Σελίδες για τον πολιτισμό, την ποίηση, τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη ζωγραφική. email: poets2015@gmail.com
1.1.23
Νίκος Φωτόπουλος, «Μέρες αδέσποτες… στο σιδερένιο νησί»- “Όψεις και κοινωνιολογικές προεκτάσεις της ποιητικής του Χρήστου Θηβαίου”, εκδ. Μετρονόμος, 2020 (γράφει ο Σπύρος Αραβανής)
Ο Νίκος Φωτόπουλος, Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στο Δεύτερο Πρόγραμμα: «Η γλώσσα μας μέσα από το ελληνικό τραγούδι είναι η κοινωνική μας συνείδηση». Αυτό δηλαδή που έλεγε και ο Μάνος Χατζιδάκις: «η τέχνη του τραγουδιού αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα, γιατί το τραγούδι μας ενώνει μέσα σ’ ένα μύθο κοινό. Κι όπως στον χορό ενώνουμε τα χέρια μεταξύ μας για ν’ ακολουθήσουμε ίδιες ρυθμικές κινήσεις, έτσι και στο τραγούδι ενώνουμε τις ψυχές μας για ν’ ακολουθήσουμε μαζί, τις ίδιες εσωτερικές δονήσεις. Κι όσο για τον κοινό μύθο που δεν υπάρχει στις μέρες μας, τον σχηματίζουμε καινούριο κι απ’ την αρχή κάθε φορά. Κάθε φορά που νιώθουμε βαθιά την ανάγκη να τραγουδήσουμε» Ευτυχώς το ελληνικό τραγούδι, ο πιο άμεσα μέχρι σήμερα συλλογικός φορέας και εκφραστής του μαζικού συνειδητού και ασυνειδήτου, έχει αρχίσει όψιμα να γίνεται και αντικείμενο συστηματικότερης μελέτης με διακριτά εργαλεία επιστημονικής έρευνας. Όχι πια από τους ίδιους του δημιουργούς τους όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Θάνος Μικρούτσικος στα θεωρητικά τους κείμενα, ή με δημοσιογραφίζουσα και κριτική μόνο γλώσσα, αλλά από ερευνητές και άλλων πεδίων, όπως ο Φωτόπουλος, ο Λεωνίδας Οικονόμου, ο Ανδρέας Μαράτος, ο Λεών Ναρ, ο Σταύρος Καρτσωνάκης, και άλλοι. Το γιατί άργησε να αναδειχτεί και αυτή η πλευρά του τραγουδιού, η πιο ερευνητική ας πούμε, οφείλεται σε πολλούς λόγους κυρίως όμως για την αντίληψη που εν μέρει συνεχίζει να υπάρχει ότι το τραγούδι υπηρετεί πρωτίστως την ίδια του την επικοινωνιακή και συγκινησιακή λειτουργία, χωρίς να στέκεται και αυτόνομα ως ιδεολογικό και αισθητικό αντικείμενο. Η τέχνη όμως που ασκούν οι τραγουδοποιοί δεν αποκτά και υπεραξία αν θεωρητικοποιηθεί, αν, ας πούμε, χαρακτηρίσουμε τους στίχους ποίηση και αρχίσουμε τις στεγνές επιστημονικές μελέτες οι οποίες προσπαθούν να εφαρμόσουν στη δειγματοληψία τους τα θεωρητικά τους εργαλεία και οδηγούνται τελικά σε προκαθορισμένη επαλήθευση των υποθέσεών τους, άρα και σε ανούσιες επικυρώσεις. Τέτοιου είδους εργασίες, όπως του Φωτόπουλου φωτίζουν κι άλλες πλευρές του τραγουδιού, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση της έκφρασης ενός τραγουδοποιού της γενιάς του ’90. Αυτή η γενιά αποτέλεσε τις δεκαετίες του 90 και του 2000, το πλέον ισχυρό αντίβαρο σε όλη αυτή την κοινωνική λαίλαπα του life style, υπήρξαν οι στυλοβάτες ενός είδους τραγουδιού που μετατοπιζόταν από το πολιτικό στο κοινωνικό τραγούδι. Η τότε εμφάνιση του νεωτερικού κράτους με τον πρωτοφανή βαθμό κοινωνικής διαφοροποίησης, όταν οι θεσμικοί χώροι της οικονομίας, της πολιτικής εξουσίας, της κοινωνίας και του πολιτισμού απέκτησαν ξέχωρες δυναμικές, λογικές, αξίες και εκπροσώπηση, σήμανε και το τέλος του «πολιτικού-πανεθνικού» τραγουδιού το οποίο εκπροσωπούσε μια χώρα. Τα μέχρι τότε κοινά αιτήματα του Εμφυλίου, των Πολέμων, της Δικτατορίας είχαν μετασχηματιστεί σε τραγούδια με καθολική αποδοχή και κυρίως ανάγκη ακρόασής τους. Ήταν ένας βασικός συνεκτικός δεσμός έκφρασης των ανθρώπων από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη. Από τη δεκαετία του ΄80 και κυρίως του 90 και μετά το τραγούδι ακολουθώντας την κοινωνική πραγματικότητα διασπάστηκε, απέκτησε τις δικές του διαστρωματώσεις και εκτός των πανεθνικών αιτημάτων άρχισε να εκφράζει πρωτίστως τις κοινωνικές τάξεις και τα ενδο-ταξικά προβλήματά τους καθώς και την ποιητική του καθημερινού λυρισμού, και του υπαρξισμού. Εκεί αναδείχτηκε και η τραγουδοποιία των Ελλήνων τροβαδούρων και αυτό το πλαίσιο ο Φωτόπουλος επιχειρεί να αναδείξει δημιουργώντας το κάδρο μιας βαθύτερης εξέτασης προς έναν συγκεκριμένο σκοπό, την κοινωνιολογικού και όχι τόσο φιλολογικού ή γλωσσολογικού τύπου αναστοχαστική προέκταση της τέχνης του Θηβαίου. Ασχολήθηκε, δηλαδή, με την ποιητική του Θηβαίου -εδώ ο όρος ποιητική όπως και στον τίτλο του βιβλίου χωρίς αξιακή λειτουργία αλλά ως ερευνητικός προσδιορισμός-. όχι στο πλαίσιο ενίσχυσης της δικής του επιστημονικής εργογραφίας με στόχο την ακαδημαϊκή του εξέλιξη αλλά ούτε γιατί πίστευε πως αυτή η ποιητική έχει την ανάγκη να πλαισιωθεί ως δείγμα «δημιουργικής γραφής» για να επικυρωθεί. Γράφει γιατί διαπιστώνει πως ο λόγος του Θηβαίου εμπεριέχεται στις επιστημονικές του αναζητήσεις. Αλλά αυτή η διαπίστωση προέκυψε με έναν απόλυτα φυσικό και αβίαστο τρόπο. Τραγουδώντας με τη ψυχή του για χρόνια αυτά που στη συνέχεια προσπάθησε να αποκωδικοποιήσει ερευνητικά. Και γράφει έτσι με την τετραπλή του υπόσταση. Αυτή του κοινωνιολόγου που ερευνά, του ακροατή που αγαπά τον καλλιτέχνη του, του ποιητή που διαισθάνεται έναν άλλο ομότεχνό του και του φίλου που μιλά με ειλικρίνεια για τον φίλο του. Διατηρεί τη συνείδηση ότι πρέπει να τηρήσει τους κανόνες περί αξιολογικής ουδετερότητας και από την άλλη δεν αποκηρύττει τη βιωματική διαμεσολάβηση της προσωπικής σχέσης με τον Θηβαίο και με την ποιητική του. Την φιλτράρει με ψύχραιμο τρόπο, τη χρησιμοποιεί χρηστικά. Έτσι «Σφάζει τη μια ομορφιά για να πιει το αίμα η άλλη» χωρίς εν τέλει να απομαγευτεί καμία τους. Και προπάντων ο ίδιος ως ακροατής. Το ερώτημα δε αν κάποιος διαβάζοντας αυτή τη μελέτη του Φωτόπουλου, θα ακούσει αλλιώς την τέχνη του Θηβαίου είναι ένα αφελές ερώτημα. Όπως και αν ο Θηβαίος είχε προσχεδιάσει απολύτως στους στίχους του όσα αναδεικνύονται με αυτή τη μελέτη, αν είχε επιχειρήσει απολύτως συνειδητά να εκφράσει όσα εξέφρασε. Αν το είχε κάνει αυτό δεν θα λεγόταν τέχνη, αλλά κατασκευή. Με τη μελέτη όμως του Φωτόπουλου πιστεύω ότι έκανε τον Θηβαίο να αναστοχαστεί και ο ίδιος, να ξαναδεί τα γραπτά του βγαίνοντας από το σώμα του, να επιχειρήσει μια ακόμα βουτιά στα εσώψυχά ζωντανεύοντας πρόσωπα και εποχές, να βιώσει τον περίφημο στίχο του Ρεμπώ: «εγώ είναι ένας ο άλλος» όχι μέσα από άχρηστος χαριεντισμούς, δημοσιοσχετίστικες κολακείες και κοσμητικά επίθετα, αλλά μέσα από τον τεκμηριωμένο και ισορροπημένο λόγο του Φωτόπουλου. Όπως και να έχει πάντως αυτός ο τρίλεπτος-τετράλεπτος δαίμονας, που λέγεται τραγούδι, όταν φτάνει στα χείλη, πάντα θα καταφέρνει να αποδομήσει κάθε είδους ακόμα και την καλύτερη θεωρητική αποδόμηση και να φτερουγίσει μακριά από τους δημιουργούς του, τους μελετητές του, τους δημοσιογράφους ακόμα και από την ίδια του την πρόθεση.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου