19.1.23

«Θα πάρω τη στράτα κι εγώ τη μεγάλη»


Ηλίας Καφάογλου 
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Η αφήγηση του Κοροβίνη, άρτια τεκμηριωμένη ως προς τα πραγματολογικά της στοιχεία, συγκλονίζει, όπως οι ελάχιστες ηχογραφήσεις του «Μπέμπη», ανθρώπου πονεμένου, οιονεί «καταραμένου», με τον πόνο να τον οιστρηλατεί σε μια διαρκή συνομιλία με τα πάθη του κόσμου και των ανθρώπων, τα κατάδικά του πάθη. 
«Μπέμπης» ήταν το ψευδώνυμο του μεγάλου βιρτουόζου του μπουζουκιού, Δημήτρη Στεργίου, «ένα με το τακίμι του, με τ’ όργανό του ομοούσιος […] μια προέκταση του χεριού του, μια συνέχεια, το μπράτσο του μπουζουκιού […] δοσμένος σε μια τέχνη, μία και μοναδική, υψηλή τέχνη». Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1927, στο πλαίσιο ευκατάστατης οικογένειας με μουσική παιδεία –ο πατέρας του φρόντισε να τον στείλει στο Ωδείο– και τελείωσε τη ζωή στο Δαφνί, στο Θεραπευτήριο Ψυχικών Παθήσεων, όπου είχε, εξάλλου, νοσηλευθεί αρκετές φορές, παραμονή των Χριστουγέννων του 1972, σε ηλικία 45 ετών, σπαρασσόμενος και σπαραγμένος από το αλκοόλ – «θέλω να πίνω και να σκοτεινιάζει το μυαλό μου, να χάνομαι, αυτό μου προκαλεί ηδονή […] θαρρείς κι η ζωή παίρνει μεγαλύτερη αξία όταν ξεπερνάς τα όρια». Αυτή την ευλογημένη και συγχρόνως αυτοκαταστροφική προσωπικότητα μυθιστορηματικά βιογραφεί ο Κοροβίνης, βαθύς γνώστης της λαïκής ψυχής, δίνοντας τον λόγο στον πρωταγωνιστή του, τον «εκτελεστή μουσικό», σύμφωνα με τον Ακη Πάνου, σε ένα βιβλίο που διαβάζεται ασθματικά, όπως η κατορθωμένη αφήγηση του «Μπέμπη» πρoοικονομεί, ασθματικά, όπως ασθματική υπήρξε η κατάδικη ζωή του Στεργίου, ίσως, μαζί με τον Μανώλη Χιώτη και τον Γιάννη Σταματίου, τον «Σπόρο», των καλύτερων χειριστών του μπουζουκιού, «τακίμι με τον ανθρώπινο πόνο», που έχουν περάσει από τη χώρα μας. 
 Ο Κοροβίνης με γλώσσα προφορική και άμεση, άριστος γνώστης του θέματος και του κλίματος της εποχής που πολύ πειστικά εξεικονίζει τον Πειραιά του Μεσοπόλεμου, την Αθήνα τα χρόνια του πολέμου και Μετακατοχικά, την Αμερική, όπου (κατ)έφυγε ο «Μπέμπης» το 1959, καταβεβλημένος από τις καταχρήσεις, την Αθήνα πάλι, όπου εθισμένος πια στο αλκοόλ επέστρεψε το 1965. Σε αυτό το πλαίσιο η ανθρωπογεωγραφία των λαïκών μουσικών, οργανοπαιχτών, συνθετών, τραγουδιστριών –λόγου χάριν του Τάσου Χαλκιά, του Τάκη Μπίνη, στενού του φίλου, της Στέλλας Χασκίλ, του Ανέστη Δελιά, που βρέθηκε νεκρός σ’ ένα καροτσάκι μέσα, αγκαλιά με το μπουζούκι του, τον Ιούλιο του 1947, στα ναρκωτικά καιρό παραδομένος, του Πρόδρομου Τσαουσάκη, του Γιάννη Τατασόπουλου, «σατανικό τρίο» με τον «Μπέμπη» και τον Χιώτη, της Νανάς Γκρέτα, του Στέλιου Περπινιάδη, του μεγάλου έρωτα του Στεργίου, της Μπέμπας Μπλανς, «γυναικάρα αχτύπητη», του Βασίλη Σαλέα, του Στέλιου Καζαντζίδη, του Φώτη Πολυμέρη, της Πόλυς Πάνου και τόσων άλλων–, αλλά και της τοπιογραφίας του ρεμπέτικου και λαïκού τραγουδιού, τα μέρη όπου άνθισε, τα κέντρα όπου απογειώθηκε και γνώρισε θερμή υποδοχή –«ήμασταν σα μαθητευόμενοι μουσικοί, δασκαλοπαίδια που έδιναν εξετάσεις κάθε βράδυ σ’ έναν αρχιμαέστρο […] ο συναγωνισμός μεταξύ μας μας έκανε να προσφέρουμε όλο μας το είναι»– στον Πειραιά, Δραπετσώνα, Ταμπούρια, Τερψιθέα, Κερατσίνι, Μανιάτικα, Θεόκτιστα, Βιομηχανία «Παπαστράτου», «Ρετσίνα», τσιμέντα «Ηρακλής», «Κεράνης», βυρσοδεψεία, ταρσανάδες, μηχανουργεία, στη Θεσσαλονίκη, «ομογάλακτη του Πειραιά», στα «σπουδαία μαγαζιά», στην Αθήνα, στη Νέα Υόρκη, σε μια περίπτωση με τη Μαρία Κάλλας παρούσα. «Δεν πεθαίνεις τη στιγμή που ξεψυχάς, πεθαίνεις κάθε στιγμή όταν ζεις χωρίς ψυχή», αλλά «θέλει μεγάλη μαγκιά να παίζεις και παράλληλα να φτιάχνεσαι, το μυαλό να σχεδιάζει και η ψυχή να λιγώνεται», είναι «σαν να κάνουμε […] όλοι μαζί ελεύθερο έρωτα, είναι ένας άλλος πυρετός, μια αποκάλυψη, ένα θαύμα», με τα λόγια του «Μπέμπη» διά χειρός Κοροβίνη. 
 Η αφήγηση του Κοροβίνη, άρτια τεκμηριωμένη ως προς τα πραγματολογικά της στοιχεία, συγκλονίζει, όπως οι ελάχιστες ηχογραφήσεις του «Μπέμπη», ανθρώπου πονεμένου, οιονεί «καταραμένου», με τον πόνο να τον οιστρηλατεί σε μια διαρκή συνομιλία με τα πάθη του κόσμου και των ανθρώπων, τα κατάδικά του πάθη. Ή, για να ακούσουμε τον ίδιο τον «Μπέμπη», το 1956, τη μουσική του Μπάμπη Μπακάλη και τη φωνή του Καζαντζίδη, «Ποιος μπορεί, μπορεί να με γλιτώσει / και τον πόνο μου να νιώσει».

Δεν υπάρχουν σχόλια: