30.1.23

Το Γκέρλιτς, το μπουζούκι, η Θεσσαλονίκη και οι Γερμανοί


Γιώτα Μυρτσιώτη
«Μαθαίνω πως το εργαστήρι σύγχρονης τέχνης του Γκαίτε θα εκδώσει λογοτεχνικό περιοδικό για νέους. Αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Οχι βέβαια γιατί η πνευματική μας ζωή κατάντησε να συντηρείται από τις ξένες μορφωτικές αποστολές, αλλά […] μπαφιάσαμε πια από τις μπαγιάτικες βεντέτες της γενιάς του ’30. Ακόμη κι εμείς η πρώτη μεταπολεμική γενιά έχουμε κιόλας αρκετά σκαρτέψει. Οι πιο πολλοί βολευτήκαμε, αστοποιηθήκαμε, υποχωρήσαμε. Μας έφαγε ο συμβιβασμός, η ανυδρία και τα κουτσομπολιά. Καιρός πια να βγουν στην επιφάνεια οι πολύ νέοι, τα φοιτηταρούδια, μπας και μας κάνουν το χρυσό αυγό. Αλλά και το χρυσό αυγό να μην κάνουν, πάλι κάτι φρέσκο και δροσερό θα έχουν να μας προσφέρουν. Κρέας νωπό, όχι κονσέρβες». Με αυτή την εισαγωγή καλωσόριζε ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος την έκδοση του τριμηνιαίου λογοτεχνικού περιοδικού «Ausblicke» (Προοπτικές) το 1970 στη Θεσσαλονίκη, μεσούσης της δικτατορίας. Ψυχή του περιοδικού ήταν η καθηγήτρια του Γκαίτε, Χανερόλε Οκς, που ξεκίνησε την έκδοσή του αρχικά υπό την αιγίδα του γερμανικού Ινστιτούτου, αλλά συνέχισε μόνη ώς το 1979, κερδίζοντας τον σεβασμό και την εκτίμηση του Μανόλη Αναγνωστάκη για την «εκδοτική προσπάθεια από το ατομικό της υστέρημα». Στα τεύχη του παρελαύνουν Ελληνες συγγραφείς και φυσικά η σύγχρονη ανατρεπτική γερμανόφωνη λογοτεχνία της εποχής, επηρεασμένη από τις επιταγές και την εξέγερση της γενιάς του ’30. Το ζητούμενο ήταν η υπερκέραση, η επεξεργασία του παρελθόντος, δηλαδή η αντιπαράθεση της νέας γενιάς με τον φασισμό. Σ’ αυτή τη συγκυρία η γερμανική διανόηση υπήρξε σημαντικός αρωγός της ελληνικής, η οποία υπέφερε από τη δικτατορία των συνταγματαρχών για επτά ολόκληρα έτη. Η ιστορία του «Ausblicke» ήταν μία από τις εκπομπές που επέλεξα να ακούσω από το podcast «Πόλη – Ιστορίες» της Κατερίνας Ζάχου, επίκουρης καθηγήτριας του τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Οχι γιατί οι υπόλοιπες 10 του πρώτου κύκλου επεισοδίων, που έχει ολοκληρωθεί με την υποστήριξη του ΑΠΘ και του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ, έχουν λιγότερο ενδιαφέρον. Αντίθετα, κάθε μια από αυτές αποτελεί διαφορετική περιήγηση, ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ σε κρυφές και απροσδόκητες πλευρές της πόλης, εκεί όπου γερμανόφωνοι συγχρωτίστηκαν με τους κατοίκους της και οι ιστορίες τους διασταυρώθηκαν με την ιστορία των άλλων. Η Κατερίνα Ζάχου διδάσκει γερμανική λογοτεχνία και πολιτισμό με ερευνητικά ενδιαφέροντα τις ελληνογερμανικές σχέσεις και το θέατρο και αντλώντας υλικό από αρχεία και ποικίλες πηγές επιχειρεί μια βαθύτερη διείσδυση στην περιπλοκότητα του αστικού κόσμου. Στις εκπομπές της περιπλέκει μικρές ιστορίες από την πολιτική, κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης και πέραν αυτής, ιστορίες βαρβαρότητας, ιστορίες καθημερινές, για να αφηγηθεί σταθμούς που διαμόρφωσαν τις ελληνογερμανικές σχέσεις. 
Γέφυρες πληροφοριών 
Η ιδιαιτερότητα αυτής της ηχητικής ξενάγησης είναι ο τρόπος με τον οποίο η αφηγήτρια γεφυρώνει τις πληροφορίες της, περνώντας με έναν μαγευτικό τρόπο από το μπόουλινγκ στον Φραγκομαχαλά, από τα Χανιά στο Γκέρλιτς και την πρώτη παγκοσμίως ηχογράφηση μπουζουκιού. Ταξιδεύει από τη Μακεδονία στη Γερμανία και την εταιρεία Reemtsma για να αφηγηθεί για τα καπνά και τους καπνεργάτες, από τη FIX στην Ολυμπιακή ζυθοποιία, από το Ολυμπος Νάουσα και το λεγόμενο «Κόκκινο κτίριο» στην Carlsberg, από τα παραθαλάσσια τείχη της πλατείας Ελευθερίας ώς το «Μαύρο Σάββατο», που ήταν η αρχή του τέλους για τον αφανισμό της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης κι από την τουριστική Χαλκιδική στη σφαγή της Βάλτας. Στη συλλογική συνείδηση τα γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Κατοχή, εξόντωση των Εβραίων) και οι πολύπλευρες συνέπειές τους, που συνδέουν τη Γερμανία με τη Θεσσαλονίκη, όπως και όλη την Ελλάδα, έχουν μελανά χρώματα. Κι όμως οι ρίζες της παρουσίας των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη είναι βαθύτερες. Επί οθωμανικής αυτοκρατορίας, αφηγείται η κ. Ζάχου, ιδρύεται το επαγγελματικό γερμανικό προξενείο το 1887 και η πρώτη γερμανόφωνη παροικία στον Φραγκομαχαλά, όταν ξεκίνησαν να κατασκευάζονται οι Μακεδονικοί σιδηρόδρομοι τη δεκαετία του 1870, με γερμανικά και αυστριακά κυρίως κεφάλαια. Στην περιοχή του Βαρδαρίου πρωτολειτούργησε το 1888 η γερμανική σχολή (οι 16 πρώτοι μαθητές της ανήλθαν σε 401 το 1914) με ειδικά μαθήματα, μεταξύ αυτών «σχεδιασμού σιδηροδρομικών δρομολογίων εμπορικής γεωγραφίας» για όσους επιθυμούσαν να προσληφθούν στις σιδηροδρομικές εταιρείες. Από αυτούς ξετυλίγεται το κουβάρι της γερμανόφωνης παρουσίας στη Βόρεια Ελλάδα. Οι ιστορίες τους, όπως επισημαίνει η αφηγήτρια, «μπορεί να μην αλλάζουν τον κόσμο, αλλά ο κόσμος δεν μπορεί να αλλάξει χωρίς αυτές».

Δεν υπάρχουν σχόλια: