25.1.23

Ανάμεσα στο μηδέν και στο ιερό της ύπαρξης

JON FOSSE. To άλλο όνομα. Επταλογία Ι-ΙΙΙ. Μετάφραση: Σωτήρης Σουλιώτης. Σελ. 424. Gutenberg, 2022 

Γιάννης Καλογερόπουλος 
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις 
Ο Φόσε εγκιβωτίζει αρμονικά την κάθε υποϊστορία που αναδύεται εντός της κεντρικής, αποτυπώνοντας τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά ένα μυαλό ευάλωτο στα κεντρίσματα της μνήμης και τις παγίδες της λήθης. Ο πολυσχιδής Νορβηγός δημιουργός Γιον Φόσε, έπειτα από χρόνια επιτυχημένης καριέρας ως θεατρικός συγγραφέας, αποφάσισε να επιστρέψει στη μυθοπλασία με ένα ιδιαιτέρως φιλόδοξο και πολυσέλιδο έργο, την Επταλογία. Το πρωτότυπο έργο κυκλοφόρησε χωρισμένο σε τρία βιβλία, κάτι το οποίο αναμένεται να συμβεί και στις περισσότερες μεταφραστικές εκδοχές του, μία εκ των οποίων και η ελληνική, αφού το έργο εντάχθηκε έγκαιρα στη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg. Πρόσφατα κυκλοφόρησε, σε μετάφραση Σωτήρη Σουλιώτη, το πρώτο βιβλίο, Το άλλο όνομα, που περιλαμβάνει τα δύο πρώτα μέρη και βρέθηκε στη βραχεία λίστα για το περσινό βραβείο Booker. «Και με βλέπω που στέκομαι και κοιτάζω τον πίνακα με τις δύο γραμμές», έτσι ξεκινά η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ηλικιωμένου ζωγράφου Ασλε και στα δύο μέρη, μοτίβο διόλου τυχαία επιλεγμένο από τον συγγραφέα, αλλά καθοριστικό για τη συνολική πρόσληψη τόσο του αφηγητή όσο και συνολικά του έργου. Η έξοδος του αφηγητή/παρατηρητή από το σώμα του, η έξωθεν παρατήρηση του εαυτού σε μια αφήγηση σύγχρονη της πλοκής, όχι, δηλαδή, σε μια αφήγηση με προφανή χαρακτήρα αναπόλησης των περασμένων, είναι ένα εύρημα που ο Φόσε ευφυώς χρησιμοποιεί ως αντίβαρο στον ρεαλισμό που κυριαρχεί. Σε συνδυασμό, δε, με την ιδιότυπη ροή μνήμης, που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως αφηγηματικό όχημα, χωρίς να την ανακόπτει με τελείες, επιτείνει την αμφιβολία του αναγνώστη, για το πού συμβαίνει ό,τι αφηγείται ο Ασλε πως συμβαίνει, χωρίς όμως, σε καμία στιγμή, να υπονομεύει τον αφηγητή του. Είναι Δευτέρα και ο Ασλε αναρωτιέται αν αυτός ο μακρόστενος πίνακας, μικρού μεγέθους, που αποτελείται από δύο γραμμές, μία μοβ και μία καφέ, οι οποίες συναντιούνται στη μέση, ζωγραφισμένες αργά και με παχύρευστη λαδομπογιά που ξέφυγε και στο σημείο τομής των δύο γραμμών κάνει ένα όμορφο μείγμα να κυλάει προς τα κάτω, είναι ένας ολοκληρωμένος πίνακας, αν είναι ένας πίνακας που θα μπει μαζί με τους υπόλοιπους πίνακες, διαφόρων μεγεθών, τους τελειωμένους πίνακες που προορίζονται για την Γκαλερί Μπάιερ, που βρίσκεται στο Μπέργκεν, ή όχι. Ο Ασλε μένει μόνος σ’ έναν μικρό, αραιοκατοικημένο, συνοικισμό, σχετικά απομονωμένο, στην αγροικία που αγόρασαν με τη γυναίκα του που πέθανε πριν κάποια χρόνια. Μοναδική σταθερή συντροφιά είναι ο γείτονάς του ο Οσλαϊκ. Ο Ασλε σπάνια επισκέπτεται το Μπέργκεν, παρότι έχει αυτοκίνητο, και φροντίζει όταν πηγαίνει, όπως σήμερα, μία φορά τον μήνα συνήθως, να κάνει αρκετά ψώνια. Οταν βρίσκεται εκεί, συνηθίζει να συναντά τον συνονόματό του επίσης ζωγράφο που μένει εκεί, μόνος παρέα με έναν σκύλο, παραδομένος στο αλκοόλ. Η ροή της αφήγησης είναι συνεχής και συμβαίνει ταυτόχρονα με την εξωτερική δράση, μεγάλο μέρος της οποίας βρίσκει τον Ασλε πίσω από το τιμόνι στους χιονισμένους δρόμους. Ο Φόσε εγκιβωτίζει αρμονικά την κάθε υποϊστορία που αναδύεται εντός της κεντρικής, αποτυπώνοντας τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά ένα μυαλό ευάλωτο στα κεντρίσματα της μνήμης και τις παγίδες της λήθης. Οι παρεκβάσεις αυτές συμβαίνουν εντός ενός χρόνου με ακρίβεια γραμμικού, τη Δευτέρα του πρώτου μέρους θα τη διαδεχτεί η Τρίτη στο δεύτερο. Και όμως, ενώ το παρελθόν, τα παιδικά και νεανικά χρόνια του αφηγητή, έχουν μια συνοχή, ένα κοινό έδαφος το οποίο αναβιώνει μπροστά στα μάτια του, βλέποντας ξανά τη νεότερη εκδοχή του εαυτού του να πρωταγωνιστεί σε γνώριμα επεισόδια της ζωής του, κάτι τέτοιο δεν ισχύει και για το εγγύς παρόν, το οποίο πλέκεται σφικτά με το αφηγηματικό παρόν, έτσι όπως τα ονόματα των προσώπων συμπίπτουν και επαναλαμβάνονται, μαζί με τα αντικείμενα. Ο Φόσε, ικανότατος τεχνίτης, πετυχαίνει με αυτή την εσκεμμένη σύγχυση, που γλωσσικά εντείνεται με τις επαναλήψεις και τις δίνες, τη συνύπαρξη αφηγητή και αναγνώστη στο ίδιο δωμάτιο αμφιβολιών, στο οποίο δημιουργεί τον απαραίτητο χώρο για να διαπραγματευτεί παράλληλα με την πλοκή και ζητήματα γύρω από την τέχνη, την απώλεια, τον έρωτα, τη φιλία, αλλά και το γήρας. Ενα αποτέλεσμα καθηλωτικό, που συγγενεύει με τον σπουδαίο Αυστριακό στιλίστα Μπέρνχαρντ στη γλωσσική διαχείριση του χρόνου, ιδιαίτερα στους Παλιούς δασκάλους, αλλά και ακόμα έναν γνώριμο στο ελληνικό κοινό, τον Νταγκ Σούλστα, και το υπέροχο Αιδημοσύνη και αξιοπρέπεια. Βέβαια, η Επταλογία του Φόσε, αναπόφευκτα, φέρνει στο μυαλό του αναγνώστη το αυτομυθοπλαστικό έργο Ο αγώνας μου του επίσης Νορβηγού Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, δημιουργώντας ίσως έναν αντίστοιχο αναγνωστικό ορίζοντα προσδοκιών. Ο Φόσε, ωστόσο, φιλοδοξεί να κάνει κάτι αρκετά διαφορετικό. Και το πετυχαίνει. Το όνομα του Φόσε ψιθυρίζεται κάθε χρόνο ανάμεσα σε εκείνα των φαβορί για το βραβείο Νόμπελ, Το άλλο όνομα, προστιθέμενο στο διάσημο θεατρικό του παρελθόν, απαντάει εν πολλοίς στο γιατί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: