Για τον Γιώργο Βέη. Κριτικά κείμενα (για την ποίησή του), Ανθολόγηση – Εισαγωγή – Επιμέλεια: Θεοδόσης Πυλαρινός, Αιγαίον, Λευκωσία 2021.
Για τον Γιώργο Βέη. Κριτικά κείμενα (ταξιδιωτικές μαρτυρίες), Ανθολόγηση – Εισαγωγή – Επιμέλεια: Θεοδόσης Πυλαρινός, Αιγαίον, Λευκωσία 2022.
Με δύο βιβλία πολλαπλού ενδιαφέροντος –αναγνωστικού, κριτικού, φιλολογικού, ερευνητικού– ο Θεοδόσης Πυλαρινός επανέρχεται συγγραφικά επιχειρώντας αυτή τη φορά μια παρουσίαση του τρόπου με τον το οποίο η λογοτεχνική κριτική προσέλαβε και αποτίμησε το έργο του ποιητή Γιώργου Βέη, τόσο το καθαρά ποιητικό όσο και τα βιβλία του εκείνα που υπήρξαν καρποί των ταξιδιών και της ζωής του στο εξωτερικό. Ο χαρακτηρισμός «ποιητής», δηλαδή, θα πρέπει εδώ να νοηθεί υπό ένα περισσότερο διευρυμένο πρίσμα και να θεωρηθεί συνώνυμο του δημιουργού από τη στιγμή άλλωστε που η γραφή του Βέη αγκάλιασε πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους λογοτεχνικά είδη και γένη και μάλιστα χωρίς να πέσει ποτέ στον πειρασμό να τα αναμείξει ή να αντικαταστήσει τους κώδικες του ενός με τους κώδικες του άλλου. Τα δύο βασικότερα από αυτά υπήρξαν πράγματι η ποίηση, την οποία υπηρέτησε και εξακολουθεί να υπηρετεί με αφοσίωση και πίστη, στοχεύοντας πάντα στην υψηλή ποιότητα και στάθμη του ποιητικού λόγου, και οι ταξιδιωτικές μαρτυρίες, τα πεζογραφήματα δηλαδή εκείνα που παρουσιάζουν λογοτεχνικά επεξεργασμένες τις εμπειρίες, τις εντυπώσεις και τις εικόνες του από τα διάφορα μέρη του κόσμου τα οποία επισκέφθηκε και στα οποία έζησε. Πρόκειται για δύο πεδία, δύο περιοχές στις οποίες κινήθηκε και εξακολουθεί να κινείται ο Βέης, τεχνουργώντας ουσιαστικά έναν λόγο που δεν προσφέρεται μόνο για την ανάγνωση, αλλά και για την μελέτη του, για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την τέχνη του λόγου, τις μεθόδους και τις τεχνικές του δημιουργού, τον τρόπο με τον οποίο υπάρχει και λειτουργεί η τέχνη. Έτσι, η επίδοση του ποιητή, επίδοση όχι μόνο συστηματική, αλλά και αξιόλογη, γέννησε όπως ήταν φυσικό πλήθος μελετών και κριτικών σημειωμάτων, αποτιμήσεων και απολογισμών που αποδεικνύουν, πρωτίστως, τον βαθμό στον οποίο κάθε λογοτεχνική εμφάνιση ελκύει έναν διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό από κριτικούς και μελετητές οι οποίοι δεν επιχειρούν μόνο να παρουσιάσουν, αλλά και να ερμηνεύσουν, να σχολιάσουν, να τοποθετήσουν το έργο του Βέη μέσα στη συγχρονία και τη διαχρονία.
Η κριτική λοιπόν αυτή ανταπόκριση φαίνεται πως γέννησε και την ανάγκη συγκέντρωσης και ταξινόμησης των κριτικών κειμένων που ενέπνευσε η γραφή του Βέη, εργασία την οποία διεκπεραίωσε με επιστημονική υπευθυνότητα ο πανεπιστημιακός δάσκαλος Θεοδόσης Πυλαρινός ο οποίος, πέρα από την ανθολόγηση, ανέλαβε και τη σύνταξη ενός κατατοπιστικού σημειώματος για καθεμιά από τις δύο κατηγορίες κειμένων, αυτών που εκκινούν και αφορμώνται από την ποίηση και την ποιητική του δημιουργού και, από την άλλη, αυτών που αναφέρονται και αφορούν τα ταξιδιωτικά του βιβλία, αλλά και για την πορεία και τη διαδρομή που ακολούθησε η γραφή του Βέη από τα πρώτα της φανερώματα μέχρι σήμερα. Το όλο εγχείρημα δεν αποτιμάται θετικά μόνο στο επίπεδο της οργάνωσης και της επισταμένης επιλογής και παρουσίασης του κριτικού λόγου για τα βιβλία του Βέη, παρ’ όλο που και εδώ μπορεί κανείς να δει και να διαπιστώσει τη δύσκολη και απαιτητική εργασία που έγινε, τη συνθετική και, ταυτόχρονα, την αναλυτική της φύση, την ανάγκη δηλαδή για έρευνα, προσεκτική και μεθοδική, και για την επιμελημένη παρουσίαση των καρπών και των αποτελεσμάτων της. Αποτιμάται θετικά διότι, πέρα από τη διευκόλυνση του μελετητή και του ειδικού, προσφέρει τη δυνατότητα για μια περιήγηση ανάμεσα στις διάφορες ερμηνευτικές εκδοχές, εκδοχές που άλλοτε αποκλίνουν και άλλοτε συγκλίνουν διαμορφώνοντας έτσι ένα πολυσύνθετο τοπίο όπου καθένα από τα κείμενα, αντιστοιχεί και σε διαφορετική ματιά, προσέγγιση ή ενατένιση, αποκαλύπτοντας παράλληλα το κέντρο βάρους, τους κώδικες και τις προσλαμβάνουσες κάθε συγγραφέα. Έτσι, πέρα από το κριτικό και μελετητικό, αυξάνεται κατακόρυφα το κοινωνιολογοτεχνικό ενδιαφέρον στο μέτρο και στο βαθμό που καθένας από τους συμμετέχοντες καταθέτει τη δική του οπτική, τη δική του άποψη, τη δική του αίσθηση πάνω στο ανάγνωσμα και τον δημιουργό του. Η επαφή του αναγνώστη λοιπόν με όλες αυτές τις οπτικές πέρα από τον εμπλουτισμό της ερμηνευτικής του κρίσης και κριτικής με νέες εκδοχές, τον φέρνει αντιμέτωπο με την αναγνωστική πρωτίστως συνθήκη, με ένα ικανό δείγμα ανθρώπων που στάθηκαν απέναντι στα έργα ενός δημιουργού και θέλησαν να καταθέσουν τον δικό τους αναγνωστικό τρόπο, να αποκαλύψουν τον δικό τους ορίζοντα πρόσληψης αποκαλύπτοντας εν τέλει τη δική τους δημιουργική συνείδηση. Έτσι μένει το πραγματικά μεγάλο κέρδος της γνωριμίας με μια ευρεία γκάμα προσεγγίσεων που καθοδηγούνται από την προσωπικότητα καθενός από τους κριτικούς και τους μελετητές, συνεπώς και με αυτές τις ίδιες τις προσωπικότητες οι οποίες, πραγματικά, αποκρυπτογραφούνται πάνω στη βάση των στοιχείων εκείνων που ξεχώρισαν και θέλησαν να αναδείξουν από το έργο του Βέη. Την ίδια στιγμή όμως αποκαλύπτουν την αντοχή και την ανθεκτικότητα του ίδιου του λόγου του Βέη, το πλήθος των υποδοχών που αυτό διαθέτει, ώστε να μπορεί να ελκύει και να γεννά τόσο διαφορετικές μεταξύ τους εκδοχές και κατευθύνσεις οι οποίες όμως έχουν πάντα στο κέντρο και τον πυρήνα τους την αναγνώριση και την αποτύπωση της υψηλής αισθητικής ποιότητας του λόγου του, τη δύναμη και τη δυναμική των ιδεών από τις οποίες εμφορείται, την εμβέλεια και την ακτινοβολία του σε μια περιοχή όπου η σκέψη έχει μετουσιωθεί σε λέξη και το βίωμα σε τέχνη.
Διαβάζοντας, μάλιστα, κανείς αυτές τις δύο ανθολογήσεις κριτικών δοκιμίων θα μπορούσε να αποπειραθεί μια τολμηρή και ανατρεπτική, οπωσδήποτε όμως ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη πρόταση σχετικά με την εκκίνηση της ανάγνωσης από την ίδια αυτή σειρά των κριτικών δοκιμίων και την κατάληξη στο έργο, ποιητικό ή ταξιδιωτικό, του Βέη, ούτως ώστε να προηγηθεί ο υποψιασμός του αναγνώστη και η τόσο απαραίτητη στην αναγνωστική διαδικασία και πράξη διαμόρφωση των προσδοκιών οι οποίες είτε θα διαψευσθούν , είτε θα επιβεβαιωθούν, είτε θα τροποποιηθούν κατά την επαφή με το βιβλίο. Αυτό βεβαίως μπορεί να στερεί τον αναγνώστη από τη χαρά της πρώτης επαφής με την λογοτεχνία πρώτου επιπέδου, του αφήνει όμως το κέρδος της επαφής με τη λογοτεχνία του δεύτερου επιπέδου, επαφή η οποία αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη και προσοδοφόρα από τη στιγμή που εξασφαλίζει τα απαραίτητα εκείνα εφόδια και εργαλεία που μπορεί να αναστέλλουν ίσως τις αυθόρμητες αντιδράσεις, προσφέρουν όμως την απαραίτητη γνώση η οποία είναι ακόμα πιο στέρεα και δυνατή καθώς βασίζεται όχι στη γνώμη, αλλά στις γνώμες πολλών ανθρώπων. Από αυτή την άποψη, το λογοτέχνημα καθίσταται το πεδίο εκείνο της ανά – γνωσης, στην κυριολεξία, της αναγνώρισης δηλαδή της πρότερης γνώσης και της διαμόρφωσης, πάνω στη βάση της, της νέας γνώσης που κατακτάται βήμα βήμα, λέξη λέξη καθώς κανείς έρχεται σε επαφή με τις δύο βασικές δυνάμεις που κινούν τη δημιουργία του Βέη, την πνευματικότητα, από τη μία, νοούμενη ως αναζήτηση της ουσίας και του νοήματος της ποίησης στις περιοχές εκείνες όπου το ανθρώπινο ήθος μετακυλύει και γίνεται ύφος, και την υλικότητα, από την άλλη, που αναφέρεται και προκύπτει από τη μετουσίωση του βιώματος σε κειμενικό σώμα, το σώμα εκείνο των ταξιδιωτικών του κειμένων και των μαρτυριών που εκκινούν από την αίσθηση ή, μάλλον, τις αισθήσεις και απολήγουν σε μια ενορατική δημιουργία, μια δημιουργία που βλέπει μέσα στα πράγματα τις ιδέες των πραγμάτων.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]
https://frear.gr/?p=34249&fbclid=IwAR3QgK8tTZUBS6UrVzDG9k3URs-CkqDhK8swwAPI-kZ7og_bDmYOvJt8dC0
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου