2.1.23

«Μπέμπης», του Θωμά Κοροβίνη


Αλέξανδρος Στεργιόπουλος 
 Η σκηνή βγαλμένη από το απειλητικό παρελθόν. Παραγγελιά κύριοι, παραγγελιά! Ο ψηλόλιγνος τύπος στην πίστα, σενιαρισμένος, φωνάζει τον εντολέα. Ο χώρος, ο βωμός, αδειάζει και ο τύπος με το κοφτερό βλέμμα ανεβαίνει στο προσκήνιο. Στο χέρι κρατά το μπουζούκι του. Βγάζει από την τσέπη την ταυτότητα και τη βάζει στο στόμα. Το αφεντικό του μαγαζιού, αν και έχει δει πολλά, παραξενεύεται. Κάνει νόημα. Ο ατσαλάκωτος που έκανε την αναγγελία ρώτα: Ρε μάγκα, έτσι θα χορέψεις; Απάντηση καμιά. Μια ματιά σκληρή αρκεί. Οκ, όπως θες. Τα όργανα κουρδίζονται και η θυσία ξεκινά. Τα δυο σου χέρια πήρανε (Βεργούλες) και το σοφό παραπάτημα «σκάβει» το μεγάλο τετράγωνο. Τα βλέφαρα έχουν πέσει. Και όμως, ο χορευτής δεν χάνει την αίσθηση του χώρου. Οι βρισιές έχουν σταματήσει, οι καπνοί μένουν στα πνευμόνια και το αλκοόλ μπορεί να περιμένει. Το τραγούδι τελειώνει και ο μάγκας κατεβαίνει. Βρίσκει το τραπέζι του. Πίσω από το δικό του, στον τοίχο, κάθεται ένας τελειωμένος, ένας καταδικασμένος. Για πες ρε μάστορα σε μένα, προς τι το όργανο και η ταυτότητα; Το κεφάλι γυρίζει. Το επίσημο, αυτό με τη βούλα του κράτους, για το όνομα και το τρίχορδο για τα αποτυπώματα. Άλλη κουβέντα δεν ειπώθηκε. Όταν γλυκοχάραζε το αεράκι τίναξε τα φύλλα και γύρισε τις σελίδες του βιβλίου «Μπέμπης» (Εκδόσεις Αγρα). Ο Θωμάς Κοροβίνης γράφει για τον Δημήτρη Στεργίου, για τον λαϊκό μουσικό που έμεινε γνωστός ως Μπέμπης. Και επειδή τα τραγούδια μένουν και τη μνήμη ατσαλώνουν, με αυτά θα γράψουμε τις υπόλοιπες αράδες. Τη φωνή σου δεν την ξέρω Μπέμπη, αλλά σε καλησπερίζω με το Βάλε μου να πιώ (Αυτή η γυναίκα θα ναι το φινάλε μου). Αλκοόλ και το ανίκητο θηλυκό, αυτά έγραψαν στην ψυχή σου. Ναι, δεν ήταν μόνο αυτά τα δύο. Υπάρχει και κάτι άλλο που φτιάχνει τη δική σου «Αγία Τριάδα». Τώρα θα μπω στο ψητό. Το ζητιανόξυλο. Ξέρω δεν θα παρεξηγήσεις. Με το μπουζούκι σου έβγαλες το ψωμί σου, έντυσες το κορμί σου και τύλιξες την ψυχή σου. Ε, κι αν στραβώσεις μου το λες. Ναι και γω πίνω και ξέρω ότι εσύ ρίχτηκες με πάθος στη γλυκιά αμαρτία. Γι’ αυτό και σου θυμίζω την Ιστορία μου, με τη φωνή της μεγάλης Ρίτας. Το πρόσωπο σου το είδα, το σχεδίασε με ευδιάκριτες γραμμές ο Κοροβίνης. Έστρωσε, μάλιστα, και τους δρόμους, έβαλε σημάδια στις στροφές και άναψε τα φώτα εκεί που έπρεπε. Αν και δεν μιλάς πολύ, εγώ θα σου θυμίσω κάτι από τον «Βλάχο». Για θυμήσου το κομμάτι Η λιτανεία του μάγκα. Εντάξει, εσύ δεν έκανες και πολύ «μαύρο», αλλά το χορταράκι του Θεού ήταν εκεί, για τους ρεμπέτες και όλα τα αλάνια. Έμαθα, δηλαδή ο Κοροβίνης μου το έμαθε, ότι έπαιξες και στις ΗΠΑ. Επιτυχία (και εκεί). Το Χόλυγουντ στα πόδια σου, υπόκλιση στο δικό σου ιερό ξύλο. Σαν να έκανες περιοδεία στο «Αμέρικα» (sic) και σε συντρόφευε το Σακραμέντο-Μπόστον-Νέα Υόρκη. Ρεμπέτικο των Ελλήνων της Αμερικής. Παντού είμαστε ρε Μπέμπτη, παντού! Τότε, τώρα, στο μέλλον… Διαβάζοντας σε μέσα από τα σταράτα λόγια του Κοροβίνη, ακολουθώντας τη διαδρομή σου μέσα από την ανεμπόδιστη αφήγηση του Θωμά, κατάλαβα γιατί γράφτηκαν ρεμπέτικα και λαϊκά. Κατάλαβα γιατί διάλεξα το επόμενο. Είμαστε αλάνια, ξέρεις, της Παπαγιαννοπούλου, της «γριάς». Βλέπω ότι κουράστηκες και τα μάτια σου κλείνουν. Εγώ ταξίδεψα με το βιβλίο, με τη βιογραφία σου, του Κοροβίνη. Ελάχιστες τελείες, παρά μόνο όμορφες γραμμές. Λόγια-μελωδίες μεθυστικές και εσύ να εξομολογείσαι σε φίλο φανταστικό. Φλυαρώ όμως. Πάρε και το τελευταίο κομμάτι, από τον Άκη Πάνου: Η ζωή μου όλη, φυσικά με την ανυπέρβλητη φωνή του Στελάρα του Καζαντζίδη. Γεια σου ρε Μπέμπη! Στο μεγάλο πατάρι θα ξαναβρεθούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: