Ο Θοδωρής Παπαϊωάννου γεννήθηκε στην πόλη Έσεν της Γερμανίας το 1966. Από πολύ μικρός μπαινοβγαίνει στα σχολεία, είτε ως μαθητής είτε ως δάσκαλος, και γράφει ιστορίες και παραμύθια. Αγαπάει τη μουσική, το θέατρο και τους περιπάτους στο δάσος. Ζει στην Έδεσσα, ανάμεσα σε ποτάμια, γέφυρες και καταρράκτες. Έχει γράψει δεκαπέντε βιβλία για παιδιά και εφήβους, δύο εκ των οποίων κυκλοφορούν και στο εξωτερικό. Το Από την αρχή (Εκδόσεις Ίκαρος, 2020) είναι το πρώτο του μυθιστόρημα για ενήλικες και μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Τι σας ώθησε να γράψετε το μυθιστόρημα Από την αρχή;
Το βασικό κίνητρο για τη συγγραφή του πρώτου μου μυθιστορήματος για ενήλικες ήταν η ανάγκη να μιλήσω για την εποχή των παιδικών μου χρόνων. Ήταν αυτό το αβάσταχτο συναίσθημα της νοσταλγίας της παιδικής ηλικίας, που νομίζω πως όλοι μας νιώθουμε καθώς η ζωή προχωράει μετά την ενηλικίωσή μας. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ξεκίνησα να καταγράφω μικρές ιστορίες που μου έρχονταν στον νου με διάφορες αφορμές. Ιστορίες που με σημάδεψαν, που τις θυμόμουν με μια γλυκιά νοσταλγία. Ύστερα από χρόνια, μια μυθοπλαστική ιδέα ένωσε τις ιστορίες αυτές και προέκυψε αυτό το μυθιστόρημα.
Από τον τίτλο μάς προδιαθέτετε ότι θα μας μεταφέρετε στο παρελθόν. Είναι καλό να θυμόμαστε τα παιδικά μας χρόνια;
Μα νομίζω πως αυτή τη γλύκα δεν μπορεί πουθενά αλλού να τη βρει ο ενήλικας. Τα παιδικά μας χρόνια είναι το καταφύγιό μας, είναι οι πρώτοι μας έρωτες, οι αληθινές φιλίες, το σχολείο μας, το πρώτο μας ποδήλατο, τα παγωτά, τα καλοκαίρια, οι λάσπες, το κολύμπι στα ποτάμια… (για όσους δεν ζούσαμε κοντά στη θάλασσα). Πάνω σ’ αυτά τα χρόνια –είτε είναι δύσκολα είτε εύκολα– χτίζουμε τις ζωές μας. Εκεί αναζητούμε ό,τι μας έκανε τους ενήλικες που είμαστε τώρα. Είναι λοιπόν καλό να τα θυμόμαστε. Είναι επίσης καλό να θυμόμαστε πώς ήταν κόσμος τότε. Και προχωρώντας στη ζωή να θέλουμε να τον κάνουμε όλο και καλύτερο.
Οι παλιές γενιές μεγάλωσαν διαφορετικά, σε μια κοινωνία που δεν είχε σχέση με την τεχνολογία. Κατά τη γνώμη σας, τι κέρδισε και τι έχασε η γενιά σας μεγαλώνοντας;
Κέρδισε την ευκολία στην επικοινωνία και στην πληροφορία. Θυμάμαι, ή μάλλον προσπαθώ να θυμηθώ, πώς στο καλό χωρίς υπολογιστές και κινητά βρισκόμασταν πάντα με τους φίλους μας και με τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Ακόμα και τα ραντεβού στα μπαρ δινόντουσαν κανονικά έχοντας μόνο ένα σταθερό τηλέφωνο, κι αυτό όχι σε όλα τα σπίτια. Πώς λοιπόν λειτουργούσε όλο αυτό, ενώ τώρα κάθε λίγο και λιγάκι χτυπάει το κινητό πριν από μια συνάντηση: «Έλα, πού είσαι;» Ίσως δεν βιαζόμασταν τόσο τα παλιότερα χρόνια. Δεν ήταν κάτι σπουδαίο αν δεν ερχόταν κάποιος σε μια συνάντηση. Μάθαινες τον λόγο την άλλη μέρα. Ήξερες πως για να μην έρθει αυτός που περίμενες, κάτι του έτυχε. Σήμερα η τεχνολογία μάς φέρνει την επικοινωνία παντού και συνέχεια. Είναι υπέροχο η γιαγιά, ο παππούς και οι γονείς να βλέπουν σε βιντεοκλήση το παιδί τους που ζει πια στο εξωτερικό. Είναι από τα κέρδη της τεχνολογίας. Κέρδισε επίσης την εύκολη πρόσβαση στην πληροφορία. Το μόνο θέμα είναι πώς να διαχειριστεί κανείς σήμερα τις πληροφορίες, γιατί πραγματικά είναι άπειρες. Tο διαδίκτυο είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο, φέρνει όλο τον κόσμο στην οθόνη σου. Αρκεί να μην πιστέψεις πως αυτός είναι ο μοναδικός κόσμος. Δεν είναι. Από την άλλη, η γενιά μας έχασε ελεύθερο χρόνο, η τεχνολογία όσο γιγαντώνεται τόσο κλέβει χρόνο από τους ανθρώπους. Τείνουμε να την υπηρετούμε εις βάρος της φυσικής μας δραστηριότητας. Πιστεύω πως, αν και παλιά όλα γίνονταν με περισσότερο κόπο, από το πλύσιμο των ρούχων μέχρι τα ταξίδια, ένιωθες μεγαλύτερη ικανοποίηση όταν κατάφερνες κάτι, γιατί η δυσκολία γεννάει πολλαπλή ευχαρίστηση. Κάτι που το πετυχαίνεις πολύ εύκολα δεν το ευχαριστιέσαι το ίδιο. Κάτι άλλο που έχασε όχι μόνο η γενιά μας μεγαλώνοντας, αλλά και οι νέες γενιές, είναι η φαντασία. Αυτό το βίωσα στο σχολείο ως δάσκαλος. Η τεχνολογία όσο εξελίσσεται συρρικνώνει τη φαντασία των παιδιών, άρα και των εν δυνάμει ενηλίκων.
Παιδιά που ζούσαν σε φτωχικά σπίτια, χωρίς θέρμανση, και στριμωγμένα σε μικρά δωμάτια. Από πού έπαιρναν τη δύναμη να ονειρεύονται;
Νομίζω πως η φτώχεια είναι πολύ καλός φίλος των ονείρων. Ονειρεύεσαι τους δρόμους που θα σε οδηγήσουν μακριά από αυτήν. Γιατί κακά τα ψέματα, κανένας δεν τη θέλει τη φτώχεια. Είναι δύσκολο πράμα. Την έζησα για τα καλά και τη θυμάμαι. Από την άλλη, η φτώχεια είναι αδερφή της αλληλεγγύης. Πιο εύκολα θα σου δώσει κάποιος το μισό από το μήλο του, παρά αυτός που έχει ένα καλάθι γεμάτο με μήλα. Γιατί ο πρώτος ξέρει πώς είναι να έχεις ένα μήλο μονάχα. Να λοιπόν από πού έπαιρναν τη δύναμη αυτά τα παιδιά.
Η τεχνολογία όσο εξελίσσεται συρρικνώνει τη φαντασία των παιδιών, άρα και των εν δυνάμει ενηλίκων.
Οι περιγραφές για το σχολείο και τους παιδικούς φίλους μάς γοήτευσαν. Όταν μεγαλώνουμε, γιατί οι παιδικοί φίλοι σκορπίζουν στους πέντε ανέμους;
Γιατί απλά μεγάλωσαν. Οι ενήλικες, χωρίς ποτέ να μπορέσουν να ξεφύγουν από τα παιδικά τους χρόνια, προσπαθούν επίμονα να ξεχάσουν τον τρόπο με τον οποίο έβλεπαν τον κόσμο, όταν ήταν παιδιά. Έτσι, συνήθως απομακρύνονται από την παρέα με την οποία τον έβλεπαν μαζί. Αναζητούν πια άλλους ενήλικες για να ενωθούν μαζί τους και μοιραία σκορπίζουν. Είναι και η έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να ταξιδέψει, να γνωρίσει, να αλλάξει. Πάντως, πιστεύω πως εκείνο το παιδικό βλέμμα με το οποίο παρατηρούσαμε τον κόσμο δεν χάθηκε ποτέ. Μπορεί να κρύφτηκε βαθιά μέσα μας, αλλά όχι, δεν χάθηκε.
Άφθονη μουσική, ντίσκο και χορός. Σε τι βοήθησαν όλα αυτά στην ενηλικίωση;
Δεν μπορώ να φανταστώ τι ενήλικες θα γινόμασταν αν δεν είχαμε τη μουσική. Η μουσική μάς πήρε από το χέρι και μας πέρασε από ηλικία σε ηλικία. Παιδική, εφηβική, ενήλικη. Και πιστέψτε με, το έκανε πολύ καλά. Μόνο άκουγες. Τα υπόλοιπα τα φανταζόσουν με ανοιχτό ραδιόφωνο ή από τα εξώφυλλα των δίσκων. Σε κάθε ηλικία άκουγες. Από λαϊκά μέχρι ξένο ροκ. Και γιατί έδεναν μεταξύ τους τόσο διαφορετικές μουσικές; Νομίζω επειδή σε κάθε στάδιο της ηλικίας, κάτι είχαν να σου πουν. Όσο για τις ντίσκο, δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω τη λαχτάρα με την οποία περιμέναμε να βάλει ο ντισκ τζόκεϊ κάποιο μπλουζ, από το «In the Air Tonight» του Phil Collins, έως το «Total Eclipse of the Heart» της Bonnie Tyler για να χορέψουμε αγκαλιά με ένα κορίτσι. Ε, κάπως έτσι δεν ενηλικιώνεται κανείς;
Παράλληλα, περιγράφετε τους παράνομους πειρατικούς σταθμούς ραδιοφώνου. Γιατί οι νέοι τούς στήριξαν και τους αγάπησαν;
Γιατί ήταν μια διέξοδος στη μουσική και στην επικοινωνία. Στην ουσία, πρώτη φορά μπορούσες να ακούσεις από το ραδιόφωνο το τραγούδι που επιθυμούσες τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Μάλιστα, έκανες και αφιέρωση στο αγαπημένο σου πρόσωπο ή σ’ έναν φίλο – και αυτό ήταν ένα πολύτιμο δώρο. Έτσι, λοιπόν, όχι μόνο άκουγες τη μουσική που επιθυμούσες με ένα τηλεφώνημα στον σταθμό, τη μοιραζόσουν κιόλας! Στην επαρχία, τουλάχιστον απ’ όσο θυμάμαι, οι ραδιοπειρατές ήταν γνωστοί και αγαπητοί σε όλους. Κανένας δεν πίστευε πως κάνουν κάτι παράνομο. Βλέπεις, είχαν δημιουργήσει τα μουσικά παράθυρα από τα οποία δραπετεύαμε. Και οι ακροατές τούς ευγνωμονούσαμε γι’ αυτό.
Πυρήνας όλων αυτών ο έρωτας και οι καλές σχέσεις μεταξύ των ηρώων σας. Πόσο σημαντικό ρόλο παίζει ο γενέθλιος τόπος στην προσωπικότητά μας;
Νομίζω πως παίζει καθοριστικό ρόλο. Ο γενέθλιος τόπος μας είναι η αφετηρία μας, εκεί έχουν λάβει χώρα τα γεγονότα, οι πρώτες μας σχέσεις, και γενικά όλα αυτά που στα πρώτα χρόνια της ζωής μάς καθορίζουν ως προσωπικότητες. Γι’ αυτό νομίζω πως όλοι κάποια στιγμή της ζωής μας αναζητούμε τον γενέθλιο τόπο μας. Πολλοί άνθρωποι που τον έχουν εγκαταλείψει για διάφορους λόγους, επιστρέφουν εκεί για να ζήσουν τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής τους. Αυτό δείχνει νομίζω τους άρρηκτους δεσμούς με τον τόπο του καθενός μας.
«Άφησα τον κινηματογράφο. Η διαφυγή στο όνειρο μέσα από τις εικόνες των ταινιών…» Είναι αλήθεια ότι τα όνειρα των νέων τα βοηθούσε να πλαστούν και η οθόνη του κινηματογράφου;
Ναι, είναι αλήθεια. Η οθόνη του κινηματογράφου ήταν η μαγική πύλη των ονείρων μας. Εκεί βρίσκαμε ήρωες που θέλαμε να τους μοιάσουμε, τόπους που θέλαμε να τους επισκεφτούμε, δουλειές που θέλαμε να κάνουμε όταν θα μεγαλώναμε. Κι όλα αυτά φαίνονταν τόσο ιδανικά μέσα από την τέχνη του κινηματογράφου, που μας βοηθούσαν να πλάσουμε τα όνειρά μας. Ποιος νέος δεν ταυτίστηκε με έναν ήρωα του σινεμά; Ποιος δεν ονειρεύτηκε να είναι στη θέση του; Ο κινηματογράφος νομίζω πως ήταν ο μεγαλύτερος ονειροπλάστης της εποχής εκείνης.
Νομίζω πως η φτώχεια είναι πολύ καλός φίλος των ονείρων. Ονειρεύεσαι τους δρόμους που θα σε οδηγήσουν μακριά από αυτήν.
Και έπειτα από μερικές δεκαετίες, οι παλιοί φίλοι συναντιούνται. Μπορεί να συμβεί το ίδιο και στην πραγματικότητα;
Χμ… είναι πολύ δύσκολο, αλλά νομίζω πως ναι. Βέβαια δεν εννοώ αυτά τα «reunion» που γίνονται κάποια χρόνια μετά το λύκειο –με τα οποία δεν έχω κάποιο πρόβλημα, έχω πάρει μέρος σε κάποια–, αλλά μια πιο ουσιαστική συνάντηση. Μια συνάντηση της παρέας των λίγων παιδιών που επέλεξαν να είναι μαζί, που ερωτεύτηκαν, που μοιράστηκαν, που πίστευαν πως ποτέ δεν θα χωρίσουν και που σκόρπισαν τελικά και χάθηκαν ο καθένας στη δική του ζωή. Πιστεύω, λοιπόν, πως έχει να κάνει με το πόσο δυνατές ήταν αυτές οι σχέσεις. Γιατί αληθινές ήταν. Τα παιδιά φτιάχνουν μόνο αληθινές σχέσεις. Γι’ αυτό λοιπόν ναι, είναι δύσκολο να συμβεί στην πραγματικότητα, αλλά πολύ πιθανό και για μένα και επιθυμητό.
Οι κοινοί δεσμοί έχουν ακόμη τέτοια συναισθηματική δύναμη;
Θέλω να πιστεύω πως ναι, την έχουν αυτή τη δύναμη. Πιστεύω στους ανθρώπους, πιστεύω πως το συναίσθημα έχει μεγαλύτερη δύναμη από τη λογική. Οπότε ναι, ένα συναίσθημα μπορεί να μας οδηγήσει οπουδήποτε. Είναι αυτό που λέει και το τραγούδι: «Θα πάω, κι ας μου βγει και σε κακό». Ό,τι πολυτιμότερο έχουμε κάνει στη ζωή μας κατά τη γνώμη μου είναι οι ανθρώπινες σχέσεις.
Διαβάζοντας το βιβλίο σας, γέλασα και συγκινήθηκα. Με κερδίσατε ως αναγνώστη. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που κάνει τον αναγνώστη να διαβάζει απνευστί ένα βιβλίο;
Αν γελάσατε και συγκινηθήκατε (και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό), μάλλον κάπου μέσα στο βιβλίο ανακαλύψατε ένα κομμάτι του εαυτού σας. Αυτό είναι νομίζω που κάνει ένα βιβλίο να διαβάζεται απνευστί, με ευχαρίστηση. Το να βρει ο αναγνώστης κάτι από τον ίδιο μέσα σε ένα βιβλίο. Κι αυτό το πετυχαίνει ένας συγγραφέας αν γράψει την αλήθεια του, χωρίς να θέλει να χαϊδέψει κανενός αυτιά και μάτια.
Πέρα από συγγραφέας, είστε εκπαιδευτικός. Διαβάζουν οι συνάδελφοί σας βιβλία;
Δεν ξέρω αν μπορώ να απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση. Κρίνοντας πάντως από τις βιβλιοπαρουσιάσεις όπου έχω παρευρεθεί –κυρίως εδώ στην επαρχία όπου ζω και γνωρίζω τους ανθρώπους, αλλά και τα σχολεία όπου υπηρέτησα– δεν μπορώ να δηλώσω ενθουσιασμένος. Το βιβλίο δυστυχώς δεν είναι πρώτη προτεραιότητα όχι μόνο για τους εκπαιδευτικούς, αλλά γενικά για όλους. Νομίζω πως ζούμε σε μια χώρα που δεν διαβάζει πολύ, όσο τουλάχιστον θα επιθυμούσα.
Ποιο βιβλίο διαβάσατε τελευταία και σας έκανε εντύπωση;
Επιτρέψτε μου να πω πως είμαι λίγο «δύσκολος» αναγνώστης. Διαβάζω αρκετά βιβλία, με συνεπαίρνουν όμως λίγα. Έτσι θα σας πω πως το βιβλίο που μου έκανε εντύπωση τελευταία ήταν το Ένας έρωτας της Sara Mesa [μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, Εκδόσεις Ίκαρος].
Από την αρχή
Θοδωρής Παπαϊωάννου
Ίκαρος
312 σελ.
ISBN 978-960-572-368-2
Τιμή €15,00
https://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/16110-thodoris-papaioannou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου