Βαρβάρα Ρούσσου
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Με καβαφικά ερείσματα, όμως με προσαρμογή στον δικό του πιο αναλυτικό τρόπο, ο Καψάλης στοχάζεται και η αμεσότητα της βιωματικής ρίζας του στοχασμού του έχει ευθύ συγκινησιακό αντίκτυπο στον αναγνώστη.
Ξεκινώντας με τη Μαύρη καγκελόπορτα (2017) και συνεχίζοντας με τις Σημειώσεις για τη μουσική του κόσμου (2020) ο Καψάλης καταλήγει στον φετινό Καταρράκτη που συνομιλεί άμεσα με τις προηγούμενες συλλογές συναποτελώντας, όπως φαίνεται, μια τριλογία.
Κατεξοχήν poeta doctus (αλλά και δοκιμιογράφος και μεταφραστής υποδεικνύοντας σε αυτή την πτυχή του έργου του, ενίοτε, τις μορφές με τις οποίες διαλέγεται ποιητικά) στο βιβλίο αυτό ακολουθεί το ήδη χαραγμένο από τις προηγούμενες συλλογές ποιητικό του σχέδιο: τις ίδιες ανησυχίες, το υπόβαθρο, τους τρόπους με τους οποίους μεταποιεί ποιητικά τα ποικίλα βιώματα, τα σταθερά αναγνώσματά του. Κυρίως στις τρεις τελευταίες συλλογές οι έμμετρες μορφές δίνουν τη θέση τους στον συστηματικά επεξεργασμένο τυπικά μόνο ελεύθερο στίχο αφού, μέσω καλοζυγισμένου ιαμβικού ρυθμού, ακόμη κι αν αυτός δεν γίνεται άμεσα αντιληπτός, γίνεται αισθητή η ρυθμικότητα που αποτρέπει την πεζολογία. Στην προσεγμένη μορφή δεν υπάρχει τυχαιότητα: ακόμη και οι διασκελισμοί, σχεδιασμένοι να υποστηρίζουν το νοηματικό φορτίο, δεν ηχούν παράταιροι και, όπως και κάθε παύση στον Καψάλη, έχουν και αυτοί καβαφική ρίζα: υποβάλλουν μια σύντομη διακοπή στην ανάγνωση για τη νοητική επεξεργασία. Αυτή η ρυθμικότητα συνυφαίνεται πολύ συχνά με την αφηγηματικότητα σε μια ισορροπία των στοιχείων. Τέτοιο παράδειγμα και το πρώτο ποίημα, ομότιτλο του βιβλίου: στη δισημία της λέξης «καταρράκτης» υφαίνεται, πάνω σε μια υπόθεση του αφηγητή, μια φανταστική ιστορία συνδυάζοντας ρεαλιστικό και λυρικό στοιχείο για να καταλήξει το ποίημα, σε μια καθοδική πορεία, όπως τα νερά του καταρράκτη, στην απόλυτη γείωση της σημασίας, συνώνυμης με το γήρας.
Τέτοια μικροεπεισόδια, όπως το παραπάνω, αποτελούν τον πυρήνα των ποιημάτων και λειτουργούν σπειροειδώς οδηγώντας τα σε ένα κέντρο όπου το καίριο οντολογικό ερώτημα παραμονεύει για να εκτοξεύσει το γειωμένο στη λεπτομέρεια ποίημα. Σημαντικοί θεματικοί πυρήνες, οι περισσότεροι γνωστοί από προηγούμενες συλλογές: η παρατήρηση του μικρόκοσμου ή των περιστατικών της ζωής που μπορεί να αποκαλύψει υπαρξιακά μυστικά («Η πεταλούδα», «Τα δώρα»: Γιατί ’ναι βέβαιο πια: όταν θα έρθει/ καιρός να μετρηθούν όλες οι λύπες,/ στον τελικό λογαριασμό θα οφείλουν/ όσοι ποτέ τους δεν αγάπησαν.»), η μεταφυσική των ονείρων («Τα όνειρα», «Χρησμός»), η αγωνία της μεταθανάτιας μνήμης -ποιους νεκρούς και πώς διασώζει η μνήμη ενώ απομυθοποιούνται πρόσωπα και αναμνήσεις («Ανασκαφή»)-, η άσκηση στη συνειδητοποίηση της θνητότητας και του αναπόδραστου τέλους όχι ως απλός στοχασμός αλλά ως βαθύτερη εννόηση της σύγκρουσης με τον «απόλυτο κύριο», τον θάνατο (Hegel), η ήρεμη ενατένιση και η επιθυμία ενός ηδονικού τέλους επενδυμένου με τη γαλήνη της ώριμης ηδονής («Η θάλασσα»: Δεν έχουμε άλλο τρόπο: προσδοκούμε/ θαλασσινοί κι οι δυο, να μας λυτρώσει/ μια θάλασσα σ’ ένα γαλάζιο μέλλον,/ μια τελευταία κυματομορφή.»).
Η μάχη για την υπέρβαση του φόβου απέναντι στον θάνατο δίνεται, πέρα από τη φιλοσοφία, και μέσω της λογοτεχνίας. Αυτή η καταφυγή, ως ανάγνωση και ως γραφή, αλλά και στις δύο περιπτώσεις ως δημιουργία, αιτιολογεί, ώς ένα βαθμό, και το δυναμικό και σταθερό διακείμενο των ποιημάτων που λειτουργεί επίσης ως ένας συνεχής διάλογος με το παγκόσμιο ποιητικό παρελθόν. Με καβαφικά ερείσματα, όμως με προσαρμογή στον δικό του πιο αναλυτικό τρόπο, μορφωμένο και από άλλες επιρροές, κυρίως με πιο έκδηλο τον λυρισμό, ο Καψάλης στοχάζεται και η αμεσότητα της βιωματικής ρίζας του στοχασμού του έχει ευθύ συγκινησιακό αντίκτυπο στην/ον αναγνώστρια/στη. Αυτό συμβαίνει είτε επειδή η καλά κρυμμένη από το ψύχραιμο ρεαλιστικό στοιχείο ένταση βρίσκει ρωγμές λυρισμού και αναδύεται σε ολόκληρο το σώμα του ποιήματος, είτε με την τελική κορύφωση του ποιήματος όπως στο «Τα δώρα». Εδώ η αρχή φαίνεται απλή, κοινή και με τον πεζολογικό τόνο του πρώτου στίχου: –«Ιδιαίτερο κεφάλαιο της ζωής μας/ είναι τα δώρα· όχι αυτά που δίνεις/»- για να συνεχίσει ως ένας στοχαστικός απολογισμός των δώρων, μια ποιητική πραγματεία και να καταλήξει «Γιατί ’ναι βέβαιο πια: όταν θα έρθει/ καιρός να μετρηθούν όλες οι λύπες,/στον τελικό λογαριασμό θα οφείλουν/ όσοι ποτέ τους δεν αγάπησαν.». Με κάθε μέσο λοιπόν η υποφώσκουσα ένταση διακρίνει τις δραματικές αφηγήσεις του Καψάλη.
Οι σχεδόν πάγιες θεματικές του Καψάλη, καίρια υπαρξιακά ζητήματα, οι σταθεροί τρόποι, ως εφαρμογές των ζητημάτων ποιητικής και αισθητικών αρχών που απασχολούν και το δοκιμιακό του έργο, αποδίδουν ένα ποιητικό έργο συμπαγές που, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι παρουσιάζει επαναλήψεις, διαθέτει, και τώρα, με τον Καταρράκτη, το βασικό προτέρημα-στόχο εξάλλου της ποίησης: την επικοινωνία και τη συγκίνηση τέτοια που διαφεύγει από τον περίκλειστο χώρο του ατομικού και μπορεί να γίνει κοινό κτήμα όλων μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου