25.5.21

Μια δύσκολη συμβίωση: Ντόπιοι και πρόσφυγες στη μεσοπολεμική Μακεδονία (του Γιώργου Κόκκινου)


Το βιβλίο του Ραϋμόνδου Αλβανού, Σλαβόφωνοι και πρόσφυγες. Κράτος και πολιτικές ταυτότητες στη Μακεδονία του Μεσοπολέμου (Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2019) ήρθε να εμπλουτίσει μια πυκνή, όπως εξελίσσεται τις τελευταίες δεκαετίες, βιβλιογραφική παραγωγή, η οποία αφορά το μακεδονικό ζήτημα και τις απολήξεις του μετά το 1922. Ειδικότερα, διερευνά τις αντιπαλότητες και τους πολυδιάστατους μετασχηματισμούς που προκάλεσε στη Δυτική Μακεδονία μετά το 1923 η συνύπαρξη ετερογενών πληθυσμών, στο πλαίσιο της προσπάθειας του ελληνικού κράτους για την επίτευξη εθνικής ομογενοποίησης. Στους κύριους μηχανισμούς που χρησιμοποιήθηκαν από το ελληνικό κράτος (εκτός από τη σχολική εκπαίδευση, την υποχρεωτική στράτευση και τη γλωσσική καταστολή) συγκαταλέγονται, σύμφωνα με το βασικό επιχείρημα του συγγραφέα, η αγροτική μεταρρύθμιση, σε συνδυασμό με την ένταξη τόσο των γηγενών σλαβόφωνων όσο και των επήλυδων προσφύγων στα αντίπαλα πολιτικά δίκτυα του Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος των Φιλελευθέρων, αντίστοιχα. Στην περίπτωση των σλαβόφωνων, αυτό επιχειρήθηκε, όπως υποστηρίζει ο Αλβανός, μέσω της πρόσδεσής τους στο άρμα τοπικών πολιτευτών που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά τους και όχι στη βάση ιδεολογικών προσανατολισμών.

Tο βιβλίο εστιάζει σε μια, κατά τον συγγραφέα, ενδεικτική μελέτη περίπτωσης: τη διοικητική περιφέρεια της Καστοριάς και, ειδικότερα, τη σλαβόφωνη κωμόπολη της Ζαγορίτσανης/Βασιλειάδας, που υπήρξε, στο μεταίχμιο 19ου και 20ού αιώνα, κέντρο εξαρχικών και «βουλγαροφρόνων», ενώ στη διάρκεια του Μεσοπολέμου προσδέθηκε, κατά τα 3/4 περίπου του πληθυσμού της, στο Λαϊκό Κόμμα, τρέφοντας μάλιστα και εδραία φιλοβασιλικά αισθήματα. Τμήμα του πληθυσμού της Ζαγορίτσανης υπέστη σφαγή την 25η Μαρτίου 1905 από το στρατιωτικό σώμα του Τσόντου Βάρδα, μακεδονομάχου και μετέπειτα δεξιού πολιτευτή της περιοχής. Πρόκειται για ένα γεγονός που ασφαλώς αποσιωπά, τεχνηέντως, το κυρίαρχο εθνικό αφήγημα.

Το βιβλίο έχει διεπιστημονική υποστύλωση. Οι συντεταγμένες του προσδιορίζονται από την κοινωνική ιστορία και τη νέα πολιτισμική ιστορία, όπως επίσης από την πολιτική κοινωνιολογία και την πολιτική επιστήμη. Στις δύο τελευταίες ο συγγραφέας προστρέχει προκειμένου να διερευνήσει συστηματικά την εκλογική συμπεριφορά των εθνοπολιτισμικών ομάδων της Δυτικής Μακεδονίας, εκλαμβάνοντάς την ως σημαντική ένδειξη της διάπλασης των πολιτικών τους ταυτοτήτων κατά την περίοδο 1926-1936.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, οι εθνοτικές ομάδες της περιοχής διαμορφώνουν σταδιακά συλλογικούς προσανατολισμούς που ο προσδιορισμός τους είναι απόρροια στρατηγικών επιβίωσης και προσπορισμού κοινωνικο-οικονομικής ισχύος, μέσω της διεκδίκησης της κατά το δυνατόν επαρκέστερης προσαρμογής στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία. Από τη μια πλευρά, έχουμε να κάνουμε με τους γηγενείς μακεδόνες χωρικούς, ελληνόφωνους και σλαβόφωνους («ντόπιους»), που ήταν εγκατεστημένοι στον χώρο αυτό τουλάχιστον από τον 14ο και τον 15ο αιώνα, ειδικά δε με τους σλαβόφωνους, τους οποίους οι πρόσφυγες, αλλά και πολλοί κρατικοί αξιωματούχοι και υπάλληλοι στην περιοχή δεν αντιμετώπιζαν ως συνέλληνες, ενώ, παράλληλα, το ελληνικό κράτος είχε δημιουργήσει γι’ αυτούς ένα καθεστώς ιδιότυπης επιλεκτικής ενσωμάτωσης και συνεχούς επιτήρησης. Από την άλλη πλευρά, αναφερόμαστε στους νεήλυδες πρόσφυγες καλλιεργητές, οι οποίοι, παρά τις διαφορετικές περιοχές προέλευσής τους και τις τοπικιστικές τους διαφοροποιήσεις και πολιτικές έριδες, αντιμετωπίστηκαν από τους «ντόπιους», με μια αντιστροφή του στίγματος, ως ενιαία ομάδα και ως ευνοημένοι «ξένοι». Όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας, οι σλαβόφωνοι συνάρτησαν την αποδοχή της κυρίαρχης εθνικής ταυτότητας με την ιστορική συγκυρία και την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων, συγκροτώντας στη διάρκεια δύο σχεδόν δεκαετιών σαφείς και περιγεγραμμένες εκλογικές συμπεριφορές, οι οποίες καταλήγουν σε παγιωμένες πολιτικές ταυτότητες. Τα κύρια επίδικα ζητήματα που αποτέλεσαν τα αίτια της σύγκρουσης σλαβόφωνων και προσφύγων ήταν τα εξής: α) Η αγροτική μεταρρύθμιση και, συγκεκριμένα, οι δικαστικές διαμάχες για τη διανομή και κατοχή της γης με όρους ατομικής πλέον ιδιοκτησίας, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών και την αποχώρηση των μουσουλμάνων (Συνθήκη Λωζάνης), όπως και των βουλγαριζόντων σλαβομακεδόνων (Συνθήκη Νεϊγύ). Ο Αλβανός διαπιστώνει ότι, ενώ οι πρόσφυγες έλαβαν τις καλύτερες πεδινές εκτάσεις, οι αγοραπωλησίες μουσουλμανικών περιουσιών από τους γηγενείς σλαβόφωνους ήδη από το 1912 κηρύσσονταν από το ελληνικό κράτος παράνομες, επιφέροντας μεγάλη οικονομική ζημία και προκαλώντας το αίσθημα της αδικίας και της μνησικακίας. β) Η διεκδίκηση προνομιακής πρόσβασης στην κρατική εξουσία για την απόσπαση υλικών και συμβολικών πόρων και με απώτερο σκοπό την κατασκευή μιας άτυπης ιεραρχίας μεταξύ των διαφορετικής προέλευσης εθνοτικών ομάδων της Δυτικής Μακεδονίας. Μια τέτοια θεώρηση παραπέμπει στον τρόπο που οι εθνοτικές ομάδες εννοιολογούνται από τον Abner Cohen και τον Νίκο Μαραντζίδη. Όμως ο Μαραντζίδης, σε αντίθεση με τον Αλβανό, που επιμένει στη βαρύνουσα σημασία της ορθολογικής/συμφεροντολογικής επιλογής στη διαδικασία πολιτικής ταύτισης, μελετώντας την περίπτωση των τουρκόφωνων Ποντίων, εξηγεί τον ιδεολογικό τους προσανατολισμό στη διάρκεια της Κατοχής και τη μετεμφυλιακή τους στράτευση στη Δεξιά σε αναφορά κυρίως με έναν άτυπο ρεβανσισμό που τροφοδοτούνταν από την τραυματική «μνήμη» της βίας σε βάρος τους, λόγω της σύγκρουσής τους με τον ΕΛΑΣ και τον ΔΣΕ.

Πράγματι ο Αλβανός φιλοτεχνεί μια δραματική τοιχογραφία σύγκρουσης, αλλά και τακτικών κινήσεων επαναπροσδιορισμού θέσεων και διακριτικής προσαρμογής στα τεκταινόμενα του εθνικού κράτους. Πρόκειται ασφαλώς για ένα βιοπολιτικό κράτος, που αυτονόητα ως πρωταρχική του μέριμνα θέτει –μετά τον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας και την έλευση των προσφύγων– την εθνολογική, πολιτισμική και γλωσσική αφομοίωση ετερογενών πληθυσμών, την κοινωνική τους ενσωμάτωση μέσω της αγροτικής μεταρρύθμισης, την αναβάθμιση της χειμαζόμενης δημόσιας υγείας και τη δαιμονοποίηση της κομμουνιστικής ιδεολογίας, την οποία και εκλαμβάνει με όρους επικίνδυνης λοιμώδους ασθένειας, ηθικής έκπτωσης ή υπαρξιακού εχθρού.

Σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος της πρόσφατης βιβλιογραφίας, ο Αλβανός επιμένει ότι, κατά την περίοδο που μελετά, το ελληνικό κράτος, στο επίπεδο του κέντρου λήψης αποφάσεων και της ηγετικής του ελίτ, μάλιστα σε προφανή αντίθεση με πολλούς λειτουργούς του (νομάρχες, στρατιωτικούς, χωροφύλακες, εκπαιδευτικούς), οι οποίοι πίεζαν για το αντίθετο, κυρίως αναφορικά με την ποινικοποίηση της σλαβοφωνίας, επέδειξε έναντι των γηγενών μια «πολιτική ήπιου προσεταιρισμού», αν όχι «θετικών διακρίσεων». Επένδυσε οικονομικούς και συμβολικούς πόρους στην πολιτική τους πρόσδεση, την κοινωνική τους ενσωμάτωση και την εθνική τους αφομοίωση. Ο Αλβανός είναι πεπεισμένος ότι ο ρόλος του κράτους έναντι του σλαβόφωνου πληθυσμού ήταν «επεμβατικά συντονιστικός και ουσιαστικά αναδιανεμητικός» παρέχοντας ασφάλεια και «προοπτική ευημερίας» συγκριτικά μεγαλύτερες από ότι η Βουλγαρία και η Σερβία.

Ο συγγραφέας στέκεται κριτικά απέναντι στην άποψη ότι η ισχύς της εθνικιστικής ιδεολογίας και η δομική κρίση του πολιτικού συστήματος λόγω: α) του διχαστικού κλίματος, β) των αλλεπάλληλων παρεμβάσεων του στρατού, γ) του πολιτικού αυταρχισμού που βαθμιαία θεωρήθηκε αυτονόητος, αν όχι της ερωτοτροπίας σημαντικών κύκλων με τη φασιστική ιδεολογία, και δ) της σκλήρυνσης του θεσμικού αντικομμουνισμού, είχε ως αποτέλεσμα την εξ υπαρχής επιφυλακτική στάση του κράτους έναντι των σλαβόφωνων και πριν ακόμα την ανάληψη της εξουσίας από τον Ιωάννη Μεταξά. Ορθά, ωστόσο, επισημαίνεται από άλλους ερευνητές (ενδεικτικά τον Τάσο Κωστόπουλο) η αποφασιστική σημασία της επιλεκτικής εφαρμογής μέτρων όπως η στέρηση της ιθαγένειας το 1927 και κυρίως η γενικευτική προσφυγή στο Ιδιώνυμο –κατεξοχήν, βεβαίως, για τους κομμουνιστές– από το 1929. Για την πρώτη περίπτωση ας αναφερθεί ότι η στέρηση της ιθαγένειας και η απαγόρευση επαναπατρισμού των «αλλογενών» θεσπίστηκε με το προεδρικό διάταγμα της 12ης Αυγούστου 1927 και αφορούσε μειονοτικούς πληθυσμούς της ελληνικής Μακεδονίας. Συγκεκριμένα, Βλάχους που είχαν μεταναστεύσει στη Ρουμανία, αλλά και σλαβόφωνους που είχαν εγκατασταθεί στη Βόρεια Αμερική και την Αυστραλία και τους οποίους οι ελληνικές αρχές θεωρούσαν «βουλγαρόφρονες».

Η ουσιαστικότερη συμβολή του βιβλίου του Ρ. Αλβανού στην ιστορική και εθνική αυτογνωσία μας είναι η προσπάθεια να σχεδιαγραφηθεί –εμμέσως πλην σαφώς– μια πολύτιμη για το παρόν και το μέλλον συμπεριληπτική και ευρύχωρη θεώρηση της εθνικής μας ταυτότητας. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας αντίληψης της εθνικής μας ταυτότητας, η πολιτισμική διαφορά δεν εγγράφεται στο συλλογικό φαντασιακό και την εθνική ιδεολογία ως ανθρωπο-εμετικό στίγμα. Αντιθέτως η πολιτισμική διαφορά αντιμετωπίζεται ως συστατικό στοιχείο, ως ψηφίδα ενός πολύχρωμου μωσαϊκού που διαμορφώθηκε ιστορικά, ως δημιουργική δύναμη.

* Ο Γιώργος Κόκκινος είναι ιστορικός (Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Αιγαίου).

 Ραϋμόνδος Αλβανός, Σλαβόφωνοι και πρόσφυγες, Κράτος και πολιτικές ταυτότητες στη Μακεδονία του Μεσοπολέμου, Επίκεντρο, 2019

https://www.oanagnostis.gr/mia-dyskoli-symviosi-ntopioi-kai-prosfyges-sti-mesopolemiki-makedonia-toy-giorgoy-kokkinoy/?fbclid=IwAR38PN83yDVrMQT1l3UV_NdAqdnnwLC_KrJJP4j9bhRcaG78LPcKTj5MSj8

Δεν υπάρχουν σχόλια: