4.5.21

Ντίνο Μπουτζάτι, Ίκαρος. Μετάφραση: Πέτρος Φούρναρης


14 Ιουνίου 1968

 

        Σήμερα έκανα εισαγωγή στην κλινική Γαλάζιο Σπίτι για να υποβληθώ σε εγχείρηση. Παρ’ όλη την υποκρισία που υπάρχει σε ανάλογες περιπτώσεις, έχω επίγνωση ότι πρόκειται για μια πολύ σοβαρή εγχείρηση, τόσο σοβαρή που προφανώς είναι αχρείαστη.

        Αν και δεν το έχω πει ποτέ σε κανέναν, η γυναίκα μου, τα παιδιά μου, οι γιατροί, διαισθάνονται αυτό που πιστεύω και προσπαθούν να με καθησυχάσουν με κάθε τρόπο. Γελούν, αστειεύονται, μιλούν για ευχάριστα και καθημερινά πράγματα, κάνουν μακροπρόθεσμα σχέδια. Στο πρόγραμμα είναι μια κρουαζιέρα, ένα ταξίδι στην Βρετάνη, ένα κυνήγι στην Στυρία. Η θεραπεία μου θα είναι εντελώς εξασφαλισμένη ώσπου να φύγω. Σε δέκα μέρες το αργότερο θα βρίσκομαι πάλι στο σπίτι, σε είκοσι θα είμαι ακόμα καλύτερα από ότι ήμουν πριν.

        Ο καθηγητής Κολτάνι, επιφανέστατος, που θα με χειρουργήσει, μου είπε: “Από τη στιγμή που μπήκατε στην κλινική, θεωρείστε υπό ανάρρωση. Η εγχείρηση, αυτή καθαυτή, δεν παρουσιάζει δυσκολίες, κάθε επιπλοκή θα αποφευχθεί εκ των προτέρων. Κατά κάποιο τρόπο, από τη στιγμή που το αποφασίσατε, δεν είναι παρά μια τυπική διαδικασία.”

        Ο καθηγητής Κολτάνι είναι πια γέρος αλλά τα ματάκια του έχουν μια απίστευτη ζωντάνια. Μου φάνηκε κουρασμένος όταν σήμερα το πρωί μπήκε στο δωμάτιο μου· κουρασμένος και ωχρός.

        Αλλά όσο περισσότερο ξεγνοιασιά και χαρά δείχνει στο πρόσωπό μου, τόσο περισσότερο πείθομαι ότι έχω δίκιο. Έχω δει πάρα πολλές τέτοιες κωμωδίες στη ζωή μου. Θα πρόσθετα: η χαρούμενη διάθεση και η ηρεμία που “χορηγούνται” στον άρρωστο την παραμονή της εγχείρησης είναι ευθέως ανάλογες με το κίνδυνο που διατρέχει. Την ώρα ακριβώς που οι γιατροί βεβαιώνουν γελώντας ότι δεν υπάρχει ο παραμικρός κίνδυνος, ακριβώς τότε είναι που πρέπει κανείς να είναι σε εγρήγορση. Παράξενο δικαστήριο είναι τούτο: συχνά η δικαστική απόφαση της απόλυτης αθώωσης προαναγγέλλει το ικρίωμα.

 

 

15 Ιουνίου 1968

 

        Δεν μου είπαν ακόμα πότε θα εγχειριστώ. Ακριβώς για να περιοριστούν στο ελάχιστο οι πιθανότητες κάποιας δυσάρεστης έκπληξης μετά την αναχώρησή μου, είναι απαραίτητες πολλές εξετάσεις και ιατρικά τσεκάπ που ίσως διαρκέσουν αρκετές μέρες· όχι πάντως περισσότερο από μια βδομάδα. Αυτό μου το είπε ο γιατρός Ρίλκα, πρώτος βοηθός του Κολτάνι, ένας άνθρωπος κοντούλης, γύρω στα σαράντα πέντε, όλο ζωντάνια, που φάνηκε να κολακεύεται όταν έμαθε ότι είμαι συγγραφέας.

        Για την ώρα μου επέτρεψε να έχω τηλεόραση. Απόψε είχε μια ζωηρή συζήτηση -ιδιαίτερα λαμπεροί ήταν ο Ρούτζερο Ορλάντο και ο καθηγητής Σίλβιο Τσεκκάτο- σχετική με τον αστεροειδή Ίκαρο, για τον οποίο οι εφημερίδες είχαν αρχίσει να μιλάνε εδώ και δυο χρόνια κι αναφέρονταν στην πιθανότητα να πέσει στη γη. Η καταστροφή είχε προβλεφθεί ότι θα γίνει το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου του 1968, δηλαδή ακριβώς αυτές τις μέρες. Τότε οι πιο έμπειροι αστρονομικοί παρατηρητές είχαν διαψεύσει το γεγονός κατηγορηματικά. Ο αστεροειδής θα πλησίαζε τη γη σε απόσταση μεγαλύτερη από εξίμισι εκατομμύρια χιλιόμετρα, πράγμα που απέκλειε οποιονδήποτε κίνδυνο· ούτε υπήρχε κάποια αιτία  για να παρεκλίνει στο ελάχιστο η προβλεπόμενη τροχιά. Η αποψινή συζήτηση, με την παρέμβαση προσωπικοτήτων με υψηλή κατάρτιση στο θέμα, είχε σκοπό να διαλύσει ευχάριστα και τις τελευταίες σκιές  αμφιβολίας και φόβου του κόσμου.

 

 

16 Ιουνίου 1968

 

        Κατά τις τέσσερεις το απόγευμα, πολύ ασυνήθιστη ώρα για τον ίδιο, με επισκέφτηκε ο γιατρός Ρίλκα. Φαινόταν αμήχανος σαν να είχε να μου ανακοινώσει κάτι δυσάρεστο. Μου έκανε μια εκτενή εισαγωγή, στην ουσία ήθελε να μου αποκαλύψει κάτι που, ωστόσο, δεν είχε καμιά σχέση με την ανάρρωσή μου εδώ.

        Τελικά το αποφάσισε. Ήθελα να του υποσχεθώ κάτι: πριν φύγω από την κλινική- εννοείται μετά την εγχείρηση,- να διάβαζα ένα βιβλιαράκι με τα ανέκδοτα ποιήματα του και  να του έλεγα την ειλικρινή μου γνώμη. Προσπαθούσε να δικαιολογηθεί, ήταν σχεδόν μια αμαρτωλή αδυναμία. Αλλά τα μάτια του έλαμπαν. Ήταν φανερό πως στη ζωή του δεν κυριαρχούσε τόσο η επιθυμία μιας ιατρικής καριέρας όσο η λογοτεχνική του φιλοδοξία.

        Τον διαβεβαίωσα αμέσως. Θα διάβαζα τα ποιήματα του με την μέγιστη προσοχή. Ενθαρρυμένος ο Ρίλκα ξεκίνησε να μου απαγγέλει ένα ποίημα που, αν θυμάμαι καλά, άρχιζε ως εξής: “Όλα μαζί τα ελάχιστα χυδαία, αν η πραγματικότητα του κόσμου μας ” Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα η αδελφή Πρενεστίνα που τον χρειαζόταν για κάποιον άλλο ασθενή. Έφυγε ευτυχής με ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων σαν να ‘θελε να πει: “Μην ανησυχείς, με την πρώτη ευκαιρία θα ξαναγυρίσω, θα το πιεις μέχρι τέλους αυτό το ποτήρι.”

 

 

17 Ιουνίου 1968

 

        Ήταν μια παράξενη μέρα. Πρωί-πρωί ξαναφάνηκε ο δόκτορας Ρίλκα, ακόμα πιο ταραγμένος από χθες. Είχε μια μεγάλη είδηση. Ήθελε, όμως, πριν μου την ανακοινώσει, να αλλάξω την υπόσχεσή μου: αντί να διαβάσω τα ποιήματα του μετά την εγχείρηση, θα έπρεπε να το κάνω πριν από αυτήν. Ίσως πίστευε ότι δεν θα έβγαινα ζωντανός από το χειρουργείο; Όχι. Ο λόγος ήταν πολύ πιο σοβαρός. Κι εδώ ο Ρίλκα έσκυψε να τον μουρμουρίσει στο αυτί μου-για τόσο σοβαρό μυστικό επρόκειτο.

        Λοιπόν, ο Ρίλκα είχε συναντήσει τον καθηγητή Νέσσεμ, διευθυντή του παρατηρητηρίου της Μεχάλα , στην Γκάνα, που ήταν αυτές τις μέρες στην πόλη μας για ένα συνέδριο. Ο Νέσσεμ του είχε αποκαλύψει ότι, σε μια μυστική συγκέντρωση που  πραγματοποιήθηκε τον προηγούμενο χρόνο στην Αγγλία, οι υπεύθυνοι των μεγαλύτερων αστρονομικών παρατηρητηρίων-ορκίστηκαν κεκλεισμένων των θυρών-, είχαν συνάψει μια συμφωνία, όσον αφορά το αστεροειδή Ίκαρο, για να αποσιωπήσουν την αλήθεια με τον ποιο κατηγορηματικό τρόπο, με σκοπό να απαλλάξουν την ανθρωπότητα από μια ανώφελη αγωνία. Ο αστεροειδής, χωρίς πιθανότητα λάθους,  θα συντριβόταν στο γήινο φλοιό τις πρώτες ώρες της 19ης Ιουνίου του 1968. Δεδομένων των διαστάσεων του- διαμέτρου πάνω από ενάμιση χιλιόμετρο- το αποτέλεσμα θα ήταν μια βιβλική καταστροφή· και δεν υπήρχε σωτηρία. Με λίγα λόγια η συντέλεια του κόσμου.

        Ομολογώ ότι η είδηση, λόγω της άσχημης ψυχική διάθεση που βρίσκομαι αυτές τις μέρες, με παρηγόρησε πολύ. Όπως και να ‘χει, εγώ θα πέθαινα. Μα το κακό, όταν πεθαίνει κανείς, είναι ότι φεύγει μόνος του. Αν φεύγουν όλοι μαζί, κι εδώ κάτω δεν μένει κανείς, δεν λέω ότι θα ‘ ναι μια γιορτή, αλλά μοιάζει λίγο. Τι να φοβηθείς αν η μοίρα είναι κοινή για όλους;

        Κι ύστερα-ίσως είναι εγωιστικό, ίσως είναι κακία, όπως θέλετε πέστε το- τι ευχαρίστηση να βλέπεις να εξαφανίζεται ξαφνικά η σκανδαλώδης υπεροψία όσων έχουν την τύχη να έχουν γεννηθεί μετά από εμάς. Και τι υπέροχο μάθημα για ορισμένους μασκαράδες που μοχθούν μέρα και νύχτα σαν τα βόδια για μια λίρα παραπάνω στο πουγκί τους, για λίγη ακόμη εξουσία, γι’ άλλο ένα χειροκρότημα, για μια γυναίκα ακόμη, για μια ακόμη ατιμία, κι έχουν ήδη σχεδιάσει τις επιτυχίες τους για πολλά χρόνια στο μέλλον. Τι  ψυχρολουσία για τόσους νεαρούληδες που θεωρούν τους εαυτούς τους απόλυτους κύριους   του κόσμου, της διανόησης, του δικαίου και του ωραίου, και θεωρούν εμάς τους γέρους αποσαθρωμένες κατσαρίδες λες κι εκείνοι θα ζουν παντοτινά, τι θαυμάσια έκπληξη: όλοι μας αποσυρόμαστε στη στιγμή  μέσα στο ίδιο μαύρο βαγόνι κάνοντας μακροβούτι στους καταρράχτες της ανυπαρξίας.

        Ακόμη κι ο Ρίλκα, οφείλω να πω, δείχνει ότι το ηθικό του στη δεδομένη περίσταση  διατηρείται υψηλό Ένα πράγμα επιθυμεί μόνο πριν τον τελικό αφανισμό: να μάθει από μένα αν αξίζουν τα ποιήματά του ή όχι. Λέει πως αν η απάντησή μου είναι θετική θα πεθάνει ευτυχισμένος.

        Και τώρα είμαι μόνος εδώ, μέσα στο γαλανό μισοσκόταδο του δωματίου μου και παρακαλώ: “Ναι, έλα ευλογημένε αστεροειδή, μην πάρεις άλλον δρόμο, πέσε πάνω μας με όλη τη θαυμαστή σου ενέργεια και κάνε κομμάτια αυτόν τον κακορίζικο πλανήτη.”

 

18 Ιουνίου 1968

 

        Σήμερα το πρωί με ξύπνησε ο ίδιος ο καθηγητής Κολτάνι κατά τις επτά: “Λοιπόν”, μου ανάγγειλε τρίβοντας τα χέρια του ικανοποιημένος. “Λοιπόν, αύριο το πρωί.”

        “Τι αύριο το πρωί;”

        “Μα, η εγχείρηση! Αυτή η επεμβασούλα, η μικρή τυπική διαδικασία…”

        “Μα, πώς; Ο δόκτορ Ρίλκα μου είπε ότι τώρα πια…”

        “Τι τώρα πια;”

        Του εξήγησα τις αποκαλύψεις του αστρονόμου Νέσσεμ. Ο Κολτάνι άρχισε να γελάει. Ήταν κι αυτός παρών στη συζήτηση που είχε ο Ρίλκα  με τον Νέσσεμ. Ούτε κατά διάνοια δεν είχε πει ο Ρίλκα κάτι παρόμοιο· αντιθέτως είχε επιβεβαιώσει τις διαψεύσεις όλων των άλλων αστρονόμων-όσων το αξίζουν πραγματικά να λέγονται έτσι. Προφανώς επρόκειτο για ένα αφελές κόλπο του Ρίλκα για να διαβάσω χωρίς καθυστέρηση τα ποιήματά του.

        Ο Κολτάνι φαινόταν να διασκεδάζει με το περιστατικό. Ύστερα έγινε απότομα σκεφτικός:

        “Εσείς, κάθε άλλο, αγαπητέ φίλε, σε μερικές μέρες θα μπορείτε να κάνετε τις βόλτες σας, έχετε μπροστά σας ποιος ξέρει πόσα χρόνια γεμάτα υγεία. Εγώ, ναι, ίσως να ήμουν ευτυχής, αν ο Ίκαρος…”

        “Εσείς, γιατί;”

        “Εγώ…Συνεχίζω να δουλεύω…Θα συνεχίζω να δουλεύω όσο αντέχω…Είναι η μόνη πιθανή διασκέδαση…Μα για λίγο…Για λίγο ακόμη, αγαπητέ μου φίλε..Έχετε μπροστά σας έναν καταδικασμένο άνθρωπο…”. Ίσιωσε το κορμί του, επιβλήθηκε στον εαυτό του, ένα  γενναίο χαμόγελο εμφανίστηκε ξανά στο πρόσωπό του. “Ε, ας μην μιλάμε για τόσο μελαγχολικά πράγματα…Πολύ περισσότερο εσείς, μείνετε ήσυχος…Οι εξετάσεις ήταν εξαιρετικές…Αύριο το πρωί, λοιπόν…”

 

19 Ιουνίου 1968

 

        Είναι δύο η ώρα, στην κλινική επικρατεί απόλυτη σιωπή. Σε πέντε ώρες θα έρθουν να με πάρουν με το φορείο για να με βάλουν στο χειρουργικό τραπέζι. Πιθανόν αυτή να είναι η τελευταία μου μέρα που θα είμαι ακέραιος και διαθέσιμος. Σε έξι ή επτά ώρες ίσως να μην υπάρχω πια ή να έχω μετατραπεί σε ένα σωματικό και ψυχικό ερείπιο, καταδικασμένος να φθαρώ πολύ γρήγορα ή, χειρότερα ακόμα, να είμαι όπως ακριβώς είμαι τώρα, αφού οι χειρουργοί θα με ανοίξουν και θα με ξανακλείσουν, γιατί δεν θα χρειαστεί καν να επέμβουν. Και ο αστεροειδής Ίκαρος δεν φάνηκε, ο αστεροειδής είναι ένας από αυτούς τους όμορφους μύθους που για μια στιγμή ξεγελούν τον άνθρωπο και μετά χάνονται αφήνοντας πίσω τους ένα γέλιο· το λατρεμένο ουράνιο σώμα ίπταται αυτή την στιγμή πάνω από αυτήν την κλινική με ιλιγγιώδη ταχύτητα και δεν ξέρει τίποτα για μένα, ούτε καν το υποπτεύεται πόσο το επιθυμώ…Εγώ κι ο καθηγητής Κολτάνι, ίσως…Ο αξιαγάπητος αστεροειδής, περνώντας από το σημείο με την ελάχιστη απόσταση από τη γη, απομακρύνεται ήδη από εμάς, βυθίζεται στην άβυσσο του σύμπαντος κι όταν θα ξαναμιλήσουν για αυτόν, ύστερα από δεκαεννιά χρόνια, εγώ θα είμαι πια σκόνη και στάχτη, στην επιτύμβια πλάκα μου το όνομά μου θα είναι πια μισοσβησμένο.

        Αλλά, αυτό το πρωί, πρέπει κάποιος να είναι βαριά άρρωστος. Πέρα από την διπλή πόρτα ακούω βιαστικά συρσίματα, γυναίκες που μιλούν επίμονα και χαμηλόφωνα. Ένα καμπανάκι ηχεί από μακριά. Έξω στο δρόμο δεν περνά ούτε ένα αυτοκίνητο.

        Παράξενο. Να είναι κάποιο επείγον περιστατικό; Το πήγαινε έλα στο διάδρομο ολοένα και μεγαλώνει. Ακούγονται ακόμα φωνές που καλούν, σαν κραυγές. Λες κι ολόκληρη η κλινική είναι στο πόδι.

        Ανοίγουν χωρίς να χτυπήσουν. Κάποιος μπαίνει. Είναι ο δόκτορ Ρίλκα, δεν φορά σακάκι, λαχανιασμένος όσο ποτέ άλλοτε. Τρέχει προς το κρεβάτι μου κρατώντας ένα πάκο από τυλιγμένα χαρτιά: “Διαβάστε,σας ικετεύω, διαβάστε τουλάχιστον δύο…Δεν μας μένουν παρά λίγα λεπτά…”

        “Είναι αλήθεια, λοιπόν;”, κι ανασηκώνομαι, κι αισθάνομαι νέος, υγιής, πολύ δυνατός. “Είναι αλήθεια, λοιπόν;”

        “Αλήθεια!”, λέει αυτός και πηγαίνει βιαστικά στο παράθυρο, ανεβάζει γρήγορα τα παντζούρια. “Μη χάνετε χρόνο, σας παρακαλώ, διαβάστε τουλάχιστον ένα!…”

        Μα έξω έχει φως. Και δεν είναι από το φεγγάρι. Στις δυο τη νύχτα ένα ασπρογάλανο εκτυφλωτικό φως, όμοιο με το φως της φλόγας οξυγόνου-ασετυλίνης. Και μια κίνηση, ένα βογκητό, ένας σαματάς που σηκώνεται σε ολόκληρη την πόλη. Μετά ένα ουρλιαχτό, δυο ουρλιαχτά, χίλια ουρλιαχτά τρόμου (ή έξαρσης;). Και μαζί με τα ουρλιαχτά μια απερίγραπτη φωνή που δεν είναι ανθρώπινη, ξεφύσημα, σφύριγμα, βουή που όλο μεγαλώνει και μεγαλώνει κι έρχεται από τον ουρανό. Κι εγώ που γελώ, ευτυχισμένος, σκορπίζοντας στο δωμάτιο, σαν τρελός, τα ποιήματα. Κι αυτός, ο δόκτορ Ρίλκα, που (ενώ του μένουν ακόμα τρία ή τέσσερα δευτερόλεπτα ζωής) τρέχει πέρα δώθε απελπισμένος, για να τα μαζέψει και διαμαρτύρεται:

        “Μα τι κάνετε, τώρα, δόκτορα;”    

Δεν υπάρχουν σχόλια: