Ν. Καζαντζάκης και Σοβιετική Ρωσία: μια περιήγηση ονειρώδης…
Διονύσιος Μαρούλης σε συνεργασία με την καθηγήτρια του
Πανεπιστημίου Αγίας Πετρούπολης Fatima Eloeva Τι να γίνεται άραγε πέρα στις χιονισμένες ετούτες πεδιάδες; Τα «κόκκινα χιόνια», που χαιρετούν οι μπολσεβίκοι ποιητές, πορφυρώθηκαν άραγε από τον νέον ήλιον που ανατέλνει ή μονάχα από το αίμα από τις χιλιάδες άντρες και γυναίκες που σκοτώθηκαν; Ή μήπως εξακολουθεί η Ρουσία να μένει ακόμα όπως ήταν πάντα κι όπως την ήθελε ο σύγχρονος μεγάλος της, που πέθανε της πείνας, ποιητής, ο Αλέξαντρος Μπλοκ: «Δάσος και πεδιάδα και κεφαλομάντιλο κατεβασμένο ως τα φρύδια»;
(Ν. Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας Ρουσία, σελ. 13)
Συχνά συναντάμε άρθρα στον ελληνικό τύπο για τη σοβιετική Ρωσία που μεταξύ άλλων κάνουν αναφορά και σε σχετικά γραφόμενα του Καζαντζάκη, γεγονός ενδεικτικό του πόσο ο Κρητικός συγγραφέας έχει ταυτιστεί στη συνείδηση του κοινού με τη Ρωσία. Στο παρόν άρθρο αποφασίσαμε να διαβάσουμε συμπληρωματικά και τα τρία βασικά έργα του Καζαντζάκη που υπήρξαν καρποί της γνωριμίας του με τη Σοβιετική Ρωσία: Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας, Τόντα-Ράμπα , Ταξιδεύοντας Ρουσία , καθώς κι ειδησεογραφικά άρθρα και την αλληλογραφία του με τον Πρεβελάκη και να διερευνήσουμε αν ο Καζαντζάκης αποτυπώνει ρεαλιστικά όσα είδε.
Καταρχάς, σε επίπεδο συγχρονίας η ματιά του στη σοβιετική Ρωσία έχει σχέση με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις δικές του αναζητήσεις και ιδεολογικές τοποθετήσεις. Ως γνωστόν ο Καζαντζάκης νέος είχε επηρεαστεί από τον κομμουνισμό . Μη ξεχνάμε ότι είχε δημοσιεύσει ένα σχετικό μανιφέστο στο Ηράκλειο και είχε θελήσει να είναι υποψήφιος κομμουνιστής βουλευτής Κρήτης. Πέντε φορές συνολικά επισκέφτηκε τη Ρωσία. Μάλιστα ένα από τα ονόματα που χρησιμοποιούσε ήταν Νικολάι Καζάν υποδηλώντας έτσι μια βαθύτερη σύνδεση μαζί της. Είναι η εποχή που ο Νίκος Καζαντζάκης συνεπαίρνεται από τις ιδέες του Λένιν και το πείραμα στη Σοβιετική Ρωσία. Η Επανάσταση κυριαρχεί στις περιγραφές του: «Ας μην πω με τι συγκίνηση πάτησα το ρούσικο χώμα. Πολλές γενιές μέσα μου είχαν λαχταρίσει τούτη τη στιγμή» ή «Τώρα μαθαίνω ρούσικα, να μάθω μια τέχνη-μαραγκός. Έτσι θα δουλεύω στη Ρουσία τρεις ώρες τη μέρα και θα γυρίζω τα χωριά. Εκεί θα δοκιμάσω το Λόγο που φέρνω». Η Ρωσία είναι ο ονειρικός τόπος για αυτόν όπου επικρατεί, όπως δηλώνει, «χοχλάζουσα κοσμογονία».
Πώς, όμως, πρέπει να αντιμετωπίζουμε τον ενθουσιασμό του σήμερα; Τη ματιά του προς τη σοβιετική Ρωσία θα πρέπει πλέον με τρόπο ψύχραιμο να την εντάσσουμε στην προσωπική του διαδρομή περισσότερο παρά να την αντιμετωπίζουμε ως αυστηρή αποτύπωση της πραγματικότητας. Ο «θεοφόρος λαός», όπως αποκαλεί τον ρωσικό λαό, αποτελεί την ελπίδα του για δικαιοσύνη κι ελευθέρια. Η Ελένη Καζαντζάκη αναφέρει: «Ήξερε καλά τι ήθελε, είχε εμπιστοσύνη στη δύναμη του. Πρώτο χρέος να βοηθήσει στο γκρέμισμα αυτού του αδίκου κόσμου, του ανάξιου για την ανθρώπινη ψυχή…Δεύτερο χρέος, να δημιουργήσει τον καινούριο μύθο, να ξεσηκώσει σε πυκνές γραμμές τις στρατιές για την ανοικοδόμηση του Σύμπαντος». Μέσα, όμως, από αυτόν τον οραματισμό του συχνά παραβλέπει, αποσιωπά και τελικά γεμίζει κενά κι αντιφάσεις με ρομαντικό ρεμβασμό.
Ο ίδιος μιλώντας για τη ρωσική λογοτεχνία δηλώνει εμφατικά ότι «άκρατος ιδεαλισμός και ρεαλισμός σμίγουν». Τέτοια, όμως, θαρρούμε ότι είναι κι η δική του ματιά προς τη σοβιετική Ρωσία. Ένα συνάρπαγμα ιδεαλιστικό με αφορμή ρεαλιστική. Στα άρθρα του και στο Ταξιδεύοντας δίνει φυσικά αρκετές πραγματολογικές λεπτομέρειες όπως για την οργάνωση της νεολαίας ή για την αξία της μόρφωσης. Υπάρχει, δηλαδή, ιστορική και πολιτισμική ανάλυση. Προσπαθεί να γνωρίσει τον τόπο και να κατανοήσει τους ανθρώπους. Δεν είναι απλώς ένας επισκέπτης ούτε, όμως, γίνεται ένας αντικειμενικός συγγραφέας, αφού τις πληροφορίες που δίνει τις διανθίζει με το δικό του όραμα και φαίνεται να αγνοεί σημαντικά ιστορικά δρώμενα όπως για παράδειγμα τις διώξεις διανοουμένων από το σοβιετικό καθεστώς. Καταγραφεί, όπως ο ίδιος νιώθει κι αντιλαμβάνεται. («Λέω την αλήθεια όπως την είδαν τα μάτια μου.») Στο Ταξιδεύοντας Ρουσία συνταιριάζει διάφορες μορφές κειμένων: ειδησεογραφία, εθνογραφία κι αυτοβιογραφία (Ν. Μαθιουδάκης, 2013) και μας δίνει μια βιωματική αφήγηση βλέποντας, όμως, περισσότερο την εσωτερική του αλήθεια κι όχι τόσο την πραγματικότητα της κατάστασης. Σε μια συνέντευξη του Καζαντζάκη στο ερώτημα τι τον οδήγησε στην τέχνη, απάντησε «Στην Τέχνη βρήκα ό,τι αναζητούσα - γιατί είναι η μόνη ''ανθρώπινη μέθοδος που μπορεί να αθανατίση τη στιγμή''», απάντηση που εμμέσως πλην σαφώς αποτυπώνει την έμμονη πίστη στον προφητικό ρόλο του συγγραφέα. Ο Friar, ο οποίος γνώρισε πολύ καλά τον Καζαντζάκη συνεργαζόμενος μαζί του στη μετάφραση της Οδύσειας, γράφει σχετικά με αυτό «Ίσως η ιδανική εικόνα του εαυτού του ήταν η εικόνα ενός Εβραίου προφήτη μες από την Παλιά Διαθήκη, όπως ο Ησαΐας, ή ο Ιεζεκιήλ, που πλανιόταν στην ύπαιθρο από χωριό σε χωριό φλογισμένος με το Λόγο του Θεού, που συνταίριαζε με μιαν υπόσταση του ποιητή και του ανθρώπου της δράσης και που δε θα καταδεχόταν να παραμορφώσει την έμπνευση του ηλεκτρικού του οράματος με μια προδοσία από λέξεις. Η παράξενη γλώσσα του Καζαντζάκη μάλιστα μοιάζει με τη παράξενη, πληθωρική, παλινωδούσα γλώσσα των βιβλικών προφητών. Όταν θέλεις να σε ακούσει ο θεός πρέπει να τον ξαφνιάσεις, να φωνάξεις δυνατά – τουλάχιστον αυτό το συμπέρασμα μπορούμε να βγάλουμε αναλύοντας τη ρητορική των βιβλικών προφητών.» «Κανένας δε θα καταλάβει, έγραφε ακόμα στον Πρεβελάκη για την Ασκητική πως δεν πρόκειται καθόλου μήτε για έργο τέχνης, μήτε για φιλοσοφία.!». Είναι σκέτη Παλιά Διαθήκη.» «Πολύ το επιθυμούσε – συνεχίζει ο Friar- να μετουσιώσει το όραμα του απευθείας από πνεύμα σε πράξη». Στη Ρωσία οι συγγραφείς πάντα έπαιζαν τον ρόλο των φιλοσόφων, ενώ ο ρόλος των φιλοσόφων ήταν παράξενα περιορισμένος. Μάλλον και αυτό τραβούσε τον Καζαντζάκη στη Ρωσία – επειδή και αυτός ήταν σίγουρος ότι ο ρόλος του ήταν ο ρόλος προφητικός, σκόπευε να αλλάξει όχι μόνο τη γλώσσα, αλλά και τον κόσμο μέσω των μυθοπλαστικών του αναζητήσεων.
Ταξιδεύοντας στη Ρωσία ο Καζαντζάκης έχει διασχίσει μια ολόκληρη τεράστια χώρα - από το Μούρμανσκ μέχρι το Κρασνοντάρ- , αλλά παρόλα αυτά η διεισδυτική, η ΄΄Κρητική΄΄ του ματιά δεν κατάφερε να δει τη συγκεκριμένη Ρωσία - είδε μόνο αυτό που σκόπευε να δει από την αρχή: έναν παράδεισο ουτοπίας. Τι ακριβώς εννοούσε ο Καζαντζάκης με τον Παράδεισο; Καταγράφει σχετικά ο Ανδριώτης: «Πάντα, μου γράφει, έπλαθα στο νου ένα Παράδεισο δικό μου και μια Κόλαση δική μου, που ολότελα διαφέρουν από τον αναγνωρισμένο επίσημο Παράδεισο και Κόλαση. Όλοι οι ζεστοί, οι ενάρετοι και κακούργοι, θα μπουν στο παράδεισο μου, όλοι οι κρύοι ή ενάρετοι και κακούργοι θα μπουν στη Κόλαση μου. Και στο πάτο της Κόλασης οι ενάρετοι κρύοι. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης γράφει το 1929 στο Παντελή Πρεβελάκη: «Η Ρουσία δε μ'ενδιαφέρει, παρά η φλόγα που κατατρώει τη Ρουσία.».
Επιχειρεί στο Ταξιδεύοντας να περιγράψει την εμπειρία του, αφήνοντας, όμως, συχνά την αίσθηση μιας σουρεαλιστικής αποτύπωσης. Τα όρια μεταξύ του fiction και του non fiction γίνονται δυσδιάκριτα. Φυσικά, υπήρχε τότε μια τάση διανοούμενοι να επισκέπτονται τη Ρωσία και να προσπαθούν να την περιγράψουν και να την ερμηνεύσουν και συχνά κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των έργων είναι η σύγκρουση της εσωτερικής όρασης των συγγραφέων τους με την πραγματικότητα. Τα περισσότερα ξεχειλίζουν από τον προφητικό ρολό του συγγραφέα. Μπορούμε τελικά να μιλάμε για μια τυπολογία τέτοιων ταξιδιωτικών βιβλίων, όπου οι συγγραφείς χρησιμοποιώντας τη δική τους εμπειρία «πάσχουν» να καταλάβουν καλύτερα έναν άλλον πολιτισμό – αν κι ίσως «τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή»(Σεφέρης) - όπως είναι τα έργα για τη Μόσχα των Gide, Feuchtwanger, Celine, Wells κι άλλων. Συνήθως, μια συγκεκριμένη ιδέα εσωτερικής όρασης έρχεται σε σύγκρουση με την πραγματική όραση. Έτσι, και τον Καζαντζάκη από τα χρόνια της κρητικής επανάστασης τον τραβούσε η Ρωσία, αφού περίμενε τον Μόσχοβα να φέρει την απελευθέρωση. Φάνταζε η σοβιετική Ρωσία ως ένας κόσμος ονειρικός κι, όταν τον επισκέφτηκε, του έμοιαζε ο τόπος πραγματοποίησης του οράματός του, επειδή κατά τη γνώμη του παρουσίαζε ακριβώς εκείνο το φαινόμενο, το οποίο ο Peter Bien ονόμαζε Politics of the Spirit.
Αν, όμως, καταφύγουμε στην τεχνική του close reading, θα ανακαλύψουμε τις αντιφάσεις που δημιουργεί ο ιδεαλισμός του στην αποτύπωση της πραγματικότητας. Περιγράφοντας την άφιξη του στη νέα Ιερουσαλήμ του εργάτη θεού, στη καρδιά της νέας Γης της επαγγελίας, όπως χαρακτηρίζει τη Μόσχα, αφήνεται σε έναν ρητορικό ρεμβασμό. Γραφεί χαρακτηριστικά: «ο μπολσεβίκος θυρωρός του ξενοδοχείου σκύβει και μας βάζει τις μπότες , σαν να εξακολουθούσε ακόμα να υπάρχουν αφεντικά και δούλοι». Αυτό το «σαν» μόνο ειρωνικά μπορεί να το εκλάβει ο εξασκημένος κι ενημερωμένος ιστορικά αναγνώστης. Συνεχίζει ο Καζαντζάκης: «Κάνει κρύο, ρίχνει χιονόνερο. Τα στρουθιά κι οι αλεπούδες έχουν καταφύγει στις ζεστές φωλιές τους, όμως χιλιάδες αλητόπουλα στη Μόσχα δεν έχουν καλύβι να μπουν να ζεσταθούν. Οι μικροί ετούτοι προλετάριοι με κοιτάζουν να περνώ, τυλιγμένος με τη γούνα, χωρίς καμία διαμαρτυρία, μα παρηγοριέμαι με το στοχασμό πως γρήγορα θα μεγαλώσουν, πιο γρήγορα απ' όλα τα παιδιά του κόσμου, και θα ζητήσουν και θα πάρουν τη γούνα μου…». Είναι γνωστό ότι μετα την επανάσταση η Μόσχα γέμισε χιλιάδες άστεγα παιδιά, γεγονός που αποτέλεσε μια πραγματική τραγωδία. Ο Καζαντζάκης, όμως, τυλιγμένος στη γούνα του σαν να χάνεται σε έναν ιδεολογικό παροξυσμό και μάλιστα από τη θέση του ισχυρού.
Από την άλλη, όμως, έντιμα κι ειλικρινώς αναφέρεται στο πρόλογο του Ταξιδεύοντας στη «μάταιη καλοπροαίρετη προσπάθεια να κατασκεπαστούμε τη ρούσικη φλόγα». «Ένα ελεύθερο βιβλίο» που απλώς επιχειρεί να μεταδώσει συγκίνηση στον αναγνώστη προειδοποιεί ότι γραφεί. Ειλικρινείς οι προθέσεις του κι έτσι ίσως πρέπει να ερμηνεύονται. Ο Καζαντζάκης μέσα από τον συχνά γοητευτικό του λόγο μετατρέπει μια ολόκληρη κοινωνική πραγματικότητα σε λογοτεχνική ύλη με διαστάσεις ουτοπίας. Κι μην ξεχνάμε βέβαια ότι αυτή η εικόνα δεν έγινε κοινώς αποδεκτή από φορείς της Αριστεράς στην Ελλάδα ή τη Σοβιετική Ρωσία. Ακόμη κι όταν οι σοβιετικοί συμφώνησαν να του απονεμηθεί το Βραβείο Ειρήνης το 1956, διατηρούσαν τις επιφυλάξεις τους για την εικόνα της Ρωσίας που παρουσίαζε ο Καζαντζάκης (Πάτσης, 2013). Στο «Ταξιδεύοντας Ρουσία» δεν υπάρχει καμία αναφορά στην έλλειψη των ελευθεριών στον πνευματικό τομέα. Δε μιλάει για τις απαγορεύσεις και το κλείσιμο εντύπων και εκδοτικών οίκων που υπήρξαν εκείνα τα χρόνια ή για τους διανοούμενους που έφυγαν ή που τους εκδίωξαν οι σοβιετικοί από τη χώρα.
Στο μυθιστόρημα με την περιπετειώδη εκδοτική πορεία Τόντα – Ράμπα ο ομώνυμος κεντρικός ήρωας αποτελεί ίσως μυθιστορηματικό προσωπείο υπαρκτών προσώπων που γνώρισε ο Καζαντζάκης κατά τα ταξίδια του στη Ρωσία. Αυτός με άλλους 7 πηγαίνουν στη Μόσχα για τους εορτασμούς της επανάστασης. Το έργο, αν και αναφέρεται στη Ρωσία, λειτουργεί περισσότερο ως ένας ύμνος της Ιδέας όπως ο Καζαντζάκης τη βίωνε μέσα του. Σαν η Ρωσία να είναι το ρεαλιστικό πλαίσιο, αλλά ο αληθινός πρωταγωνιστής η Ιδέα που ζητά να μεταφερθεί σε όλο τον κόσμο. «Ο κόσμος τούτος θα καταστραφεί..με τη βία. Μπαίνουμε σε ένα μεσαίωνα. Ο παλιός κόσμος είναι ακόμα δυνατός. Ο νέος δεν είναι ακόμη ώριμος…Παράτα την ομορφιά, τους θεούς και τους στιχους.Παρατα τη ευτυχία….Γίνε άνδρας του καιρού σου :πολεμιστής!». Δεν είναι τυχαίο που ο κεντρικός ήρωας είναι ένας νέγρος. Η Ελένη Καζαντζάκη στο βιβλίο της Ο ασυμβίβαστος σημειώνει χαρακτηριστικά «Ο ίδιος ο Καζαντζάκης που το 1929 προφήτεψε το ξύπνημα της Αφρικής στο άκουσμα της φωνής του Λένιν. Όπως είχε προφητέψει το 1927 τι ρολό θα παίξει η Αίγυπτος στον ισλαμικό κόσμο. Τον ξεπεσμό της βρετανικής αυτοκρατορίας και τον ιδεολογικό πόλεμο που θα ξεσπάσει αναμεσά στους γέρους κομμουνιστές που είναι φτιαγμένοι και στους νέους που πιάνουν να ανηφορίζουν». Ο Καζαντζάκης το 1928 σε επιστολή στην Ελένη της γραφεί για τη διάθεσή του να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο που ίσως «ωφελήσει την ονειροπόλα φύση του πνεύματος» του όπως δηλώνει. Κι όντως την επόμενη χρονιά γραφεί το Τοντα Ραμπα που μοιάζει με σενάριο ταινίας με τις μικρές κοφτές προτάσεις του. Το έργο σαν να αφηγείται τη συνέχεια της επανάστασης όπου « η φλόγα που καίει στην Ε.Σ.Σ.Δ….είναι η φλόγα ενός δαίμονα…» ο οποίος φωνάζει « Ερχουμαι.Δεν έχω έλεος! Είμαι το μελλούμενο!». Τη συνέχεια της επανάστασης ο Καζαντζάκης τη περιγράφει γεμάτη βία όπου ο Κρητικός Γερανός ένας από τους ήρωες « χαράζει στον αγέρα με το δάκτυλο γράμματα και φράσεις :…Δεν ελπίζω πια, δε φοβάμαι πια, είμαι λεύτερος!». Στο τέλος ο Τόντα-Ράμπα, προσκυνώντας στο Μαυσωλείο του Λένιν έχει ένα όραμα πύρινης καταστροφή και μετά την κάθαρση του παλαιού κόσμου, βλέπει τους σπόρους κάτω από τη γη να ζωντανεύουν από τη βροχή και να σχηματίζουν τη μορφή του Λένιν. Και στο ομώνυμο ποίημά του ο Καζαντζάκης τραγουδά «Απάνω τους, μωρέ παιδιά, πιλάλα! Δεν είναι αυτοί θεοί, μόν΄ σάπιοι άνθρωποι».
Συνολικά, η ματιά του Καζαντζάκη απέναντι στη Σοβιετική Ρωσία μέσα από τα τρία βασικά του έργα είναι περισσότερο μυθιστορηματική παρά ιστορική. Κινητήριος δύναμη είναι η δική του τοποθέτηση απέναντι στην τότε κοινωνική πραγματικότητα κι όχι η απόπειρα αυστηρής αποτύπωσής της. Ο ίδιος άλλωστε αργότερα θα αντιμετωπίσει την τότε ιστορική ατμόσφαιρα πιο κριτικά και θα αναθεωρήσει. Θα γράψει στον Πρεβελάκη ότι δεν περιέγραφε όπως έπρεπε «Άλλοτε που με ατέλεια την ήξερα μπορούσα να μιλώ ώρες και με βεβαιότητα συμπληρώνοντας με τις επιθυμίες μου ή τις ιδέες μου ό,τι δεν ήξερα βλέποντας ίσως γεωμετρικές γραμμές εκεί που τώρα ανακάλυψα καμπύλες και λοξές και γυρίσματα».
Τελικά, η οξυδερκής κρίση της Ελένης Καζαντζάκη ότι ο Καζαντζάκης «περισσότερο από ποιητής, πεζογράφος και δοκιμιογράφος - δε θα πάψει να είναι ο ταξιδευτής που μας μεταφέρει με ή χωρίς τη θέλησή μας στις αποσκευές του» ίσως αποτελεί το μόνο κλειδί για την πρόσληψη των έργων του για τη Σοβιετική Ρωσία , ως ταξιδιών, δηλαδή, της καρδιάς παρά του νου κι ας φέρνουν ενίοτε στο μυαλό το καβαφικό:
Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδ' αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)·
κι όχι κ' εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.
( Κ.Π. Καβάφης, «Θάλασσα του πρωϊού»,στίχ. 5-8, 1916 )
1.Προέρχεται από την εβραϊκή έκφραση Τόντα Ραμπά που σημαίνει «ευχαριστώ πολύ». Αρχικός τίτλος του έργου ήταν Η Μόσχα έκραξε.
2 Πρώτη έκδοση με τον τίτλο Τι είδα στη Ρουσία.
3 Σταδιακά βέβαια θα αλλάξει τη στάση του προς τον κουμμουνισμό. Επικρίνει την αστική νοοτροπία των κουμουνιστών και την υλιστική θεώρηση της ζωής
4 Η Ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας δεν αποτελεί μια συστηματική γραμματολογία. Το έργο αυτό είναι περισσότερο ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα, όπου διαφαίνεται η αγάπη του Καζαντζάκη για τους Ρώσους συγγράφεις. Ο ίδιος δεν γνώριζε καλά τη ρωσική γλώσσα, κι άρα δύσκολο να είχε μελετήσει σε βάθος από το πρωτότυπο κείμενα της ρωσικής λογοτεχνίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ανδριώτης Ν.Π., Η γλώσσα του Καζαντζάκη / Νέα Εστία, Νίκος Καζαντζάκης, 1959, 91-95.
Καζαντζάκης Ν., Ταξιδεύοντας: Ρουσία. Αθήνα: εκδ. Καζαντζάκη, 2010.
Καζαντζάκης Ν., Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: εκδ. Καζαντζάκη, 1999.
Καζαντζάκης Ν., Τόντα Ράμπα. Αθήνα: εκδ. Καζαντζάκη, 2005.
Καζαντζάκης Ν,. Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη. Αθήνα: εκδ. Καζαντζάκη, 1984.
Καζαντζάκη Ελ., Νίκος Καζαντζάκης ο Ασυμβίβαστος. Αθήνα: εκδ. Καζαντζάκη, 1998.
Τσίβιαν Τ., Ο πεζός λόγος των ποιητών για τον πεζό λόγο των ποιητών/ Σημειωτικό ταξίδι, Αγία Πετρούπολη, 2001.
Καραλής Βρ., Ο Νίκος Καζαντζάκης και το παλίμψηστο της ιστορίας, Αθήνα: εκδ. Κανάκη, 1994.
Μαθιουδάκης Ν. Ταξιδεύοντας: Ρουσία. Αθήνα: εφημερίδα Έθνος, 2013.
Πάτσης Μ., Καζαντζάκης και Ρωσία. Οικοφοβία, διαλογικότητα, καρναβάλι,έκδοση ιδιωτική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου