21.5.21

Νίκος Γκάτσος, «Φύσα αεράκι φύσα με, μη χαμηλώνεις ίσαμε», εκδ. Ίκαρος, 1992


Τραγούδια, στιχουργήματα, ποιήματα του Νίκου Γκάτσου. Το βιβλίο αυτό δεν κυκλοφόρησε νωρίτερα, γιατί ο Νίκος Γκάτσος ήθελε να συμπεριλάβει τον «Μανιάτικο Εσπερινό», που τον απασχολούσε χρόνια. Δημοσιεύουμε αποσπάσματα από αυτό το μοιρολόι, μικρό δείγμα του μεγάλου και πολυμερούς έργου που είχε στον νου του. Η επιλογή των τραγουδιών έγινε από τον ίδιο τον ποιητή. Στη δημοσίευσή τους σεβαστήκαμε τις ιδιομορφίες της ορθογραφίας και της στίξης του. 

Τα πρωτοδημοσιευόμενα έργα, που δεν έχουν ως τώρα μελοποιηθεί, ανήκουν σε κύκλους τραγουδιών συγκεκριμένων συνθετών. [ΙΚΑΡΟΣ] «Αγγέλου γιασεμιά σκόρπισες μέσα στη βρωμιά/ Του Γιώργου Π. Σαββίδη, εφ. Τα Νέα 19/8/1991 Συχνά συμβαίνει άγνωστοί μου να με παραγνωρίζουν-δηλαδή με μπερδεύουν με κάποιον άλλο, συνήθως διάσημον, που έτυχε να τον έχουν μισοεϊδεί στην τηλεόραση ή δεν ξέρω που αλλού, και με τον οποίο κατά κανόνα δεν μοιάζουμε διόλου. Η πιο εξωφρενική τέτοια παραγνώριση, μου έλαχε όταν, ως οιονεί λαθρεπισκέπτης του εξωτικού κτήματος του τραπεζίτη Δαβίδ Ροκφέλερ, άλλοι λαθρεπισκέπτες με πέρασαν για το «αφεντικό» (ίσως επειδή ήμουν ο πιο παχύς της παρέας που φορούσα πλατύγυρο λευκό καπέλο). Και η πιο κολακευτική, όταν, άλλοτε, κάποια νέα υπάλληλος της ΕΜΙ με ρώτησε αν είμαι ο Κύριος Γκάτσος. Κολακευτική, για διάφορους λόγους, από τους οποίους οι κυριότεροι είναι πρώτον, διότι ο Νίκος Γκάτσος ήταν ο γοητευτικότερος άνδρας που είχα δει στην ζωή μου, και δεύτερον, διότι, από όσους ποιητές αξιώθηκα να γνωρίσω προσωπικά, είναι ο μόνος τον οποίο θαυμάζω ανεπιφύλακτα-για τον διάφωτο νου του, την αρρενωπή μαστοριά του, μα και την σεμνή του τόλμη. Και τώρα που η Ακαδημία των Καλών Τεχνών της Βαρκελώνης τον εξέλεξε αντεπιστέλλον μέλος (μόνον Έλληνα λογοτέχνη μετά τον Χρηστομάνο) έχω πρόσθετο λόγο να καμαρώνω. Το ότι μέχρι σήμερα δεν ασχολήθηκα δημόσια με το έργο του, δεν σημαίνει πολλά. Το ίδιο θα μπορούσε κανείς να μου καταλογίσει για τον δαιμόνιο Καββαδία. Πάντως, ο Μάνος Ελευθερίου θυμάται πως έχω γράψει ότι, στην συνείδηση μερικών από εμάς, ο Νίκος Γκάτσος κατέχει θέση ανάλογη με εκείνην που είχε ο Σολωμός στην υπόληψη όσων τον συναναστράφηκαν στην Κέρκυρα. Και σε τούτη την περίπτωση, το δημοσιευμένο ποιητικό έργο του είναι φαινομενικά μόνον ισχνό: ήτοι όλοι θυμούνται την ακατάλυτη «Αμοργό» και ίσως δύο-τρία άλλα μικρότερα ποιήματά του, και βέβαια τις δραματικές και λυρικές του μεταμοσχεύσεις του Λόρκα-αλλά σχεδόν όλοι ζορίζονται να παραδεχτούν ως ισότιμο τον όγκο των πονεμένων, πονετικών τραγουδιών του. Ωστόσο σε αυτά, πιστεύω βρίσκεται η πιο πρωτότυπη και κρισιμότερη συμβολή του Γκάτσου στην ανανέωση του ποιητικού μας λόγου. Το θέμα της έντεχνης στιχουργικής παράδοσης του νεοελληνικού τραγουδιού ακόμη περιμένει τον άξιο μελετητή του. Αυτόν, δηλαδή, που θα είναι σε θέση να διακρίνει και να μας προβάλλει, χωρίς αξιολογικές ή εθνικιστικές προκαταλήψεις, την εισφορά δημοτικών, εκκλησιαστικών, δυτικών και ανατολικών, λαϊκών και λογίων στοιχείων, ήδη από τα χρόνια του «Βυζαντινού κυκεώνος». Προς την κατεύθυνση αυτήν, νεοελληνιστές μουσικολόγοι-όπως ο αείμνηστος Σαμουήλ Μπω-Μποβύ και ο Φοίβος Ανωγειανάκης-φάνηκαν, θαρρώ, πολύ πιο προχωρημένοι από εμάς τους φιλολόγους. Δίπλα στους πρώτους, μετά τον απέραντο Καισάριο Δαπόντε, δεν θα δίσταζα να τοποθετήσω τον μετρημένο Νίκο Γκάτσο. Εδώ, η δικαιοσύνη απαιτεί να μνημονευθεί και ο κυριότερος μουσικός συνεργάτης (και ουσιαστικός μαθητής) του Γκάτσου, ο Μάνος Χατζιδάκις. Τέτοιες ευτυχισμένες συνεργασίες, στον αιώνα μας, είναι σπανιότατες. Σε παλαιότερα χρόνια, και όχι μόνο στην Ελλάδα, ο κανόνας ήθελε τον συνθέτη και τον ποιητή ένα και το αυτό πρόσωπο, εξού και η λέξη «τραγούδι» έφτασε να σημαίνει το κάθε λυρικό ποίημα. Λυρικό-τουτέστιν στίχος τραγουδιστός συνοδευόμενος από λύρα ή (γιατί όχι;) κιθάρα π.χ. όπως στην περίπτωση του Λόρκα και του νεαρού Μπρεχτ, ή ακόμα του Μπρασάνς είτε του τρομπετίστα Μπορίς Βιάν. Από αυτήν την σκοπιά, ο Αττίκ ήταν ο γνησιότερος πρόγονος του Σαββόπουλου. Μα, στις μέρες μας, η βιομηχανοποίηση του τραγουδιού τείνει ολοένα και περισσότερο προς φτηνά υποκατάστατα. Και εδώ είναι ο κόμπος-που συνήθως δεν λύνεται, μα κόβεται άτσαλα από αρπακτικούς συνθέτες, προικισμένους μεν, ανίκανους δε να διαβάσουν σωστά έστω και ένα εσκεμμένο απλό ποίημα, που καταργεί το τεχνητό φράγμα ανάμεσα σε κοινούς ακροατές και τάχα μυημένους αναγνώστες. Ωστόσο αλήθεια ξεκίνησα τούτη την επιφυλλίδα με την πρόθεση να καταθέσω ένα εγκάρδιο φόρο τιμής στο Νίκο Γκάτσο. Κλείνω, λοιπόν, με την ευχή να ιδούμε θησαυρισμένα σε τόμο όσα τραγούδια του ο ίδιος κρίνει πως δικαιώνουν την σαραντάχρονη αφοσίωσή του στην «ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος», την οποία ευαγγελίζονταν ο άλλος μείζων λυρικός συμπατριώτης του, ο Κ. Γ. Καρυωτάκης. 

http://www.poiein.gr/2021/04/17/%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82-%CE%B3%CE%BA%CE%AC%CF%84%CF%83%CE%BF%CF%82-%CF%86%CF%8D%CF%83%CE%B1-%CE%B1%CE%B5%CF%81%CE%AC%CE%BA%CE%B9-%CF%86%CF%8D%CF%83%CE%B1-%CE%BC%CE%B5-%CE%BC%CE%B7/?fbclid=IwAR1LSASpLIzdP4-I7z7LqhQx1Ln8KByMReu2hT_voAKmrfrev_uMbe0oi9k 

Δεν υπάρχουν σχόλια: