15.5.21

Οι Μνήμες της ρίζας του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου ✽ Κριτική


Η νέα, πέμπτη κατά σειρά, ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου (Δ.Π. εφεξής) Μνήμες της ρίζας απαρτίζεται από 51 ποιήματα κατανεμημένα σε δύο ενότητες: Α΄ Μνήμες της ρίζας με 31 ποιήματα και Β΄ Ο τόπος μου με 20 ποιήματα. Τα περισσότερα ποιήματα είναι μονοσέλιδα, ενώ τρία της Β΄ Ενότητας «Ο τόπος μου», (σσ. 54-55), «Λύκοι» Ι, (σσ. 65-66) και ΙΙΙ, (σσ. 68-69), περνούν και σε δεύτερη σελίδα. Άλλο εξωτερικό μορφικό στοιχείο της συλλογής είναι η ανάπτυξη ορισμένων ποιημάτων σε άλλα ομόθεμα ποιήματα αριθμημένα με λατινικούς αριθμούς. Τέτοια ποιήματα είναι τα ακόλουθα: «Δεν είμαι εγώ», (Ι) και (ΙΙ) (σσ. 19-20), «Σκιές», (Ι), (ΙΙ) και (ΙΙΙ), (σσ. 42-44), «Λύκοι», (Ι), (ΙΙ), (ΙΙΙ) και (IV), (σσ. 65-70). Ενώ το ποίημα «Οι παππούδες μας» αναπτύσσεται σε τρία επιμέρους ποιήματα με ιδιαίτερο το καθένα τίτλο, ήτοι (Ι) (Στη θάλασσα), (ΙΙ) (Στον κάμπο) και (ΙΙΙ) (Στα βουνά), (σσ. 56-58). Σ’ αυτόν τον εκφραστικό-μορφικό τρόπο ποιητικής σύνθεσης θα αναφερθώ εκτενέστερα παρακάτω. Τα θέματα των ποιημάτων της παρούσας συλλογής είναι ποικίλα. Η θεματική ποικιλία στην Α΄ Ενότητα είναι πιο πλούσια. Από τη μια είναι οι μνήμες της ρίζας, οι σχετικές δηλαδή με τις κοσμογονικές, όπως θα δούμε, προβάσεις-μεταλλάξεις και από την άλλη οι μνήμες του ποιητή καθώς είναι δεμένος με την παιδική του ηλικία και γενικά με την περασμένη ζωή του. Στη Β΄ Ενότητα, «Ο τόπος μου», υπάρχουν πολλά θέματα, τα οποία μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε Πατριωτικά. Άλλα αναφέρονται στις περιπέτειες και τις καταστροφές της χώρας μας, όπως για παράδειγμα το ποίημα «Παλιά ιστορία», (σ. 64), στο οποίο γίνεται λόγος για τον παππού του Δ.Π. που συμμετείχε στην περιπετειώδη Μικρασιατική εκστρατεία και κινδύνεψε η ζωή του. Άλλα πάλι αναφέρονται στους «καλοπροαίρετους», που ήρθαν στη χώρα μας με καλές διαθέσεις να μας βοηθήσουν «(…) και τους πιστέψαμε / και αφήσαμε να μας νοικοκυρέψουν», («Λύκοι», (ΙΙΙ), σ. 68). Το ποίημα «Καράβι», (σ. 71), συμβολίζει την Ελλάδα, Αντιγράφω δύο στροφές, την τρίτη και την τέταρτη: «Μετρά (το Καράβι, η Ελλάδα) τα βράχια στ’ ανοιχτά κατά την Κάλυμνο. / Γλυκά και άγια τα νερά κι όλοι τα θέλουν / χρόνους παλεύουν τα θεριά να τ’ αφανίσουν / μήτε στον χάρτη να βρεθούν, σκόνη να γίνουν. // Παράξενο καράβι στη Μεσόγειο, αν σε ρωτήσει η γοργόνα δακρυσμένη, / πες της πως χάθηκε για πάντα ο Αλέξανδρος.» Θα έλεγα, για να κλείσω αυτό το μέρος της συλλογής, ότι η ίδια η Ελλάδα προβαίνει μ’ αυτά, τα πατριωτικά ποιήματα, σε μια ενδοσκόπηση αυτογνωσίας. Ξαναγυρίζω στο τέλος της πρώτης παραγράφου και αρχίζω νέα παράγραφο. Καθώς περιεργαζόμουν το ανά χείρας βιβλίο η προσοχή μου εστιάστηκε σε τίτλους, όπως: «Μνήμες της ρίζας» που είναι τίτλος της συλλογής καθώς και της Α΄ Ενότητας, «Ο τόπος μου» που είναι τίτλος της Β΄ Ενότητας καθώς και ποιήματος (σ. 54), επίσης και στους τίτλους ποιημάτων, όπως «Η μάνα μου», (σ. 36), «Οι παππούδες μας», (σσ. 56-58), που με προϊδέασαν για το είδος και το περιεχόμενο της συλλογής, ότι δηλαδή πρόκειται για ποίηση εγωκεντρική, προσωπική, αυτοβιογραφική, για ποίηση δηλαδή του ιδιωτικού χώρου και της μνήμης. Διαβάζοντας όμως το πεζό «Αντί προλόγου», (σ. 13), του οποίου ο λόγος είναι υπαινικτικός, αμφίσημος, έκπληκτος διαπίστωσα ότι αυτό το πεζό κείμενο αναφέρεται σε κοσμογονικές διαδικασίες και σχέσεις και καθώς τα στοιχεία του σύμπαντος, του κόσμου «ο άνεμος» και «το πεύκο» συζητούσαν μεταξύ τους και ο άνεμος υπενθύμισε στο πεύκο ότι γεννήθηκε ελεύθερο και ότι είναι άνθρωπος! και, καθώς εκείνο άκουγε μόνο, του έδειξε με το χέρι τις ρίζες που ξεκινούσαν από τα πόδια του και χώνονταν στη γη. Ναι ήμουν άνθρωπος, είπε το πεύκο τώρα όμως δέντρο, είπε ο άνεμος και δε γίνεται να μην αγαπάς. Ωστόσο, όσο αγαπάς, τόσο οι ρίζες σου βαθαίνουν. Κανείς δεν μπορεί να το αποφύγει. Ο άνεμος γέλασε και τράνταξε τα κλαδιά. Μ’ αρέσει κι εμένα να περνάω τον καιρό μου στο δάσος, κλείνοντας έτσι τον διάλογο ανάμεσά τους για τις μεταλλαγές στην υφή των στοιχείων του σύμπαντος, του κόσμου. Κατά τον ίδιο τρόπο συνεχίζονται οι κοσμογονικές διαδικασίες και στο πρώτο ποίημα «Ρίζες», (σ. 17), του οποίου παραθέτω τη δεύτερη και τρίτη στροφές του, και το οποίο αποτελεί τρόπον τινά τη μήτρα των συγγενών θεματικά ποιημάτων: «Περάσαμε όλο το πρωί μετρώντας σύννεφα/ ξυπνούσε η γη κάτω απ’ τα πόδια τρομαγμένη/ άνυδρη χρόνια μες στο φως τριβόταν έσπαγε/ και πουθενά νερό να μας παρηγορήσει.» Συνεχίζουν και στην επόμενη στροφή να περιγράφουν οι ρίζες τις διάφορες φάσεις μεταλλάξεων των στοιχείων της φύσης κλείνοντας την αφήγησή τους με μια όλο ποίηση πρόβαση της κοσμικής εξέλιξης: «Δες όμως ξάφνου πόσο βάρυναν τα πόδια μας/ δες πόσο βυθιζόμαστε στο χώμα/ την ώρα που χλωροί βλαστοί πολύκλωνοι/ μέσα απ’ τα σπλάχνα μας ανθίζουν και ψηλώνουν.» Η πρόβαση, που επισήμανα προηγουμένως, τώρα στο επόμενο ποίημα «Στο δάσος», (σ. 18), διαφοροποιείται με ορισμένες φράσεις, όπως: «Έκθαμβος μπήκα στον μικρό ναό σου, Κύριε/ ιερουργούσαν τα πουλιά σεμνά (…)/ (…) σαν Άγιο Πνεύμα// Στο κάθε βήμα μου δεήσεις ακατάληπτες/ (…)/ ευχές να φεύγει το κακό πίσω να χάνεται/ κι εσύ παντού Αληθινός να μ’ ορμηνεύεις.// Άγιο το ρίγος στον μικρό ναό σου, Κύριε». Έτσι λοιπόν μπαίνουμε στη νέα φάση της κοσμικής μετάλλαξης που τελεί υπό την σκέπη του Θεού. Στα αμέσως επόμενα δύο ποιήματα (Ι) και (ΙΙ) με τον κοινό τους τίτλο «Δεν είμαι εγώ» (σσ. 19-20), διαφοροποιείται και το ποιόν της αφήγησης και, κυρίως, το νόημα. Στο πρώτο (Ι) ποίημα επαναλαμβάνεται ο κοινός τίτλος και των δύο ποιημάτων σαν δικός του, του ποιητή, τίτλος και το εγώ τίθεται μέσα σε εισαγωγικά που μάλλον σημαίνουν ότι αμφισβητείται τώρα η ταυτότητά του, το κύρος του. Έτσι το «εγώ» ως αφηγητής αυτοαναιρείται, δηλαδή όσα θα πει παρακάτω παραδέχεται ότι δεν είναι δικά του. Παραθέτω την πρώτη στροφή και με περικοπές τις δύο επόμενες: Δεν είμαι «εγώ»/ είμαι οι φωνές χιλιάδων που οργώνανε/ τα διψασμένα τους χωράφια μες στον ήλιο/ μισόλογα του έρωτα στα σύδεντρα/ στα πέρα σπίτια του χωριού μετά τη δύση.// Είμαι τα όνειρα στις κούνιες των μωρών/ τα αυτοσχέδια παραμύθια των γιαγιάδων/ οι ψαλμωδίες/ του παπά πάνω απ’ τα μνήματα (…).// Είμαι το βλέμμα των παιδιών στις αταξίες τους / (…) του γερο-δάσκαλου η φωνή (…). Ακολουθεί ο μοναχικός στίχος «Δεν είμαι, δεν μπορεί να ’μαι “εγώ”»: μόνο όσα πρόλαβα να ζήσω κι όσα μ’ άφησαν/ δώρο στο αίμα μου οι παλιοί που προσπεράσαν. Οι δύο τελευταίοι στίχοι που κλείνουν το ποίημα μαζί με την πρώτη στροφή δηλώνουν το έργο του αφηγητή, του ανθρώπου δηλαδή, γι’ αυτό και το είμαι της πρώτης στροφής είναι γραμμένο με μικρό: ε (έψιλον). Οι δύο τελευταίοι στίχοι έπρεπε να γραφούν μετά το «εγώ»: για να σχηματίσουν μια στροφή. Όμως, για να τονιστεί το νόημά τους, διασπά ο ποιητής τη στροφή με νοηματικό διασκελισμό στα δύο. Το μορφικό αυτό στοιχείο είναι μια απόκλιση από τη σύνταξη της κοινής γλώσσας του λαού, της κοινωνίας. Βρισκόμαστε, όπως προαναφέρθηκε, σε νεότερη φάση της κοσμικής μετάλλαξης, στην ανθρώπινη φάση υπό την σκέπη του Δημιουργού, του Θεού, χωρίς όμως την πλήρη ανεξαρτησία του ανθρώπου στις δραστηριότητές του. Και το δεύτερο (ΙΙ) ομότιτλο ποίημα είναι κι αυτό ομότροπο φραστικά και νοηματικά. Διαφέρει από το πρώτο στην έκφραση, η καταφατική διατύπωση στο δεύτερο ποίημα γίνεται αρνητική. Κι ακόμη η εκ πρώτης όψεως αμφισημία της φράσης του πρώτου ποιήματος εκλείπει στο δεύτερο. Αντιγράφω στροφές και ορισμένα αποσπάσματα: (ΙΙ) «Δεν είναι πια δικά μου αυτά τα μάτια./ Την ομορφιά θωρούν του κόσμου και την κόλαση/ κάθε π’ ανοίγει βλοσυρή μες στους καπνούς της.// Δεν είναι πια δικά μου αυτά τα χέρια. (…) / (…) ρόζους γεμάτα/ κι άλλοτε νέα πάλι/ ψαύουν τα μυστήρια.// Δεν είναι πια δικές μου/ αυτές οι πλάτες (…) (που) μου είπαν/ πως πάνω εκεί πρέπει να ρίχνω τον σταυρό/ σαν αποκάμνει ο Ιησούς και γονατίζει.// Δεν είναι πια δικά μου αυτά τα πόδια/ στους δρόμους της ανημποριάς στα αναχώματα/ στης ξεχασμένης μας Εδέμ τα έξω κάστρα.// Δεν είναι πια δικά μου τα τραγούδια μου.» Συνεχίζεται και σ’ αυτό το ποίημα η πρόβαση στην εποχή του ανθρώπου αλλά συγχρόνως δηλώνεται και η ανεπάρκειά του στην αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων της ζωής. Ακόμη η εποχή του ανθρώπου υπό την σκέπη του Θεού δεν εδραιώθηκε. Και αυτό ακριβώς δηλώνεται και σε επόμενα ποιήματα που κι αυτά απλώνονται σε πολλά χρονικά επίπεδα. Ακολουθούν τρία τέτοια ποιήματα σπειροειδούς θεματικής, η οποία αναφέρεται σε στοιχεία της κοσμικής πραγματικότητας: 1) «Το τραγούδι του δέντρου», (σ. 22): «Να πιω νερό, να ριζώσω./ Δεν τον φοβήθηκα τον βράχο ως τώρα, κοίτα με./ Ψηλό θα γίνω δυνατό να τραγουδώ/ με τον αγέρα στα κλαδιά παλιά τραγούδια.» 2) «Τόση ζωή», (σ. 23): «Άκουγα πάλι το τραγούδι των νερών/ και τα μικρά θλιμμένα φλάουτα των φύλλων/ ανάσκελα στο χώμα και μουρμούριζα/ τριξίματα της γης αρχαίων μύθων.» 3) «Το νερό», (σ. 24): «Ξέρει καλά της πέτρας το φιλί/ του γυμνωμένου βράχου την αψάδα/ το ρίγος του ψαριού στο πρώτο φως/ που κίτρινο σκορπάει στα χαλίκια.// Ξέρει τραγούδια στα καλάμια, τιτιβίσματα/ τον σάλτο του βατράχου πέντε κύκλους (…)» (Μια παρένθεση σχετική με την ποιητική τέχνη του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου: Και σ’ αυτά τα τρία ποιήματα και σε πολλά άλλα των ποιητικών του συλλογών διαπιστώνω την επιτηδειότητά του να μεταστοιχειώνει τη φυσική πραγματικότητα σε αισθητική πραγματικότητα. Έτσι μου φαίνεται πως μια aurea catena συνδέει τεχνοτροπικά όλο το ποιητικό έργο του.) Τα πάντα λοιπόν εμψυχώνονται. Όλα αισθάνονται, όλα έχουν πόθους, όλα ενεργούν σύμφωνα με τους κοσμικούς νόμους, τους νόμους της Φύσης. Και σε όλα υπάρχουν μνήμες της ρίζας, μνήμες του ποιητή. Για την ενεργοποίηση της μνήμης, ως ανάπλασης και ανάμνησης, συμβάλλει αποφασιστικά ο συγκερασμός (η κράση) της ψυχής, του σώματος και του χρόνου. Αυτό το διαπιστώνουμε και στο ποίημα «Από την αρχή», (σ. 32), στο οποίο θα μπορούσε να τεθεί ως υπότιτλος η φράση: η αναπόληση με διάθεση νοσταλγίας. Στην πρώτη στροφή αυτού του ποιήματος ο ποιητής με θλίψη παρατηρεί πως σαν έρχεται στην πόλη που μεγάλωσε, όλοι οι γνωστοί του φίλοι γίνονται άφαντοι και μόνος του κάθεται στα πεζούλια που ήταν το στέκι τους. «Κι όμως δεν έφυγε κανείς μα ο καιρός/ χρόνια και χρόνια κάθε μέρα λίγο-λίγο/ σμίλεψε ύπουλα τα πρόσωπα κι αγνώριστοι/ κι απαρατήρητοι περνούμε δίπλα-δίπλα», (…). Ακραίες στιγμές της ζωής του κάθε ανθρώπου.» Και από το ποίημα «Το τραγούδι του Οδυσσέα», (σ. 39), παραθέτω λίγους στίχους όλο καημό και νοσταλγία (άλγος του νόστου) για την επιστροφή στην πατρίδα: «Αχ, να μπορούσα να ’βγαζα φτερά, γλυκιά πατρίδα/ χώμα απαλά που ανασαίνει το ξημέρωμα/ έστω για λίγο να σε δω αργοπετώντας/ από ψηλά κι έπειτα μόνος μου να φώναζα τον Χάρο να ’ρθει να με βρει καλά χορτάτο». Φυσικά ο Οδυσσέας είναι persona του ποιητή Δ.Π., όπως και στα επιμέρους ποιήματα «Στην Ωγυγία», (σ. 40), και «Στην Ιθάκη», (σ. 41). Και αυτά τα ποιήματα και τα υπόλοιπα μέχρι το τέλος της Α΄ Ενότητας αναφέρονται στη νοσταλγία του ποιητή για την προηγούμενη ζωή του, την παιδική και την άλλη τη νεανική, στη γενέτειρά του τη Λάρισα (και την Τσαριτσάνη). Όλα αυτά τα ποιήματα θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε «Παπαδιαμαντικά» χωρίς βέβαια να υπονοούμε κάποια μίμηση, γιατί ο Δ.Π. έχει τη δική του ξεχωριστή ποιητική φωνή, και βέβαια είναι και νοσταλγός ποιητής, όπως και ο Παπαδιαμάντης που «ετήκετο από την νοσταλγίαν αποκόσμου νησιού» κατά τον Φώτο Πολίτη. Το κύριο θέμα της παρούσας συλλογής είναι η μνήμη, η οποία αποτελεί αντικείμενο μελέτης όλων των ψυχολόγων της κάθε ψυχολογίας, παλαιάς ή νέας. Εάν παρατηρήσουμε το περιεχόμενο της μνήμης μας, θα δούμε ότι θυμόμαστε πράγματα προσωπικά, με τα οποία ήρθαμε σε επαφή και είχαν απήχηση στην ψυχή μας. Τα πράγματα, που κάθε στιγμή ερχόμαστε σε επαφή μαζί τους, μπορεί να είναι αμέτρητα, όμως η μνήμη μας κάνει μια επιλογή ανάμεσά τους. Τα επιλεγμένα λοιπόν πράγματα αποτελούν το προσωπικό μέρος ως προς την ανάπλαση και την ανάμνηση. Σύμφωνα με την μορφολογική ψυχολογία τα αρχικά δεδομένα του ψυχικού βίου του ανθρώπου δεν είναι στοιχεία, μέρη αλλά μορφές, ολότητες που έχουν μέσα τους διάρθρωση, συγκροτούνται δηλαδή από μέρη. Η παλαιά κλασική ψυχολογία, δηλαδή η συνειρμική, οικοδομούσε τον ψυχικό βίο με στοιχεία. Ενώ η νέα μορφολογική ψυχολογία υποστηρίζει, όπως ανέφερα παραπάνω, το αντίθετο, ότι δηλαδή η ψυχή του ανθρώπου είναι έτσι καμωμένη, που συλλαμβάνει μορφές πρώτα και μετά με λογική ανάλυση φτάνει στη σύλληψη των μερών. Και ο Δ.Π. ακολουθεί – συνειδητά ή ασυνείδητα δεν έχει σημασία – στη σύνθεση των ποιημάτων του τα δόγματα της μορφολογικής ψυχολογίας, χωρίς βέβαια να αποκλείεται εντελώς η συνειρμική ψυχολογία, αφού κανένα στοιχείο του ψυχικού βίου του ανθρώπου δεν είναι απομονωμένο. Επομένως, όταν υπάρχουν δύο ή περισσότερα στοιχεία, το ένα μπορεί να παρασύρει και άλλο. Το ότι και ο Δ.Π. ακολουθεί τη μορφολογική ψυχολογία στη γραφή των ποιημάτων φαίνεται και στα ποιήματα που έχουν έναν κοινό μόνο τίτλο, όπως για παράδειγμα στα εξής: «Δεν είμαι εγώ» (Ι) και (ΙΙ), (σσ. 19-20), «Σκιές» (Ι), (ΙΙ) και (ΙΙΙ), (σσ. 42-44) και σε άλλα που αναφέρω στην αρχή αυτού του κειμένου και όχι μόνο σ’ αυτά. Στο ποίημα για παράδειγμα «Η μάνα μου», (σ. 36) πρώτα συλλαμβάνει ο ποιητής τη μορφή της μάνας του και μετά τα μέρη. Θα αντιγράψω το ποίημα, για να σχολιάσω τον τρόπο σύνθεσής του. «Η μάνα μου»: «Στην πίσω αυλή στα δύο πλακόστρωτα σκαλάκια/ με το τσεμπέρι στα μαλλιά ώρες η μάνα μου/ καθάριζε ραδίκια κι όλο μου ’λεγε / μ’ εκείνη τη φωνή την πονεμένη/ για τα πικρά της δεκαοχτώ, για τους αέρηδες/ που πήραν σαν ξερόφυλλα τα χρόνια,/ κι έπειτα φτώχεια, καταφρόνια, μαύρα σύννεφα/ στα χωριουδάκια που δε γράφτηκαν στους χάρτες/ κι έπειτα θάλασσες βαθιές, παλιά ναυάγια/ στάλες αθόρυβης βροχής, λόγια σπασμένα.// Κι εγώ που ήμουν μόνο οχτώ, πώς την αγκάλιαζα/ – άλλο δεν είχα να της πω ή να της δώσω –/ με τα μικρά μικρά χεράκια μου σφιχτά/ και μύριζαν οι χούφτες της κρεμμύδι.// Στην πίσω αυλή στο πλυσταριό μούλιαζε, έτριβε/ – μα οι λεκέδες πάντα εκεί να επιμένουν –/ πικρά παράπονα λερώσανε τα χρόνια της./ Δυο οι κρυμμένες μαχαιριές κάπου στην πλάτη.» Από κάποιο ερέθισμα προκλήθηκε η διέγερση του αισθητηρίου οργάνου της μνήμης του ποιητή και έτσι θυμήθηκε τη μάνα του και προβλήθηκε πρωτογενώς μπροστά του η μορφή της, η γενική εικόνα της, η παράστασή της, που ήταν προϊόν της συνθετικής ενέργειας της ψυχής του. Και η νοητή αυτή εικόνα της μάνας του, όπως και κάθε άλλο στοιχείο του ψυχικού βίου του ανθρώπου, δεν είναι απομονωμένη, σχετίζεται και με άλλα στοιχεία του ψυχικού βίου του ποιητή. Ο ποιητής παρακολουθώντας τη μάνα του, τη μορφή της, ξεχωρίζει (βλέπει μπροστά του) δύο δευτερογενείς επιμέρους παραστάσεις, δύο ζωηρές εντυπώσεις με τα συνακόλουθα στοιχεία τους. Αυτές οι επιμέρους εντυπώσεις, παραστάσεις είναι ατομικές, προσωπικές του ποιητή και, καθώς συμπλέκονται, η μία διαδέχεται την άλλη στον ίδιο τόπο, «Στην πίσω αυλή…», η μία στην πρώτη στροφή επικεντρώνεται στην εργασία της μάνας, «καθάριζε ραδίκια…» και η άλλη στην τρίτη στροφή επικεντρώνεται κι αυτή στην άλλη εργασία της, στο πλύσιμο των ρούχων της οικογένειας. Αυτές λοιπόν οι δύο επιμέρους παραστάσεις αποτελούν, σύμφωνα με όσα λέει η μορφολογική ψυχολογία, τα μέρη της μορφής, της ολότητας. Οι ίδιες αυτές οι δύο επιμέρους παραστάσεις, που καταγράφτηκαν μέσω των αισθήσεων στην ψυχή του ποιητή, διατηρούνται στη συνείδησή του και είναι μνημονικές – όχι φανταστικές – γιατί αναφέρονται στη μάνα του που είναι (ήταν) υπαρκτό πρόσωπο. Η ανάπλαση αυτών των παραστάσεων στη συνείδηση του ποιητή λέγεται μνήμη. Οι ψυχικές αυτές εικόνες, παραστάσεις αποτυπώνονται στη φαιά ουσία του εγκεφάλου και ονομάζονται σε όλες τις γλώσσες με την ελληνική λέξη εγγράμματα. Από κάποια αιτία επανέρχονται αυτά τα εγγράμματα στη συνείδηση του ποιητή ως αναμνήσεις των προσωπικών του βιωμάτων προκαλώντας τη συγκίνησή του, όπως φαίνεται και στη μεσαία στροφή του ποιήματος. Συγκρίνοντας τα δύο ποιήματα «Η μάνα μου», (σ. 36) και «Το τραγούδι του Οδυσσέα», (σ. 39) ως προς την ψυχολογική μέθοδο σύνθεσής τους παρατηρώ τα εξής: Στο δεύτερο ποίημα έχουμε τη μέθοδο της αυτοπαρατηρησίας, ο παρατηρητής δηλαδή είναι και παρατηρούμενος, δύο πρόσωπα σε ένα. Το ποιητικό υποκείμενο – ο Οδυσσέας ως παρατηρητής παρακολουθεί τον ίδιο τον εαυτό του και αναφέρει πράγματα δικά του που μόνο αυτός, τα γνωρίζει. Σε μια συναισθηματική του έξαρση εκθέτει τα βιώματά του, τον ψυχικό του πόνο για την νοσταλγία, το άλγος του ξενιτεμένου για τον νόστο, την επιστροφή του στην πατρίδα: «Αχ, να μπορούσα να ’βγαζα φτερά, γλυκιά πατρίδα / χώμα απαλά που ανασαίνει το ξημέρωμα / έστω για λίγο να σε δω αργοπετώντας / από ψηλά κι έπειτα μόνος μου θα φώναζα τον Χάρο να ’ρθει να με βρει καλά χορτάτο», (…). Στο πρώτο ποίημα «Η μάνα μου», (σ. 36) εφαρμόζεται η αντίθετη ψυχολογική μέθοδος σύνθεσής του, η ετεροπαρατηρησία. Κατά την μέθοδο αυτή λειτουργούν δύο πρόσωπα, ο παρατηρητής και ο παρατηρούμενος. Ο παρατηρητής, το ποιητικό υποκείμενο – ο ποιητής δηλαδή, παρατηρεί, παρακολουθεί τη μάνα του, που είναι το παρατηρούμενο πρόσωπο, σε συγκεκριμένες εργασίες της που πραγματοποίησε στο παρελθόν, όταν αυτός ήταν μικρό παιδί οχτώ ετών. Εδώ έχουμε διήγηση γεγονότων του παρελθόντος. Επομένως αυτά τα γεγονότα θα μπορούσαν και άλλοι να τα παρατηρήσουν. Παραδόξως όμως ο παρατηρητής, ο ποιητής δηλαδή εφαρμόζει και τη μέθοδο της αυτοπαρατηρησίας, αφού επισημαίνει συναισθήματα και γενικά ψυχικές καταστάσεις της μάνας του, της παρατηρούμενης και δικά του, του παρατηρητή, συναισθήματα, όπως: τα πικρά της δεκαοχτώ χρόνια, την καταφρόνια, τα μαύρα σύννεφα, τις δύο κρυμμένες μαχαιριές κάπου στην πλάτη. Και για τον ίδιο τον εαυτό του ο παρατηρητής – ο ποιητής εξομολογείται σε πρώτο πρόσωπο, όπως γίνεται στην αυτοπαρατηρησία (βλ. και «Το τραγούδι του Οδυσσέα»): «Κι εγώ που ήμουν μόνο οχτώ, πώς την αγκάλιαζα/ – άλλο δεν είχα να της πω ή να της δώσω –/ με τα μικρά μικρά χεράκια μου σφιχτά/ και μύριζαν οι χούφτες της κρεμμύδι». Το ότι γύρισε στη μέθοδο της αυτοπαρατηρησίας οφείλεται στην επίδραση που άσκησε στον ψυχισμό του, στη συμπεριφορά του το περιβάλλον, που φαίνεται πιο καθαρά στο άλλο ποίημα, «Στα εικονίσματα», (σ. 37), που κι αυτό αναφέρεται στη μάνα του κι είναι γραμμένο ομοιότροπα. Σ’ αυτό το ποίημα ο Δ.Π. με προοδευτική ανάπτυξη της αφήγησης ανακαλεί προσωπικές του αναμνήσεις που αναφέρονται στη σχέση της μάνας του με την εκκλησία: (…) «Με το τσεμπέρι στα μαλλιά στα εικονίσματα/ “την αμαρτίαν μου γιγνώσκω” ψαλμωδούσες/ που ήταν η μόνη σου αμαρτία που δεν έζησες/ που δε σε είδα να γελάς ποτέ σου, μάνα.// Μα να που τώρα σε φαντάζομαι στον κύκλο τους/ μπρος στο ψαλτήρι του Χριστού σεμνά να στέκεις/ με τη βαριά φωνή περίπαθη “στο δόξα σοι”/ και τη λιγνή στο “κύριε ελέησον” ν’ ανεβαίνεις.», (…). Ζώσα μνήμη του ποιητή με συγκινησιακή φόρτιση και συναισθηματική ένταση που παρασέρνουν τον αναγνώστη σε δικές του μνήμες. Ο ποιητής συνομιλεί με τον αναγνώστη άμεσα χωρίς δηλαδή τη μεσολάβηση του σχολιαστή, γιατί στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά του. Ο Δ.Π. είναι βέβαια συναισθηματικός ποιητής αλλά δεν είναι μονοσήμαντος, μονοδιάστατος, είναι και στοχαστικός ποιητής και έτσι τα ποιήματά του είναι αρτιωμένα αισθητικά. Όπως ο βιωματικός και ο συγκινησιακός λόγος μπορούν να συνυπάρχουν στον ίδιο ποιητή, έτσι μπορούν να συνεργούν και με τον ενδιάθετο λόγο, τη σκέψη στην ποιητική πράξη. Και ο Πλάτων, ο πρώτος αισθητικός γενικά της τέχνης αποφαίνεται πως το καλόν, δηλαδή η τέχνη, όταν συνεργεί με τη σκέψη, αποκτά την πλήρη του σημασία. Το ότι ο ποιητής Δ.Π. έχει αυτά τα δύο στοιχεία, το διανοητικό και το ψυχικό, τον στοχασμό και το συναίσθημα, το επιβεβαιώνουν αίφνης δύο ποιήματα, που συνδέονται μεταξύ τους με εσωτερική νοηματική σχέση, τα εξής: «Τι λες θα μείνει;», (σ. 25) και «Μια βόλτα μόνο», (σ. 26). Επιλέγω αναγκαστικά να παραθέσω ορισμένους μόνο στίχους: «Τι λες θα μείνει;»: «Τι λες θα μείνει όταν φύγουμε/ μήτε τ’ αχνάρια μας στη γη που αγαπάμε/ μήτε τα βάσανά μας τα μικρά, τα τόσο ασήμαντα/ – τι κι αν ψηλώνουν σαν βουνά και μας τρομάζουν –/ Δε θ’ απομείνουν μήτε γέλια μήτε δάκρυα», (…)// Μα θέλω έστω ν’ απομείνουν στο χαρτί/ σ’ ένα μικρούλι φύλλο στον αέρα/ δυο λέξεις μόνο της καρδιάς να ανεμίζουν/ πάνω απ’ της πόλης τα στενά, τα μεσημέρια.// Όταν θα φύγουμε κι εμείς, να μείνουν θέλω!» «Μια βόλτα μόνο»: «Μη φανταστείς, ότι σου δόθηκε η τέχνη για να ζεις/ το μυστικό τ’ αθάνατου νερού που δε στερεύει/ μα στους αιώνες των αιώνων γάργαρο γλυκό/ κυλά στα πόδια για να χαίρεται η καρδιά σου.// (…) Μια βόλτα μόνο μες στον κόσμο τον απέραντο/ δυο-τρεις ανάσες βιαστικές λαχανιασμένες/ κι έπειτα στην κοιλάδα του θανάτου ολομόναχος// (…) όπως ο άνεμος σαρώνει και γκρεμίζονται/ σώματα, όνειρα, ψυχές, καημοί και πόθοι.» Ο συναισθηματισμός είναι έκδηλος στο πρώτο ποίημα. Ποια είναι η τύχη του ανθρώπου μετά τον θάνατό του είναι εμπειρικά διαπιστωμένο. Τη ζωή του ανθρώπου τη διαδέχεται το τίποτα, τα πάντα σβήνουν, τα πάντα «αφανίζονται στη σκόνη. Και στα δύο ποιήματα θίγεται το θέμα αυτό που απασχόλησε και τους λογοτέχνες και τους φιλοσόφους, όπως και τον απλό άνθρωπο. Ο υψιπέτης ποιητής μας Ανδρέας Κάλβος εικονιστικά εκθέτει τη σχετική άποψή του στο ποίημα «Εις τον ιερόν λόχον», στις στροφές Ι και ΙΑ: «Ο γέρων φθονερός,/ Και των έργων εχθρός,/ Και πάσης μνήμης, έρχεται/ Περιτρέχει την θάλασσαν/ Και την γην όλην.// Από την στάμναν χύνει/ Τα ρεύματα της λήθης,/ Και τα πάντα αφανίζει./ Χάνονται οι πόλεις, χάνονται/ Βασίλεια κ’ έθνη.» Γράφω γνωστά πράγματα. Αλλά ο Κάλβος είναι μεγάλος ποιητής. Γι’ αυτό κάνω και άλλη παραχώρηση, παραθέτω και τη στροφή Β από το ποίημα «Εις θάνατον»: «Όλην (την) οικουμένην/ Σκεπάζουν σκοτεινά,/ Ήσυχα, παγωμένα,/ Τα μεγάλα πτερά/ Της βαθείας νύκτας.» Το άλλο θέμα, που τονίζεται κι αυτό και στα δύο ποιήματα, αφορά τα όρια δραστηριότητας του ανθρώπου. Τα όρια αυτά δεν τα καθορίζει ο άνθρωπος, γι’ αυτό δεν επιτρέπεται να τα παραβεί. Και όταν υπερβαίνει την ανθρώπινη δικαιοδοσία διαπράττει «ύβριν» και ακολουθεί η τιμωρία του. Ιδιαίτερα ασχολήθηκαν μ’ αυτό το θέμα οι αρχαίοι Έλληνες τραγικοί ποιητές, αλλά και οι φιλόσοφοι, όπως ο προσωκρατικός «σκοτεινός» φιλόσοφος Ηράκλειτος (6ος -5ος αι. π.Χ.), ο οποίος υποστηρίζει ότι: «Ήλιος γαρ ουχ υπερβήσεται μέτρα˙ ει δε μη, Ερινύες μιν (= αυτόν) Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν». Σ’ αυτό το δόγμα του ο Ηράκλειτος τονίζει ότι η Δίκη επιβλέπει τη φυσική τάξη και αρμονία όλων των πραγμάτων. Ακόμη και ο Ήλιος δεν μπορεί να υπερβεί τα μέτρα του, τα όριά του. Κάτι ανάλογο λέει και το γνωμικό «Έστι Δίκης οφθαλμός, ος τα πανθ’ ορά». Τα δύο αυτά ποιήματα λόγω της σημασιολογικής συνάφειάς τους αποτελούν ένα συγκείμενο, όπως και τα ποιήματα με κοινό τίτλο, που ανέφερα στην αρχή αυτού του κειμένου, αποτελούν κι αυτά συγκείμενα. Όπως λένε οι αισθητικοί ο ποιητής (γενικά ο λογοτέχνης) έχει τον δικό του λόγο, την ιδιόλεκτο, που είναι ατομικό, προσωπικό δημιούργημά του σε αντίθεση με τη γλώσσα που είναι δημιούργημα της κοινωνίας. Και ακόμη λένε πως ο κάθε ποιητής έχει τη δική του ποιητική γραμματική που αποτελείται από επιλογές γλωσσικών δομών και αποκλίσεις από τη γλώσσα της κοινωνίας. Και ότι όλα αυτά συνθέτουν το προσωπικό ύφος του ποιητή (του λογοτέχνη). Ύστερα από τα παραπάνω θα ξαναγράψω τους πέντε τελευταίους στίχους του ποιήματος «Τι λες θα μείνει;», (σ. 25), που έχω παραθέσει και προηγουμένως για άλλο σκοπό, για να προσπαθήσω τώρα να ανιχνεύσω στοιχεία της ιδιολέκτου και της ποιητικής γραμματικής του Δ.Π. «Μα θέλω έστω ν’ απομείνουν στο χαρτί/ σ’ ένα μικρούλι φύλλο στον αέρα/ δυο λέξεις μόνο της καρδιάς να ανεμίζουνε/ πάνω απ’ της πόλης τα στενά τα μεσημέρια.// Όταν θα φύγουμε κι εμείς να μείνουν θέλω!» Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του Δ.Π. είναι άφθονα και στα ποιήματα αυτής της συλλογής και γι’ αυτό ο λόγος του είναι βιωματικός και συγκινησιακός. Αυτό το ποιόν του λόγου του διαπιστώνεται και σ’ αυτούς τους λίγους στίχους. Ο ποιητής βιώνει έντονα την τελευταία επιθυμία της ζωής του: « (…) να μείνουν θέλω/ δυο λέξις μόνο της καρδιάς (…)». Στο σημείο όμως αυτό υπάρχει, εσκεμμένα, ένα θέμα της σημασιολογικής δομής του κειμένου. Και οι πέντε στίχοι αποτελούν κανονικά μια στροφή με ένα ολοκληρωμένο νόημα. Αλλά ο ποιητής, δημιουργός του κειμένου, αποσπά τον τελευταίο στίχο με νοηματικό διασκελισμό σχηματίζοντας μονόστιχη στροφή, για να τονίσει τη σημασία του βιώματός του, που από τη διατύπωση ακόμη ενισχύεται ιδιαίτερα από τη λέξη «της καρδιάς», η οποία είναι η έδρα των συναισθημάτων, των επιθυμιών και των πόθων του ανθρώπου. Και κάτι άλλο ακόμη για τη σημασιολογική δομή του κειμένου. Η τελολογική (τέλος σημαίνει και: σκοπός) ή λειτουργική ψυχολογία, αντίθετα προς την παλαιά ψυχολογία της διαγωγής που περιοριζόταν στην περιγραφή μόνο των ψυχικών φαινομένων χωρίς τη βοήθεια της συνείδησης, υποστηρίζει πως η συνείδηση του ανθρώπου είναι όργανο επιλογής και από ένα πλήθος ψυχικών φαινομένων επιλέγει αυτά που θα εκδηλωθούν. Αφού λοιπόν η συνείδηση επιλέγει, κάθε σχετική ενέργειά της διέπεται από σκοπιμότητα. Η πνευματική ενέργεια του ανθρώπου δεν είναι αυτοσκοπός αλλά έχει κι αυτή σκοπιμότητα. Και η σύνθεση επομένως των ποιημάτων, ως πνευματική ενέργεια, έχει το δικό της σκοπό. Ο ποιητής δεν γράφει τα ποιήματά του «για τα σκοτώσει την ώρα του», τα γράφει γιατί θέλει να επικοινωνήσει με τους αναγνώστες, γενικά με τους άλλους ανθρώπους. Θέλει να γνωστοποιήσει μια άποψή του για τη ζωή, θέλει να ανακοινώσει μια ιδέα του, ένα μήνυμά του. Για να έχει όμως αίσιο αποτέλεσμα η διαλεκτική σχέση μεταξύ του κειμένου του και του αναγνώστη και να συντελεστεί θετικά το σύστημα σύνδεσης σημαινομένων και σημαινόντων, χρειάζεται προσοχή στην επιλογή και γραφή των γλωσσικών δομών. Υπάρχει λοιπόν και άλλο θέμα γλωσσικής δομής στη φράση «δυο λέξεις μόνο της καρδιάς (…)/ να μείνουν θέλω!». Ποιο είναι όμως το μήνυμα που θέλει να γνωστοποιήσει; Εδώ επιλέγει ο ποιητής τον υπαινικτικό λόγο, γιατί; Μήπως αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη να επινοήσει αυτός το μήνυμά του ή καλύπτεται από τη σημαντική της λέξης «καρδιά»; Μπορεί όμως να είναι ένα εύλογο κενό. Όπως και να ’χει το πράγμα, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στη γλωσσική διατύπωση των προτάσεων του ποιητή στο επίπεδο της επιφανειακής δομής, ώστε να διευκολυνθεί ο αναγνώστης να τις συλλάβει νοηματικά στη βαθειά δομή από όπου ξεκινούν για να φθάσουν στην τελική τους μορφή, στην επιφανειακή δομή, με την οποία έχει επαφή ο αναγνώστης. Το άλλο συστατικό στοιχείο της ποιητικής γραμματικής είναι οι αποκλίσεις από την κοινή καθημερινή γλώσσα της κοινότητας. Η εκφραστική αυτή ενέργεια επηρεάζει τον αναγνώστη νοητικά και αισθητικά και τον παρακινεί να ερμηνεύσει τον απροσδόκητο λεκτικό αιφνιδιασμό. Το θέμα αυτό, το σχετικό με τον βιταλισμό (ζωισμό ελληνιστί), το έθιξα πιο πάνω κάπως πλαγίως αναφερόμενος στο δέντρο, στο νερό και σε άλλα άψυχα που όλα εμψυχώνονται από τον ποιητή. Τέτοιες λοιπόν αποκλίσεις υπάρχουν σε όλα σχεδόν τα ποιήματα και αυτής της συλλογής του Δ.Π. Στο πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής «Ρίζες», (σ. 17), διαβάζουμε στην πρώτη στροφή: «ξυπνούσε η γη (…) τρομαγμένη». Εμψυχώνεται η γη με το σχήμα της μεταφοράς και αισθάνεται τρομαγμένη σαν να είναι άνθρωπος. Η εκφραστική αυτή επιλογή του ποιητή αποτελεί έντονη διαφοροποίηση από τη συμβατική γλώσσα της κοινότητας. Αμέσως στο επόμενο ποίημα «Στο δάσος», (σ. 18), υπάρχει μια παρόμοια με την προηγούμενη απόκλιση: «ιερουργούσαν τα πουλιά σεμνά κρυμμένα». Κάτι διαφορετικό τώρα επισημαίνω στον τελευταίο στίχο του ποιήματος «Πόσοι», (σ. 21): «και ας την ποτίσανε (τη γη) με ίδρωτα και αίμα». Η λέξη ιδρώτας από παροξύτονη γίνεται προπαροξύτονη κι αυτός ο παρατονισμός επαναλαμβάνεται αρκετές φορές σε άλλα ποιήματα. Και βέβαια γίνεται για μετρικούς λόγους. Όμως έτσι διαφοροποιείται η ακουστική εικόνα της λέξης που στο κείμενο αισθητοποιείται ως οπτική εικόνα, που είναι κι αυτή μια εκτροπή από την καθιερωμένη γλώσσα του λαού. Μια άλλη διαφορετική τώρα απόκλιση βλέπω στο ποίημα «Το νερό», (σ. 24) και στον πρώτο στίχο: «Ξέρει καλά της πέτρας το φιλί» με υποκείμενο του ρήματος το νερό, ενώ το ρήμα ξέρει απαιτεί έμψυχο, ανθρώπινο υποκείμενο. Τα είδη των αποκλίσεων είναι πάμπολλα. Τώρα επισημαίνω στο ίδιο πιο πάνω ποίημα έναν άλλο εκφραστικό τρόπο πολύ συνηθισμένο από τον ποιητή σ’ αυτή τη συλλογή του. Τρεις στροφές αρχίζουν με το ρήμα ξέρει: Ξέρει καλά – Ξέρει τραγούδια – Ξέρει πολλά – με υποκείμενο πάντοτε τη λέξη το νερό που είναι και ο τίτλος του ποιήματος. Αυτόν τον εκφραστικό τρόπο τον βλέπω και στο ποίημα «Για λίγο», (σ. 30), που επαναλαμβάνεται ο ίδιος τίτλος τέσσερις φορές στην αρχή τεσσάρων στίχων μαζί και με άλλες επαναλήψεις: «Για λίγο» – είπαμε – μα πέρασαν οι μέρες μας/ «για λίγο», μα περάσανε τα χρόνια.// «Για λίγο» – είπαμε – μα πέρασαν τα χρόνια μας/ «για λίγο», και ριζώσαμε στην πέτρα. Το ίδιο περίπου γίνεται και στις πέντε στροφές του ποιήματος «Πάντα εκεί», (σ. 34). Ενώ στο αλληγορικό ποίημα «Λύκοι» ΙΙ, (σ. 67), από τους επτά συνολικά στίχους του οι πέντε αρχίζουν με τη λέξη Νύχτα. Αυτή η ομοιότροπη αρχή στίχων ή στροφών αποτελεί το λεγόμενο ρητορικό σχήμα λόγου «ομοιοκάταρκτο» (κατάρχομαι = αρχίζω). Παραλείπω και άλλες ομότροπες εκφράσεις αναφέροντας μόνο πως οχτώ στροφές έξι ποιημάτων (σσ. 21, 38, 39, 44, 62, 72), αρχίζουν με το επιφώνημα «Αχ!», για να τονιστεί έντονα, το συναίσθημα που νιώθει κάθε φορά το ποιητικό υποκείμενο. Αυτή η ομοηχία, αυτό το ρυθμικό φωνολογικό επινόημα λειτουργεί αισθητικά στον ψυχισμό του αναγνώστη σαν μουσικό μοτίβο που επαναλαμβάνεται και παραλλάσσεται συνεχώς. Ο ποιητής πάντοτε προσπαθεί με κάθε τρόπο να προβάλει το αισθητικό και νοηματικό μέρος του έργου του. Ένας από τους τρόπους του είναι και ο ακόλουθος: Εκτός από τα γνωστά σημεία της στίξης, τελεία, κόμμα κ.λπ., υπάρχει και η στίξη του χώρου με την οποία ο ποιητής διαφοροποιεί τη δομή του κειμένου. Σύμφωνα λοιπόν με τη στίξη του χώρου, αντίθετα προς τη συνήθη σειρά των όρων μιας πρότασης: υποκείμενο – ρήμα – αντικείμενο ή κατηγορούμενο – προσδιορισμοί, που ακολουθεί η κοινή γλώσσα του λαού, στην ποίηση η κάθε λέξη τοποθετείται σε θέση δυναμική, ώστε να τονιστεί περισσότερο η έννοιά της, συνήθως στην αρχή μιας φράσης, μιας πρότασης, ενός στίχου, μιας στροφής, όπως βλέπουμε στα πιο πάνω σχετικά παραθέματα. Όλες αυτές οι αποκλίσεις, όλες οι λεκτικές ιδιορρυθμίες, που στην πραγματικότητα μερικές, όπως του σχήματος λόγου της μεταφοράς, είναι λανθασμένες διατυπώσεις, εμπλουτίζουν όμως την ποιητική γραμματική και μετατρέπουν την τεχνική της καθημερινής γλώσσας της κοινότητας σε πραγματική τέχνη του λόγου, σε όργανο δηλαδή ποιητικής λειτουργίας. Όμως όλες αυτές οι εκτροπές, οι αποκλίσεις από τη γλώσσα της κοινότητας είναι απαραίτητες για την ποιητική λειτουργία και χωρίς αυτές ποίηση δεν γίνεται, γι’ αυτό και οι ποιητές τις προτιμούν και γι’ αυτό καταξιώνονται αισθητικά και γι’ αυτό τέρπουν τον αναγνώστη. 
 Περικλής Τσελίκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: