(Ξανα)διαβάζοντας κυρίως νέους ποιητές της τελευταίας δεκαετίας, και εξαιτίας της «κατάστασης εξαίρεσης» που βιώνουμε με ό,τι αυτό θα σημάνει για το μέλλον, επέμεινα περισσότερο στην ποίηση που άμεσα και αδιαμεσολάβητα σχολιάζει (επομένως, συνήθως, χωρίς επεξεργασία του βιωμένου) σύγχρονα συμβάντα. Δε θέλω να μιλήσω για ποίηση (λογοτεχνία) της κρίσης (ποιας κρίσης οφείλουμε να το ορίσουμε νομίζω και για μια ποίηση με επίκεντρο την κρίση των τελευταίων ετών ο Β. Λαμπρόπουλος έχει κάνει μια πρώτη σαφή ομαδοποίηση που αυτόματα, όπως κάθε διαίρεση προβάλλει το αίτημα της παραπέρα επεξεργασίας) αλλά μάλλον για ευρύτερα πολιτική ποίηση που αφορμάται από συγκεκριμένα επίκαιρα γεγονότα.
Αν και όχι αποκλειστικά ποιητής αν και όχι νέος ή πρωτοεμφανιζόμενος ο θανάσης τριαρίδης (κρατώ τα πεζά όπως εμφανίζονται στο εξώφυλλο) το 2018 εκδίδει ένα συγκεντρωτικό τομίδιο που περιλαμβάνει δυο ποιητικές συλλογές: του 2013 που επιγράφεται WSTAWAC όταν η Ιστορία απελευθερώνει και του 2018 που ο τίτλος της αποδίδεται στη συγκεντρωτική αυτή έκδοση: Θα σας περιμένω.
Αλλά για ποια Ιστορία γίνεται λόγος στην πρώτη συλλογή; Ο τριαρίδης ξέρει στο έργο του να ανατρέπει, συχνά σε βαθμό υπερβολής, έτσι ώστε στο τέλος εμμονικά να προκαλεί-όχι βέβαια χάριν της ίδιας της πρόκλησης αλλά στοχευμένα «σαν πρόκες»˙ γνωρίζει επίσης να μεταχειρίζεται τη δυναμική της καυστικής ειρωνείας και το σαρκασμό έως το βλάσφημο όριό τους. Έτσι, μπορεί να αναγνωστούν ποιήματα όπως το «Φύρα» ή το αμέσως επόμενο «Η καταστροφή τής…[μια πόλη ήταν, μην το κάνουμε και θέμα]. Εδώ σαρκάζονται οι έννοιες της εθνικής καθαρότητας/υπεροχής που κίνησαν πολέμους ενώ η Ελευθερία (και μάλιστα με ανάκληση του γνωστού πίνακα του Ντελακρουά) τίθεται υπό αίρεση: «Και αναφωνούμε όλοι,/ ω, τ ι β υ ζ ί κ α ι τ ι ο ρ μ ή-…πώς εκείνη η Ελευθερία και οι συν αυτή/πατούνε πάνω σε κάτι πτώματα, πάνω σε κάτι κακούς πρώην ανθρώπους,…». Η Ιστορία δεν είναι μονόπλευρη καταγραφή και επισημοποίηση στα ποιήματα του τριαρίδη αλλά ένα ακόμη πεδίο, ας πούμε καταχρηστικά, καθεστώτων αλήθειας.
Θα σας περιμένω ηχεί όχι τόσο ως υπόσχεση αλλά ως απειλητική αναφώνηση που φαίνεται να υπόσχεται ωστόσο μια ποίηση που απειλεί βεβαιότητες με στόχο να τις εκπαραθυρώσει υποψιάζοντας τον αναγνώστη για πικρές και σκληρές αβεβαιότητες. Οι παράμετροι της ποιητικής του τριαρίδη είναι λίγο-πολύ εμφανείς από την τιτλοφόρηση. Ο παράγοντας Ιστορία, έτσι όπως έχει εμπεδωθεί, αποβαίνει καθοριστικός, όπως εξάλλου αποδεικνύει το πρώτο ποίημα «Κόλλημα». Η ιστορική φαίνεται ως κατεξοχήν συνθήκη της ποίησης του τριαρίδη ο οποίος διαβάζει το ενικό ως πληθυντικό και αντίστροφα διαρκώς επιδιώκοντας να χρησιμοποιήσει αυτή την ταύτιση για να ενεργοποιήσει τον αναγνώστη. Ο ποιητικός λοιπόν τρόπος είναι η κατά μέτωπον έκθεση της «πραγματικής» πραγματικότητας. Στις δυο συλλογές δεν αρκεί η συνήθης στην ποίηση αφαιρετικότητα με στόχευση την αναγωγή στο καθολικό. Εδώ, συνήθως, η αφαίρεση νοείται ως απέκδυση ποιητικών τρόπων: μεταφορές, προσωποποιήσεις, αναγωγές υπολείπονται ενώ προάγονται η αφηγηματικότητα και ένα είδος αναπαράστασης που παραπέμπει στο θέατρο, μαζί με την παρουσία διαλογικότητας, στοιχεία που μεταποιούν τα ποιήματα σε υποθετικούς μονολόγους (υποθετικούς με την έννοια μιας διαμεσολάβησης ενός υποθετικού δέκτη ανάμεσα στη φωνή εκφοράς και τον αναγνώστη).
Αυτό νομίζω είναι ένα από τα στοιχήματα του τριαρίδη ο οποίος εξάλλου δοκιμάζει τη μετατροπή της γραφίδας του σε ξίφος διασχίζοντας ένοπλος διάφορα πεδία (θέατρο, πεζογραφία, δοκίμια). Ο τριαρίδης έχει δημιουργήσει το λογοτεχνικό του έργο πάνω στη συνθήκη της απογυμνωμένης αλήθειας που διεγείρει όχι απλώς το συναίσθημα και τον αναγνωστικό προβληματισμό αλλά επικαλείται επίμονα τη συμμετοχή (ει δυνατόν ενεργή) του αναγνώστη, απομυθοποιώντας την έννοια του διανοούμενου ως ευγενούς σκεπτόμενου μέσω θεωριών. Η δυνατότητα μιας τέτοιας διαδικασίας δεν εμπίπτει σε χάρισμα (οπότε μπαίνει ενδεχομένως η θεία βούληση, η μεταφυσική ή ό,τι άλλο) αλλά οφείλεται στην προσίδια επεξεργασία ενός πρωτογενούς εμπειρικού υλικού. Αυτό το υλικό ενεργοποιεί τον ποιητικό λόγο του οποίου τα γνωρίσματα εκμεταλλεύεται ο τριαρίδης: συντομία και αμεσότητα απεύθυνσης, συμπύκνωση/πύκνωση, εικονοποιία και όλα αυτά και ως όροι της αφηγηματικότητας, λειτουργούν συνδυαστικά ως δείκτες του συμβάντος πιστοποιώντας ότι γνώση, λόγος, αλήθεια συνιστούν μορφές εξουσίας και «κάθε αγώνας ξεδιπλώνεται γύρω από μια ιδιαίτερη εστία εξουσίας».
Έτσι, στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου, που διαλέγεται εξάλλου με το πρώτο και παράγει μια ιδιόμορφη χρονικότητα (ένα νήμα από το ιστορικό παρελθόν στο μυθικό σύμπαν ως παρόν) η φωνή εκφοράς αφήνει ως παρακαταθήκη: «Όταν πεθάνω/οι φίλοι που θέλετε να με θυμάστε/να ξυπνάτε τις νύχτες/και να ψάχνετε στα κινητά σας αν βρέχει στην Αντίς Αμπέμπα,/αν κατεβάζει λάσπη ο χείμαρρος στο Ορφανοτροφείο της Τέσφα,/αν το κροτάλισμα της μπόρας στη λαμαρίνα/φοβίζει τον ύπνο των παιδιών./Σε αυτήν την αναζήτηση/(και όχι σε βιβλία ή κείμενα ή λέξεις)/θα φωλιάζει η μνήμη μου.» Νομίζω ότι πέρα από την προφάνεια τίθεται το ζήτημα του ρόλου της λογοτεχνίας (ή και της γραφής γενικότερα) ως αντανάκλαση του πραγματικού ή της σχέσης Ιστορίας-λογοτεχνίας. Γι’ αυτό και στον τίτλο η λέξη «ποιήματα» βρίσκεται σε εισαγωγικά. Πρόκειται για ποιήματα δημιουργήματα μνημείωσης της επείγουσας περίστασης (όλη η ποίηση ίσως να είναι περιστασιακή), όπου υπερτονίζεται το επείγουσα.
Έτσι εξάλλου ερωτά και διερωτάται το εύγλωττα τιτλοφορημένο ποίημα «Ποίηση»:
[Τι απομένει;
ντούμπες με πτώματα
ασκήσεις μιας λογοτεχνίας επερχόμενης.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου