Η πρώτη φορά που διάβασα στίχους της Merini ήταν πριν από σχεδόν δέκα χρόνια στις μεταφράσεις της Ευαγγελίας Πολύμου στο πλαίσιο της συνεργασίας μας στο Ποιείν. Αυτό που πρωταρχικά μού έκανε εντύπωση ήταν το πρόσωπο της Merini, η φωτογραφία που συνόδευε τα ποιήματα. Μια μεσήλικη κυρία, με αρρενωπά χαρακτηριστικά, έντονο βάψιμο, μαργαριταρένιο κολιέ, σκουλαρίκια, βαμμένα νύχια, δαχτυλίδι με μια μεγάλη πέτρα, τσιγάρο στα δάχτυλα και βλέμμα απλανές. Η εικόνα μιας παρηκμασμένης αρχιιέρειας του πληρωμένου έρωτα που ατενίζει λυπημένα, αλλά με την ίδια ηδονική ένταση το ένδοξο παρελθόν. Και από την άλλη, σαν προσωπογραφία -αλλά και στον τρόπο που κρατούσε το τσιγάρο της- ενός πολύ οικείου μου -ξυρισμένου- τότε ποιητή (!), προσδίδοντάς μου έτσι μιαν αλλόκοτη αμεσότητα. Ωστόσο μέχρι να έχω στα χέρια μου αυτό το βιβλίο με τις μεταφράσεις επιλεγμένων ποιημάτων της (1950- 2010) δεν έψαξα ποτέ να μάθω περισσότερα βιογραφικά της. Είχα μείνει με την εικόνα της φωτογραφίας και δυο- τρεις άλλες που είδα τυχαία στην πορεία: της αρρενωπότητας στη φυσιογνωμία και του βαθύτατα θηλυκού αισθησιασμού στους στίχους. Τέτοιου είδους αναφορές, γνωρίζω οτι στην εποχή της «πολιτικής ορθότητας», υπάρχει ο κίνδυνος να παρεξηγηθούν. Ας είναι. Η ποίηση έτσι κι αλλιώς δεν γράφεται με φυσιογνωμικούς χαρακτήρες ή με σεξιστικά στερεότυπα. Αυτή η παραδοξότητα της Merini – θυμίζοντάς μου και τη Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ- έχει τη σημειολογία της μόνο ως προς την εικόνα. Το σημαντικό όμως είναι άλλο. Η αίσθηση της ποίησης μιας γυναίκας που έζησε τους στίχους της κατάσαρκα με έναν αμείωτο ερωτισμό ανθρώπινης υφής και όχι ως μεταφυσικό συναίσθημα.
Από το «Αντί Εισαγωγής», όπως ονομάζεται το προλογικό σημείωμα της Πολύμου, έμαθα για πρώτη φορά τα βιογραφικά στοιχεία της ποιήτριας. Γραμμένο με διάθεση συνοπτικής και ψύχραιμης καταγραφής της ιστορίας της Merini, διαβάζουμε για τα δύσκολα παιδικά της χρόνια και τις σχέσεις με τους γονείς, την πρώτη της βράβευση μόλις σε ηλικία δέκα χρόνων, την ψυχασθένειά της, τις νοσηλείες στις κλινικές, τους έρωτες, τα παιδιά της, τα πάθη και την καθημερινότητά της. Η Πολύμου επέλεξε να μας παρουσιάσει τη συνάφεια έργου και ζωής δίχως να υπεισέρθει σε λεπτομέρειες που θα γαργάλιζαν τον αναγνώστη εξαιτίας του ιδιαίτερου βίου της ποιήτριας. Κράτησε τις ισορροπίες φωτίζοντας τους στίχους με τα απαραίτητα εργοβιογραφικά. Κυρίως όμως μετέφερε την ποίηση της Merini αποδίδοντας όλους τους χυμούς της, το συναίσθημα, την αντιστοίχιση των λέξεων και ενώ δεν γνωρίζω την ιταλική γλώσσα, είμαι σίγουρος ότι έμεινε πιστή στο πνεύμα της χωρίς να ελληνοποιήσει ή να προσδώσει φιλάρεσκα το δικό της μεταφραστικό στίγμα. Άλλωστε η γλώσσα της Merini, οικεία, με άπειρους αποφθεγματισμούς, φαίνεται να μεταφράστηκε με αυτόν τον στόχο. Της παγκόσμιας άχρονης ποιητικής κραυγής.
Έτσι, η περιδιάβαση στην ποιητική της συγκομιδή μού επιβεβαίωσε κατ’ αρχάς την πρώτη μου εντύπωση για την σαπφικής προέλευσης ερωτική επιθυμία που διατρέχει το έργο της, επιθυμία κατά βάση ανεκπλήρωτη αλλά ικανά εκπεφρασμένη: «Έρωτά μου σε ονειρεύτηκα καθώς ονειρεύεται κανείς / το ρόδο και τον άνεμο, / πανάχραντος είσαι, λαμπερός, μια ισορροπία / αστρική, μα εγώ είμαι νυχτωμένη / και να σε φιλοξενήσω δεν μπορώ», μεταποιώντας ακόμα και το αίσθημα της αγάπης σε ερωτικό αίσθημα, δηλαδή με τον πόθο να ουρλιάζει ασυμβίβαστος. Λυρική χωρίς τη ρηχή λυρικότητα του φθηνού εντυπωσιασμού, αλλά με την ακατέργαστη έκρηξη της ερωτικής φλέβας που χτυπά στις λέξεις της «σαν γρύλος / που τραγουδά μες στο κεφάλι μου / και σαν γρύλος επίμονος / χαράζει τους τοίχους». Μιλά για τον έρωτα με όλο της το σώμα και όχι σαν μια νοητή επιθυμητή κατασκευή ή σαν απλά συμπτώματα επιθυμίας. Η ύλη γίνεται η κατεξοχήν συνειρμική έκφραση των προσωπικών της εμπειριών: «από κείνο το παλιομοδίτικο παλτό / γνώρισα τα μυστικά του πατέρα μου / ζώντας το έτσι όπως ήταν, στη σκιά» και ο αισθητηριακός τρόπος αντίληψης της πραγματικότητας αντιβαίνει αξιοθαύμαστα τη σοβαρότητα της ψυχικής διαταραχής με την τραγικότητα της επίγνωσης: «Πλυθήκαμε και θαφτήκαμε, / ευωδιάζαμε λιβάνι. / Και, μετά, όταν αγαπούσαμε / μας έκαναν ηλεκτροσόκ / γιατί, λέγαν, ένας τρελός / δεν μπορεί κανέναν ν’ αγαπήσει».
Άκρως, δηλαδή, συνειδητοποιημένη σε ένα χαλασμένο από τα ηλεκτροσόκ και τα φάρμακα νευρικό σύστημα: «Αγάπησα τρυφερά τους γλυκύτατους εραστές μου / δίχως αυτοί να μάθουν ποτέ τίποτα. / Κι απάνω τους ύφανα αραχνοϊστούς / και γινόμουν θήραμα του δικού μου υλικού. / Μέσα μου είχα την ψυχή της πόρνης / της αγίας της αιμορουφήχτρας και της υποκρίτριας. / Πολλοί έβαλαν μια ετικέτα στον τρόπο της ζωής μου / κι εγώ ήμουν απλά μια υστερική». Μια «Γυναίκα, εύθραυστη και θαλερή…» όπως αυτοχαρακτηρίζεται. Παράλληλα μιλά και με τον τρόπο της επιγραμματικής διατύπωσης των υπερρεαλιστικών εικόνων που δημιουργεί αυτή η πραγματικότητά της: «Το φεγγάρι / απλώνεται στους κήπους του φρενοκομείου, / κάποιοι άρρωστοι αναστενάζουν, / το χέρι μέσα στη γυμνή τσέπη. / Το φεγγάρι αποζητά βασανιστήρια / κι από τους έγκλειστους / αποζητάει αίμα: / είδα έναν άρρωστο / να πεθαίνει στραγγισμένος από αίμα / κάτω απ’ το ξαναμμένο φεγγάρι» εξαγνίζοντας τη νοσηρότητα της ατμόσφαιρας των ιδρυμάτων με τα ποιητικά της αντισώματα: «εκεί πέρα εσύ έβλεπες τον Θεό / δεν ξέρω, ανάμεσα στις θολές ιδέες / της μεγάλης σου τρέλας. / Ο Θεός σού φανερωνόταν / και το σώμα σου γινόταν ψίχουλα, / ψίχουλα ξανθά και μυρωμένα / που κατεβαίναν να τα ρημάξουν / αναπάντεχα σμήνη χελιδονιών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου