21.5.21

Πολλές αποχρώσεις του φαιού


Στρατής Μπουρνάζος

  Το «Βερολίνο, 1933» μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους. Ο πιο προφανής, αν και όχι ο πιο γόνιμος, είναι η αναζήτηση αναλογιών με το σήμερα. «Το φαγητό στο Νταχάου ήταν πολύ καλομαγειρεμένο». Επίσης: «Πώς αξιολογείτε τις θετικές και τις αρνητικές όψεις της αντισημιτικής σας πολιτικής;», ρωτάει ένας δημοσιογράφος τον Χίτλερ. Ακόμα: ο Χίτλερ ως «κομψός Αδόλφος». Κι ακόμα: «Να δώσουμε μια ευκαιρία στο νέο [ναζιστικό] καθεστώς». Τα παραπάνω δεν προέρχονται από έντυπα περιθωριακά ή φιλοναζιστικά, αλλά από την αφρόκρεμα του δυτικού Τύπου, τα πρώτα χρόνια μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία: από τους New York Times, το περιοδικό Time, μια επιστολή

του ανταποκριτή του Associated Press στο Βερολίνο προς τους προϊσταμένους του. Eκτός από αυτά που λέγονται, ακόμα πιο εντυπωσιακά είναι όσα δεν λέγονται: για τη βία, τις διώξεις, την ανελευθερία, τον τρόμο, με αποκορύφωμα τη σιωπή για την εξόντωση των Εβραίων. Η αποσιώπηση, η αδιαφορία, ο εφησυχασμός, ο εξωραϊσμός είναι βασικές συνισταμένες της στάσης του Τύπου, την οποία ξεδιπλώνει αριστοτεχνικά ο Ντανιέλ Σνεντερμάν. Το ερώτημα (που τιτλοφορεί και τον Επίλογο της μελέτης) προκύπτει αμείλικτο: Γιατί δεν είπαν τίποτα; Βασανιστικά απλό, ωστόσο η απάντηση κάθε άλλο παρά απλή είναι. Οι ερμηνείες συνθέτουν ένα εκτεταμένο πλέγμα: οι δεσμοί και οι προσωπικές σχέσεις των ξένων ανταποκριτών («διπλωμάτες, δημοσιογράφοι, ναζί: τα μέλη αυτού του μικρόκοσμου κουτσά-στραβά συνυπάρχουν»), οι αναπόφευκτοι συμβιβασμοί, η λογοκρισία και η αυτολογοκρισία, ο φόβος της απέλασης, ο έντονος αντικομμουνισμός των εργοδοτών, η δυσκολία να συλλάβεις το πρωτοφανές. Υπήρχαν, βέβαια, και εκείνοι που όρθωσαν το ανάστημά τους, που μίλησαν (οι φωτογραφίες δύο από αυτούς, της Ντόροθι Τόμσον και του Εντουαρντ Μάουρερ, κοσμούν το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης). Μπορούσες να μάθεις και να μιλήσεις, καταβάλλοντας βέβαια το τίμημα: ο Μάουρερ απελάθηκε από το Βερολίνο το 1933, η Τόμσον το 1934. Το παράδειγμά τους, ως εξαίρεση, μας φωτίζει τον κανόνα: οι ανταποκριτές, συχνά, «είχαν μάτια μόνο για να μη βλέπουν». Γιατί δεν είπαν τίποτα; Ας αποφύγουμε τις εύκολες απαντήσεις, όσο κι αν μας ικανοποιούν, λειτουργώντας δικαιωτικά ή καταγγελτικά. Μια τέτοια απάντηση είναι, λ.χ., ότι οι ξένοι ανταποκριτές δεν γνώριζαν – ωστόσο τα παραδείγματα της Τόμσον, του Μάουρερ και άλλων μάς δείχνουν ότι κάποιος μπορούσε να ξέρει. Μια άλλη απάντηση, στον αντίποδα, είναι ότι σιωπούσαν επειδή ήταν εξωνημένοι, εκμαυλισμένοι ή φοβόνταν. Αν όμως θεωρήσουμε συλλήβδην τον δυτικό Τύπο φιλοναζιστικό ή υποταγμένο, χάνουμε την ουσία: η στάση του ευνόησε τους ναζί, αλλά δεν ήταν oύτε ναζί ούτε φιλοναζί. Η σιωπή λοιπόν δεν έχει έναν και μόνο συμπαγή λόγο: άγνοια ή ιδιοτέλεια ή άποψη ή φόβο. Η εικόνα είναι θολή: μια γκρίζα ζώνη, με πολλές αποχρώσεις, όπου, ανάμεσα στα άλλα, κάποιος μπορεί να μην ξέρει επειδή δεν θέλει να ξέρει, γιατί προτιμάει να μην ξέρει. Πολλά είναι εκείνα που κάνουν το βιβλίο συναρπαστικό. Η αφήγηση έχει το τέμπο ενός ολοζώντανου ρεπορτάζ κι ο αναγνώστης αγωνιά για την έκβαση. Η γραφή βρίσκεται στον αντίποδα του ψυχρού ακαδημαϊσμού· ο Σνεντερμάν, μάχιμος και μαχητικός ερευνητής δημοσιογράφος, ενθέτει στο κείμενο τις προσωπικές του αμφιβολίες, απορίες και ευαισθησίες (ένα από τα παρεμπίπτοντα, αλλά πολύ εύγλωττα σημεία είναι οι «διάλογοι» με την –πεθαμένη από το 2006– Εβραία μητέρα του). Συνειδητά δεν παραθέτει καθόλου σημειώσεις ή βιβλιογραφία (εκτιμώ, πάντως, ότι θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμες και ότι υπάρχει τρόπος διαχείρισής τους, χωρίς να στεγνώνουν ή να πνίγουν το βιβλίο). Εντυπωσιακός είναι ο πλούτος της έρευνας και των πληροφοριών, ωστόσο το πιο συναρπαστικό είναι το ίδιο το θέμα και τα πεδία που διανοίγει. Το Βερολίνο, 1933 μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους. Ο πιο προφανής, αν και όχι ο πιο γόνιμος, είναι η αναζήτηση αναλογιών με το σήμερα. Ο συγγραφέας, παρότι δηλώνει πως η αφετηρία του ήταν το σήμερα, και συγκεκριμένα το σοκ από την εκλογή Τραμπ, επισημαίνει τις σοβαρές διαφορές και την ολισθηρότητα της αναζήτησης αναλογιών. Πιστεύω ότι η μελέτη μάς κάνει να ανοιχτούμε σε δύο μεγάλους ορίζοντες. Ο πρώτος είναι η ιστορικοποίηση, η αίσθηση του ιστορικού χρόνου, που βρίσκεται στην καρδιά της επιστήμης της Ιστορίας, μακριά από τις εκ των υστέρων «σοφίες». Μας επιτρέπει να βλέπουμε πώς και πότε συγκροτούνται οι έννοιες, καθώς δεν υπάρχουν αναλλοίωτες και υπερχρόνιες σημασίες, αλλά ιστορική και κοινωνική δημιουργία, που τις κάνει να αλλάζουν στον χρόνο – και αυτή είναι η μαγεία της Ιστορίας: εκείνο που σήμερα μας φαίνεται εντελώς αυτονόητο (λ.χ. ο ναζισμός ως απόλυτο Κακό), δεν ήταν ανέκαθεν έτσι. Αυτό δεν είναι σχετικισμός, αλλά εμβρίθεια και αίσθηση της εκάστοτε πραγματικότητας. Και η ιστορικοποίηση, βέβαια, δίνει τη σκυτάλη σε έναν αγωνιώδη πολιτικό και ηθικό στοχασμό: αν το Κακό δεν είναι διαφανές, πώς μπορούμε να το ανιχνεύσουμε έγκαιρα; Με ποιους μηχανισμούς μπορούμε να μην εθελοτυφλούμε; Το Βερολίνο, 1933 μάς κάνει σοφότερους ή, τουλάχιστον, πιο ευαίσθητους επ’ αυτού. 

https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/290467_polles-apohroseis-toy-faioy 

Δεν υπάρχουν σχόλια: