Είμαι ένα σράπνελ στα γόνατα της Πολωνίας
Το διαμπερές τραύμα του Πλάτωνα.
Το τελευταίο καρέ του Μπέργκμαν.
(«Είμαι αυτός που δεν γνωρίζω»)
Εικοστός κόσμος, όπως λέμε εικοστός αιώνας και μάλιστα σε όλη του τη φρίκη. Κι έτσι, η
φράση του Βιτγκενστάιν στην προμετωπίδα της συλλογής – κομψότατης αισθητικά, όπως όλες ανεξαιρέτως οι ποιητικές συλλογές των εκδόσεων Πόλις – αποτελεί ειρωνεία, αφού το θέμα της δεύτερης είναι ο παραλογισμός του πολέμου, δηλαδή η επιτομή τού ό,τι κάνει έναν κόσμο «μη λογικό». Αποτέλεσμα είναι ότι οι κάτοικοι του κόσμου σπάνε – όπως εύγλωττα δηλώνει το ποιητικό υποκείμενο της συλλογής: «είμαι το σπασμένο παιχνίδι/ στα χέρια της Ιστορίας» (σελ. 9).Η πραγματεία του πολέμου και της παράνοιας που πηγάζει από αυτόν αναπτύσσεται στον Εικοστό κόσμο του Δημήτρη Πέτρου μέσα από τρία μέρη: «Ραψωδία για το βεληνεκές», «Κάθοδος» και «Ευγονική». Το πρώτο αφορά το βεληνεκές των όπλων που χρησιμοποιούντα στα πεδία των μαχών: «Πρώτη ξεκίνησε η μηχανή της Κρουπ/ δώδεκα κύλινδροι σε πλήρη αρμονία» (σελ. 14). Η λέξη «αρμονία» στον στίχο σχηματίζει μία από τις πολλές, εκκωφαντικές αντιθέσεις που απαντώνται στη συλλογή, επιτείνοντας τη βασική πρόθεση του ποιητή να παρουσιάσει σε όλη του την ασχήμια και την αποφορά το παιχνίδι του πολέμου. Η βασικότερη μορφή αυτών των αντιθέσεων είναι οι επαναλαμβανόμενες αντιστίξεις μεταξύ των συνθηκών του πολέμου και των συνθηκών που παράγει η ηρεμία της φύσης:
Η σίκαλη βαδίζει στα χωράφια.
Πίσω της ο άνεμος λικνίζεται
ανάμεσα σε ερπύστριες και ορύγματα,
στο δρόμο που βγάζει δυτικά.
(σελ. 15)
Μάλιστα, στο ποίημα που ξεκινά «Μήνιν άειδε, θεά» (όπως δηλαδή η Ιλιάδα), οι εν λόγω αντιστίξεις ή αντιθέσεις εργαλειοποιούνται στο έπακρο, καθώς ολόκληρο το ποίημα χτίζεται πάνω σε παρομοιώσεις που αντλούνται από τη φύση ή έστω τη συνθήκη ομαλότητας:
…Όπως η κουκουβάγια έχει από πριν κλειδώσει το θήραμα
πετάει αθόρυβα παραμερίζοντας τον άνεμο
πέφτει με ορμή στον αφηρημένο ποντικό
και μπήγει το νύχι της στο μάτι,
έτσι και η βολίδα ελεύθερου σκοπευτή
από γωνία ανεξιχνίαστη ορμάει για να βρει
κρανίο βαθμοφόρου από το Όκλαντ…
Στο ποίημα της σελίδας 15 (όλα τα ποιήματα της ενότητας είναι άτιτλα), συναντάμε τον στίχο «οι Ελπήνορες μεθυσμένοι με μπίρα» και θυμόμαστε ότι ποιητές όπως ο Ρίτσος, ο Σινόπουλος ή ο Χουλιαράκης έχουν χρησιμοποιήσει τον Ελπήνορα σαν σύμβολο των αδικημένων ηρώων που έπεσαν στη μάχη, μα έμειναν αφανείς. Ο Πέτρου επομένως αναφέρεται με το όνομα «Ελπήνορες» συνεκδοχικά σε όλους τους αφανείς νεκρούς στρατιώτες, τους οποίους αλλού αναφέρει ως «ανώνυμ[ους] νεκρ[ούς] χωρίς τη θαλπωρή της νύχτας» (σελ. 14).
Το σκηνικό αυτού του μέρους είναι εξόχως πολεμικό: «Μονάχα σκόνη και φόνος./ Μονάχα σκόνη και φόνος και χέρσα γη» (σελ.14) ή αλλού: «αυτή η πόλη, μαύρη τουλίπα στον αέρα-/ γη σπαρμένη ξιφολόγχες» (σελ. 18).
Και, ενώ συνηθίζουμε η φύση και το τρυφερό προσωπικό στοιχείο («Ο λοχαγός θυμάται το σπίτι του./ Θυμάται τη μυρωδιά της μάνας του. Λέει για μια θαλασσινή αυγή», σελ. 18) να παρεμβάλλονται στη ζοφερότητα της πολεμικής συνθήκης, υπογραμμίζοντας την ασχήμια της, έρχεται το ποίημα της σελίδας 19 να εισάγει ένα διαφορετικό, υψηλό ύφος που θυμίζει Βίβλο:
…μέσα από καπνούς και φωτιές προχώρησα
και είδα
τη γυναίκα με τα τριαντάφυλλα σε όσους πολέμησαν
το ηλεκτρικό κάλεσμα του ενός στις χιλιάδες που έτρεξαν…
το πρώτο αέριο και το τελευταίο ράπισμα…
[…]
κι έφτασα στο επίτευγμα
ο άνθρωπος που για ανθρώπους δάσκαλος λογίζεται
και ο άνθρωπος ο μοναχικός που διψούσε για μάθηση
ο μόνος που έφτασε κι ο τελευταίος που χάθηκε
εγώ του κόσμου το άλλοθι
κι ο κόσμος που ράγισε.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, την «Κάθοδο», γίνεται περισσότερο μια ιχνηλάτηση της φύσης του ανθρώπου – ειδικότερα, των τμημάτων της που ευθύνονται για τον απανθρωπισμό, την έπαρση, τη μεγαλομανία και οτιδήποτε άλλο τον εξωθεί να διεξάγει πόλεμο ανά τις εποχές, ξεκινώντας από την αρχαιότητα και διατρέχοντας διάφορα άλλα επεισόδια της ιστορίας. Η αναφορά σε αυτά τα επεισόδια επιτυγχάνεται μέσα από παραπομπές σε τοπωνύμια και πρόσωπα – χωρίς σαφείς χρονικές ενδείξεις. Αν δεν αναλωθεί κάποιος στην ανάλυση των τοπωνυμίων και των ονομάτων (δεν νομίζω άλλωστε πως μια τέτοιου είδους ανάλυση ήταν ποτέ στους στόχους του ποιητή), σύντομα θα κατανοήσει ότι ο Πέτρου επιτυγχάνει με αυτό τον τρόπο μια αθρόα αναφορά στον πόλεμο ως αρρώστια που πλήττει την ανθρωπότητα ήδη από τους μυθικούς χρόνους: δεν λείπουν π.χ. αναφορές στον Τρωικό πόλεμο («τόσο ανώφελα- τόσο πανηγυρικά/ ολοκληρώνεται/ η αρπαγή μιας πρώην ωραίας», σελ. 28) ή στον Μεσαίωνα («Τι αξία έχει ο Σταυρός των Ιπποτών», σελ. 28) ή στους δύο παγκόσμιους πολέμους που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα, τον 20ό κόσμο της συλλογής, ή και σε άλλους επιμέρους πολέμους, όπως ο πόλεμος του Κόλπου («κορίτσια με το φούμο και τη στολή παραλλαγής – ώρα δωδεκάτη/ βραδινή του 1991», σελ. 29).
Το αποτέλεσμα της αρρώστιας του πολέμου είναι απλά περισσότερη αρρώστια. Το διαπιστώνουμε αυτό, βλέποντας πώς καταλήγουν προσωπικότητες που σημαδεύτηκαν από τον πόλεμο και με τη σειρά τους σημάδεψαν τη σύγχρονη σκέψη:
– Όμως τι απέγιναν εκείνοι που έπαιξαν με τη φωτιά, Δάσκαλε;
-Ο δύστυχος Δανιήλ [Γκράνιν] με το στομάχι στην πλάτη – ζει σε μια πόλη από πάγο –
σ’ ένα σπίτι από πάγο – με μια παγωμένη καρδιά – ώς τα κατάβαθα –
σε μια πόλη που την ονόμασαν Λένινγκραντ –
Ο αγγελικός Βάλτερ [Μπένγιαμιν] πάνω κάτω βάδιζε στη σκέψη – έκοβε με τα δόντια
τις λέξεις –
ώσπου δεν έμειναν λέξεις – κλείστηκε μια μέρα έξω από τον κόσμο –
έξω από τις
εξελίξεις – πέρα μακριά – σε άγνωστα βουνά –
(σελ. 31, απόσπασμα, τα ονόματα σε [ ] της γράφουσας αυτό το άρθρο)
Το ποίημα κλείνει στη σελίδα 32 με τη στροφή:
Και ο Τάκης, ο μικρός μας γιος – κάτω από τα δέντρα.
όπως ταξιδεύεις για μέρες
στην ανοιχτή θάλασσα
στεριά δεν φαίνεται πουθενά
μόνο μεγάλα θηλαστικά
διασχίζουν τα κύματα
σιγά σιγά το ίχνος τους χάνεται
Όλα μέσα στα ποιήματα σβήνουν μέσα σε έναν σχεδόν ονειρικό κόσμο όπου η ανθρώπινη πραγματικότητα μονίμως υποχωρεί μέσα στη μεγαλύτερη εικόνα – ίσως σαν ένδειξη του ότι εμείς και οι πράξεις μας είμαστε περαστικοί από αυτόν τον κόσμο και η όποια μας ασέβεια απέναντί του ουδόλως τον επηρεάζει.
Νωρίτερα (σελ. 30), ο ποιητής έχει αναρωτηθεί:
Θυμηθείτε:
Τι αξία έχει η πάλη των ιδεών;
Τα τελευταία μέτρα της Συμφωνίας Έξι του Τσαϊκόφσκι –
Το άρωμα τα πασχαλιάς δέκα λεπτά πριν την Ανάσταση –
η συνέχεια των ερειπίων που μας συναρπάζει –
Η «παθητική» Συμφωνία Έξι του Τσαϊκόφσκι περιέχει μια παράξενη αντιστροφή: συνήθως οι συμφωνίες κλείνουν με ένα δυνατό μέρος, αφού έχει προηγηθεί ένα δεύτερο απαλό. Όμως ο Τσαϊκόφσκι σε αυτή την τελευταία συμφωνία που έγραψε (αυτοκτόνησε 50 μέρες μετά) έχει αντιστρέψει τα μέρη και κλείνει με το απαλό μέρος, στοιχειώνοντας έτσι τον ακροατή. Όσο για τα ερείπια και τη γοητεία τους έχουν γραφτεί πολλά. Η ουσία αυτού του αποσπάσματος είναι ότι, έτσι όπως δεν επηρεάζουν τη μεγαλύτερη εικόνα οι ασεβείς μας πράξεις, έτσι δεν την επηρεάζουν και τα μεγάλα μας επιτεύγματα ή οι σπουδαίες μας σκέψεις. Ο κόσμος (και ο Θεός;) είναι απλά μια συνείδηση που παρατηρεί τα τεκταινόμενα, χωρίς να επηρεάζεται και χωρίς να επεμβαίνει. Στον μικρόκοσμό μας μόνο είναι που συμβαίνουν όλα τα τραγικά:
καθώς ο ταύρος
για τελευταία φορά ρουθουνίζει –
τόσο ανεπαίσθητα – τόσο ονειρικά –
ξηλώνεται η εικόνα
μιας πρώην ερωμένης
(σελ. 30)
Ακόμη και ο έρωτας σβήνει στον πόλεμο – μόνο που ο έρωτας είναι η ζωή, είναι ο κόσμος.
Στην τελευταία ενότητα, που τιτλοφορείται «Ευγονική», ατενίζουμε το παρόν από τη χρονική στιγμή του 20ού αιώνα και την αντανάκλασή του στο μέλλον. Η πορεία της ανθρωπότητας δεν έχει οδηγήσει σε κανένα ευγονικό αποτέλεσμα, παρά μόνο σε συντρίμμια και ερείπια. Όπως διαπιστώνεται με τους στίχους του Λεοντάρη, που προτάσσονται αυτής της ενότητας, «περίλυπο το σύμπαν/ κι όλοι οι λαοί ηττημένοι».
Η ενότητα αποτελείται από ένα μόνο ποίημα, τον μονόλογο του ποιητικού υποκειμένου το οποίο κάνει απολογισμό, προσπαθώντας συγχρόνως να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στον 20ό αιώνα και μέσα στην ιστορία, μέσα στον παραλογισμό του πολέμου αλλά και του σύγχρονού του – εξόχως πολεμικού – τρόπου ζωής:
…Μεγάλη βοή κατέβαινε.
Η νόσος των ψυχιατρείων με τη νόσο των εξουσιαστών.
[…]
με την περόνη στο στόμα
έρχομαι.
Μια απλή πράξη θανάτου.
{…}
Πού να βρούμε μια πτώση να οδηγεί στη σιωπή;
Η σιωπή είναι προϋπόθεση της ηρεμίας σε έναν κόσμο ιδιαίτερα θορυβώδη και το δίπολο «ησυχία-θόρυβος» εμφανίζεται πολλάκις μέσα στη συλλογή, με τον θόρυβο (ως πολεμικό χαρακτηριστικό) να κυριαρχεί: «Νύχτα ψυχρή και ξάστερη, γεμάτη κρότους» (σελ. 13), «Ακούω το θόρυβο της μάχης./ Όμοιες οι κραυγές. Η οσμή του αίματος στην άμμο» (σελ. 14), «Άκου τη μουσική που οδηγεί στον όλεθρο» (σελ. 15), «Ο κίνδυνος πάντα από ψηλά/ ο ήχος έπεται της έκρηξης» (σελ. 16), «Οι νεκροί δεν βρίσκουν ησυχία,/ θάβονται και ξυπνάνε/ με κάθε οβίδα» (σελ. 17), «Όμως ο κρότος της πιστολιάς/ ταξιδεύει απότομα/ το ζώο στο δάσος μένει ακίνητο» (σελ. 22), κ.ο.κ.
Ο μονόλογος συνεχίζεται:
Ο καθρέφτης της κοινωνίας μου ράγισε.
Κοιτάζω από τις ρωγμές.
[…]
Αυτή η έρημος που ζω
σπίτι ενός φασματικού, λοξή ταπετσαρία από πληγές
δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά βυθός.
[…]
Με κατατρώει βουβή θλίψη.
Το ποιητικό υποκείμενο απέμεινε μόνο του («Λοιπόν, να τι είμαι./ Είμαι ο τελευταίος επιζών»), στην πραγματικότητα έμεινε το μόνο που συνειδητοποιεί τι συνέβη, που βλέπει τη ματαιότητα της καταστροφής, τη ματαιότητα της ίδιας της ύπαρξης, το κόστος της έπαρσης και την ακύρωση της όποιας επανάστασης:
Η ανάμνηση επιστρέφει στο κενό.
Εδώ πλησιάζει ένα παιδί. Όμως δεν αργεί
να σκοτεινιάσει. Χάνεται κι αυτό στη νυχτερινή υγρασία,
θύμα στοιχήματος παρανοϊκού
σύμβολο μάταιης υπομονής,
άδικος, συνένοχος, εργάτης και εργατικός,
εγκαταλείπω.
Ο αιώνας είναι ακόμα ο εικοστός.
όπως το φως πέφτει πάνω στο σίδερο
μέρα χειμωνιάτικη σκληραίνει την όραση
πλήθος απόκληρο σηκώνεται όρθιο
και σκάβει με τα νύχια τα βουνά.
Μεγάλη βοή –
Η βοή του κόσμου δεν σταματά ποτέ, ούτε δυστυχώς η φύση του ανθρώπου – το μόνο που μπορεί ίσως να μας σώσει είναι μια μελλοντική φώτιση. Μέχρι τότε, ας ελπίσουμε ότι πράγματι οι ασεβείς μας πράξεις δεν θα επηρεάσουν ποτέ τη μεγάλη εικόνα της Ζωής, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι δεν θα την επηρεάσουν ούτε τα μεγάλα μας επιτεύγματα ή οι σπουδαίες μας σκέψεις… Ίσως όμως τα μεγαλόπνοα έργα της τέχνης (οπωσδήποτε μέσα σε αυτά ποιητικές συλλογές σαν τον Εικοστό κόσμο) μπορέσουν τουλάχιστον να πυροδοτήσουν αναστοχασμούς που θα λειάνουν κάπως τη μελλοντική μας πορεία.
Χριστίνα Λιναρδάκη
Το υπέροχο έργο που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου είναι το Walpurgis Night (Βαλπούργεια ή Βαλπουργιανή νύχτα, δηλαδή η 30ή Απριλίου, μέρα των μαγισσών και των ξωτικών) του Paul Klee (1935). Ακούστε τη μοναδική Συμφωνία Έξι του Τσαϊκόφσκι από τη Φιλαρμονική της Βιέννης υπό την καθοδήγηση του μαέστρου von Karajan: https://www.youtube.com/watch?v=KvGC8hZC29U
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου