Επιμέλεια: Παρή Σπίνου
Προδημοσίευση: «ΑΤΛΑΣ» του Χόρχε Λούις Μπόρχες
Τον Μάιο του 1984 επισκέφτηκε για δεύτερη φορά την Ελλάδα ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, πήγε στην Κρήτη για να αναγορευτεί διδάκτωρ στη Φιλοσοφική Σχολή του Ρεθύμνου. «Πέρασα τη ζωή μου διαβάζοντας και, αλίμονο, γράφοντας ποίηση. Κι όλη η ποίηση έρχεται, όπως ξέρουμε τουλάχιστον εμείς στη Δύση, από την Ελλάδα. Η Ελλάδα μάς έδωσε επίσης τη φιλοσοφία. Και τώρα μπορείτε να διαλέξετε. Μπορείτε να με θεωρήσετε έναν Ελληνα εξόριστο στη Νότια Αμερική που επιστρέφει στην πατρίδα του ή να πείτε ότι ήμουν πάντα στην Ελλάδα – εννοώ πνευματικά, όχι σωματικά» είχε πει
τότε. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο κορυφαίος συγγραφέας της Αργεντινής έκανε ταξίδια σε πολλά μέρη του κόσμου, μαζί με τη σύντροφό του Μαρία Κοδάμα, «από τα οποία προέκυψαν πολλά κείμενα και πλούσιο φωτογραφικό υλικό» έχει σημειώσει ο ίδιος στον πρόλογο του βιβλίου «Ατλας», που τη Δευτέρα θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Δημήτρη Καλοκύρη και Αχιλλέα Κυριακίδη. «Δεν πρόκειται για μια σειρά κειμένων που τα εικονογραφούν φωτογραφίες ή για μια σειρά φωτογραφίες που επεξηγούνται από λεζάντες. Κάθε τίτλος καλύπτει μια ενότητα που αποτελείται από εικόνες και λέξεις. Η ανακάλυψη του αγνώστου δεν είναι ειδικότητα μονάχα του Σεβάχ, του Ερρίκου του Ερυθρού ή του Κοπέρνικου. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει κάνει μια ανακάλυψη. Αρχίζει ανακαλύπτοντας το πικρό, το αλμυρό, το κοίλο, το λείο, το τραχύ, τα επτά χρώματα του ουράνιου τόξου και τα είκοσι τόσα γράμματα του αλφαβήτου· ύστερα συνεχίζει με τα πρόσωπα, τους χάρτες, τα ζώα και τα άστρα· καταλήγει στην αμφιβολία ή στην πίστη και στη σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα της άγνοιάς του». Αν και τυφλός, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899-1986) «έβλεπε» με όλες τις αισθήσεις του. Ας πάρουμε μια μικρή γεύση από την ελληνική εμπειρία του.ΑΘΗΝΑ
Το πρώτο πρωί της πρώτης μου μέρας στην Αθήνα, μου δόθηκε το εξής όνειρο. Μπροστά μου, σ’ ένα μεγάλο ράφι, υπήρχαν μια σειρά τόμοι. Ηταν οι τόμοι της Βρετανικής Εγκυκλοπαίδειας, ενός απ’ τους χαμένους μου παραδείσους. Τράβηξα έναν τόμο στην τύχη. Εψαξα το όνομα Κόουλριτζ· το άρθρο είχε τέλος, αλλά δεν είχε αρχή. Κατόπιν έψαξα το λήμμα Κρήτη· κι αυτό τέλειωνε χωρίς ν’ αρχίζει. Υστερα έψαξα το λήμμα σκάκι. Εκείνη τη στιγμή, το όνειρο άλλαξε. Στην υπερυψωμένη σκηνή ενός αμφιθεάτρου, γεμάτου πρόσωπα προσηλωμένα, έπαιζα σκάκι με τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα ο Ψευδοαρταξέρξης που του ’χαν κόψει τ’ αυτιά και τον βρήκε, καθώς κοιμόταν, μία από τις πολλές γυναίκες του, του χάιδεψε το κεφάλι πολύ απαλά, για να μην τον ξυπνήσει, και μετά εκείνη σκοτώθηκε. Κούνησα ένα πιόνι· ο αντίπαλός μου δεν κουνούσε κανένα, αλλά με μια μαγική κίνηση εξαφάνισε ένα δικό μου. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές. Ξύπνησα και είπα: «Είμαι στην Ελλάδα, απ’ όπου άρχισαν όλα, αν όντως τα πράγματα, αντίθετα από τα λήμματα της εγκυκλοπαίδειας του ονείρου, από κάπου αρχίζουν».
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ
Υποψιάζομαι πως δεν υπήρχε θεός της θάλασσας, ούτε θεός του ήλιου· και οι δύο έννοιες είναι ξένες στους πρωτόγονους. Υπήρχε η θάλασσα και υπήρχε ο Ποσειδώνας, ο οποίος ήταν επίσης η θάλασσα. Πολύ αργότερα ήρθαν οι θεογονίες και ο Ομηρος που, σύμφωνα με τον Σάμιουελ Μπάτλερ, συνύφανε μεταγενέστερους μύθους στα κωμικά ιντερμέδια της Ιλιάδας. Ο χρόνος και οι συγκρούσεις του παρέσυραν την παρουσία του θεού, έμεινε όμως η θάλασσα, το άλλο του ομοίωμα. Η αδελφή μου συνηθίζει να λέει ότι τα παιδιά προηγούνται του χριστιανισμού. Αν εξαιρέσει κανείς τους τρούλους και τις εικόνες, το ίδιο ισχύει και για τους Ελληνες. Η θρησκεία ήταν, άλλωστε, λιγότερο πειθαρχία και περισσότερο ένα σύμπλεγμα ονείρων όπου οι θεότητες έχουν λιγότερες δυνάμεις από τις Κήρες. Ο ναός χρονολογείται τον πέμπτο αιώνα πριν από την εποχή μας, δηλαδή από τότε που οι φιλόσοφοι αμφισβήτησαν τα πάντα. Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να μην είναι μυστηριώδες, μα το μυστήριο αυτό είναι σε ορισμένα πράγματα περισσότερο έκδηλο απ’ ό,τι σε άλλα: στη θάλασσα, στο κίτρινο χρώμα, στα μάτια των γερόντων και στη μουσική.
EΠΙΔΑΥΡΟΣ
Οπως κάποιος που βλέπει από μακριά μια μάχη, όπως κάποιος που μυρίζεται τον αλμυρό αέρα, ακούει τη βουή των κυμάτων και προαισθάνεται τη θάλασσα, όπως κάποιος που μπαίνει σε μια χώρα ή σ’ ένα βιβλίο, έτσι προχτές μου δόθηκε η ευκαιρία να παραβρεθώ σε μια παράσταση του Προμηθέα Δεσμώτη στο μέγα θέατρο της Επιδαύρου. Αγνοώ τα ελληνικά τόσο απόλυτα όσο κι ο Σαίξπηρ, εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις αρκετών λέξεων οι οποίες αναφέρονται σε όργανα ή σε επιστημονικούς κλάδους που, όμως, αγνοούσαν οι Ελληνες. Στην αρχή προσπάθησα να θυμηθώ ισπανικές μεταφορές της τραγωδίας που είχα διαβάσει πριν από μισό τουλάχιστον αιώνα. Επειτα σκέφτηκα τον Ουγκό και τον Σέλλεϋ, καθώς και κάποια ξυλογραφία με τον Τιτάνα καρφωμένο στο βουνό. Μετά προσπάθησα να ξεχωρίσω τη μία ή την άλλη λέξη. Συλλογιζόμουνα τον μύθο που ήδη είναι μέρος της συλλογικής ανθρώπινης μνήμης. Χωρίς να έχω τέτοια πρόθεση και χωρίς να το περιμένω, με συνεπήραν οι δύο μουσικές, των οργάνων και των λέξεων, που το νόημά τους μου ήταν απαγορευμένο, όχι όμως και το αρχαίο τους πάθος. Πέρα από τους στίχους, που οι ηθοποιοί, πιστεύω, δεν απάγγελναν απλώς, και πέρα απ’ τον περίφημο μύθο, αυτό το υπόγειο ποτάμι, στα βάθη της νύχτας, ήταν δικό μου.
https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/290439_eimai-stin-ellada-ap-opoy-arhisan-ola
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου