ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ
Ο άνθρωπος που έχασε τον εαυτό του
εκδ. Καστανιώτη, σελ. 192
Ενας άνθρωπος πεσμένος στο έδαφος ζητάει βοήθεια. Θέλουμε να του δώσουμε το χέρι μας για να σηκωθεί, αλλά ένας αστυνομικός μάς το απαγορεύει. Τι οφείλουμε να κάνουμε; Να υπακούσουμε στην ηθική ή στον νόμο; Αυτό το ζήτημα απασχολεί τη «Συνομοσπονδία των ψυχών του Μιλτιάδη Ρούσσου». Διασπασμένος σε πολλαπλές εκδοχές, ο Ρούσσος συγκαλεί ένα συμβούλιο, το οποίο θα κρίνει ποια ιδιότητά του θα επικρατήσει. Ο εαυτός του ήταν αποκύημα συλλογικών αποφάσεων, που εναπόκειντο στην αδιαφορία, στην αγανάκτηση, στον κυνισμό, στην ανασφάλεια, στην ευπείθεια, στην ειρωνεία. Ποιος από όλους τους Ρούσσους θα έτεινε το χέρι στον αβοήθητο άνθρωπο, παραβιάζοντας τη θεσμική εντολή; Ποιος είχε τη μεγαλύτερη ισχύ, ο καλύτερος ή ο χειρότερος; Στα διηγήματα του Βασίλη Δανέλλη οι ήρωες κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να βρεθούν εκτός εαυτού, όχι λόγω θυμού, αλλά εξαιτίας μιας δόλιας, φαντασιόπληκτης πραγματικότητας, που τους επιφυλάσσει εξωφρενικές περιπέτειες. Στο ομότιτλο της συλλογής πεζό, ένας άνδρας εξορίστηκε ένα ξημέρωμα από τη ζωή του. Eνας άλλος τον διαδέχθηκε στο σπίτι του, υπεξαιρώντας την ταυτότητά του και έπειτα ένας άλλος και μετέπειτα πολλοί ακόμη. Aλλοι τον υποδύονταν καλύτερα και άλλοι τον χρέωναν με επιπρόσθετες αποτυχίες. Το πάθημά του ήταν απόρροια της αυταπάτης ότι ο εαυτός του διέθετε μία και μόνον όψη. Iσως, πάλι, να έφταιξε το γεγονός ότι ενόσω διάβαζε ένα δοκίμιο για το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι, αποφάσισε να κατέβει στο υπόγειο του δικού του σπιτιού.
Ο Δανέλλης απολαμβάνει τη μυθοπλασία που διαρκώς ανατροφοδοτείται, αντλώντας από την οικουμενική παρακαταθήκη του πνεύματος, ελισσόμενη παιγνιωδώς στις πιο απροσδόκητες ατραπούς της φαντασίας. Στο καθένα από τα πεζά εγκιβωτίζονται επάλληλες ιστορίες, που υποδηλώνουν την ικανότητα μιας λογοτεχνικής αφήγησης να εκβάλλει σε ανύποπτες τροχιές, στις πτυχώσεις ενός ασύλληπτου λαβυρίνθου, μπορχεσιανής αρχιτεκτονικής. Eνας άνδρας που διάβαζε το ιλιγγιώδες διήγημα του Μπόρχες «Πιερ Μενάρ, συγγραφεύς του Δον Κιχώτη», βρέθηκε να καλπάζει στο πλευρό του «Πρωτομάρτυρα» της λογοτεχνίας, του Δον Κιχώτη. Παρασυρμένος από τον προπάτορα του μυθιστορήματος και τον αντιγραφέα του, τον Μενάρ, κατέληξε να μάχεται ενάντια σε θηρία και τέρατα. Σε έναν θαυμαστό κόσμο περιηγήθηκε μια νύχτα και ο ήρωας του διηγήματος «Πεντακόσια δολάρια», ακολουθώντας έναν «άγιο πότη» σε διάφορα μπαρ της Αθήνας, μέχρι που η πόλη έγινε μια άλλη πόλη, κατάμεστη από πολλές πόλεις. «Ο Μισισιπής ξεχείλισε στην Ακαδημίας και η Σκουφά έγινε η γαλλική συνοικία της Νέας Ορλεάνης». Πηγαίνοντας από μπαρ σε μπαρ, κάνοντας έτσι «τον περίπλου όλου του κόσμου», ο ήρωας διακατεχόταν από ψυχικό συμμερισμό για την αγωνία του Αχαάβ να κυνηγήσει «μια τεράστια φάλαινα που παραμόνευε κάτω από το οδόστρωμα της Αθήνας». Εκείνο που συγκινεί στα διηγήματα του Δανέλλη είναι το πάθος και ο ενθουσιασμός του, η ειλικρινής αγάπη του για τη μυθοπλασία, κατάφορτη με πλάνες, ξεγελάσματα και παραμυθίες. Oταν ένα βιβλίο ανοίγει, ο αληθινός κόσμος αρχίζει να ραγίζει. Μέσα από τις ρωγμές αναθάλλουν απίθανα ενδεχόμενα και φαντασμαγορικές διαδρομές. Δηλωτικό της λατρείας του Δανέλλη για τη λογοτεχνία είναι το καταληκτικό κείμενο, ο «Αποχαιρετισμός». Μια ωδή στον ιδανικό αναγνώστη, που υποδέχεται την αφήγηση σαν «ξυλόγλυπτο κουτί» και με λεπταισθησία δοκιμάζει τα κατάλληλα κλειδιά για τη διάπλατη διάνοιξή του. Ανάμεσα «στον κόσμο των αισθήσεων και τη λογοτεχνία», ο Δανέλλης αναζητεί την ουτοπία, έναν τόπο ιδεώδη, που προκρίνει την ομορφιά έναντι της αλήθειας. Γι’ αυτό ο υπότιτλος του βιβλίου κάνει λόγο για αληθινές ιστορίες. Αληθινή είναι η όμορφη ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου