Στίς «Μνῆμες ἑταίρων», πού καθιέρωσε ἡ Ἑταιρεία Συγγραφέων, δόθηκε ἀπό τήν πρώτη στιγμή προτεραιότητα στό πρόσωπο τῶν ἐκλιπόντων.[1] Εἶναι φανερό πώς ἔτσι οἱ ὁμηλητές ἐπιθυμοῦσαν νά ἀνακαλέσουν κυρίως ὅ,τι χάθηκε, τή ζεστή ἀνθρώπινη παρουσία, καί ὄχι νά κάνουν ἀναλύσεις ἔργων πού ἄλλωστε θά ἦταν δύσκολο νά χωρέσουν στά πλαίσια σύντομων ὁμιλιῶν. Υἱοθετώντας τό πνεῦμα αὐτό κάπως ἀκραῖα, θά ἤθελα νά δώσω ἀπόψε μερικά στοιχεῖα σχετικά μέ τήν προσωπογραφία τοῦ Γιώργο Ἰωάννου -τοῦ λογοτέχνη πού χάθηκε στίς 16 τοῦ Φλεβάρη τῆς περασμένης χρονιᾶς.
Ἀλλά πρίν νά προχωρήσω, ἴσως χρειάζεται νά πῶ δυό λόγια πάνω σ᾿ αὐτό τό θέμα. Ἔξω ἀπό τήν ἀναπόληση τοῦ ἄνθρωπου, ὅπως τό καλεῖ τώρα ἡ ὥρα, τί νόημα ἔχουν ἄλλα εἰδικότερα στοιχεῖα τῆς προσωπογραφίας του; Ξέρουμε ὅτι συχνά οἱ βιογραφίες τῶν λογοτεχνῶν ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ γιά τήν ἑρμηνεία τοῦ ἔργου τους. Καί ξέρουμε πώς στίς μέρες μας θεωροῦμε αὐτές τίς ἑρμηνεῖες ὅλο καί περισσότερο ἀφερέγγυες. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή δέ θά ᾿ταν ἄσκοπο νά πῶ ὅτι τά παρακάτω δέν ἔχουν πρόθεση νά φωτίσουν τό ἔργο τοῦ Ἰωάννου ἀπό καμιά πλευρά, οὔτε βέβαια ἔχουν προκύψει ἀπό τή μελέτη τοῦ δοσμένου ἔργο του. Ἀπό τ᾿ ἄλλο μέρος εἶναι γνωστό πώς ὑπάρχει ἔντονο ἐνδιαφέρον γιά τό πρόσωπο ὅσων ξεχώρισαν στό δημόσιο στίβο. Δέν ξέρω ποιά εἶναι ἡ αἰτία ἀκριβῶς. Θέλω νά πιστεύω ὅμως πώς δέν εἶναι ἀποτέλεσμα νοσηρῆς περιέργειας ἤ δέν εἶναι μόνο. Τί μᾶς κάνει λ.χ. νά ζητοῦμε τόσο ἐπίμονα τήν εἰκονογραφία τοῦ Α. Κάλβου; Ἴσως εἶναι, μεταξύ ἄλλων, ἡ ἐνοχλητική ἀμηχανία πού αἰσθανόμαστε μπροστά στίς ἄγνωστες πτυχές προσώπων καί πραγμάτων τά ὁποῖα ἀπό ὁρισμένη ἄποψη μᾶς ἀφοροῦν. Ἀνεξάρτητα ὡστόσο ἀπ᾿ αὐτό, γνωρίζουμε ὅτι στό παρελθόν ἡ ἔλλειψη πληροφοριῶν ἀπό πρῶτο χέρι ἐπέτρεψε, ὅπως π.χ. στήν περίπτωση τοῦ Καβάφη καί τοῦ Καρυωτάκη, νά κυκλοφορήσουν ἀβάσιμες φῆμες. Εἶναι προτιμότερο ἔτσι, ἄν πρόκειται νά γίνει κάποτε λόγος γιά τό ἄτομο ἑνός συγγραφέα, νά ὑπάρχουν πληροφορίες τέτοιες ὥστε νά μήν εἶναι εὔκολη ἡ αὐθαίρετη ἀναφορά στό πρόσωπό του. Εἶναι καλύτερα νά δίνουμε ἔγκαιρα μερικά στοιχεῖα γιά τούς λογοτέχνες παρά ν᾿ ἀφήνουμε τή δουλειά αὐτή νά τήν κάνει ἡ φαντασία τῶν μεταγενέστερων.
Ἴσως ὅμως μακρηγόρησα καί θά πρέπει νά περάσω στό συγκεκριμένο θέμα.
Ὁ Γιῶργος Ἰωάννου, πρωτότοκος γιός προσφυγικῆς οἰκογένειας ἀπό τήν Ἀνατολική Θράκη, γεννήθηκε στή Θεσσαλονίκη τό 1927 στίς 20 τοῦ Νοέμβρη. Σέ ὥριμη ἡλικία εἶχε μέτριο ἀνάστημα καί σωματικό τύπο μᾶλλον πληθωρικό. Μελαχρινός, μέ φυσιογνωμία ἁδρή, εἶχε γκρίζα ἐκφραστικά μάτια καί μαῦρα σγουρά μαλλιά. Τό βάδισμά του ἦταν βαρύ καί κάπως ἀργό, ἀρκετά χαρακτηριστικό γιά ὅσους τόν ἤξεραν ὥστε νά τό ἀναγνωρίζουν ἀπό μακριά. Ντυνόταν ἁπλά, δίχως ἐπιτήδευση, μέ κοστούμι συνήθως σκοῦρο, χωρίς ν᾿ ἀκολουθεῖ τήν ἑκάστοτε μόδα. Ἔτσι δέ φόρεσε π.χ., ὅταν ἦταν τοῦ συρμοῦ, παντελόνι καμπάναα, δέν ἄφησε μακριά μαλλιά, φαβορίτες, κ.λπ. Ἡ φωνή του λίγο βαθιά παρουσίαζε σπασίματα κατά τρόπο πού ὡς σύνολο ἀνταποκρινόταν στόν τύπο τῆς φωνῆς πού ὀνομάζει ὁ λαός «κατσαρή». Στήν ὁμιλία του ὑπῆρχε ἕνα ἰδιότυπο «τίκ», κάτι σάν ἐλαφρό φτάρνισμα, πού ἐκδηλωνόταν ἀκανόνιστα. Φαίνεται ὅμως πώς δέν ἦταν ὁλωσδιόλου ἀνεξέλεγκτο, γιατί σέ μερικές δημόσιες ὁμιλίες του δέν γινόταν αἰσθητό. Γνώρισμα ἐπίσης τῆς ὁμιλίας του ἦταν ὅτι ἔσερνε συνήθως ἐλαφρά τήν τελευταία συλλαβή ἤ τό γράμμα τῆς κάθε ἐκφραστικῆς ἑνότητας. Ἔχοντας καθαρή ἄρθρωση, μιλοῦσε ἀβίαστα, πάντα σχεδόν κουβεντιαστά, ὀργανώνοντας τόν λόγο του περισσότερο παρεκβατικά παρά συγκεντρικά. Θέλω νά πῶ ὅτι συνήθως δέν ἀνάπτυσσε ἕνα θέμα σφαιρικά, ἐπιμένοντας στήν ἀρχική προσέγγισή του, ἀλλά ξεκινώντας ἀπ᾿ αὐτό προχωροῦσε μέ διαδοχικές παρεκβάσεις προς ἄλλες κατευθύνσεις. Στό γραφεῖο του, γιά παράδειγμα, εἶχε τέσσερεις κάπως εὐρύχωρες ξύλινες καρέκλες πού τοῦ ἄρεσαν. Κάποτε τίς σχολίασε περίπου ἔτσι. «Εἶναι εὕρημα. Τίς ἀνακάλυψα μιά μέρα πού τριγυρνοῦσα στό Μοναστηράκι. Βλέπεις ἐκεῖ πολλά ὡραῖα, ἀκόμα καί στα κοντινά στενά. Ἐκτός ἀπό τά διάφορα καί τήν ἀτμόσφαιρα εἶναι καί τά σπίτια τῆς παλιᾶς Ἀθήνας. Τά θυμᾶμαι ἀπό μικρό παιδί καί τά συγκρίνω μέ τά παλιά τῆς ἀπάνω Θεσσαλονίκης. Ἄλλες γειτονιές ἐκεῖνες, ἄλλος ἀέρας, πιό βυζαντινός. Προπάντων οἱ παλιές ἐκκλησιές μέ τίς εἰκόνες τους δίνουν ἄλλο χρῶμα…», κ.λπ. Ἐννοεῖται πώς δέν μετάφερα ἀκριβῶς τά λόγια του, ἀλλά τό σχῆμα τοῦ παρεκβατικοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο κυλοῦσε ὁ λόγος του. Λόγος ἄνετος, ζεστός καί εὐλύγιστος. Λές καί τά πράγματα, στά ὁποῖα ἀναφερόταν, ἔρχονταν ἕνα ἕνα μόνα τους νά πάρουν τή σειρά τους στή ροή τῆς ὁμιλίας του.
Στό σπιτικό περιβάλλον πού πέρασε τά τελευταῖα 14 χρόνια τῆς ζωῆς του (Δεληγιάννη 3, Ἐξάρχεια), ἰδίως στό μακρόστενο δωμάτιο, ὅπου εἶχε τό γραφεῖο του, θά ἔκανε ἐντύπωση, νομίζω, στόν καθένα ἡ ἀτμόσφαιρα κλεισούρας καί ἀπομόνωσης πού ὑπῆρχε. Ὄχι πώς δἐ δεχόταν φίλους καί γνωστούς. Ὁ χῶρος ὅμως φαινόταν, πρῶτα, πραγματικά κλειστός, καθώς εἶχε καλύψει τά παράθυρα ἔτσι πού νά νομίζεις πώς δέν ὑπῆρχαν. Κι ἔπειτα ὡς αἴσθηση ἡ ἐπίπλωση καί ἡ παρουσία του δημιουργοῦσαν κλίμα ἡσυχατήριου. Ἄν καί τοῦ ἄρεσε νά περπατάει, καί ἦταν δεινός περιπατητής τῆς πόλης, ἐντούτοις δέν ἦταν ἄνθρωπος τοῦ ἀνοιχτοῦ χώρου καί τῆς ἐξοχῆς. Διακοπές, ἐκδρομές σέ νησιά καί βουνά, θαλασσινά μπάνια, φυσική ἀγωγή, σ᾿ αὐτά δέ χάριζε τόν καιρό καί τήν ἔγνοια του. Ἀντίθετα, ἐννοοῦσε νά κλείνεται τίς ἐλεύθερες ἀπό τό ἐπάγγελμα ὧρες καί νά ἐργάζεται ἀκούραστα. Ἀκούραστα; Ὄχι ἀκριβῶς, ἀλλά ἐπίμονα καί σχδόν πυρετικά. Κι ἡ στάση του αὐτή εἶχε διαποτίσει τόν ἰδιωτικό χῶρο στόν ὁποῖο ἐργαζόταν κι ὁ ὁποῖος τελικά συνταιριαζόταν μαζί του. Ἕνα βαρύ ξύλινο γραφεῖο πού φωτιζόταν χαπηλά, βιβλιοθῆκες μέ γεμάτα ράφια, τέσσερεις ξύλινες πολυθρόνες, ἕνα σινί, μιά ρηχή κανίστρα φορτωμένη πάντα μέ διάφορα φροῦτα, μιά τηλεόραση μόνιμα σχεδόν κλειστή, μιά λάμπα παλιοκαιρίτικη, μερικά ἐνθυμήματα καί μερικά ἄλλα πράγματα. Δεξιά ἀπό τό γραφεῖο, στά ράφια τῆς βιβλιοθήκης, διάφορα λεξικά ἔτσι πού νά τά φτάνει μέ τό ἅπλωμα τοῦ χεριοῦ -ἀνάμεσά τους τά λεξικά τοῦ Βοσταντζόγλου τόν ὁποῖο ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα. Πάνω στό γραφεῖο βιβλία, μολύβια, χαρτί, πάντα ἕνα μεγάλο βαρύ ποτήρι μέ νερό, ἀπό τό ὁποῖο ἔπινε συχνά, καί πίσω ἀπό τά γραφεῖο στή μόνιμη θέση του ὁ ἴδιος… Ὅ,τι προεῖχε σ᾿ αὐτόν τόν χῶρο δέν ἦταν τό ἔργο του ἤ φήμη του, ἀλλά ἡ ἀμεσότητα τῆς συμπεριφορᾶς καί ἡ ἀτμόσφαιρα, πού προανάφερα, τῆς κλεισούρας.
Γιά τό δημοσιευμένο ἔργο του, ὅσο ξέρω, δέ μιλοῦσε. Τοῦ ἄρεσε ὅμως νά μιλάει γιά τά μελλοντικά του σχέδια, ἰδίως γιά κάποιο ἤ κάποια μυθιστορήματα πού ἤθελε νά γράψει. Καθώς καί μιά ἐκτενή μελέτη πάνω στίς Μακεδονικές Ἱστορίες τοῦ Γ. Μόδη, τό ἔργο τοῦ ὁποίου γενικότερα ἐκτιμοῦσε. Πάντα σ᾿ αὐτές τίς κουβέντες λογάριαζε τόν ἐλεύθερο χρόνο πού θά τοῦ ἔμενε, ὅταν θά ἔπαιρνε τή σύνταξη καί δέ θά ᾿χε ἐπαγγελματικές δεσμεύσεις. Τοῦ ἄρεσε ἐπίσης νά διαβάζει σέ φίλους του φρεσκογραμμένα κείμενα, καθώς καί πρόσφατες μεταφράσεις ποιημάτων ἀπό τήν Παλατινή Ἀνθολογία. Ἤθελε νά ξέρει πῶς ἀκούγονταν. Γιά τά δεύτερα ἰδίως ἐπέμενε νά ρωτάει κατά πόσο, τά σημεῖα τά ὁποῖα ἄφηνε ἀματάφραστα, ἐναρμονίζονταν γλωσσικά μέ τά μεταφρασμένα. Τό θεωροῦσε εὕρημα νά περεμβάλει λέξεις, φράσεις, ἡμιστίχια καί στίχους αὐτούσιους κι ἐνθουσιαζόταν, ὅταν διαπίστωνε καμιά φορά ὅτι διέφευγε ἀπό τούς ἀκροατές του πώς ἦταν σφῆνες ἀμετάφραστες. Γι᾿ αὐτά τά ἀδημοσίευτα γραφτά ἄκουγε μέ προσοχή τά ὁποιαδήποτε σχόλια γίνονταν, καί στίς περιπτώσεις πού ἦταν ἀρνητικά, ὁσάκις τά ἔβρισκε βάσιμα, συγκατάνευε. Φαίνεται ὡστόσο πώς δέν τόν ἐνδιέφεραν, τόσο τά σχόλια καθευτά, ὅσο ἡ γενική ἐντύπωση. Ἄν αὐτή ἦταν πολύ θετική, ὅλα τ᾿ ἄλλα τά παράβλεπε. Ἄν ὄχι, τότε γύρευε διευκρινίσεις. Μερικές φορές ἐντούτοις, ἀκόμα καί σ᾿ ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα ἄκουγε τά κολακευτικότερα λόγια, ἔκανε ἀλλαγές πού τίς βλέπαμε ὅταν τά δημοσίευε. Γεγονός πού δείχνει ὅτι παρόλη τή μαθητεία, τήν πείρα καί τήν εὐχέρεια πού εἶχε στό γράψιμο, ἀντιμετώπιζε τό κάθε κείμενο σάν μιά δουλειά μέ ἄγνωστες ὥς τότε δυσκολίες. Ἐννοεῖται πώς δέν ἀναφέρομαι ἐδῶ στά διάφορα ἄρθρα καί σημειώματα, τά ὁποῖα εἶχαν ἐξωλογοτεχνική ἀφετηρία καί γιά τά ὁποῖα δέν σήκωνε συζήτηση. Ἄν ὡστόσο ἄκουγε μέ τόσο εὐνοϊκή διάθεση ὁτιδήποτε λεγόταν γιά τά ἀδημοσίευτα γραφτά του, γιά τά δημοσιευμένα εἶχε διαφορετική ἀντίληψη. Προπάντων δέ δεχόταν νά ἀλλάξει τίποτε. Καί μιά καί τό φέρνει ἡ κουβέντα θά ἤθελα νά πῶ ὅτι στά δημοσιευμένα κείμενα, ἐκτός ἀπό τυπογραφικές ἀβλεψίες, δέν ἔχει διορθώσει οὔτε ἕνα κόμμα στίς νεότερες ἐκδόσεις.
Γιά τό δημοσιευμένο ἔργο του, ὅπως εἶπα, δέν συνήθιζε νά μιλάει. Ὡς ἄνθρωπος ὅμως ὁρισμένης συντεχνίας, ὁ ὁποῖος ἀναφερόταν συχνά σέ πρόσωπα καί πράγματα, ἔδειχνε τίς προτιμήσεις του. Ἔτσι, ἀπό τή θέση πού ἔπαιρνε πάνω σέ σχετικά ζητήματα καί προπαντός ἀπό τίς ἐπιγραμματικές γνῶμες του, γινόταν αἰσθητό πώς ἔβλεπε τή λογοτεχνία, τήν πεζογραφία καλύτερα, κυρίως μέσα ἀπό τό δικό του ἔργο. Κυρίως! Ἡ μονομέρεια τῶν λογοτεχνῶν ἀναφορικά μ᾿ αὐτό τό θέμα, ἐκτός ἀπό ἐξαιρέσεις, εἶναι γνωστό φαινόμενο. Ὁ Ἰωάννου δέν ἀνῆκε στίς ἐξαιρέσεις. Δέν ἀνῆκε δηλαδή στήν κατηγορία ἐκείνη πού, ἄν καί ἀξιόλογοι λογοτέχνες, ἔχουν ταυτόχρονα ἴδιαίτερη ἔφεση προς τή θεωρία καί τήν ἀναλυτική σκέψη, κατά τρόπο πού νά μιλοῦν γιά τά ἔργα τῶν ὁμοτεχνῶν τους χωρίς στενή συνάρτηση μέ τό δικό τους. Ἀντίθετα εἶχε κράση κατεξοχήν ἐμπειρική ἀπό τήν ὁποία καθορίζονταν σέ μεγάλο βαθμό τά κριτήριά του γιά τή λογοτεχνία. Παράμενε ἐμπειρικός ἀκόμα κι ὅταν διατύπωνε συλλογισμούς. Ἐμπειρικά εἶχε οἰκοδομήσει πέτρα τήν πέτρα ἕνα δικό του κόσμο στόν ὁποῖο ἔμενε ἔκτοτε προσηλωμένος ἀπό δημιουργική ἀνάγκη. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, ἡ μονομέρειά του, ὅποια κι ἄν ἦταν, εἶχε ἰσχυρό ἄλλοθι. Ἄλλοθι τό ὁποῖο δέν ἔχουν λ.χ. οἱ κριτικοί καί οἱ θεωρητικοί τῆς λογοτεχνίας. Ὑπάρχει κάποια ἀντίφαση στό νά ἔχει τήν ἀξίωση κανείς ἀπό ἕνα λογοτέχνη νά εἶναι ὅσο γίνεται προσωπικός στή δουλειά του καί ταυτόχρονα ἀντικειμενικός στίς κρίσεις του γιά τό ἔργο τῶν ὁμοτεχνῶν του. Φυσικά δέν μιλῶ γιά τή μεροληπτικότητα, τήν ὅποια δηλαδή γνώμη συγγραφέων γι᾿ ἄλλους συγγραφεῖς ἡ ὁποία δέν προϋποθέτει ἀγαθή προαίρεση.
Κάτι πού διέκρινε τόν χαρακτήρα του ἦταν, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, ὁ ἀκραῖος ἤ ἀπόλυτος τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετώπιζε συχνά διάφορες καταστάσεις -σημαντικές ἤ ἀσήμαντες. Δέν θά ἀναφερθῶ σέ γνωστές δημόσιες ἐνέργειες οἱ ὁποῖες εἶναι δυνατό νά ἑρμηνευτοῦν μεροληπτικά. Θά πάρω ὅμως τήν ἐλευθερία νά μνημονέψω δύο μικροπεριστατικά πού εἶναι ἐνδεικτικά γιά τόν χαρακτήρα του ἀπό τή συγκεκριμένη ἄποψη. Θά ἦταν Καθαρή Δευτέρα τοῦ 1975, ἄν θυμοῦμαι καλά. Μᾶς εἶχε καλέσει, τήν κοινή μας φίλη Ἑρμιόνη Ἠλιάδη κι ἐμένα, νά μᾶς κάνει τό βραδινό τραπέζι. Ἀνάμεσα στά ἄλλα πού εἶχε γιά νά μᾶς φιλέψει ὑπῆρχαν καί δυό χορταρικά πού τρώγονται ὠμά, οἱ ρόκες καί τό κάρδαμο. Ρόκες καί κάρδαμο πρώτη φορά βλέπαμε στήν Ἀθήνα. Τόν ρωτήσαμε ποῦ τά βρῆκε καί μᾶς εἶπε στή Λαχαναγορά. Καί καθώς ἐπιμέναμε, μᾶς ἐξήγησε ὅτι σηκώθηκε νύχτα πρωί πρωί καί κατέβηκε στή Λαχαναγορά νά πάρει ρόκες καί κάρδαμο πού τά θεωροῦσε παραδοσιακά καθαροδευτεριάτικα χορταρικά. Περιττό νά πῶ ὅτι δέν ἦταν ἡ ἀνάγκη τῆς φιλοξενίας γιά τήν ὁποία χρειαζόταν νά μπεῖ σέ τέτοιο κόπο. Ἡ φιλοξενία ἀντιμετωπιζόταν, ὅπως καί ἔγινε τελικά, μέ ἄλλα ἀποτελεσματικότερα εἴδη πού τά ᾿βρισκε κανείς στή γειτονιά του. Ἄλλο ἕνα βράδι, κάνα χρόνο ἀργότερα, μοῦ τηλεφώνησε ἀνήσυχος ὅτι λίγο πρίν εἶχε πααρουσιάσει αἱματουρία. Ἐπειδή συνέβηκε ξαφνικά καί χωρίς νά πονάει, ὑπέθεσα ὅτι θά ἦταν ἀπό ἅλατα. Ἀφοῦ τοῦ εἶπα τή γνώμη μου, συμφωνήσαμε νά πιεῖ ἁπλῶς νερό Λουτρακιοῦ, καί ἄν τυχόν θελήσει, νά οὐρήσει σ᾿ ἕνα γυάλινο ποτήρι γιά νά φανεῖ καλύτερα τό χρῶμα. Αὐτά ὥσπου νά κατέβαινα κι ἐγώ στό σπίτι του, πράγμα πού θά γινόταν σέ δυό ὧρες. Ὅταν λοιπόν ἔφτασα στό σπίτι του μοῦ ἔδειξε, σχεδόν μέ καμάρι, κάπου 7 ποτήρια γεμάτα οὖρα στά ὁποῖα ἀπό τό πρῶτο προς τό τελευταῖο ἐλαττωνόταν βαθμιαῖα καί πήγαινε νά χαθεῖ τό αἱματηρό χρῶμα. Κι ὅταν, ξαφνιασμένος, τόν ρώτησα πότε τά γέμισε ὅλα μοῦ εἶπε πώς ἀμέσως μετά τό τηλεφώνημα ἀγόρασε δυό μπουκάλια νερό Λουτρακιοῦ καί τά ᾿πιε[2] σέ σύντομο χρονικό διάστημα. Τέτοια συμφωνία βέβαια δέν εἴχαμε κάνει, ἀλλά, ὅπως εἶπα καί νωρίτερα, οἱ ἀντιδράσεις του ἦταν συχνά ἀκραῖες ἤ ἀπόλυτες. Κι οἱ τέτοιες ἀντιδράσεις, πρέπει νά σημειώσω τώρα, σταθμίστηκαν ὄχι λίγες φορές ἀπό πολλούς, χωρίς νά ἐξαιρῶ τόν ἑαυτό μου, μέ τά μέτρα τοῦ «μέσου ὅρου», πράγμα πού τόν ἀδικοῦσε.
Ἀπό τόν τρόπο πού μιλοῦσε, ἀλλά καί συμπεριφερόταν κάποτε, σχημάτιζε τήν ἐντύπωση κανείς πώς εἶχε ἕνα κάποιο αἴσθημα ἀνασφάλειας. Ἡ ψυχολογία τοῦ βάθους, γιά νά ἑρμηνέψει τέτοια φαινόμενα, ἀνατρέχει συνήθως στίς παιδικές ἐμπειρίες. Βέβαια οἱ ἐμπειρίες τίς ὁποῖες εἶχε ὁ Ἰωάννου ὅσο ἦταν νέος, ἀλλά καί ἀργότερα, μπορεῖ νά ἔπαιξαν τόν ρόλο τους. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως αὐτός ζοῦσε ἔντονα τό κάθε τι. Περιμένοντας στή στάση τοῦ λεωφορείου καί παρατηρώντας τίς φυσιογνωμίες καί τά φερσίματα ὅσων βρίσκονταν στήν οὐρά, ἔφτανε νά ζεῖ συναρπαστικές στιγμές. Κάποτε διηγήθηκε ὁλόκληρη ἱστορία γιά ὅ,τι εἶδε καί αἰσθάνθηκε μόλις μπῆκε μέσα σ᾿ ἕνα ὑπεραστικό λεωφορεῖο γιά νά ταξιδέψει. Ἡ ἔνταση μέ τήν ὁποία συμμετεῖχε στά μικροπράγματα χρωμάτιζε, ὅπως εἶναι φυσικό, ὅλες τίς ἀντιδράσεις του. Ἔτσι πού, οἱ πιθανολογίες του πάνω σέ δυσάρεστα ἐνδεχόμενα τῆς προσωπικῆς ζωῆς του, νά φτάνουν κάποτε νά τοῦ γίνονται βραχνάδες. Δέν ἦταν οἱ ἐμπειρίες τῆς νεότητάς του καθοριστικές γιά τοῦτο, ἀλλά ἡ ὑπερευαίσθητη ἰδιοσυγκρασία του. Ἀνασφαλεῖς ἀπό κάποιες πλευρές τουλάχιστο εἴμαστε ὅλοι μας. Ἡ παραδοχή ὅμως καί ἡ ἔνταση μέ τήν ὁποία ζοῦμε τίς ἀνασφάλειές μας διαφέρει ἀπό ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο. Ὁ Ἰωάννου πιθανολογοῦσε πάνω στίς ἐνδεχόμενες ἀρνητικές καταστάσεις σάν νά εἶχε νά κάνει κιόλας μέ γεγονότα. Καί τότε ἀναζητοῦσε τά ὑποθετικά ἤ τά πραγματικά ἀντισταθμίσματα. Τοῦ ἄρεσε π.χ. ἡ δημοσιότητα. Ἀλλά ὄχι μόνο, γιατί στή δημοσιότητα, στό νά εἶναι εὐρύτερα γνωστός, ἔβλεπε ἕνα μέσο ἄμυνας στά διάφορα πιθανά δυσάρεστα. Πάντως ὁ πιό συνηθισμένος τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἔδινε διέξοδο σέ τέτοιες καταστάσεις ἦταν τό διαβρωτικό χιοῦμορ του. Χιοῦμορ τοῦ ὁποίου οἱ αἰχμές δέ στέφονταν μονάχα προς τόν ἔξω κόσμο ἀλλά καί προς τόν ἑαυτό του.
Ἄλλη μιά πτυχή τῆς προσωπικότητάς του ἦταν τό γεγονός ὅτι δέν εἶχε τό σύμπλεγμα τῆς κοινοτοπίας. Ὑπάρχουν περιστάσεις πού διστάζουμε νά ἐκδηλώσουμε τήν ἀρέσκειά μας γιά δεδομένα τά ὁποῖα, σύμφωνα μέ ὁρισμένα ὁμαδικά κριτήρια θεωροῦνται ξεπερασμένα, ἀναξιόλογα καί ἤ εὐτελή. Δυσκολεύεται, ἄς ποῦμε, νά ὁμολογήσει κανείς ὅτι βρίσκει ὡραῖο τόν Ἐθνικό Κῆπο καί τοῦ ἀρέσει νά συχνάζει ἐκεῖ, μιά καί ἐπικρατεῖ ἡ ἀντίληψη πώς ὁ Κῆπος εἶναι γιά τά μικρά παιδιά, τά ζευγαράκια, τούς συνταξιούχους καί τούς ἐπαρχιῶτες. Ἄλλοτε πάλι ἡ ἰδέα τοῦ αὐθεντικοῦ ὑλικοῦ σέ ὁρισμένα ἀντικείμενα παίρνει τέτοιες διαστάσεις στήν κοινή ἀντίληψη ὥστε νά ταυτίζεται ἡ διακοσμητική ἀξία τους μέ τό ὑλικό τους. Ὑπάρχει δηλαδή κάτι σάν φετιχισμός τοῦ αὐθεντικοῦ ὑλικοῦ, πού μᾶς κάνει κάποτε νά δείχνουμε ἀπαρέσκεια γιά ἀντικείμενα τά ὁποῖα μᾶς ἀρέσουν. Ὁ Ἰωάννου σέ μιά παρόμοια περίπτωση, ἀφοῦ βεβαιώθηκε, ὕστερα ἀπό σύγκριση μέ τό πρωτότυπο πού δέν πουλιόταν, πώς εἶχε νά κάνει μέ τό ἀκριβές ἀντίγραφο μιᾶς παλαιικῆς λάμπας, τό πῆρε φανερά ἱκανοποιημένος. Ἕνα περιστατικό ἀκόμα. Εἴμασταν μιά παρέα ἀπό πέντε ἄτομα καί παρακολουθούσαμε, βράδι τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, τόν Ἐπιτάφιο νά κατεβαίνει στό Παγκράτι πρός τό Ἄλσος. Ἡ φιλαρμονική τοῦ Δήμου ἔπαιζε τό «Πένθιμο Ἐμβατήριο» τοῦ Σοπέν, ἐνῶ ἡ γενική ἀτμόσφαιρα ἦταν μᾶλλον ἀμφίθυμη. Τό Ἐμβατήριο θά πρέπει νά ἄρεσε σέ ὅλους, ἀλλά οἱ τέσσερεις μπορῶ νά πῶ ὅτι ξυνόμασταν μπροστά σ᾿ αὐτήν τήν κοινοτοπία. Ἀντίθετα ἀπό τούς τέσσερεις, ὁ Ἰωάννου ἐκδήλωσε τή συγκίνησή του
καί εἶπε πώς ἤθελε νά ἀκολουθήσουμε τόν Ἐπιτάφιο. Κάτι πού ἔγινε, καθώς πιστεύω, μέ κρυφό λύσιμο ἀπό ὅλους τούς ἄλλους. Ὅσο τό σύμπλεγμα τῆς κοινοτοπίας δέν τόν δυνάστευε ἀρνητικά, σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τῶν προηγούμενων περιστατικῶν, ἄλλο τόσο δέν τόν δυνάστευε οὔτε θετικά. Λέγοντας ὅτι δέν τόν δυνάστευε θετικά ἐννοῶ κυρίως ὅτι δέν ἦταν ἄνθρωπος τῆς κατ᾿ ἐπίφαση πρωτοπορείας. Στόν λόγο του π.χ. δέν ἔτρεχε νά υἱοθετήσει ἠχηρές λέξεις-ὅρους τοῦ συρμοῦ γιά νά φαίνεται ἐνημερωμένος. Δέν χρησιμοποιοῦσε στήν ὁμιλία του παρά σπάνια τούς διάφορους -ισμούς καί δέν χρησιμοποιοῦσε καθόλου λέξεις ὅπως συντεταγμένες, παράμετροι, σημαῖνον, σημαινόμενο, νοηματοδότης, δυναμική, κ.λπ. Γιατί κι ἐδῶ ὑπάρχει κοινοτοπία, μέ τή διαφορά ὅτι πρόκειται γιά κοινοτοπία τοῦ συρμοῦ.
Στήν Ἀθήνα εἶχα μείνει περισσότερα χρόνια ἀπό κεῖνον. Ἔτσι, λογικά, θά ἔπρεπε νά αἰσθάνομαι περισσότερο «ἰθαγενής», καθόσον μάλιστα εἶχα ἔρθει σέ μικρότερη ἡλικία καί ἀσχημάτιστος. Μπορῶ νά πῶ ὡστόσο ὅτι, γενικά, δέν ἔνιωθα νά εἶχα ὀργανικούς δεσμούς μέ τήν πόλη ὡς ὑπαίθριο τουλάχιστο περιβάλλον. Καί δέν εἴμουν ὁ μόνος γιατί κι ἄλλοι γνωστοί, παρόμοια φερτοί ἐδῶ, ἔκαναν λίγο πολύ τήν ἴδια διαπίστωση. Μέ τόν Ἰωάννου ἐτούτοις συνέβαινε κάτι ἀσυνήθιστο σχεδόν ἐκπληκτικό. Ἤταν νά τά χάνει κανείς βλέποντας πόσο γλήγορα δημιουργοῦσε δεσμούς μέ τούς χώρους αὐτῆς τῆς τσιμεντένιας πόλης. Ἀρκεῖ νά περνοῦσε μιά δυό φορές ἀπό τό ἴδιο μέρος γιά νά αἰσθάνεται πώς εἶχε πιά προσωπική σχέση μαζί του. Προτοῦ καλά καλά κλείσει πενταετία στήν Ἀθήνα εἶχε ἀφομοιώσει ἤ, γιά νά τό πῶ μέ τό καβαφικό ρῆμα, «αἰσθηματοποιήσει» ὅλη τήν περιοχή τοῦ κέντρου της, ἀπό τά Πατίσια μέχρι τήν Ἀκρόπολη κι ἀπό τό Μεταξουργεῖο μέχρι τούς Ἀμπελόκηπους. Βαδίζοντας στους κεντρικούς δρόμους εἶχε νά λέει πράγματα πού ἄλλος θά χρειαζόταν πολλαπλάσια χρόνια παραμονῆς στήν πόλη ἔστω καί μόνο γιά νά ὑποψιαστεῖ τήν παρουσία τους. Τό κυριότερο ὡστόσο δέν ἦταν ὅτι παρατηροῦσε τά πάντα ἀλλά ὅτι τά ἔκανε κτῆμα τῆς ψυχῆς του. Κι αὐτό φαινόταν ἀκόμα καί στό χρῶμα τῆς φωνῆς του. Καθώς λ.χ., ἔλεγε «στή Σόλωνος», τό ὄνομα τοῦ δρόμου ἠχοῦσε σάν νά ἔβγαινε ἀπό τίς ἐμπειρίες μιᾶς ζωῆς καί ὄχι ἀπό τόν ὁδηγό τῆς πόλης. Ἄν ἡ τέτοια ἀφομοίωση τοῦ περιβάλλοντος ἀποτελοῦσε ζήτημα δουλειᾶς, θά ἔλεγα πώς ἦταν ἄθλος τῆς ἀκάματης ζωτικότητάς του. Στήν πραγματικότητα ὅμως ἀναγόταν σέ κάτι βαθύτερο γιά τό ὁποῖο δέν ξέρω νά ἔχουμε κατάλληλη λέξη, ἐκτός ἀπό τήν πολύ γενική, ἀόριστη καί κάπως φθαρμένη λέξη «δαιμόνιο».
Μιά ἄλλη πτυχή τοῦ χαρακτήρα του ἀποτελοῦσε τό πάθος του γιά τίς μαρτυρίες. Μαρτυρίες ἐποχῶν, τόπων, νοοτροπιῶν, κ.λπ. Τοῦ ἄρεσαν οἱ παλιές ἐκδόσεις τῶν βιβλίων, ἰδίως τά ἐξώφυλλα, ἐπειδή τά ἔβλεπε προπάντων σάν τεκμήρια τοῦ καλαισθητικοῦ πνεύματος τῆς ἐποχῆς τους. Στήν ἀπέναντι ἀπό τά γραφεῖο του βιβλιοθήκη εἶχε μιά στίβα ἀπό τεύχη ἑνός κατοχικοῦ περιοδικοῦ πού κυκλοφοροῦσε στή Θεσσαλονίκη ἡ ερμανική ὑπηρεσία προπαγάντας, στό ὁποῖο ἀνάμεσα στά ξένα ὀνόματα ὑπῆρχαν καί ἑλληνικά. Τό θεωροῦσε σπουδαῖο ἀπόκτημα καί λυπόταν πού δέν εἶχε ὁλόκληρη τή σειρά. Τό πάθος του γιά τέτοιες μαρτυρίες τόν ὁδηγοῦσε συχνά στά παλαιοβιβλιοπωλεῖα, προπάντων στό Μοναστηράκι, ὅπου ἀνασκάλευε τά πάντα. Κάποτε μοῦ χάρισε ἕνα παλιό βιβλίο, τό ὁποῖο ἀνακάλυψε σέ μιά τέτοια ἔρευνα. Ποιήματα, δοκίμια, διηγήματα; Ὄχι. Τό βιβλίο περιεῖχε τά σχεδιαγράμματα καί τούς ἐπιτελικούς χάρτες πού ἔδειχναν πῶς σχεδιάστηκαν καί ἔγιναν οἱ ἐπιχειρήσεις τοῦ στρατοῦ μας κατά τήν πολιορκία τοῦ 1912-1913 καί τήν ἀπελευθέρωση τῶν Γιαννίνων.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ἄν καί εἴμαστε θνητοί, ἐνεργοῦμε συνήθως σάν νά εἴμαστε ἀθάνατοι ἤ τουλάχιστο σάν νά ἔχουμε λευκούς λογαριασμούς μέ τό μέλλον. Ὅ,τι δέν κάνουμε σήμερα τό ἀφήνουμε γιά αὔριο κι ὅ,τι δέν κάνουμε αὔριο τό ἀφήνουμε γιά ἀργότερα. Ὁ Ἰωάννου ἀνῆκε στή μειονότητα ἐκείνων πού ἔχουν τό αἴσθημα τῆς μοναδικότητας τοῦ χρόνου. Κάθε ἀναβολή, κάθε καθυστέρηση ἰσοδυναμοῦσε γι᾿ αὐτόν μέ μερική ματαίωση ὁρισμένης πράξης. Ἔτσι ὅ,τι μποροῦσε νά γίνει ἔπρεπε νά μπαίνει μπροστά τό ταχύτερο. Νά φωτογραφηθεῖ π.χ. στό σπίτι τοῦ Λαπαθιώτη, πού ἦταν στή γειτονιά του, γιατί ποιός ξέρει πόσο θά ἔμενε ἀκόμα ὀρθό. Νά προλάβει νά γράψει γιά τόν Μόδη, γιατί ποιος ξέρει ἄν θά ἐνδιαφερόταν ἀλλος κανείς. Νά περάσει νά δεῖ τόν Στρατή Δούκα, γιατί ἔχει παραγεράσει. Νά μαλώσει μερικούς φίλους του, γιατί καθυστεροῦν νά γράψουν τό δυνάμει ἔργο τους. Νά συμβουλέψει ἄλλους πώς πρέπει νά βιαστοῦν ἄν θέλουν νά κάνουν οἰκογένεια. Προπάντων ὅμως νά βάλει μπροστά τά μεγάλα σχέδια τῆς δικῆς του δουλειᾶς. Ἦταν ἀπό τήν ἄποψη αὐτή σάν νά εἶχε ἐπιδοθεῖ σ᾿ ἕναν ἀγώνα δρόμου μέ τό χρόνο.
Κάτι πού θά ᾿θελα νά πῶ ἀκόμα εἶναι πώς ἦταν συνεπής στό λόγο του. Προτοῦ ὑποσχεθεῖ κάτι τό στάθμιζε κι ἀπό τήν ὥρα πού τό ὑποσχόταν τό ἔδενε κόμπο καί δέν τό ξεχνοῦσε. Στίς μέρες μας κατάντησε νά θεωροῦμε τή συνέπεια ίδιότητα τῶν ἀφελῶν. Ὁ Ἰωάννου εἶχε κρατήσει μέσα του σέ ἐξαιρετικό βαθμό τό παιδί πού ἦταν ἄλλοτε. Μαζί καί τήν ἀφέλεια καί τήν εὐθύτητα. Στήν ὥριμη ὡστόσο ἡλικία ἡ συνέπεια γι᾿ αὐτόν ἀποτελοῦσε ζήτημα ἀκεραιότητας καί προβληματισμοῦ.
Ἐλπίζω νά ἔδωσα μέ ὅσα εἶπα μιά ἰδέα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ λογοτέχνης τοῦ ὁποίου τιμοῦμε ἀπόψε τή μνήμη, ἐκτός ἀπό τό δοσμένο ἔργο του, ἄφησε «διά ζώσης» τήν προσωπικότητά του ἀνάμεσά μας. Προσωπικότητα ἁδρή καί πολύπτυχη γιά τήν ὁποία θά χρειαστεῖ νά μιλήσουν πολλοί ἀκόμα. Ὅσοι τόν γνώρισαν ἀπό κοντά σέ κάτι ὠφελήθηκαν καί σίγουρα δέν θά τό ξεχάσουν.
* Κείμενο ὁμιλίας πού ὀργανώθηκε ἀπό τήν Ἑταιρεία Συγγραφέων, στή μνήμη τοῦ μέλους της Γιώργου Ἰωάννου, στό Πνευματικό Κέντρο τοῦ Δήμου Ἀθηναίων, Παρασκευή 21 τοῦ Νοέμβρη 1986. Τυπώθηκε ἀπό τήν Ε.Σ. τό 1988.
[1] Ἀναφέρομαι στή γνωστή ἔκδοση τῆς Ἑταιρείας, «Μνήμη Ἑταίρων», Ἀθήνα 1986.
[2] Καθώς εἶναι γνωστό τό πολύ νερό προκαλεῖ πολυουρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου