17.1.23

Για «κάθε είδους διάλυση»

 


Γράφει η Αριστούλα Δάλλη

Λίλια Τσούβα «Εγκέφαλος Ψάρι», ποιητική συλλογή-, εκδ. Βακχικόν, 2022.

 

Η Λίλια Τσούβα μετά την τελευταία έκδοση της συλλογής των διηγημάτων ( Το τραγούδι των Ινουίτ), που μας ταξίδεψαν με τον ήχο τους σε πολιτισμούς ανά τον κόσμο, επανέρχεται με την ποιητική συλλογή «Εγκέφαλος ψάρι», ένα ταξίδι  στον κόσμο της φαντασίας και με πρώτη ΥΛΗ στοιχεία της πραγματικότητας.

Ο σουρεαλιστικός τίτλος και η εικόνα του εξώφυλλου «Εγκέφαλος ψάρι» προϊδεάζουν τον αναγνώστη ότι σε αυτή την αναγνωστική πορεία τον περιμένουν εκπλήξεις από τον ονειρικό κόσμο και τις μετουσιωμένες βιωμένες εμπειρίες.

Η Λίλια Τσούβα κινείται γύρω από ένα άξονα περίτεχνα δομημένο με λέξεις και εικόνες, με συμβολικές και σουρεαλιστικές αναφορές, που έχουν συγχρόνως ως υπόβαθρο περιεχόμενο  συνειδητό και ασυνείδητο.

Στο ποίημα της «Ο Μπόρχες στην Κνωσό» γράφει: «Η Αριάδνη είχε προ πολλού πεθάνει./ Σκοτεινό το μέρος/ κι ο μίτος/ δύσκολο να χρησιμοποιηθεί/ απ΄ την πολυκαιρία» ( σελ. 33), η ίδια όμως χρησιμοποιεί ένα ζωντανό δικό της μίτο και μας οδηγεί στην δική της Κνωσό.

Από την προμετωπίδα με το ποίημα «Πρώτο σύκο» του Έντνα Βίνσεντ Μιλέυ, όπως αυτός ενώνει τις δύο μεριές του κεριού που φλέγεται, λειώνει και συγχρόνως δαμάζει τη νύχτα, με τον ίδιο τρόπο η ποιήτρια εισάγει από την πρώτη ποιητική σύνθεση την διαδικασία της απώλειας-σκοτάδι με την πορεία της αναγέννησης-φως. Με τέχνη χρησιμοποιεί το γεωμετρικό σύμβολο του ψαριού, όπου τα δύο τόξα-πλευρές εκτείνονται πέρα από το σημείο συνάντησης, έτσι ώστε να σχηματίζουν το προφίλ του ψαριού. Αλλά και η αναφορά και σύνδεση με το σύμβολο εγκέφαλο δεν είναι τυχαία, αφού αφορά το δημιουργικό και λογικό τμήμα του, το σχετικό με τη γνώση, τη σοφία, την έμπνευση, την δημιουργία. Έως το τέλος της συλλογής, σουρεαλιστικές εικόνες, μαγικός ρεαλισμός αλλά και ρομαντισμός, ολοκληρώνουν τη θεματική των ποιημάτων και κλείνουν με έμπνευση, αυτογνωσία και επίγνωση του γίγνεσθαι. « Μόνον όταν έρθει ο χιονιάς κι εδώ/ θα μάθεις πόσο κρύο κάνει, (…) Κι ένα καλύβι σάς ζητώ με/ καυσόξυλα μη/ μου κτυπάει χειμώνας.( σελ. 69).

Με ευφάνταστο τρόπο η ποιήτρια επιλέγει τον τίτλο της συλλογής της « Εγκέφαλος ψάρι» και μας καλεί να παρακολουθήσουμε την προσωπική πορεία  στο δαιδαλώδες ελικοδρόμιο του εγκεφάλου (σκέψεις, συναισθήματα, ένστικτο), ενώ την ίδια ώρα μας προτείνει την σιωπή του ψαριού για να βιώσουμε τη ζωτικότητα του πνεύματος και του Λόγου.

Με το πρώτο ποίημα της ορίζει τον χώρο και τον χρόνο. Τόπος η θάλασσα με όλο τον αρχέγονο συμβολισμό της Μεγάλης Μητέρας. Μετά ο χρόνος με τις φάσεις της παλίρροιας,  άμπωτη και πλημμυρίδα. Δύο φυσικά φαινόμενα που ανασύρουν υλικό από το βυθό της θάλασσας στη  φάση-πλημμυρίδα- και στη δεύτερη φάση –άμπωτη- απομένει ότι έχει νεκρωθεί και είναι αδύνατον να επιβιώσει στην ξηρά. Έτσι, στη σύνθεση των πρώτων επτά ποιημάτων της, με αλληγορικό τρόπο μας συστήνει την διαδικασία του εγκεφάλου και τις λειτουργίες σε όλες τις εκφάνσεις του, τις αποθήκες και τα κέντρα των καταγραμμένων υποκειμενικών εμπειριών, τα συναισθήματα, το ένστικτο της επιβίωσης.

« Σχοινόπρασα οι μέρες./ Αντί κρασί , υδράργυρος», έτσι γλιστρούν χωρίς έλεγχο οι σκέψεις μας, τονίζει με ζωντανές εικόνες η Λίλια Τσούβα. Περιγράφει το άλγος της απώλειας με τις αλλαγές που ορίζει η ίδια η φύση των πραγμάτων.

Γράφει: «Η πρωινή παλίρροια άφησε τα λέπια της./ Σκορπίνες στο δωμάτιο/ κοφτεροί βράχοι στο ταβάνι/ Δάκρυα τριζονιών στο μαξιλάρι».( σελ.11). Στο δεύτερο ποίημα της με βίαιες εναλλαγές μάς μετακινεί από τη ακτή, στον ουρανό και στο βυθό της θάλασσας. Γεφυρώνει το ορατό και το αόρατο, το γήινο και το πνευματικό, το εμπειρικό και το ιδεώδες.

Στίχοι παραστατικοί που ζωντανεύουν αυτό που συμβαίνει « Κλείνουν τα όστρακα / στη ακτή /Χήνες αποδημητικές στον ουρανό/ λευκοί καρχαρίες  στη θάλασσα/ έρημος στον εγκεφαλικό φλοιό».( σελ.12). Και παρακάτω τονίζει την επώδυνη διαδικασία της εγκεφαλικής λειτουργίας « Ο κρόταφος / μονοπάτι αρουραίου/ Το τετράδυμο πέταλο / φωλιά αμοιβάδας/ Μαύρα ελάφια/ μηρυκάζουν / τη φαιά  ουσία του εγκεφάλου μου».( σελ.14). Ίσως δεν είναι τυχαίο που κλείνει την ενότητα με την αρχετυπική εικόνα του πατέρα, της αρσενικής Αρχής, του Αδάμ, του Οδυσσέα, του σιδερόφραχτου ιππότη, έναντι της θηλυκής Αρχής, της κόρης με τα κόκκινα γοβάκια, της Ελένης, της θεάς Εστίας-σπίτι.

Στα επόμενα πέντε ποιήματα η Λ.Τ. φέρνει στο προσκήνιο το αρχέτυπο της θηλυκής Αρχής αναφερόμενη στη μητέρα και τη σχέση της σαν μάνα, κόρη, γυναίκα. Μια ελεγεία στο γυναικείο είδωλο του καθρέφτη, για αυτό που είναι, για αυτό που χάνεται, για αυτό που είναι το πεπρωμένο της. Κάθε στίχος και μία βιτσιά στο μυαλό, στην καρδιά και στον ιδεατό εαυτό της.

Γράφει: « Αντικατοπτρισμοί ξεθωριασμένων μαργαριταριών, μόνιμη η βροχή για τα όνειρα ψάρια» ( σελ 20)  και  « έψαχνε συνταγές φαρμάκων/ Έναν λωτό/ να καταπιεί τη θλίψη/ Βρήκε μια κλαίουσα ιτιά/ το βραδινό της φόρεμα να θυμιατίζει/ Στον υδαρή καθρέφτη.» ( σελ 21).

Η ποιήτρια γράφει με αυτόματη γραφή ενόσω η πλημμυρίδα του ασυνειδήτου την κατακλύζει. Η θάλασσα σκεπάζει με τον υγρό της σώμα την στεριά και εναποθέτει τα νεκρά στοιχεία που θυμίζουν το πέρασμα της. Λέπια, όστρακα, ξεριζωμένος βυθός, αστραπές της νύχτας, θρήνος-φιόγκος το νιαούρισμα της γάτας της, φεγγάρι στο παράθυρο. Σιωπή ο εγκέφαλος ψάρι.

  

Στη συνέχεια, η πλημμυρίδα  ξεφουσκώνει σιγά-σιγά και ο ποιητικός λόγος γίνεται ολιγόστιχος. Σαν τον κυματισμό και τη διακύμανση του που τη σβήνει η δύναμη του καθώς αποσύρεται στο εσωτερικό της θάλασσας, στο απωθημένο υλικό, εκεί από όπου είχε ξεκινήσει. Σε αυτή τη φάση του στοχασμού και αναστοχασμού, το ποιητικό υποκείμενο ανακαλεί από τον συνειδητό εγκέφαλο, αυτά που γνωρίζει και ψάχνει, όπως λέει σε άχυρα ανάμεσα, να βρει αυτό που ξέρει, αλλά είναι χαμένο στην ομίχλη του νου και στη σιωπή του εγκεφάλου –ψάρι.

   «Μη τρυπώνεις απ΄το παράθυρο φεγγάρι/ δεν μ΄ αφήνει να κοιμηθώ/ το λαμπερό σου πρόσωπο/.( σελ. 32), ακούγεται η παράκληση για το φόβο της απώλειας του ελέγχου.

Έτσι κρατάει το μίτο της δικής της Αριάδνης και πορεύεται, παρέα με τον Μπόρχες και τους μυθοπλαστικούς ήρωες, στο δικό της Λαβύρινθο. Μαζί με όλη την παρέα, την Αλίκη, την Μιχαέλα και την Φλοράνς, την Σου, την Άννα, την Ινφάντα Μαργαρίτα Τερέζα και όλους εκείνους που υπήρξαν στην αιωνιότητα και χάθηκαν με το τέλος της.

Και καθώς η πλημμυρίδα ξεκινά πάλι σε ένα νέο κύκλο του χρόνου, ανεβάζει στην επιφάνεια τα πάθη και τους ήρωες του αρχαίου κόσμου, υπενθυμίζοντας μας ότι ο κόσμος στο βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης ταλανίζεται από τα ίδια πάθη και τους αιώνιους υπαρξιακούς  φόβους.

Η Πηνελόπη και το ατελείωτο υφαντό, ο Κάδμος, ο Πενθέας, η Αγαύη, η Κίρκη, ο Πάτροκλος, ο Αινείας,  ο Οδυσσέας, ο Αειθαλής άνδρας,  θυμίζουν τον άνισο αγώνα με την άγρια φύση του πρωτόγονου εαυτού και τις δυνάμεις του.

Η Λίλια Τσούβα κινείται ανάμεσα στις χρονικές φάσεις της παλίρροιας του γνωστικού, πολλές φορές επώδυνου δώρου που προσφέρει η πλημμυρίδα και της απώλειας των προσδοκιών που συνειδητοποιεί με την άμπωτη. Μία συνεχής σύγκρουση ανάμεσα στον έρωτα, το πάθος του ονείρου, τις ψευδαισθήσεις της ηδονής και παράλληλα το γκρέμισμα, το πόνο του τραύματος, τη σκιά στο δάσος του Αοκιγκαχάρα, εκεί που δεν τραγουδούν τα πουλιά.

Και εκεί που φαίνεται ότι ο άνθρωπος χάνει τον δρόμο διαρκώς και η κάθε μέρα αφήνει τα λέπια της στην ακτή και την υγρή άμμο, τότε αναδύεται μία απόφαση από την αρχαία γραφή (τυπωμένη στον αρχέγονο εγκέφαλο του) που τον κατευθύνει για την σωτηρία του.

Γράφει: «Να, εδώ θα καθίσω,/ στη μέση του τραπεζιού,/ στου σύμπαντος το κέντρο/ Με αρωματισμένο νερό / θα σε ποτίσω/ Καθώς το πίνεις να/ γίνεσαι αθάνατος.(…) Να εδώ μαζί σου θα/ καθίσω καθώς οι αρχαίες γραφές/ πλαταίνουν τους ουρανούς ή/ τ΄ άλογα ιππεύουν / τα τέσσερα του κόσμου σημεία,/ εσύ καθώς/θα γίνεσαι αθάνατος».( σελ 62-63).

Εμπνευσμένη η ποιήτρια με εργαλεία τη νόηση και τη γραφή, την ιδέα, την πράξη και την αλληλεπίδραση στον κόσμο, μιλάει για το διττό ρόλο του εγκεφάλου, να ομιλεί και συγχρόνως να σιωπά. Την ικανότητα του να βυθίζεται στην άγνωστη δύναμη του ασυνειδήτου και συγχρόνως να επεξεργάζεται αυτά που γνωρίζει και να τα εγκιβωτίζει, σαν πολύτιμο υλικό της σοφίας του

Η Λίλια Τσούβα με γλαφυρή πένα πέρασε από τον ρομαντισμό στον μαγικό ρεαλισμό και στη σουρεαλιστική απεικόνιση και γραφή, αγγίζοντας την πολυπλοκότητα του έρωτα, της σεξουαλικότητας, της γονιμότητας.

Οδεύοντας προς το τέλος της ανθολογίας επιστρέφει στο ρομαντισμό και με την αλληγορία αγγίζει τα θέματα που την απασχολούν υπαρξιακά, κοινωνικά, ανθρώπινα, η σχέση του καλού και του κακού, η γέννηση και ο θάνατος.

Ανοίγει ένα μπουκάλι από τ΄ αστέρια αλλά κανένα θαύμα δεν αλλάζει τίποτε. Χρειάζεται ένα νέο ζευγάρι γυαλιά για να μπορέσει να δει με άλλο τρόπο τις « δίνες του μυαλού..τις του φωτός παλινωδίες /την εγκεφάλου ωχρά κηλίδα».

Στο ποίημα «Μεσάνυχτα» γράφει: «Γάλα τα παιδιά ζητούν/ βόμβες ολόγυρα σφυρίζουν/ σκοτάδι στον πλανήτη επικρατεί / πίνουν χημικά τα παιδιά/ στο δείπνο τους αέρια πολέμου/ σε λάκκους παίζουν με ουράνιο/..( …) Ο Γαλιλαίος την πυρά του επιμένει να δει,/ενώ αναζητά ακόμη / την εξίσωση της αγάπης/ ο Αϊνστάιν.»

Τελειώνοντας το ταξίδι στο κόσμο της  φαντασίας και της παραμυθίας, με τα λόγια της ίδιας της ποιήτριας, όπου η θεματική της σε όλη την συλλογή αφορά την «κάθε είδους διάλυση», επιστρέφουμε στο νόστο του (ε)αυτού, εκεί από όπου αρχίσαμε και με την παλίρροια ξανά επιστρέφουμε.

 

«Δεν έχω ακόμα ως φαίνεται τελειώσει το τραγούδι μου/ Δεν έχω όλη τρυγήσει/ την πάχνη από την τριανταφυλλιά  στον κήπο./ Δεν θόλωσαν τα μάτια μου στην  ομορφιά του φθινοπώρου».


https://www.fractalart.gr/egkefalos-psari/

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: