Μαργαρίτα Παπαγεωργίου: Κατερίνας Λιάτζουρα, Λευκοί νάνοι, Βακχικόν 2022
Η εποχή των οραμάτων
Το long poem, μακροσκελές, μεγάλο ή μεγάλης έκτασης ποίημα, ως ποιητικό είδος ξεκίνησε από την αρχαιότητα με τα έπη, έγινε αγαπητό στον Μεσαίωνα, άνθισε στα χέρια των ποιητών και ποιητριών του Αμερικανικού Μοντερνισμού στις αρχές του εικοστού αιώνα, επιλέχθηκε από Έλληνες ποιητές την ίδια εποχή όπως Σικελιανός, Παλαμάς, και τη γενιά του ’30 όπως ο Γκάτσος. Η σύγχρονη ποιητική παραγωγή δείχνει ότι είναι ακόμα αγαπητό στις μέρες μας. Ο Ezra Pound θεωρούσε ότι λειτουργεί για να αφηγηθεί μια «ιστορία της φυλής» ή τις αξίες και την ιστορία ενός πολιτισμού. Ή κατά τον Langston Hughes ο ποιητής ενός long poem είναι ο ίδιος «φορέας του φωτός», κάποιος που κουβαλάει το φως στο ταξίδι του μέσα στην ιστορία μιας φυλής. Κάτι σαν ποιητής-προφήτης αφού παρέχει αναγνώστη το όραμά του και μια ολόκληρη κοσμοθεωρία. Συχνά αυτού του είδους τα ποιήματα είναι φιλοσοφικά έργα που διερευνούν τη θέση του ανθρώπου σε ένα τραγικό παρόν, κάποτε και σε σχέση με την απώλεια της θρησκευτικής πίστης όπως το Waste Land του T.S. Eliot. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το μακροσκελές ποίημα δίνει τη δυνατότητα στον ποιητή, ποιήτρια να είναι εγκυκλοπαιδικός στη θέαση του κόσμου, συνδυάζοντας επιστημονικά, κοινωνιολογικά, ανθρωπολογικά και ιστορικά στοιχεία. Ως πολυδιάστατο ποίημα μπορεί να συγχωνεύσει πολλά λογοτεχνικά είδη, όπως διάλογο, πεζά, ακόμα και σενάρια. Με τον πολύτροπο χαρακτήρα του προσιδιάζει στην κατακερματισμένη, πολύβουη ψυχή του σύγχρονου πολιτισμού.
Όλα τα παραπάνω αντιστοιχούν και στο μακροσκελές ποίημα Λευκοί νάνοι της Κατερίνας Λιάτζουρα, Βακχικόν 2022. Η ποιήτρια παρέχει στον αναγνώστη έναν ευρύ χώρο θέασης, διατρέχοντας την ιστορία του κόσμου από τη γένεση του σύμπαντος με την Μεγάλη Έκρηξη μέχρι το παρόν. Ο χώρος και ο χρόνος του ποιήματος είναι εκτεταμένος, ευρύς και βαθύς, γι’ αυτό και η μεγάλη έκταση του ποιήματος. Η ποιήτρια ως «φορέας του φωτός» κατά τον Hughes, και ο αναγνώστης μαζί της, περιπλανιούνται στο χώρο και στο χρόνο αναζητώντας νόημα σε μια αναζήτηση προσώπου διαμέσου της ανθρώπινης ιστορίας. Τα ποιήματα της συλλογής παραλληλίζονται ως λευκοί νάνοι, δηλαδή αστέρες στο μέγεθος περίπου της Γης, οι οποίοι με το θάνατό τους εκπέμπουν άφθονο φως. Αυτή η διαδικασία διαρκεί δεκάδες δισεκατομμύρια χρόνια γεγονός που μας πάει πίσω στην γένεση του σύμπαντος. Μια γένεση που αρχικά έμοιαζε, κατά την ποιήτρια, ως επαγγελία του φωτός: «για κάποιο Σύμπαν/που ήταν γεμάτο φως/και μόνο φως/φωςׄ». Και αυτό το φως μοιάζει τόσο με αυτό των αστρικών πτωμάτων, των αστέρων λευκών νάνων μέσα στο σύμπαν αφού ζήσαμε ως ανθρωπότητα στον πλανήτη Γη «και καταλήξαμε στο τίποταׄ/ μαζί με τ’ άλλα αστρικά τα πτώματα».
Το φως παίζει μεγάλο ρόλο στην ποιήτρια, και επανέρχεται συχνά σε αυτό, αφού για τους λευκούς νάνους το φως τους σημαίνει ότι έχουν πεθάνει, άρα ότι έχουν ζήσει. Ζωή και θάνατος, τα δυο αυτά εφήμερα μαζί. Στο άπειρο Σύμπαν ο νόμος είναι τόσο η εφημερότητα όσο και το αέναο. Προσδιορισμοί που χαρακτηρίζονται από αντίφαση και πολυμέρεια, φως και σκοτάδι. Και ο άνθρωπος στον μικρό πλανήτη Γη φέρει αυτά τα αρχέγονα στοιχεία της συμπαντικής γένεσης και της φθοράς. Το ζήτημα, αφυπνίζει η ποιήτρια, είναι το τι θα κάνει σε αυτό τον απειροελάχιστο χρόνο που του αναλογεί μέσα στο συμπαντικό χωρόχρονο. Να συνειδητοποιήσει και να αξιοποιήσει το φως που έχει μέσα της η ανθρώπινη ύπαρξη. Είναι η προσωπική του ευθύνη ως μέρος του σύμπαντος κόσμου. Και όταν στέκεται απέναντι σε αυτή την απεραντοσύνη του συμπαντικού χωρόχρονου έχει την ηθική υποχρέωση να νοιώσει μικρός και να συνειδητοποιήσει το ρόλο του: «και εγώ να στέκω στην σκιά ενός/ χορταριού ενός δέντρου ενός αστεριού/ ενός φεγγαριού ενός γαλαξία/». Όμως ο άνθρωπος με τον τεράστιο εγωκεντρισμό του, θρονιασμένος στο θώκο του, μας λέει η Λιάτζουρα, σπαταλά τον χρόνο της ζωής του μέσα στο Σύμπαν σε πρόσκαιρες απολαύσεις και χρεοκοπημένες ηθικές. Η ανθρωπότητα σήμερα βρίσκεται στο σκοτάδι αφού «η βούληση έχει ατονήσει/η σκέψη ναυαγήσει/ νεκρά είναι τα αισθήματα/ μια μαύρη τρύπα όλαׄ». Η ιστορία του ανθρώπου έχει αναδείξει βαρβαρότητα, βία, ψεύτικες ιδέες, χαρακώματα, πολεμικές ιαχές, απόγνωση, προσκόλληση στα υλικά αγαθά. Τώρα, μονολογεί η ποιήτρια, παντού θάνατος, στάχτη, αποκαΐδια. Για να γεφυρώσει τη θλίψη και την αηδία ζωγραφίζει το πράσινο, τη ζωή, με ελπίδα και οραματισμό, για να διώξει το μαύρο: «και γέμισα τη μαύρη ψυχή με πράσινο/ και έβαψα τη μαύρη ψυχή με πράσινο/ μόνο πράσινο/ -ΠΡΑΣΙΝΟ-». Από έντονη γραφή ως έκφραση αγωνίας και εσώτατης ανάγκης χαρακτηρίζεται το μακροσκελές ποίημα Λευκοί Νάνοι. Η γλώσσα έχει συγκινησιακή φόρτιση με λόγο ζωντανό, νευρώδη, κάποτε σαρκαστικό ή και αυτοσαρκαστικό, με λυρικά ψήγματα ιδιαίτερα σε σημεία συναισθηματικής κλιμάκωσης. Ο συγκινησιακός πυρήνας του ποιήματος, εκφράζοντας την εσωτερική πάλη με τις ιδέες και τα πάθη του ανθρώπινου προσώπου, ξεκινά από παράπονο, εξελίσσεται σε σάτιρα και κλιμακώνεται σε υποδόρια κραυγή.
Μέσα σε μια εναγώνια προσπάθεια για εύρεση νοήματος και ρόλου ύπαρξης, η ποιήτρια ως πλανήτης και πλάνης, περιπλανιέται και πλανιέται. Προσπαθεί να ανιχνεύσει την οδυνηρή κρίση των αξιών που βασανίζει τον άνθρωπο και τη μοίρα του. Ψάχνει να βρει το φως που προϋπάρχει μέσα στον άνθρωπο, αυτό που έχει λησμονήσει, αφού «αξημέρωτα υπό τον ήχο/ των Λωτοφάγων/» «προσχώρησε στη λήθη». Η ίδια παλεύει να αποτινάξει τη λήθη συνομιλώντας με βιβλία και πρόσωπα της ιστορίας, λογοτέχνες, φιλοσόφους, επιστήμονες. Θέτει το ζήτημα της ανθρώπινης ύπαρξης τόσο από την οντολογική όσο και από τη γνωσιολογική του άποψη, σε μια αλληλοπεριχώρηση επιπέδων ποίησης, φιλοσοφίας και επιστήμης. Στη βιωματική, υπαρξιακή της αναζήτηση η Λιάτζουρα, στρέφεται για βοήθεια και στην ιδέα του Θεού, στην ιδέα ότι μέσα στον άνθρωπο υπάρχει ο θεός, ως αρετή και ηθική. Μελετά τη χριστιανική θεολογία, την οντολογική φιλοσοφία, τον γερμανικό μυστικισμό, στις οραματικές γραφές. Συνομιλεί με τον απόστολο Παύλο αλλά και με τον Μπλεζ Πασκάλ, μαθηματικό και θεολόγο ο οποίος μέσω μυστικιστικών οραμάτων και επιστημονικών γνώσεων έψαχνε τη σχέση ανθρώπινης ψυχής και θεού. Εδώ και ο Δάντης με τη Θεία Κωμωδία του, ο φιλόσοφος θεολόγος Ακινάτης με την οντολογία του ο οποίος πίστευε ότι με τη μελέτη του φυσικού κόσμου θα μπορούσε να εξηγήσει τα μυστήρια της Αποκάλυψης. Αυτό που βρήκε όμως είναι τα Επτά αμαρτήματα τα οποία βλέπει παντού και σήμερα η ποιήτρια: αλαζονεία, ζηλοφθονία, οργή, οκνηρία, απληστία, λαιμαργία, λαγνεία. Πουθενά η αγάπη και η σοφία, η δικαιοσύνη. Γιατί; Πώς; επαναλαμβάνει με αγωνία στις ερωτήσεις της η Λιάτζουρα. Πώς από την μεγαλειώδη αρχή της δημιουργίας του το ανθρώπινο είδος έφτασε να πολεμά για κυριαρχία, να στήνει άξενες πόλεις, να πιστεύει σε υλικούς θεούς, να καταπατά ανθρώπινα δικαιώματα και νόμους, να σκλαβώνεται σε καπιταλιστικά και καταναλωτικά συστήματα; Και τελικά, πώς θα εξακολουθήσει να είναι ο κόσμος μας αυτός στο μέλλον; Και ποια είναι η ευθύνη του σημερινού ανθρώπου; Αναλογικά και το ποίημα στον τελευταίο στίχο του δεν έχει τελεία, γεγονός που υποδηλώνει το μέλλον: «φταίει που ο κόσμος γύρω μου/ άρχισε να γυρνά παράδοξα/ την εποχή των οραμάτων».
Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ανέστιος και πλάνης φαίνεται να λέει η ποιήτρια, η οποία και αυτή ως πλάνητας περιπλανιέται στο χωρόχρονο της ιστορίας του κόσμου μας αλλά και της βιωματικής, προσωπικής της ιστορίας, διαγράφοντας τις δικές της, μοναδικές διαδρομές και διασταυρώσεις με πρόσωπα και πράγματα. Διατρέχει την κοσμική, την κοινωνική και την ανθρωπολογική πορεία του πνεύματος. Δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση σε Χάρτες της αρχαιότητας ή του Μεσαίωνα όπου έχουν γίνει απόπειρες για να αποτυπωθεί η θέση της Γης μέσα στο σύμπαν, και η θέση του ανθρώπου μέσα στη Γηׄ κάτι που η ίδια η ποιήτρια κάνει στο long poem της. Η τοπογραφία του «χάρτη» των Λευκών νάνων είναι μια διαλεκτική ροή που αποδομεί αλλά παράλληλα προσπαθεί να ανασυγκροτήσει το σύγχρονο κοσμοείδωλο. Το μακροσκελές ποίημα Λευκοί νάνοι είναι γέννημα μιας ανήσυχης καρδιάς, ενός κοσμικού όντος που φιλοσοφεί ποιητικά. Αναζητά το όραμα που θα αναγεννήσει την ανθρώπινη ύπαρξη και θα την αφυπνίσει από την ηθική της κατάπτωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου