3.5.21

Η «ΣΥΓΝΩΜΗ», Διήγημα του Τρύφωνα Ούρδα

 


[Α’ Βραβείο λογοτεχνικού περιοδικού ΚΕΦΑΛΟΣ, Κεφαλονιάς]
 Ήταν μια μέρα του Πάσχα κάπου εκεί στη δεκαετία του εβδομήντα. Το ξένο αυτοκίνητο που μπήκε στο χωριό, σταμάτησε τελικά στο άλλο άκρο του, εκεί δίπλα στην Εκκλησία και ακριβώς μπροστά στο σπίτι της γριάς της Δέσποινας, της Κυρούλας όπως τη φώναζαν όλοι. Κανείς δεν ήξερε τι ήθελε! Όσο για την ηλικιωμένη που πήγε, ήταν μια ανήμπορη και φτωχιά γυναίκα. Τόσο, που οι χωριανοί της τη φρόντιζαν και της έδιναν ένα κομμάτι ψωμί! Από το αυτοκίνητο κατεβαίνει ένας καλοντυμένος κύριος. Αρκετά μεγάλος στην ηλικία. Τον συνοδεύει ένας πολύ νεότερος, που τον βοηθάει μάλιστα στην αποβίβαση. Και οι δυο κατευθύνονται στη σκουριασμένη αυλόπορτα. Την ανοίγουν με προσοχή και ο συνοδός φωνάζει το όνομα της Δέσποινας. Εκείνη ακούει και με το μπαστούνι της βγαίνει έξω από το σπίτι, ενώ με τη φωνή της που τρέμει, ρωτάει ποιοι είναι. Τότε πάλι ο πιο νέος, πάει κοντά της και κάτι της λέει. -Να ζητήσει συγνώμη απαντάει εκείνη έκπληκτη. Γερμανός Αξιωματικός..! Τότε… Θεέ μου! Τι μου θυμίζεις… Και πιάνουν τα κλάματα τη γριά. Κλαίει με λυγμούς..! Πολλά χρόνια πιο πίσω από σήμερα. Πάλι μια μέρα του Πάσχα! Ένας άνθρωπος περπατάει μόνος του σε δρόμο του χωριού. Είναι αδύναμος και ισχνός. Τα ρούχα του, ένα στρατιωτικό μπουφάν και ένα μαύρο παντελόνι είναι βρώμικα και κουρελιασμένα. Το πρόσωπό του είναι δύσκολο να φανεί από τα πολύ μακριά του γένια και από τα μεγάλα απεριποίητα μαλλιά του. Περπατάει πάνω στο χώμα και σχεδόν σέρνει το βήμα του, ενώ το ένα από τα τελείως φθαρμένα άρβυλα που φοράει, αφήνει να φανούν τα δάχτυλα του ποδιού του… Στον ώμο του κουβαλάει και ένα όπλο. Πολεμικό. Του είναι όμως πολύ βαρύ για το κοκκαλιάρικο σώμα του αλλά δεν το πετάει για να αλαφρωθεί! Ο άνθρωπος ψάχνει. Κάτι γυρεύει αλλά από ποιον να το ζητήσει. Τίποτα δεν κινείται γύρω του. Όλοι είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Μονάχα ένας σκύλος είναι ζωντανή ψυχή κοντά του και τον παίρνει «καταπόδι», έτοιμος να του χιμήξει που τον βλέπει έτσι ξένο στο χωριό. Το άτομο όμως κάθε τόσο γυρίζει πίσω και με τα χέρια του τον φοβερίζει. Στο τέλος ο σκύλος τον παρατάει και «μισοτρέχοντας» χάνεται σε κάποιο στενό. Τι να πάρεις, από κάποιον που δεν έχει. Τζάμπα ο κόπος! Περιπλανώμενος ο άγνωστος, μέσα στην κούραση και την αγωνία που φαίνεται να περνάει, βλέπει μπροστά του ένα σπίτι που του κάνει μεγάλη εντύπωση. Είναι καινούργιο και απάνω του έχει πολλά λουλούδια. Παντού λουλούδια! Λουλούδια στον εξώστη, στα περβάζια των παραθύρων, έξω στην πόρτα, στην αυλή ακόμα και γύρω από τις αστρέχες του και μέσα στον κήπο του. Όλα λουλούδια ανθισμένα, τώρα την Άνοιξη. Πασχαλιές, ζουμπούλια, κρίνα και κατακόκκινες παπαρούνες Αν βάλεις και τα ανθισμένα δένδρα γύρω, ο τόπος μοιάζει παραδεισένιος. Εδώ, ένα χαρούμενο καλωσόρισμα της εποχής και της «Λαμπρής» με τις πρώτες γλυκές αχτίνες του ήλιου! Και στη μέση της αυλής του σπιτιού, ένα πηγάδι. Απάνω του είναι μόνιμα τραβηγμένος ο κουβάς, γεμάτος με καθάριο νερό που αστράφτει στον ήλιο και γίνεται «καμβάς» για να ζωγραφιστεί μέσα του ένα μέρος από τον γαλάζιο ουρανό. Σε αυτόν τον «χρυσό» κουβά πέφτει και μένει για λίγο σταθερά το μάτι του ανθρώπου. Είναι σίγουρο πως διψάει. Γι αυτό και χωρίς μεγάλη σκέψη, σαν «σίφουνας» παραβιάζει τη συρμάτινη πόρτα της αυλής και τρέχει προς το πηγάδι. Πιάνει τον κουβά και για να ξεδιψάσει, είναι έτοιμος να βάλει ακόμα και το κεφάλι του μέσα και να πιει το νερό του Δεν προλαβαίνει όμως! Μια ριπή από σφαίρες περνάνε «ξυστά» από δίπλα του, και ο κουβάς του φεύγει από τα χέρια. Το άτομο σωριάζεται κάτω και η μέχρι τότε ηρεμία της ατμόσφαιρας ταράζεται. Ενώ οι άνθρωποι της γειτονιάς από το φόβο τους, μπαίνουν ακόμα πιο βαθιά μέσα στα σπίτια τους! Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τους ιδιοκτήτες αυτού του «όμορφου» στην όψη σπιτιού. Ο ένας από αυτούς, μια γυναίκα, όταν ακούει τον κρότο από το όπλο, βγαίνει έξω στην πόρτα της. Κοιτάζει στην αυλή και βλέπει έκπληκτη έναν άνθρωπο πεσμένο δίπλα στο πηγάδι, να προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από τις χτισμένες πέτρες πάνω στο στόμα του. Αψηφώντας καινούργιες ριπές, έξαλλη τρέχει κοντά του και τον σηκώνει. Του φωνάζει αν είναι τραυματισμένος και αν πονάει..! Από πίσω την ακολουθεί ένας άντρας. Είναι ο άντρας της. Σακάτης αυτός με το ένα του το πόδι κομμένο και με ένα αυτοσχέδιο ξύλο, φτιαγμένο για «πατερίτσα» έτσι ώστε να στηρίζεται και να περπατάει. Και τότε ακριβώς, πάνω από ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο που σταματάει απότομα μπροστά στο δρόμο και αφήνει πίσω του ένα «ντουμάνι» από σκόνη, ακούγεται μια δυνατή φωνή με ακαταλαβίστικα λόγια. Ήταν η ψυχρή φωνή από το στόμα ενός γερμανού Αξιωματικού, που μαζί με άλλους στρατιώτες, έκαναν περίπολο εκείνη την ώρα στο χωριό. Είδαν το άτομο στην αυλή με το όπλο κρεμασμένο στον ώμο του και του έριξαν. Και τώρα διατάζουν τη γυναίκα να το αφήσει και να απομακρυνθεί από κοντά του με όλες τις κάννες στραμμένες πάνω της, έτοιμες αν χρειαστεί να βγάλουν για άλλη μια φορά τη φωτιά και το μολύβι τους και να τρυπήσουν το σώμα της! Όμως εκείνη κάνει πως δεν ακούει και δεν βλέπει την απειλή «πάνω» από το κεφάλι της. Συνεχίζει να φωνάζει στον άνθρωπο αν είναι πληγωμένος και επειδή αυτό δεν της απαντάει, να ψάχνει πάνω στο σώμα του και μέσα από τα κουρέλια που φοράει, μήπως και τα βρει αιματοβαμμένα. Σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα, η περιπολία κατεβαίνει από το αυτοκίνητο και φτάνει πλέον κοντά της σε «σημείο αναπνοής» και μπροστά από τον άντρα της, που τον τραβάνε με τη βία να κάνει πίσω στον τοίχο του σπιτιού. Ακόμα, ένας από τους στρατιώτες, εκνευρισμένος γιατί η γυναίκα δεν συμμορφώθηκε και δεν απάντησε στη διαταγή που πήρε, χωρίς να περιμένει εντολή από τον ανώτερο Αξιωματικό του, βάζει την κάνη πίσω από το κεφάλι της και την ώρα που αυτή είναι σκυμμένη πάνω στο σώμα του ανθρώπου και τον περιποιείται, είναι έτοιμος να πατήσει την σκανδάλη του όπλου! Σταματάει όμως καθώς ο Αξιωματικός τον αγριοκοιτάζει και του πιάνει το όπλο. Ύστερα νευριασμένος τον σπρώχνει προς τα πίσω με τόση δύναμη, που τον ρίχνει στο έδαφος. Στο τέλος ο Αξιωματικός, αφού βάζει το δικό του πιστόλι στη θήκη με μεγάλη προσοχή μην τρομάξει τη γυναίκα, την πιάνει απαλά από τους ώμους της και τη σηκώνει. Ευγενικά της ψιθυρίζει δυο κουβέντες στη γλώσσα του και εκείνη δεν αντιστέκεται. Υπακούει και μαζί πάνε μέχρι την πόρτα του σπιτιού της. Την αφήνει και αυτή μπαίνει μέσα. Όσο για τον άνθρωπο που η ίδια πήγε να «μαζέψει» με τη ριπή, συνεχίζει να είναι εκεί στο ίδιο μέρος, βουβός και ξαπλωμένος, σχεδόν πεθαμένος, ίσως από το φόβο που πήρε αλλά και από το άγχος και την εξάντληση που είχε. Τραύματα όμως από σφαίρες δεν έφερε στο σώμα του. Μόλις η γυναίκα μπαίνει στο σπίτι και με τον άντρα της έντρομο να την ακολουθεί, ο Αξιωματικός δίνει πάλι εντολή να σηκώσουν τον άνθρωπο που ήταν πεσμένος στο χώμα. Να του πάρουν το όπλο από τον ώμο του και ύστερα με ένα αλουμινένιο κύπελλο, που βρίσκεται κρεμασμένο στο πηγάδι να βρέξουν το κεφάλι του και να του δώσουν να πιει λίγο νερό. Δεν τον κακομεταχειρίζεται, αλλά και ούτε του μιλάει. Απλά τον κοιτάζει στα μάτια. Παρατηρεί ότι το στήθος του ανεβοκατεβαίνει γρήγορα και η ανάσα του βγαίνει βαριά. Ξέρει, είναι σίγουρος πως θα πεθάνει! Δεν θα ζήσει γιατί φαίνεται να τον βαρύνουν οι πολλές κακουχίες και οι ταλαιπωρίες που πέρασε το σώμα του. Δεν έχει σημασία που η ψυχή μέσα του στέκεται «όρθια» και έχει τη σφοδρή επιθυμία να «αντιδράσει» που τον βλέπει απέναντί του. Εχθροί και οι δύο! Όμως αυτός τώρα έχασε. Έτσι είναι ο πόλεμος! Και πραγματικά ο άνθρωπος σε λίγο πεθαίνει..! Εκείνο το πρωινό της Ανάστασης, τότε στην περίοδο της «Κατοχής», σε όλο το χωριό επικρατούσε μια μοναδική «νεκρική σιγή». Άλλη τέτοια δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν. Δεν χτύπησε η καμπάνα χαρμόσυνα και ο παπάς δεν πήγε στην Εκκλησία να πει το «Χριστός ανέστη». Αλλά ούτε και οι κάτοικοι βγήκαν έξω στην πλατεία να τσουγκρίσουν τα πασχαλιάτικα αυγά τους! Τα αεροπλάνα που πέρασαν πολύ πριν την αυγή και μούγκριζαν σαν θεριά πάνω από τα κεφάλια τους στον καταγάλανο ουρανό, έσπειραν το φόβο στις καρδιές τους και τους έκλεισαν στα σπίτια. «Τάχατες» έτσι θα είχαν μεγαλύτερη προστασία! Ωστόσο το σπίτι που αναφερόμαστε, είναι όπως είπαμε ανοιχτό και κανένας σε αυτό δεν φοβάται. Η περίπολος τώρα μέσα στην αυλή του, παίρνει τις τελευταίες εντολές από τον Αξιωματικό-διοικητή και είναι έτοιμη να ανέβει στο αυτοκίνητο και να αναχωρήσει. Τους σταματάει όμως ο θόρυβος από την πόρτα του σπιτιού που ανοίγει με τη γυναίκα να ξαναβγαίνει. Όλοι τη βλέπουν να βαδίζει αργά με το κεφάλι της ψηλά σαν να πηγαίνει να γίνει νύφη και με ένα γλυκό- πικρό, δύσκολο να το προσδιορίσεις, μειδίαμα στα χείλη. Στο στήθος της κρατάει ένα μπουκέτο με λουλούδια. Μια αγκαλιά από πολύχρωμα λουλούδια της Άνοιξης, κομμένα από τις γλάστρες, που τις είχε φυτεμένες πάνω στο μπαλκόνι της. Φτάνει κοντά στους στρατιώτες και ένα, ένα τους τα μοιράζει. Ψάχνει και τα όπλα τους, που τα έχουν κρεμασμένο στον ώμο και βάζει άλλο ένα στην κάνη τους. Όσα απομένουν στα χέρια της, τα πιο πολλά, πιάνει και τα δίνει στον Αξιωματικό. Μετά γυρίζει την πλάτη της για να φύγει και να μπει ξανά στο σπίτι. Αλλά στα μισά της διαδρομής σταματάει και γυρίζει το κεφάλι της προς το πηγάδι που βρίσκεται ο νεκρός. Λυπάται! Δεν κράτησε γι αυτόν να του αφήσει ένα λουλούδι! Πάνω στη μεγάλη της απελπισία, κοιτάζει τα χέρια και την αγκαλιά της. Μόλις τα βλέπει, αγαλλιάζει. Ειρωνεία της τύχης, ένα μικρό ζουμπούλι έμεινε κρεμασμένο μπροστά στο στήθος της. Από εκείνα τα άσπρα-κάτασπρα, ευλογημένα λουλούδια, που κάθε χρόνο στολίζουν και το Σώμα του Χριστού στον Επιτάφιο. Ικανοποιημένη πηγαίνει και το αφήνει πάνω στο άψυχο σώμα του άγνωστου πεθαμένου. Όλα αυτά μπροστά στα «άφωνα» μάτια της στρατιωτικής περιπολίας, που δεν είχε φύγει ακόμα, θαυμάζοντας πραγματικά την ευγένεια της ψυχής της αλλά και το θάρρος της! Στο τέλος η γυναίκα εξαφανίζεται μέσα στο σπίτι της, ενώ η περιπολία συνεχίζει το έργο της στους δρόμους του χωριού. Τον νεκρό, ενημερώνεται να τον διαβάσει και να τον θάψει ο παπάς με τους ψάλτες του..! -Ποιοι είστε, ρώταγε και ξαναρώταγε με δάκρυα στα μάτια της, η γριά η Δέσποινα τους ανθρώπους που εκείνο το ζεστό ηλιόλουστο πασχαλιάτικο πρωινό την επισκέφθηκαν στο σπίτι της. Πάλι ο νεώτερος παίρνει την πρωτοβουλία και για άλλη μια φορά με περισσότερο χαμόγελο και μειλίχιο ύφος, της απαντάει: -Ο κύριος, της λέει, είναι ο πατέρας μου και κάποτε σαν σήμερα μέσα στον πόλεμο, ήρθε εδώ στο σπίτι σας σαν «εχθρός!» Και σας θαύμασε για τον ηρωισμό σας! Τώρα έρχεται σαν «φίλος» και μάλιστα «μέρα» που έχετε, θέλει να σας ζητήσει και «συγνώμη» για τις οποιεσδήποτε υπερβολές έγιναν τότε στο σπίτι σας ! Μακάρι να μην υπήρχε ο πόλεμος… Μαζί, της λέει με το ίδιο ακριβώς ύφος, επιθυμεί να σας ανταποδώσει και τα λουλούδια που του προσφέρατε τότε εσείς..! Και πραγματικά ο πατέρας του, βγάζει από το αυτοκίνητο μια ανθοδέσμη με κάθε λογής ανοιξιάτικα λουλούδια και φιλώντας με θρησκευτική ευλάβεια το χέρι της γριάς, υποκλίνεται και της τα προσφέρει, ζητώντας ταπεινά τη συγνώμη της! Ήταν ο Αξιωματικός της περιπολίας! 28-3-2020 ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: