22.4.20

H κακοπιστία της κριτικής – γράφει η Κυριακή Πετράκου

Στο διεπιστημονικό περιοδικό Journal of Greek Media and Culture δημοσιεύτηκε η βιβλιοκρισία της αναπληρώτριας καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Παναγιώτας Μήνη για το βιβλίο του Θανάση Αγάθου Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματoγράφο, Gutenberg, Αθήνα 2017, 352 σελ. Panayiota Mini, “O Nikos Kazantzakis ston kinimatografo (Nikos Kazantzakis in Cinema), Thanasis Agathos (2017)”, Journal of Greek Media and Culture, Volume 4, Issue 2 (2018), pp. 285-288.

Η βιβλιοκρισία αυτή υπέπεσε στην αντίληψή μου και νομίζω ότι θα μπορούσα να εκφέρω γνώμη καθόσον την θεωρώ άδικη προς την κρινόμενη μελέτη. Καθώς έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα με το έργο του Καζαντζάκη επί σειράν ετών, ενασχόληση που περιλαμβάνει πρωτίστως μια μονογραφία 713 σελίδων (Ο Καζαντζάκης και το θέατρο, Αθήνα 2005), βασισμένη σε πρωτογενές και δευτερογενές υλικό, 20 περίπου μελετήματα (περισσότερα, αλλά δεν είναι όλα αυστηρά επιστημονικά), διοργάνωση και συμμετοχή σε συνέδρια με θέμα το έργο του Καζαντζάκη, ομιλίες, πανεπιστημιακά μαθήματα προπτυχιακά και μεταπτυχιακά, θα έλεγα ότι διαθέτω κάποια ειδίκευση έως ειδικότητα στο θέμα. Ομοίως και ο συγγραφέας της κρινόμενης μελέτης κ. Θανάσης Αγάθος, τον οποίο γνωρίζω προσωπικά μέσω των καζαντζακικών μελετών και συνεργασιών μαζί του επ’ αυτών (έχουμε δημοσιεύσει μαζί μια «Συμβολή στη βιβλιογραφία Νίκου Καζαντζάκη, 1974-2008», στο site της Διεθνούς Εταιρείας Νίκου Καζαντζάκη, www.kazantzakis-amis.blogspot.com, 450 λήμματα) και ένα μελέτημα: «Ο Τελευταίος Πειρασμός του Καζαντζάκη: η κριτική και οι αντιδράσεις», στο Ο Τελευταίος Πειρασμός και οι «μεταμορφώσεις» του, έκδ. Μουσείου Καζαντζάκη, Ηράκλειο 2011, σ. 49-56), αλλά γνωρίζω καλά και το υπόλοιπο έργο του που αφορά τον Καζαντζάκη (μια διδακτορική διατριβή, δύο βιβλία και 20 άρθρα) ή όχι (δύο βιβλία συν πολλά άρθρα άλλης θεματικής). Συνεπώς πιστεύω ότι μπορώ να τοποθετηθώ επί του θέματος μετά λόγου γνώσεως. Με αντικειμενικά κριτήρια, ποσοτικά και ποιοτικά, θεωρώ τον κ. Αγάθο εν γένει εξαιρετικό επιστήμονα με βάση το γραπτό ερευνητικό και συγγραφικό έργο του, όπως γίνεται στις πανεπιστημιακές εκλογές για πρόσληψη ή εξέλιξη μελών ΔΕΠ σε ανώτερες βαθμίδες, και υποκειμενικά, καθώς έχει κερδίσει την αμέριστη εκτίμησή μου ως ακαδημαϊκός δάσκαλος και ως προσωπικότητα υψηλού ήθους.
Η εν λόγω βιβλιοκρισία προκάλεσε την απορία και την αγανάκτησή μου και θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω τις αντιρρήσεις μου όσο το δυνατόν πιο συνοπτικά για να μην κουράσω τον πιθανό αναγνώστη και παραιτηθεί από την ολική ανάγνωσή των, παρότι οι σημειώσεις μου καλύπτουν πολλές σελίδες. Επιλέγω τις πλέον ισχυρές από αυτές.
Η κα Μήνη, στη βιβλιοκρισία της, αφού σε τρεις γραμμές αναγνωρίσει κάποιες αρετές στο πόνημα του Αγάθου (ότι πληροφορεί τον αναγνώστη για τις υποθέσεις των μέχρι στιγμής μη μελετημένων σεναρίων του Καζαντζάκη, ότι επιδίδεται σε σύγκριση των τριών κινηματογραφικών έργων που βασίζονται σε μυθιστορήματα του Κ. με τα ίδια τα μυθιστορήματα και ότι περιλαμβάνει εκτεταμένη καζαντζακική βιβλιογραφία), κατά τα άλλα θεωρεί ότι η μελέτη αυτή εγείρει σοβαρές επιφυλάξεις. Κατ’ αρχάς ότι χαρακτηρίζεται από περιορισμένη πρωτοτυπία και ερμηνευτική ισχύ. Είναι βέβαια δικαίωμα ενός εκάστου κριτικού να γράφει αφοριστικές κρίσεις του είδους αυτού, αλλά η εγκυρότητά τους μπορεί να αμφισβητηθεί εξ ορισμού και να θεωρηθούν απλώς αυθαίρετες. Συνεχίζει με μερικές ακόμα αυθαίρετες γενικότητες, που θα παραλειφθούν εδώ για λόγους οικονομίας χώρου και θα παρατεθούν μόνο κάποιες πιο συγκεκριμένες.
Ως προς την επίκριση ότι το βιβλίο δίνει την εντύπωση ότι γράφτηκε μέσα σε λίγους μήνες και δημοσιεύτηκε για να συμπέσει με την επέτειο του 2017 (των 60 χρόνων από τον θάνατο του Κ.) είμαι σε θέση να πληροφορήσω ότι στην πραγματικότητα γραφόταν από το 2013 ως το 2017· ακόμη και αν δεν το ξέρει κανείς αυτό, είναι εύκολο να καταλάβει ότι όλη αυτή η έρευνα και η σύνθεση ενός τέτοιου βιβλίου δεν μπορεί να γίνει μέσα σε λίγους μήνες. Η κριτικός θα έπρεπε να το γνωρίζει από την ακαδημαϊκή εμπειρία της, έστω και αν η δική της παραγωγή δεν περιλαμβάνει παρά μόνο μία μονογραφία, καθόσον έχει στο ενεργητικό της και αρκετά μελετήματα. Υπάρχει πράγματι μια αβλεψία ανάμεσα στον τρόπο που αναφέρονται δύο τίτλοι κεφαλαίων στον πρόλογο και κατόπιν στο κείμενο. Ο πρώτος τίτλος στον οποίον εντοπίζεται αβλεψία είναι αυτός του 5ου κεφαλαίου, που στον Πρόλογο είναι «Ο Καζαντζάκης στο κινηματογραφικό τοπίο του 20ού αιώνα» (σ. 13), ενώ ο σωστός τίτλος είναι «Ο Καζαντζάκης στο κινηματογραφικό τοπίο του 21ου αιώνα» (σ. 9, 282). Επίσης, από τον τίτλο του τέταρτου κεφαλαίου («Ο τελευταίος πειρασμός/ The Last Temptation of Christ: τα κατά Καζαντζάκη και τα κατά Scorsese Ευαγγέλια», όπως αναγράφεται στα Περιεχόμενα, σ. 9 και στο κύριο σώμα, σ. 239), λείπει στον Πρόλογο ο αγγλικός τίτλος. Δεν αποτελεί ικανό επιχείρημα για προχειρότητα στη συγγραφή για την οποία επικρίνει τον κ. Αγάθο. Ήδη έχει προηγηθεί η βιβλιοκρισία της ομότιμης καθηγήτριας του ΕΚΠΑ Έρης Σταυροπούλου (και αρκετές άλλες): «Όπως τα προηγούμενα, διακρίνεται για την εξονυχιστική έρευνα των πηγών και την εξαιρετική επιμέλεια στην κατάταξη και παρουσίαση του σχετικού υλικού. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε την ιδιαίτερα φροντισμένη έκδοση, που τη σχεδίασε και την επιμελήθηκε ο Γιάννης Μαμάης των εκδόσεων Gutenberg, που διακρίνονται για την υψηλή ποιότητά τους», Έρη Σταυροπούλου, «Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο», www.oanagnostis.gr, 19.1.2018. Η καταγγελία με προσωπική χροιά, ότι στις σελίδες 43-44 ο Αγάθος παραφράζει τις δικές της απόψεις από το μελέτημά της για το σενάριο Δον Κιχώτης δίχως να παραπέμπει σ’ αυτό είναι απολύτως ανακριβής (για να μην χρησιμοποιούμε βαριές λέξεις όπως «ψευδής», που απάδουν στην ακαδημαϊκή νηφαλιότητα). Οι απόψεις της έχουν περιληφθεί στο τμήμα αυτό του βιβλίου με κανονικές παραπομπές, ενώ δεν κατάφερα να εντοπίσω στις σελίδες 43-44 την παράφραση (διάβασα επί τούτου το μελέτημά της). Η παράθεση πάντως απόψεων άλλων μελετητών και η αναγκαία ακαδημαϊκή συζήτηση επί ενός θέματος, αν και ενίοτε την παραλείπουν οι συγγραφείς, εκουσίως ή ακουσίως (αγνοούν σχετικές εργασίες), γίνεται είτε με παραθέματα εντός εισαγωγικών είτε με πλάγιο λόγο, στον οποίο συχνά αναπαράγουν τρόπον τινά τον αρχικό, είτε ακουσίως είτε εκουσίως, ώστε να γίνει αισθητό και το ύφος. Βεβαίως οφείλουν να παραπέμπουν αλλά δεν είναι δυνατόν αυτό να γίνεται σε κάθε φράση και δεν συνιστά προφανώς λογοκλοπή εφόσον όντως υπάρχουν σχετικές αναφορές.
Ο κ. Αγάθος κατηγορείται ότι όταν κάνει κάποιες πρωτότυπες παρατηρήσεις (υποθέτω εννοεί δικές του και όχι αντλημένες από άλλους) είναι συχνά επιφανειακές και μη ανεπτυγμένες ή μη πειστικές. Για το «επιφανειακές» είναι σεβαστή η άποψή της, όπως όλες οι απόψεις που δεν ελέγχονται αντικειμενικά. Για το «μη ανεπτυγμένες» και για το ότι είναι απλώς «μερικές προτάσεις που βρίσκουν κάποιες ομοιότητες μεταξύ ενός σεναρίου και άλλων έργων του Καζαντζάκη», επειδή είναι αδύνατον εδώ να παραθέσω ολόκληρα αποσπάσματα από το βιβλίο του Αγάθου, που θα έπρεπε να είναι και μεγάλα για να αντικρουστεί το «μη ανεπτυγμένες», παραπέμπω στις σελίδες 20-21 («Το κόκκινο μαντίλι» (σενάριο) / Καπετάν Μιχάλης, Toda-Raba (μυθιστορήματα), 35-36 «Βούδας» (σενάριο) / Βούδας (τραγωδία), 38 «Βούδας» (σενάριο) / «Μια έκλειψη ηλίου» (σενάριο), 42-43 («Δον Κιχώτης» (σενάριο) / Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (μυθιστόρημα), Ο τελευταίος πειρασμός (μυθιστόρημα), Χριστός (τραγωδία), 44 («Δον Κιχώτης» (σενάριο) / Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (μυθιστόρημα), Ο φτωχούλης του Θεού (μυθιστόρημα), 46-47 («Μουχαμέτης» (σενάριο) / Οδύσσεια, Καπετάν Μιχάλης (μυθιστόρημα), Ο φτωχούλης του Θεού (μυθιστόρημα), Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (μυθιστόρημα), επιστολογραφία (με Γιάννη Αγγελάκη), 49-51 («Μια έκλειψη ηλίου» (σενάριο) / Toda-Raba (μυθιστόρημα), Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (μυθιστόρημα), Οι αδερφοφάδες (μυθιστόρημα), Ο τελευταίος πειρασμός (μυθιστόρημα), Χριστός (τραγωδία), ταξιδιωτικά, 54-56 («Δεκαήμερο» (σενάριο) / Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (μυθιστόρημα), Ο φτωχούλης του Θεού (μυθιστόρημα), 56 («Δεκαήμερο» (σενάριο) / μυθιστορήματα και θεατρικά του Καζαντζάκη (ως προς την αποφυγή περιγραφής ερωτικών σκηνών), 61-62 [«Μια ελληνική οικογένεια» (σενάριο) / Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (μυθιστόρημα), Καπετάν Μιχάλης (μυθιστόρημα)], 70 [«Μια ελληνική οικογένεια» (σενάριο) / Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (μυθιστόρημα), Αναφορά στον Γκρέκο] κ.ο.κ. Σε όλα αυτά τα μέρη (και σε πολλά άλλα) περιέχονται εκτεταμένες και ενδιαφέρουσες αναλύσεις. Ίσως ένας υπομονετικός καζαντζακιστής επιθυμεί να τεκμηριώσει του λόγου το αληθές και να συγκρίνει τις απόψεις της κας Μήνη με τις δικές μου, κάτι που αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα όλων μας.
Ακόμα, τις «πρωτότυπες» ιδέες του Αγάθου θεωρεί μη πειστικές. Π.χ. σχετικά με το σενάριο Το κόκκινο μαντήλι, υποστηρίζει (η κα Μήνη) ότι ο Κ. ως φλογερός δημοτικιστής δεν είναι δυνατόν να αποτίνει φόρο τιμής μέσω των ονομάτων των προσώπων στην ελληνική ρομαντική ποίηση, και μάλιστα στον Παναγιώτη Σούτσο, τον οποίο πιθανότερο είναι να απεχθανόταν. Στην πραγματικότητα οι συγγραφείς του 20ού αιώνα, όλοι δημοτικιστές, περισσότερο ή λιγότερο φλογεροί (ardent), έχουν χρησιμοποιήσει πολύ την λογοτεχνική παράδοση της καθαρεύουσας, αλλά για τον εντοπισμό της διακειμενικότητας απαιτείται μελέτη των κειμένων τόσο σε έκταση όσο και σε βάθος. Για τον Καζαντζάκη ειδικά, παραπέμπω στην μελέτη μου Ο Καζαντζάκης και το θέατρο, ό.π., στην οποία επισημαίνω (με ανάλυση) τη διακειμενικότητα του Χριστού του Καζαντζάκη με τον Μεσσία του Π. Σούτσου (1839), σ. 232, της Μέλισσας με την τραγωδία Κυψελίδαι του Δημητρίου Βερναρδάκη (1858), σ. 317-18 και του Ιουλιανού του παραβάτη με το ομότιτλο και ομοθεματικό έργο του Κλέωνος Ραγκαβή (1865, έκδ. 1877), σ. 338-39. Ο Βάλτερ Πούχνερ εντοπίζει την επίδραση του Μεσσία και στην Δ΄ πράξη του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (Ο κόμπος και το νήμα, Αθήνα 2018, σ. 225). Η ανίχνευση και η επισήμανση των διακειμενικών επιδράσεων αποτελεί ζητούμενο της σύγχρονης έρευνας και κριτικής, αλλά σπανίως μπορεί να αποδειχτεί σαφώς, διότι οι συγγραφείς αφενός δεν βάζουν παραπομπές στα λογοτεχνικά έργα τους αφετέρου δεν τις ομολογούν ποτέ. Επομένως οι υποθέσεις παραμένουν υποθέσεις, εύλογες ή μη. Της κας Μήνη δεν είναι εύλογη. Αξιολογεί ότι από το πρώτο κεφάλαιο απουσιάζει το επιχείρημα που θα στήριζε την ανάλυση – εδώ ομολογώ ότι δεν γνώριζα ότι σε κάθε ανάλυση πρέπει να υπάρχει ένα τέτοιο ισχυρό και αδιάσειστο επιχείρημα. Συνήθως οι αναλύσεις ακολουθούν μια συλλογιστική που δεν είναι ανάλογη μιας μαθηματικής απόδειξης, ιδίως μάλιστα οι σύγχρονες αναλύσεις με χρήση των εργαλείων της θεωρίας που διαφέρουν μάλιστα μεταξύ τους και η σαφήνεια δεν αποτελεί αναγκαίο όρο. Ευτυχώς ένα τέτοιο επιχείρημα εμφανίζεται επιτέλους στο κεφάλαιο 6, σελ. 300, όπου ο Αγάθος εξηγεί τους λόγους για τους οποίους ο Κ. έγραψε σενάρια, αν και οι κύριες εξηγήσεις, κατά την κυρία Μήνη, έχουν ήδη προταθεί από άλλους μελετητές, κάτι που ο Αγάθος παραλείπει να αναφέρει. Πρόκειται για μια καταληκτική σελίδα, μια από τις ελάχιστες δίχως υποσημειώσεις. Ειλικρινά πιστεύει η κυρία Μήνη ότι ένας άνθρωπος που ασχολείται ερευνητικά 25 χρόνια με τον Καζαντζάκη, με μια διδακτορική διατριβή, δύο βιβλία και 20 άρθρα πάνω στον εν λόγω συγγραφέα, δεν μπορεί να γράψει το παραπάνω συμπέρασμα μόνος του, αλλά θα πρέπει να το «αντιγράψει» από άλλους και να μην παραπέμψει σε αυτούς;
Αλλά η επίκριση ότι χρησιμοποιεί εσφαλμένα τις δευτερογενείς πηγές του επανέρχεται σε διάφορα σημεία της βιβλιοκρισίας. Φαίνεται πως υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος για να χρησιμοποιεί κανείς τη βιβλιογραφία του, αλλά δυστυχώς ο κ. Αγάθος, παρά την πλούσια παραγωγή του για τη βαθμίδα του (είναι επίκουρος καθηγητής) αλλά και άλλοι, εγώ λ.χ. με 11 βιβλία, δεν καταφέραμε να κατακτήσουμε. Αλλά και η βιβλιογραφία δεν γλιτώνει, παρότι καλύπτει 42 σελίδες και περιέχει περισσότερα από 500 βιβλιογραφικά λήμματα. Μάλιστα η παράλειψη ενός άρθρου του Γιώργου Ανεμογιάννη του 1988 αποτελεί «ακαδημαϊκή απρέπεια (academic impropriety)». Βέβαια το άρθρο χρησιμοποιείται, όπως και όλα όσα έχει γράψει ο Ανεμογιάννης επί του θέματος, και ακριβώς στη θέση που πιστεύει η κα Μήνη ότι έπρεπε. Συγκεκριμένα περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ο άλλος Καζαντζάκης, στο οποίο γίνονται παραπομπές, στο κεφ. 1, σελ. 39, 43. Με δεδομένη την τεράστια καζαντζακική βιβλιογραφία, είναι εύκολο να βρει κάποιος τίτλους που λείπουν από τη βιβλιογραφία της μονογραφίας του Αγάθου ή και από κάθε άλλη σχετική θα έλεγα.
Τελευταίο επιχείρημα που θα ανασκευάσω, αν και θα μπορούσα πολλά ακόμα, αλλά δεν υπάρχει χώρος και ούτε χρησιμότητα μάλλον, είναι ότι το γεγονός ότι το βιβλίο εκδόθηκε πριν από την παρουσίαση του κινηματογραφικού έργου του Γιάννη Σμαραγδή, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στη μελέτη (πώς θα μπορούσε;) και αυτό επιβεβαιώνει την υποψία ότι το βιβλίο γράφτηκε και εκδόθηκε βιαστικά –ή μάλλον αδυνατώ να το ανασκευάσω λογικά. Προϋποθέτει ότι ο κ. Αγάθος ήταν εν γνώσει του προγράμματος του κ. Σμαραγδή και θα έπρεπε να περιμένει να παρουσιαστεί η ταινία για να την συμπεριλάβει. Δεν αντιλαμβάνομαι διόλου το σκεπτικό. Τα βιβλία μας, μονογραφίες ή άλλου είδους, κάποτε ολοκληρώνονται και εκδίδονται. Μετά την έκδοσή τους εμφανίζονται στο θέμα μας νέα δεδομένα· συγκεκριμένα στις παραστατικές τέχνες εμφανίζονται κινηματογραφικά έργα, θεατρικές παραστάσεις δραματικών έργων και διασκευών άλλων λογοτεχνικών έργων. Θα έπρεπε να μη γράφουμε, περιμένοντας το τέλος του χρόνου, και στο μεταξύ θα πεθαίναμε αναμφίβολα.
Για το βιβλίο του κου Αγάθου έχουν ήδη γραφτεί αρκετές θετικές βιβλιοκρισίες. Παραθέτω όσες γνωρίζω στο τέλος. Ενδιαμέσως θα ήθελα να κρίνω λίγο την εργασία της κας Μήνη με τα δικά της κριτήρια. Στο μελέτημά της για το σενάριο Μια έκλειψη ηλίου («Μια έκλειψη ήλιου (1932) του Καζαντζάκη: Σενάριο για ένα διεθνή διαγωνισμό» [Kazantzakis’ A Solar Eclipse (1932). A Scenario for an International Competition], στο Νίκος Καζαντζάκης, Αθήνα, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη, 159-176, 2011), το οποίο δημοσιεύτηκε από εμένα με εισαγωγή το 2007, αναφέρει βέβαια τη δημοσίευση (την οποία αποκαλεί αναδημοσίευση, λέξη που υποδηλώνει ότι είχε ξαναδημοσιευτεί, δίχως να αναφέρει πού, κάτι που όσο γνωρίζω δεν είχε γίνει), αλλά δηλώνει ότι χρησιμοποιεί κατευθείαν το χειρόγραφο. Κατά τα άλλα δεν παραπέμπει καθόλου και δεν συζητά τα δικά μου σχόλια, πράγμα που θεωρώ δικαίωμά της. Ενδεχομένως δεν της άρεσαν. Μια απορία, επίσης: γιατί η κυρία Μήνη, που κόπτεται τόσο για τη βιβλιογραφική πληρότητα, σε κανένα από τα τέσσερα άρθρα της πάνω στα σενάρια του Καζαντζάκη (δημοσιευμένα μεταξύ 2009 και 2016) δεν κάνει ούτε μια αναφορά στο βιβλίο του κ. Αγάθου Από το Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά στο Zorba the Greek (2007), για πολλά χρόνια τη μόνη μονογραφία πάνω στο θέμα «Καζαντζάκης και κινηματογράφος»; Και αυτό ενδεχομένως είναι δικαίωμά της, αλλά μήπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ακαδημαϊκή απρέπεια»; Ας μην ξεχνάμε εντούτοις πως και ο κρίνων κρίνεται.
Δυστυχώς πρέπει να τελειώσω αναφέροντας την κατακλείδα της κας Μήνη: ότι οι εκδότες πρέπει να προσέχουν τι μελέτες δημοσιεύουν, και οφείλουν να υποβάλλουν τα υποψήφια για έκδοση βιβλία σε αξιολόγηση από ομότιμους κριτές (peer review) ώστε να προστατεύουν το κοινό και τη φήμη τους (από προχειρογραφήματα όπως το παραπάνω προφανώς). Με την τελευταία αυτή παραίνεση προς εκδότες να είναι επιφυλακτικοί ως προς τις επιστημονικές εργασίες που εκδίδουν, η κα Μήνη μάλλον υπερβαίνει τα εσκαμμένα και θα μπορούσε να κατηγορηθεί για εμπάθεια, ασύγγνωστη ιδιότητα για έναν πανεπιστημιακό δάσκαλο, που κρίνει διαρκώς τους συναδέλφους του (εκλογές μελών ΔΕΠ) και καθορίζει έτσι σε έναν βαθμό την σταδιοδρομία τους.
__________________________________________________________________
Βιβλιοκρισίες:
Βασίλης Βασιλικός, «Ο Καζαντζάκης ως σεναριογράφος», Νέα Σελίδα, 26 Νοεμβρίου 2017, σ. 27.
Γιάννης Ζουμπουλάκης, «O Kαζαντζάκης σεναριογράφος», Το Βήμα / Πολιτισμός, 3 Δεκεμβρίου 2017, σ. 6.
Δημήτρης Δουλγερίδης, «Όταν ο Καζαντζάκης κόπηκε από τη Fox», Τα Νέα, 8 Δεκεμβρίου 2017, σ. 44.
Ανθούλα Δανιήλ, «Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο», diastixo.gr, 12 Δεκεμβρίου 2017, https://diastixo.gr/kritikes/meletesdokimia/8582-kazantzakis-kinimatografos
Άθως Δημουλάς, «Όταν ο Καζαντζάκης ονειρεύτηκε το Χόλιγουντ», Κ / Η Καθημερινή, τχ. 759, 17 Δεκεμβρίου 2017, σ. 62-65.
Γ.Ν. Περαντωνάκης, «Η μελέτη της λογοτεχνίας», Η Εφημερίδα των Συντακτών, 29 Δεκεμβρίου 2017, σ. 72.
Διονύσης Ν. Μουσμούτης, «Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο», Ιστορία, τχ. 595, Ιανουάριος 2018, σ. 125.
Χαρίκλεια Δημακοπούλου, «Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο», Εστία, 25 Αυγούστου 2018.
Χρήστος Αντωνίου, «Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο», http://www.periou.gr, 31 Οκτωβρίου 2018.
[Η κ. Κυριακή Πετράκου είναι καθηγήτρια του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ. Πρώτη δημοσίευση του κειμένου στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: