Είναι ευλογία μοναδική η διαμονή –και σε κακούς καιρούς- στην ευδαίμονα παράλια πεδιάδα των Λεχωνίων. Στους πρόποδες του Πηλίου. Με τα φυσικά του κάλλη τα παντός καιρού. Ένας εγκλεισμός παραδεισένιος. Σκανδαλώδες προνόμιο μέσα στον κυκεώνα της Νέας Αποκάλυψης. Να συλλογιέσαι τα τρέχοντα και καθώς σεργιανάς απ’ το παράθυρο την ρωμαλέα επτάκοιλη λεμονιά στα ντουζένια της να βουλιάζεις σε μια αμφίστομη, γλυκόπικρη ραστώνη. Και παρά την στενή ενημέρωση να μαλακώνει η αψάδα της έξωθεν πολιορκίας. Ωστόσο ονειρεύτηκα χτες την παντοτινή μου αναχώρηση. Έχω συλλάβει τον εαυτό μου να καυχιέται ότι έχει προετοιμαστεί για την τελική έξοδο. Όμως στα ζόρικα, ομολογώ, «τα χρειάζομαι». Ακούω άλλους : «Για μένα δε με νοιάζει. Τα
παιδιά μου, μη μείνουν ορφανά». Και άλλα παρόμοια. Δε με πείθουν. «Ο καθένας για τον δικό του θάνατο κλαίει», λέει ο λαός. Θυμάμαι τον δάσκαλό μου Γ. Π. Σαββίδη : «Όλη η ζωή του Καβάφη ήταν μια μελέτη θανάτου», παραδειγματίζομαι και το φρόνημά μου ψηλώνει. Η εικόνα της λεμονιάς της πολύφορης επιμένει στην επηρμένη κιτρινοπράσινη φιγούρα της : ολάνθιστη για την επικείμενη γέννα, και μαζί πλουμισμένη με τα νιογέννητα, τους άλκιμους καρπούς της, να λυγίζουν τους κλώνους της. Έτσι είναι η φύση! Τα νιάτα, ακόμη και των φυτών, και των δέντρων, να προτείνουν αναιδώς την ατελεύτητη, θαρρούν, ρώμη τους βγάζοντας τη γλώσσα στην αδυναμία και την ασθένεια, σα να ξορκίζουν τη νομοτέλεια της άφευκτης φθοράς –που οι μοιραίοι θνητοί ερμηνεύουμε κάποτε σε κατάρα. Την κοιτώ και της χαμογελώ! Μας μοστράρει, λέω, την περήφανη ζωντάνια της ευαγγελιζόμενη καινούριες περιόδους αναγέννησης, νέες εποχές οπτιμισμού, οικουμενικής ειρήνης και ψυχικής ευφροσύνης. Πως θα’ ναι άραγε τότε ο έρωτας; Η συντροφικότητα; Η φιλία; Ο συνεταιρισμός; Ακούω πάλι τα νέα. Πέφτω. Μπαίνω στη θέση όσων γράφουν καθημερινά τους ερμητικούς επιλόγους τους σε επιταγμένους στρατώνες και πανδοχεία. Ονειρεύομαι προσευχόμενος για κείνους που ψυχομαχούν στις εντατικές-σαρκοφάγους. Και πότε δεν είναι ανελέητος ο θάνατος; Απογειώνομαι. Σα να εξατμίζομαι σ’ ένα κρεσέντο υψοφοβίας, διαλύομαι στην ψηλοκρεμαστή δίνη του Καταρράκτη των Αγγέλων στη Βενεζουέλα, απ’ την κορυφή των χιλίων μέτρων πετώντας σε μια ατέρμονη πτώση προς την άβυσσο. Πνίγομαι. Βλέπω ζωντανό τον θάνατό μου. Τις μορφές εκείνων που θελημένα ή αθέλητα έχω στο παρελθόν αδικήσει. Τις ψυχές των άλλων, που τρέφονται απ’ τα εμέσματα του Φθόνου και γύρεψαν τον ζωντανό χαμό μου. «Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά;». «Το ξέρουν οι κακοί ότι είναι κακοί;» με ρωτούσε ο συνομιλητής μου ποιητής ο Ελευθερίου. Το ξέρουν, Μάνο μου, καλά, και το απολαμβάνουν. Τα χούγια μας –κι έχω πολλά-, οι αρρώστιες της ψυχής, οι πιο πεισματάρες απ’ όλες, βγαίνουν, όπως λένε, μετά το ξεψύχισμα; Με αφυπνίζουν γαυγίσματα και γκαρίσματα απ’ το διπλανό χωράφι. Η γκαστρωμένη λεμονιά με κοιτάζει διαβρωτικά με τους καρπούς του πρόσφατου τοκετού να κρέμονται τριγύρω της εύχυμοι. Σφρίγος υγείας! Αναθαρρώντας επιζωγραφίζω με κόκκινο τις μαύρες σκέψεις. Οι άτυχοι από μας θα φύγουμε σ’ αυτή τη σαρωτική συγκυρία. Και τι αφήνουμε πίσω; Πλήθος ψευτοδημοκρατίες, ρημαγμένα δάση, ξεκοιλιασμένα βουνά, ξεπαστρεμένες ράτσες, στραπατσαρισμένες ζωές. Ζήσαμε όσο ζήσαμε, ζήσαμε όσα ζήσαμε. Τι μένει πίσω μας με το παντοτινό φευγιό μας; Ακούω την «Κατάσταση πολιορκίας». Μας έθρεψε στα νιάτα μας. Μίκης. Μη επαμφοτερίζων τότε. Ποίημα-ποταμός από τη Ρένα Χατζιδάκη που την αγαπήσαμε ως Μαρίνα. Κατά της Τυραννίας, υπέρ της Αήττητης Ομορφιάς του Έρωτα. Αρσενικά αηδόνια κελαηδούσαν στα γιαπιά. Η θηλυκότητα, με το μέτρο. Καραντουζένια στα κουτουκάκια. Ταβερνοκατανύξεις. Αντάρτικα νιάτα. Πάλης ξεκίνημα. Μα και παιδιακισμοί. Χαμένα λόγια και γινάτια. Εξορισμένη η μοναχικότητα. Νυχτόημερες σπονδές στη συλλογικότητα. Το «Αντί». Περιοδικό «Ο Πολίτης». Στήσεις-αντίσκηνα. Ατμόσφαιρα πανερωτική. Γυναίκες παράφορες. Άντρες πρόθυμοι. Γαμήσια τρικούβερτα. Τα όραμα της Αριστεράς, φρούδα Πανάκεια. «Τρεις σταγόνες δηλητήριο», η Μπέλλου στη διαπασών, κάποτε μου χόρεψε έναν τσάμικο. Άχρηστες ενοχές που διέφθειραν το κορμί από νωρίς αλλά το ήθος αντιπάλευε κρατώντας ψηλά την παντιέρα της Ανεξαρτησίας και της Αθωότητας. Αντιμιλιταρισμός με στολές μιλιτέρ και αντιαμερικανισμός με θρίαμβο στα τραπέζια μας της coca cola. Εμείς, στις διαδηλώσεις, λόγος «Υπέρ Αδυνάτου». Στο ψαλτήρι, «Υπέρ του φιλοχρίστου ημών στρατού», Κυριακή πρωί στο Τσαούς μοναστίρ. Παντοκρατορία μιας κολακευτικής ουτοπίας στα φοιτητικά αμφιθέατρα. Η μερακλού λεμονιά με μεθάει με την σφριγηλή ομορφιά της. Με προτρέπει να μην παραιτηθώ στιγμή. Να ζήσω. Για μένα και για τους άλλους! Είμαστε τώρα σε νέο αστερισμό. Θα μπουν στον κύκλο του χορού οι γηγενείς με τους ετερόχθονες, οι δικοί με τους ξένους. Έτσι λένε τα γραμμένα. Θα ξηλωθούν τα ριντό να ραφτούν τσαντίρια. Θα κλέψει το κόκαλο απ’ το πεκινουά ο κοπρόσκυλος, τι να κάνει; Με τη νέα συμφορά στήνουν πανηγύρι ξανά οι βιαστές και οι φονιάδες. Όπως γίνεται πάντα. Βουλιάζω πάλι σε σκοτεινά νερά. Μασκοφόροι παντού και γαντοφόροι. Ούτε ληστές, ούτε Ζορό. Παρά θύματα μοιραία. Σωτήρες επίδοξοι και Μεσσίες απρόσμενοι ξεφυτρώνουν. Κόρακες και καρακάξες! Πανδαμάτωρ ο Τρόμος αυτοκρατορεί. «Ο σώζων εαυτόν, σωθήτω;». Μα υπάρχει σωτηρία ατομική; -Όχι, όχι, φωνάζει ο Μπρεχτ, «Ή όλοι ή κανένας. Ή όλα ή τίποτα». Βέβηλος εχθρός, ιερός πανικός. Προσκυνώ το μεγαλείο σου, ζωή. Τα γεννητούρια και τους επιταφίους σου. Των καταφρονεμένων αδερφών μου τα πάθη τα σεπτά. Προσδοκώντας ένα ανεπαίσθητο φινάλε. Μ’ ένα αεράκι της αυγής εαρινό. Εύχομαι μιαν Ανάσταση. Παντοτινή! Για όλους! Καθώς ανάβω κεράκι στην εικόνα του επί συναπτά εννέα έτη απόντος από την προσωρινότητα του κόσμου τούτου αδερφού Νίκο Παπάζογλου ου και την μνήμην με τούτο το γραπτό επιτελούμε.
-"ΑΥΓΗ" 12 Απριλίου-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου