Ο μεγαλύτερος γιος της είχε σκοτωθεί το ΄45 με την απελευθέρωση από μια νάρκα. Όλη η χερσόνησος της Κασσάνδρας είναι πικροστολισμένη στ' ακρογιάλια της με ξύλινους σταυρούς από παλικαράκια που τσιμπούσαν στην εξόρυξη ναρκών που είχαν αφήσει οι Γερμανοί, για χαρτζιλίκι απ' το μολύβι που θα αποκαλύπτονταν. Στα είκοσι πέντε του είχε κομματιαστεί κι ο Κωνσταντίνος μας, της έφεραν ένα σεντόνι με δυο κιλά πετσιά και κόκκαλα. Έκτοτε ήξερε μόνο τη Μεγάλη Παρασκευή. Ποτέ της Κυριακή, γιορτή και επίσημη ημέρα δεν πήγαινε στην εκκλησία.
Ήταν Μεγάλο Σάββατο του '75.
-Έλα φτάνει πια, τριάντα χρόνια τώρα δεν έκανες Ανάσταση. Σε παρακαλώ, έλα να πάμε. Την πήρα αγκαζέ και ξεκινήσαμε αμίλητοι. Όταν φτάσαμε στον αυλόγυρο της εκκλησίας είπε:
-Φτάνει. Κρύφτηκε πίσω από ένα κυπαρίσσι, κατέβασε πιο χαμηλά το μαύρο τσεμπέρι της και δήλωσε:
-Ας κάνουμε από δω το "Χριστός Ανέστη". Να μη μας σεργιανούνε κιόλας.
Αυτή ήταν η μοναδική κρυφή και φανερή Ανάσταση που έζησε η γιαγιά μου, η μάνα της μάνας μου μετά τον πόλεμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου