15.5.21

Jacques Prévert | Paroles


Στο μαγαζί της ανθοπώλισσας


Ένας άνδρας μπαίνει στο μαγαζί μιας ανθοπώλισσας
και διαλέγει κάποια άνθη
η ανθοπώλισσα περιτυλίγει τα άνθη
ο άνδρας βάζει το χέρι του στην τσέπη
να ψάξει για τα χρήματα
τα χρήματα για να πληρώσει τα άνθη
μα βάζει αυτός την ίδια ώρα
τελείως ξαφνικά
το χέρι πάνω στην καρδιά του
και ξαπλώνεται

Την ίδια ώρα που αυτός πέφτει
τα χρήματα κυλούν στη γη
κι ύστερα πέφτουνε τα άνθη
την ίδια ώρα με τον άνδρα
την ίδια ώρα με τα χρήματα
και η ανθοπώλισσα μένει εκεί
με τα χρήματα που κυλούν
με τ' άνθη που μαραίνονται
με τον άνδρα που πεθαίνει
προδήλως όλα ετούτα είναι πολύ λυπητερά
και πρέπει αυτή κάτι να κάνει
η ανθοπώλισσα
μα δεν ξέρει τον τρόπο να το κάνει
δεν ξέρει
από πού να ξεκινήσει

Υπάρχουν τόσα πράγματα να γίνουν
μ' αυτόν τον άνθρωπο που πεθαίνει
τα άνθη αυτά που παν να μαραθούν
και τούτα τα χρήματα
τα χρήματα ετούτα που κυλούν
που δε σταματάνε να κυλούν.

μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου





Πρωινός ύπνος ως αργά

Είναι τρομερός
ο μικρός θόρυβος απ' το σκληρό αυγό που σπάει σ' έναν πάγκο από τσίγκο,
είναι τρομερός αυτός ο θόρυβος
όταν κινείται μες στη μνήμη του ανθρώπου που πεινάει
είναι τρομερό επίσης το κεφάλι του ανθρώπου
το κεφάλι του ανθρώπου που πεινάει
όταν αυτός κοιτάζει στις έξι η ώρα το πρωί
μέσα στο τζάμι του πολυκαταστήματος
ένα κεφάλι στο χρώμα της λέρας
δεν είναι πρωτίστως το κεφάλι του που αυτός κοιτάει
μες στη βιτρίνα του Ποτέν*
σκοτίστηκε για το κεφάλι του ο άνθρωπος
ούτε που το σκέφτεται
ονειρεύεται
φαντάζεται μιαν άλλη κεφαλή
ένα κεφάλι μόσχου, για παράδειγμα,
μαζί με μία σάλτσα από ξίδι,
ή ένα κεφάλι από ό,τι να 'ναι που να τρώγεται
και κουνάει αυτός το σαγόνι του απαλά
απαλά
και τρίζει αυτός τα δόντια απαλά
γιατί ο κόσμος έχει ν' αγοράσει το κεφάλι του
κι αυτός τίποτα δε μπορεί ενάντια σ' αυτόν τον κόσμο
κι αυτός μετράει με τα δάχτυλά του μία δυο τρεις
μία δυο τρεις
είναι ίσα με τρεις μέρες που δεν έχει φάει
και ωραία θα 'ταν να το επαναλάβει ύστερα από τρεις μέρες
Αυτό δε γίνεται να διαρκέσει
αυτό διαρκεί
τρεις μέρες
τρεις νύχτες
χωρίς να φάει
και πίσω από ετούτες τις βιτρίνες
αυτά τα πατέ αυτές οι μποτίλιες αυτές οι κονσέρβες
ψάρια νεκρά προστατευμένα απ' τα κουτιά
κουτιά προστατευμένα απ' τις βιτρίνες
βιτρίνες προστατευμένες απ' τους μπάτσους
μπάτσοι προστατευμένοι απ' τον φόβο
σαν οδοφράγματα για έξι θλιβερές σαρδέλες..
Λίγο πιο μακριά το μπιστρό
καφέ-κρεμ και κρουασάν ζεστά
ο άνθρωπος τρεκλίζει
και στα ενδότερα τoυ κεφαλιού του
μια ομίχλη από λέξεις
μια ομίχλη από λέξεις
σαρδέλες για φάγωμα
σκληρό αυγό καφέ-κρεμ  
καφές ποτισμένος ρούμι
καφέ-κρεμ
καφέ-κλεμ
καφέ-κλεμμένος ποτισμένος αίμα!...
Ένας άνδρας πολύ σεβάσμιος στη γειτονιά του
δολοφονήθηκε μέρα μεσημέρι
ο δολοφόνος ο αλήτης του 'κλεψε
δύο φράγκα
σα να λέμε έναν καφέ αρωματισμένο
μηδέν φράγκα κόμμα εβδομήντα
δύο ταρτάκια βουτυρωμένα
και εικοσιπέντε σεντς για το πουρμπουάρ του σερβιτόρου.


μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου

*σημείωση της μετάφρασης: Ποτέν (Potin) = αλυσίδα καταστημάτων τροφίμων της εποχής που ξεκίνησε από το μπακάλικο του Félix Potin τo 1845 στο Παρίσι

*πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Βακχικόν

Δεν υπάρχουν σχόλια: