Αριστοτέλης Σαΐνης
Απαιτητικό μυθιστόρημα ενός καββαλιστή συγγραφέα που δεν σταμάτησε ποτέ να ανακατεύει τα γράμματα της αλφαβήτου· εξαιρετικά μεταφρασμένο και επαρκώς υπομνηματισμένο από τον σεσημασμένο μεταφραστή Αχιλλέα Κυριακίδη, εμπνευσμένα επιμετρισμένο από τη συνήθη ύποπτη και, μεταξύ άλλων, εξαιρετική περεκολόγο Λίζυ Τσιριμώκου. Ο Ζορζ Περέκ (1936-1982) ισχυριζόταν ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορεί να συμπεριληφθεί σε μια θαυμαστή λίστα. Ισχύει κατ' αρχάς για τα βιβλία του. Το Ενας άνθρωπος που κοιμάται (1967) βρίσκεται στην αρχή μας ξέφρενης πορείας, ακριβώς πριν από την εμπλοκή του στο πειραματικό πρόγραμμα του OuLiPo. Εχει προηγηθεί η πρωτοφανής επιτυχία με Τα πράγματα-Μια ιστορία της δεκαετίας του ’60 (1965) και ακολούθησε το Ποιο παπάκι με νικέλινο τιμόνι στο προαύλιο; (1966). Από το «κοινωνιολογικό» πρώτο του
μυθιστόρημα για την κατανάλωση και τη διαφήμιση ή τη διακωμώδηση της στρατιωτικής εμπειρίας στη δεύτερη εμφάνιση ώς «την εξονυχιστική, σχεδόν κλινική περιγραφή της εσωστρέφειας» το άλμα είναι μεγάλο. Τα πάντα μπαίνουν «εντός παρενθέσεως» και «ο Περέκ αλλάζει πίστα», διαβάζουμε στο Επίμετρο, υπογράφοντας ένα μυθιστόρημα που αποπειράται να «χαρτογραφήσει το κενό». Στην αφετηρία μια αυτοβιογραφική αφορμή, η καταθλιπτική κρίση του 1956 που τον οδήγησε στην ψυχανάλυση, στην επιφάνεια του κειμένου μια ιστορία νεανικής κατάθλιψης που φτάνει στα όρια της αυτοεξαφάνισης. Ολα ριγμένα στο δεύτερο πρόσωπο του ενικού (ακολουθώντας το παράδειγμα του Μπιτόρ), παίζοντας με την αμφισημία η αφηγηματική φωνή να αναφέρεται στον ήρωα της ιστορίας, σε κάποιον αποδέκτη αλλά και στον εαυτό ως ήρωα της ιστορίας (θυμίζω, εις τα καθ’ ημάς, την Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου του Μισέλ Φάις), αμφισημία που την εντείνει το ονειρικό περικείμενο, αλλά και την επιτείνει η κινηματογραφική εκδοχή (1974), αναθέτοντας το voice-over σε γυναικεία φωνή! Οπως και να ’χει, μια επικλινής κλειστοφοβική σοφίτα της οδού Σεντ-Ονορέ μεταμορφώνεται αίφνης σε κέντρο του κόσμου και ο νεαρός αργόσχολος σπουδαστής ένοικός της, περνώντας την καθημερινότητά του σε μια υπνοβατική κατάσταση αδράνειας, μεταξύ ύπνου και ξύπνου (η «λήθη διεισδύει στη μνήμη σου», «τίποτα δεν συμβαίνει, τίποτα δεν θα συμβεί»), σε «θαμπή σκιά». Αόρατος, διαυγής και διάφανος, καταδύεται στον εαυτό του προσεγγίζοντας προοδευτικά τον «σκληρό πυρήνα» της αδιαφορίας. Κάπου στη μέση, ωστόσο, ο τόνος αλλάζει, η απόλαυση της απόσυρσης από τον κόσμο μεταβάλλεται σε αγωνία, η απουσία χρόνου σε τρόμο, ο αναχωρητισμός σε «επικίνδυνη ψευδαίσθηση». Το «όμορφο νησί» στην έρημο του άστεως γίνεται κλουβί, κελί και παγίδα, και ο σπουδαστής, προσπαθώντας να δραπετεύσει από τον εφιάλτη («σαν ποντικός σε λαβύρινθο ψάχνοντας την έξοδο»), περιπλανιέται στους δρόμους πριν επιστρέψει σταδιακά στην επιφάνεια από τα έγκατα του εαυτού. Πρώτα θα συναντήσει «τους ομοίους, αδελφούς του», μετά, στα μαρτυρικά παρισινά οδόσημα, θα διασταυρωθεί με την Ιστορία, έπειτα θ’ αφουγκραστεί τον μυστηριώδη γείτονα στη διπλανή σοφίτα (άλλος; σωσίας; ψυχαναλυτής;) πριν βρεθεί χαμένος μέσα στο πλήθος, απελπισμένος και φοβισμένος: «Περιμένεις, στην Πλατεία Κλισί, να σταματήσει η βροχή». Το κείμενο αρχίζει όπως το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, αλλά δεν υπάρχει καμία προυστική αναζήτηση. Το ντοστογιεφσκικό υπόγειο έχει γίνει σοφίτα και ο σωσίας είναι και δεν είναι σωσίας, αν και εμφανίζεται κάπου ο Μεγάλος Ιεροξεταστής. Υπάρχει φυσικά ο Δαίδαλος του Τζόις και ο μπορχικός υπερμνήμονας Φούνες, ο φαουστικός Λέβερκιν και ο Μερσό του Καμί, ο σαρτρικός Ροκαντέν, ο Λόουρι και αντηχήσεις από Λε Κλεζιό και Λερίς, αλλά και ένα πυκνό δίκτυο υπόγειων αναφορών που έκανε κάποιους να μιλήσουν για κολάζ και κέντρωνα! Είναι ολοφάνερο, ωστόσο, ότι «οι ρωγμές στο ταβάνι» στις οποίες προσηλώνεται το βλέμμα του σπουδαστή προοδευτικά σχηματίζουν έναν εφιαλτικό λαβύρινθο στον οποίο εμπλέκεται αναγκαστικά όχι μόνο η αφήγηση, αλλά και η ανάγνωση. Το μότο του βιβλίου, υπαινιγμοί και ευθείες αναφορές δείχνουν τη Μεταμόρφωση και τις καφκικές «νομικές» αλληγορίες. Ξαφνικά, όμως, στο τέλος του βιβλίου, ξενερίζει η μορφή του «Δον Κιχώτη της Γουόλ Στριτ» από το Μπάρτελμπι ο γραφιάς του Μέλβιλ, την ιστορία του οποίου θέλει, σύμφωνα με δηλώσεις του, ο Περέκ «να ξαναγράψει», όχι να αντιγράψει, όπως ο μπορχικός Πιερ Μενάρ. Ο συνδυασμός δεν είναι καθόλου περίεργος, αν σκεφτούμε ότι για τον Μπόρχες του 1944 ο Μπάρτελμπι «όριζε» ήδη στα 1919 ένα είδος («αυτό των φαντασιώσεων ως προς τα αισθήματα και τη συμπεριφορά ή όπως κατά κόρον λέγεται σήμερα ψυχολογικών») «που έμελλε να επινοήσει εκ νέου και να εμβαθύνει ο Κάφκα». Εκτοτε σε αυτή τη γενεαλογία έχουν προστεθεί πολλά ονόματα: από τον Κλάιστ στον Βάλζερ και, φυσικά, τον Μπέκετ! Κάπως έτσι, όμως, προκύπτει κι αυτή η κατάβαση στην Κόλαση του εαυτού, μέχρι που ο «ανώνυμος αυτοκράτορας» που νόμιζε ότι «ξέφυγε» ξαναβρίσκει, επιτέλους, τον άλλο, τη συλλογικότητα, την Ιστορία. Καθόλου περίεργη η επιστροφή για έναν συγγραφέα που τρία χρόνια πριν (1963) και μέσα στην κοσμογονία του Νέου Μυθιστορήματος, αναγνώριζε τον Ρομπέρ Αντέλμ (του Ανθρώπινου Είδους) ως παραδειγματικό συγγραφέα της εποχής του. Ενα ακόμα κατόρθωμα του βιρτουόζου μυθιστοριογράφου, που αξίζει όσο και οι λιπογραμματικές επιτεύξεις του! Γιατί ακόμα και αν η αρχή της μη επανάληψης είναι βασική στην εκκεντρική αισθητική του, ο προσεκτικός αναγνώστης διακρίνει όχι μόνο την αρχή της μακράς αυτοβιογραφικής προσπάθειας αλλά και χαρακτηριστικά του μετέπειτα περεκικού ύφους: κατ' αρχάς, τη σωρευτική, ρυθμική, σχεδόν μουσική, γραφή που προχωρά με όγκους περιγραφών· έπειτα, τη διάθεση για εξαντλητική πραγμάτευση της αδιαφορίας που μετατρέπεται στο φορμαλιστικό χνάρι του κειμένου, προλαμβάνοντας (γιατί όχι;) ως «πρωθύστερος μιμητής» πειραματισμούς του ΟuLiPo· τέλος, όπως παρατηρεί σε σημείωσή του ο μεταφραστής, γιατί το κείμενο περιέχει εν σπέρματι πρόσωπα (ο σπουδαστής Γκρεγκουάρ Σιμπσόν –που ανακαλεί τον ήρωα της Μεταμόρφωσης– ή ο Μπάρτελμπουθ – όνομα πορτμαντό από τον ήρωα του Μέλβιλ και τον Μπάρναμπουθ του Λαρμπό) και ιδέες ή θεματικά μοτίβα που θα αναπτυχθούν αργότερα. «Και για να απλουστεύσουμε, γιατί πρέπει πάντα να απλουστεύουμε», όπως θα ’λεγε ο ίδιος, από το «προτιμάς να ’σαι το κομμάτι του παζλ που λείπει» που διαβάζουμε στην αρχή του βιβλίου μέχρι «το ένα απομονωμένο κομμάτι παζλ δεν λέει απολύτως τίποτα» («μόνο τα συνδεδεμένα κομμάτια μπορούν να προσλάβουν χαρακτήρα αναγνώσιμο, να προσλάβουν ένα νόημα») στον πρόλογο του αριστουργηματικού ολιστικού μυθιστορήματός του Ζωή οδηγίες χρήσεως (1978), λίγο πριν κοπεί απότομα το νήμα της σύντομης αλλά θαυμαστής ζωής του, ο δρόμος ήταν μακρύς και αξίζει να τον ακολουθούμε, ξανά και ξανά!https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/290460_o-mpartelmpi-se-parisini-sofita
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου