14.5.21

«Σιρόκος» Τάκης Γκόντης, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2017.


Η γεωγραφική θέση της χώρας μας, στο νοτιοανατολικό άκρο της Ευρώπης (που αμέτοχη περισσότερο παρά συνυπεύθυνη είναι) με τον νοτιοανατολικό της άνεμο, τον Σιρόκο, να φέρνει καραβιές τους πρόσφυγες τα τελευταία χρόνια και να μην έχει τη υποδομή αλλά ούτε και τη βούληση να τους περιθάλψει ή (ακόμη πιο πέρα) να τους ενσωματώσει στο δικό της ταλαιπωρημένο σώμα. Αυτή είναι μια σημερινή εικόνα. Το μυθιστόρημα του Τάκη Γκόντη γράφτηκε στη δεκαετία του ’90, […] τότε που τίποτα ακόμα δεν είχε συμβεί. Γι’ αυτό και προχώρησε ανυποψίαστο, όχι μόνο στο σήμερα, αλλά ακόμα πιο πέρα. Στο μετά… όπως γράφεται στο οπισθόφυλλο. Και μιλά για έναν τόπο φανταστικό (που θα μπορούσε να είναι απολύτως ρεαλιστικός) για κοινωνία μοιρασμένη στα δύο (οικονομικά και άρα κοινωνικά και πολιτικά) όπου θα συμβιώσουν οι ντόπιοι με τους πρόσφυγες. Στο νησί αυτό που δεν θα ονομάσει ο συγγραφέας, ίσως για να γίνει πιο έντονος ο συμβολικός του χαρακτήρας ως τόπος που συγκρούονται συμφέροντα, ιδεολογίες, στερεότυπες αντιλήψεις. Άλλωστε στη λογοτεχνία πολύ καλύτερα ανιχνεύεται η αλήθεια των πραγματικών καταστάσεων μέσα από τη χρήση της αλληγορίας, πολύ ευκολότερα εισχωρεί ο αναγνώστης στην ερμηνεία της αληθινής ζωής μέσα από τα εύγλωττα συχνά σύμβολα.
Πέρα όμως από την επιλογή της μείξης του φανταστικού με το ρεαλιστικό στοιχείο, αξίζει και ο τρόπος αυτής της ίδιας της γραφής, έτσι όπως απρόσκοπτα μεταπηδά από τη γλαφυρή αφήγηση στον διάλογο (ισομοιρασμένη η επιλογή) και από την πεζογραφία στα ποιητικά ίχνη που αναγνωρίζονται πίσω από τις λέξεις· και ποιητής άλλωστε ο Γκόντης ξέρει από τις εύγλωττες σιωπές του ποιητικού λόγου.
[…] Καθόμασταν με τις ώρες και ακούγαμε. Σπρώχναμε η μία την άλλη για να κάτσουμε δίπλα της, κολλούσαμε πάνω της, μας ανεχόταν που μαλώναμε. μαλώναμε για χάρη της. για να είμαστε όσο γινόταν κοντά της, φωνάζοντας: μου έπιασες τη θέση και τέτοια, ξέρεις… Έπειτα, όταν το παρακάναμε, (γιατί λίγο – λίγο το παρακάναμε), έφτανε μια μόνη αυστηρή της ματιά για να γίνουμε αρνάκια. Εμένα με έπαιρνε συχνά αγκαλιά, γιατί οι μεγάλες με σπρώχνανε. Τι ευτυχία!»
«Πόσο ήσουν;»
«Τεσσάρων… πέντε… και το όνομά μου δεν ήταν Μάρθα».
Ο Μάριος την κοίταξε με ένα έκπληκτο βλέμμα.
«Αλλά;»
«Εσμεράλδα».
«Και το… Μάρθα, πως προέκυψε;»
«Έτσι με βάφτισαν εδώ».
«Ποιοι;»
«Οι παραλήπτες…»
«Τι κρίμα!»
«Γιατί κρίμα;»
«Τίποτα…» είπε ο Μάριος «Λοιπόν;»
Η Μάρθα αναστέναξε.

Διώνη Δημητριάδου γράφει στο Fractal

Δεν υπάρχουν σχόλια: