνα έχω βρει να το περνάω χωρίς να βουτάω τα πόδια μου στις βρωμιές. Αντί, όμως, γι’ αυτούς, ήρθε ο Όνουα. Τον Όνουα τον φώναξε ο παππούς την τρίτη μέρα, όταν κανένας απ’ τους συγγενείς δεν είχε φανεί. Ήταν απ’ το νεκροτομείο, έτσι μου είπαν όταν ρώτησα. Κλείστηκε με τη γιαγιά στο δωμάτιο και δεν βγήκε παρά μόνο τη μέρα που η γιαγιά φταρνίστηκε. Δεν ξέρω τι της έκανε, αλλά νομίζω πως δεν της γαργάλησε τη μύτη. Στις εννιά μέρες που είχε μείνει μέσα εκεί τον άκουγα να σιγοτραγουδάει κάτι, που όταν το σιγοτραγουδούσε η γιαγιά, ο παππούς θύμωνε και της έλεγε πως αυτά δεν είναι με τη θρησκεία μας τώρα. Ο παππούς πήρε τηλέφωνο τον Κένι, τον Οπάρα, την Αγκόκο που δεν το περίμεναν, γιατί αυτοί περίμεναν να ξεκινήσουν πάλι τα τρένα να έρχονται και να φεύγουν. Όταν πέθανε η γιαγιά είχε ξεκινήσει απεργία. Την απεργία μου την εξήγησε ο πατέρας. Την κάνουν αυτοί που εργάζονται και σταματάνε να εργάζονται. Έτσι είχαν σταματήσει και τα τρένα να εργάζονται και οι θείοι δεν ήρθαν και η γιαγιά έμεινε εννιά μέρες με τον Όνουα στο δωμάτιο του σπιτιού μας, μέχρι που φταρνίστηκε. Ο Όνουα δεν έφυγε αμέσως. Να το πω κι αυτό. Κάθισε άλλες τρεις μέρες με τη γιαγιά, γιατί αυτή μπορεί να φταρνίστηκε, αλλά δεν ζωντάνεψε. Του είπε ο παππούς να την κρατάει ζεστή. Εγώ μ’ όλα αυτά μπερδεύτηκα. Θυμόμουν αυτά που άκουγα στην εκκλησία, αυτά που άκουγα από τις ιστορίες της γιαγιάς κι έγιναν όλα στο μυαλό μου ένα κουβάρι. Το βράδυ μ’ έτρωγαν νεκροί ζωντανοί και ξυπνούσα απ’ τον τρόμο. Δεν ξανακοίταξα κρυφά στο δωμάτιο να δω τι κάνει ο Όνουα με τη γιαγιά κι όσο κι αν έλεγε για θαύματα ο παππούς και ο πατέρας για κάτι που το ’λεγε «νεκροφάνεια», εγώ καλού κακού σκεπαζόμουν μέχρι πάνω με την κουβέρτα να μην με φάει. Ευτυχώς που ήρθε η Αγκόγκο κι ο άντρας της κι έφεραν και την Αμάκα και γέμισε το σπίτι, να έχει κάποιους να φάει πριν έρθει η σειρά μου. Και πρέπει να φάει αυτούς πρώτα, γιατί αυτοί την είχαν φέρει εδώ στο νοσοκομείο της Αμπούζα, με το αμάξι τους. Αυτοί δεν περίμεναν τα τρένα να ξεκινήσουν πάλι. Περίμεναν να έχουν λεφτά για να γεμίσουν το αμάξι με πετρέλαιο, γιατί το είχαν ξοδέψει στο ταξίδι που είχαν κάνει για να την φέρουν. Δεν φοβήθηκαν καθόλου. Ο θείος έλεγε πως το πετρέλαιο θα μας φάει κι όχι η γιαγιά. Νομίζω πως αυτό έλεγε κι ο πατέρας πάντα. Τώρα πως γίνεται αυτό, δεν το ξέρω. Εγώ πάντως ησύχασα και την τρίτη μέρα από ’κείνο το φτάρνισμα η γιαγιά Βικτώρια ζωντάνεψε. Χαρές και γέλια και αγκαλιές. Κι εγώ την αγκάλιασα, αλλά την τσίμπησα κιόλας να δω τι θα κάνει. Εκείνη με φίλησε, αλλά εγώ ανατρίχιασα. Μόνο μετά από πολύ καιρό, όταν είχα συνηθίσει να βλέπω τη νεκρή να είναι ζωντανή, γιατί η γιαγιά Βικτώρια έμεινε μαζί μας μετά απ’ την ανάστασή της, δεν ένοιωθα αυτή την ανατριχίλα. Τώρα κάθε φορά που τη βλέπω να βγαίνει έξω και να με αποχαιρετά, όταν φεύγω για το σχολείο, καθώς προσπαθώ να περάσω το αυλάκι με τις βρωμιές, σκέφτομαι. Σκέφτομαι τη θεία Αγκόγκο να τραγουδάει εκείνο που είχε απαγορέψει ο παππούς και ο παππούς να μην της λέει τίποτα, αλλά να την αγκαλιάζει και να ψέλνει τα δικά του και να κάνουν παρέα τα δύο τραγούδια κι όλοι να είναι χαρούμενοι και η γιαγιά να χαμογελάει. Σκέφτομαι και τα τρένα και το πετρέλαιο και αυτό που το λένε απεργία και λέω πώς σίγουρα η γιαγιά θα έκανε κι αυτή απεργία, γι’ αυτό τη βοήθησε, γιατί αν δεν ήταν αυτή και ο Όνουα, πώς θα φταρνιζόταν μέσα στο χώμα;
Αλεξάνδρα Πιπλικάτση, 2012
Είμαι ο Έμα, δέκα χρονών. Ζω με την οικογένεια μου στο σπίτι του παππού μου. Ο παππούς μου είναι ιερέας και ο πατέρας μου δάσκαλος στο σχολείο της εκκλησίας. Μένουμε στην Αμπούζα. Μεγάλη πόλη. Έχει δρόμους κι αυτοκίνητα, πιο πολλά μηχανάκια, έχει πολλούς ανθρώπους, πολλά ξύλινα σπίτια κι έχει και νοσοκομείο. Σ’ ένα ξύλινο σπίτι μένουμε κι εμείς. Η γιαγιά Βικτώρια δεν έμενε μαζί μας. Τώρα την έφεραν και είπαν πως είναι πεθαμένη. Την έβαλαν σ’ ένα δωμάτιο κάτω, δίπλα απ’ το δωμάτιο του παππού. Είπαν πως πρέπει να έρθουν οι θείοι για να γίνει η κηδεία της και μέχρι τότε θα είναι στο δωμάτιο. Ο παππούς είπε πώς δε θα καθυστερήσουν πάνω από δυο μέρες. Εμείς, σε κάθε γιορτή και σε κάθε σπουδαίο πράγμα που γίνεται, μαζευόμαστε όλοι. Θυμάμαι τη
γιαγιά Βικτώρια όταν είχαμε πάει για το γάμο της Αμάκα στη Λάφια που ζούσε. Η Αμάκα είναι κόρη της Αγκόγκο που η γιαγιά Βικτώρια είναι η μαμά της. Είχαν έρθει και ο Κένι και ο Οπάρα, από το Λάγκος, με τις οικογένειες τους, που έχουν και αυτοί μαμά τη γιαγιά Βικτώρια. Είχαμε μαζευτεί όλα τα παιδιά και παίξαμε με την ψυχή μας, μέχρι να ετοιμαστούν όλα για το γάμο. Έτσι και τώρα θα μαζευόμασταν πάλι. Δεν θα τραγουδούσαμε, ούτε θα χορεύαμε χαρούμενα, μα θα κοιμόμασταν στο πάτωμα και θα λέγαμε ιστορίες, από αυτές που έλεγε παλιά η μαμά του παππού και της γιαγιάς Βικτώριας. Θα τους έδειχνα και το αυλάκι πίσω από το σπίτι και πόσο έξυπνα έχω βρει να το περνάω χωρίς να βουτάω τα πόδια μου στις βρωμιές. Αντί, όμως, γι’ αυτούς, ήρθε ο Όνουα. Τον Όνουα τον φώναξε ο παππούς την τρίτη μέρα, όταν κανένας απ’ τους συγγενείς δεν είχε φανεί. Ήταν απ’ το νεκροτομείο, έτσι μου είπαν όταν ρώτησα. Κλείστηκε με τη γιαγιά στο δωμάτιο και δεν βγήκε παρά μόνο τη μέρα που η γιαγιά φταρνίστηκε. Δεν ξέρω τι της έκανε, αλλά νομίζω πως δεν της γαργάλησε τη μύτη. Στις εννιά μέρες που είχε μείνει μέσα εκεί τον άκουγα να σιγοτραγουδάει κάτι, που όταν το σιγοτραγουδούσε η γιαγιά, ο παππούς θύμωνε και της έλεγε πως αυτά δεν είναι με τη θρησκεία μας τώρα. Ο παππούς πήρε τηλέφωνο τον Κένι, τον Οπάρα, την Αγκόκο που δεν το περίμεναν, γιατί αυτοί περίμεναν να ξεκινήσουν πάλι τα τρένα να έρχονται και να φεύγουν. Όταν πέθανε η γιαγιά είχε ξεκινήσει απεργία. Την απεργία μου την εξήγησε ο πατέρας. Την κάνουν αυτοί που εργάζονται και σταματάνε να εργάζονται. Έτσι είχαν σταματήσει και τα τρένα να εργάζονται και οι θείοι δεν ήρθαν και η γιαγιά έμεινε εννιά μέρες με τον Όνουα στο δωμάτιο του σπιτιού μας, μέχρι που φταρνίστηκε. Ο Όνουα δεν έφυγε αμέσως. Να το πω κι αυτό. Κάθισε άλλες τρεις μέρες με τη γιαγιά, γιατί αυτή μπορεί να φταρνίστηκε, αλλά δεν ζωντάνεψε. Του είπε ο παππούς να την κρατάει ζεστή. Εγώ μ’ όλα αυτά μπερδεύτηκα. Θυμόμουν αυτά που άκουγα στην εκκλησία, αυτά που άκουγα από τις ιστορίες της γιαγιάς κι έγιναν όλα στο μυαλό μου ένα κουβάρι. Το βράδυ μ’ έτρωγαν νεκροί ζωντανοί και ξυπνούσα απ’ τον τρόμο. Δεν ξανακοίταξα κρυφά στο δωμάτιο να δω τι κάνει ο Όνουα με τη γιαγιά κι όσο κι αν έλεγε για θαύματα ο παππούς και ο πατέρας για κάτι που το ’λεγε «νεκροφάνεια», εγώ καλού κακού σκεπαζόμουν μέχρι πάνω με την κουβέρτα να μην με φάει. Ευτυχώς που ήρθε η Αγκόγκο κι ο άντρας της κι έφεραν και την Αμάκα και γέμισε το σπίτι, να έχει κάποιους να φάει πριν έρθει η σειρά μου. Και πρέπει να φάει αυτούς πρώτα, γιατί αυτοί την είχαν φέρει εδώ στο νοσοκομείο της Αμπούζα, με το αμάξι τους. Αυτοί δεν περίμεναν τα τρένα να ξεκινήσουν πάλι. Περίμεναν να έχουν λεφτά για να γεμίσουν το αμάξι με πετρέλαιο, γιατί το είχαν ξοδέψει στο ταξίδι που είχαν κάνει για να την φέρουν. Δεν φοβήθηκαν καθόλου. Ο θείος έλεγε πως το πετρέλαιο θα μας φάει κι όχι η γιαγιά. Νομίζω πως αυτό έλεγε κι ο πατέρας πάντα. Τώρα πως γίνεται αυτό, δεν το ξέρω. Εγώ πάντως ησύχασα και την τρίτη μέρα από ’κείνο το φτάρνισμα η γιαγιά Βικτώρια ζωντάνεψε. Χαρές και γέλια και αγκαλιές. Κι εγώ την αγκάλιασα, αλλά την τσίμπησα κιόλας να δω τι θα κάνει. Εκείνη με φίλησε, αλλά εγώ ανατρίχιασα. Μόνο μετά από πολύ καιρό, όταν είχα συνηθίσει να βλέπω τη νεκρή να είναι ζωντανή, γιατί η γιαγιά Βικτώρια έμεινε μαζί μας μετά απ’ την ανάστασή της, δεν ένοιωθα αυτή την ανατριχίλα. Τώρα κάθε φορά που τη βλέπω να βγαίνει έξω και να με αποχαιρετά, όταν φεύγω για το σχολείο, καθώς προσπαθώ να περάσω το αυλάκι με τις βρωμιές, σκέφτομαι. Σκέφτομαι τη θεία Αγκόγκο να τραγουδάει εκείνο που είχε απαγορέψει ο παππούς και ο παππούς να μην της λέει τίποτα, αλλά να την αγκαλιάζει και να ψέλνει τα δικά του και να κάνουν παρέα τα δύο τραγούδια κι όλοι να είναι χαρούμενοι και η γιαγιά να χαμογελάει. Σκέφτομαι και τα τρένα και το πετρέλαιο και αυτό που το λένε απεργία και λέω πώς σίγουρα η γιαγιά θα έκανε κι αυτή απεργία, γι’ αυτό τη βοήθησε, γιατί αν δεν ήταν αυτή και ο Όνουα, πώς θα φταρνιζόταν μέσα στο χώμα;
Αλεξάνδρα Πιπλικάτση, 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου