Τασούλα Γεωργιάδου, Αληθινές παλαιάς κοπής, μιας άλλης εποχής, εκδ. Παρέμβαση, Κοζάνη 2021.
Στη λογοτεχνία δεν έχει και τόση μεγάλη σημασία αν οι ήρωες είναι αληθινοί ή επινοημένοι αφού και στις δυο περιπτώσεις το σημαντικό είναι αν θα καταφέρει ο συγγραφέας να περισώσει την ανάσα τους ή τον αναστεναγμό τους, μια κρυφή τους επιθυμία να φυλάξει ζωντανή με τη φρεσκάδα των λέξεων ή έστω με τη λυτρωτική σιωπή ανάμεσα σ’ αυτές.
Ο τίτλος της πρώτης συλλογής διηγημάτων της Τασούλας Γεωργιάδου, σε μια καλαίσθητη έκδοση από τις εκδόσεις «Παρέμβαση», σε συνδυασμό με το όμορφο και γεμάτο συμβολισμούς εξώφυλλο που φιλοτεχνήθηκε από τον Νίκο Παπασταματίου, παραπέμπει στην εντύπωση ότι οι ηρωίδες της Γεωργιάδου στηρίζονται σε αληθινές γυναίκες, που η ίδια γνώρισε ή κάποτε άκουσε γι αυτές. Ακόμη κι αν αυτό αληθεύει, η συγγραφέας καταφέρνει να τις μετατρέψει σε λογοτεχνικές ηρωίδες προσδίδοντας σ’ αυτές την κατάλληλη και σωστή δόση παραμυθίας. Το ομολογεί άλλωστε με πολύ όμορφο τρόπο η αφηγήτρια στο δεύτερο διήγημα, με τίτλο: Κατίνα «Στα παραμύθια η επόμενη γυναίκα του χήρου πατέρα ήταν πάντα μια κακιά γυναίκα, η μητρυιά που κατέτρεχε Χιονάτες και Σταχτοπούτες. Τι γίνεται εδώ; Η Κατίνα μου ήταν τόσο καλή και γλυκιά, φρόντιζε με αγάπη και τρυφερότητα τη Μαρίνα, δεν ήταν μητρυιά. Γι αυτό μάλλον τη φώναζε θεία η Μαρίνα, συλλογιζόμουν. Θα ρωτούσα και τη μάνα μου, τι γίνεται τέλος πάντων με τα παραμύθια;»
Δυστυχώς στην εποχή που ζουν οι Αληθινές, τα παραμύθια έχουν παραγκωνιστεί καθώς κυριαρχεί η απάνθρωπη εποχή των πολέμων και της βαρβαρότητας που σημάδεψαν την Ευρώπη και καταρράκωσαν τους λαούς της. Η συγγραφέας επιχειρεί και καταφέρνει να αποτυπώσει με ευαισθησία και αντικειμενικό βλέμμα, στη σύντομη έκταση του διηγήματος, το ιστορικό πλαίσιο, το συλλογικό τραύμα, την οδύνη του παρελθόντος και την αναζωπύρωση της ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον. Με χαμηλόφωνο ύφος και υποδειγματική λιτότητα μεταφέρει στον αναγνώστη μια μεγάλη ιστορική περίοδο της χώρας μας που περιλαμβάνει την περίοδο της προσφυγιάς μετά την καταστροφή της Σμύρνης, την κατοχή, τον εμφύλιο και φτάνει μέχρι τη μεταπολίτευση. Οι επιπτώσεις του πολέμου, της προσφυγιάς και της άδικης βίας στην καθημερινή ζωή και την ψυχοσύνθεση των ηρωίδων της αντικατοπτρίζουν το πολυσυζητημένο συλλογικό τραύμα.
Τα οδυνηρά βιώματα της πολυκύμαντης σύγχρονης ιστορίας καθορίζουν τη ζωή των ηρωίδων μα όχι τον χαρακτήρα τους. Προσηλωμένες στη βασική αξία της ζωής, που δεν είναι άλλη από την ανθρώπινη αλληλεγγύη και την αγάπη, καθεμία με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο αντιστέκεται ή υπονομεύει τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής. Το κοινό τους γνώρισμα είναι η κατανόηση του ανθρώπινου πόνου, το έμφυτο ένστικτο της παρηγοριάς. Υπερασπίζονται τις επιθυμίες τους και το δικαίωμα στον έρωτα χωρίς τυμπανοκρουσίες, προσφέρουν την αγάπη τους, μοιράζονται τα όνειρά τους δίχως να μεμψιμοιρούν.
Στο πρώτο διήγημά της με τον τίτλο «Μαθητεία», η συγγραφέας μάς παρουσιάζει με αριστοτεχνικό τρόπο την μαθητεία ενός νέου ανθρώπου στο βάθος των πραγμάτων. Μαθαίνει να μη στέκεται στην επιφάνεια και αναζητά την τραυματική αλήθεια σε έναν άνθρωπο-θύμα της ιστορίας. Το εύρημα του διπλού βλέμματος δηλαδή το επικριτικό και αυστηρό βλέμμα του νέου που επικεντρώνεται στην αδυναμία του εν λόγω ανθρώπου, την εξάρτησή του από το αλκοόλ, ανατρέπεται από το γεμάτο κατανόηση και συμπαράσταση βλέμμα της γυναίκας του και την αφήγηση του πατέρα του «Δεν ήξερε πόση ώρα περιπλανιόταν ξέπνοος. Δίψαγε. Άρχισε να χαράζει όταν έφτασε στο βάθος της ρεματιάς. Του φάνηκε πως άκουγε να κυλάει νερό. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ήχους, τ’ αυτιά του θαρρείς δεν δούλευαν. Πράγματι κυλούσε νερό. Τον απίθωσε κι έσκυψε να πιεί. Πήρε με το κράνος να πάει να ποτίσει και να νίψει τον Γιώργη…. Δεν υπήρχε Γιώργης, δεν υπήρχε πρόσωπο, δεν υπήρχε καν… κεφάλι. Ούτε κατάλαβε πόσες ώρες μπορεί να κουβαλούσε τον συμπολεμιστή του ακέφαλο. Ανταριάστηκε. Τον εγκατέλειψε κι άρχισε να τρέχει. Πού βρήκε τη δύναμη, απορούσε. “Το καταλαβαίνεις» μου είπε, τον εγκατέλειψα, τον άφησα άθαφτο και το έβαλα στα πόδια. Συνεχίζω να τρέχω, τόσα χρόνια μετά και ο ακέφαλος Γιώργης με κυνηγά από πίσω. Πού πας , πού μ’ αφήνεις, γύρνα να με θάψεις, μη μ’ αφήνεις στα τσακάλια και στα όρνια…»
Αυτό το χαρακτηριστικό γεμάτο ρεαλισμό απόσπασμα για τα ανεπούλωτα τραύματα που αφήνει ο πόλεμος είναι αντιπροσωπευτικό ολόκληρης της συλλογής. Ένα αόρατο νήμα πλέκει τις αφηγήσεις των ανθρώπων εκείνης της σκληρής εποχής με τα εκφραστικά μέσα της Γεωργιάδου που εστιάζουν στους εναργείς ουσιαστικούς διαλόγους και στην ενδελεχή αποτύπωση της ιστορικής περιόδου.
Στο διήγημα με τίτλο «Αντί της άλλης α» συναντάμε έναν άντρα που όταν χάνει την αγαπημένη του γυναίκα αναζητά απελπισμένα τη συνέχειά της στην αδερφή της. Κι ενώ το διήγημα ξεκινά με αυτή τη συνθήκη η αφήγηση ξεδιπλώνεται αβίαστα και φυσικά σε όλο το ιστορικό φάσμα της εποχής του 1935, μετά την αποτυχία του κινήματος του Βενιζέλου και πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε που οι άνθρωποι με δημοκρατικά ιδεώδη διωγμένοι και κυνηγημένοι πασχίζουν να κερδίζουν την επιβίωση και μια σχετική γαλήνη. Η συγγραφέας μιλά για τη μοίρα των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη και για τα δεινά του εμφυλίου μέσω των ηρώων της. Προσεγγίζει τους ήρωές της με απέραντη τρυφερότητα και κάποτε τους χαρίζει μέσω της γραφής της το δικό τους πέταγμα: «Με μας έγινε το ανάποδο. Όταν λοιπόν θ’ αναστηθούμε σε ποια από τις δυο θ’ ανήκει αυτός ο άνδρας; Αφού και οι δυο τον είχαμε παντρευτεί; Μετά θάνατο ο Σήφης δεν θα είναι ούτε ο άντρας της Νόπης, ούτε δικός μου. Κατά τας γραφάς, όταν αναστηθούν οι νεκροί, ούτε νυμφεύονται ούτε παντρεύονται, αλλά θα είναι όπως οι άγγελοι στον ουρανό και οι άγγελοι δεν κάνουν ζευγάρια.»
Κανείς δεν ξέρει αν ποτέ θα αναστηθούν δυο αδερφές και ένας άντρας, ξέρω όμως πως ο Σήφης, η Νόπη και η αδερφή της απέκτησαν ζωή μέσω της λογοτεχνίας.
Σ’ αυτή τη συλλογή συναντιούνται και αλληλοεπιδρούν ετερόκλητες προσωπικότητες που άλλοτε υπερασπίζονται με σθένος το δικαίωμά τους στη ζωή και τον έρωτα κι άλλοτε –όπως η ηρωίδα που λοιδορείται από τον περίγυρό της καθώς διεκδικεί την ηδονή που της αντιστοιχεί– κινούνται με διακριτικότητα και μυστικότητα για να μην προκαλέσουν.
Συγκίνηση προκαλεί η σκιαγράφηση της Αρετής. Μια ηρωίδα, που θα μπορούσε να είναι συγγενής του καθενός μας, αποζητά τη συγχώρεση για τις αμαρτίες του πατέρα της και διεκδικεί και κερδίζει την αδερφοσύνη με την ειλικρινή, άδολη αγάπη της. «Ήρθε στα πόδια της η Αρετή και ζήτησε συγγνώμη για ό,τι έκανε ο πατέρας της εκλιπαρώντας. Σπάραζε. “Ήμαρτον, σχώρα με”. Έχω τριάντα πέντε χρόνια να κοινωνήσω. Η μάνα μου γονάτισε και την αγκάλιασε, κλαίγανε με τις ώρες. Δεν μπορώ να σου περιγράψω την ένταση της σκηνής. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Έκτοτε έγινε ο φύλακας άγγελος του σπιτιού. Επέβλεψε όλες τις επισκευές, φροντίζει τα πάντα, την καθαριότητα, το περιβόλι, τις ελιές. Νιώθει την εξιλέωση, την κάθαρση, το’ χει ανάγκη. Και μεις την αγαπάμε».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το πλάγιο διερευνητικό βλέμμα της συγγραφέως που αναζητά κι αποκαλύπτει την αθέατη στον κοινωνικό περίγυρο πλευρά των γυναικών αυτών. Εξάρει το χιούμορ, τις επιθυμίες, την υπομονή και την επιμονή τους. Στέκεται στο παράδοξο της εποχής που ζουν καθώς παλεύουν να διαφυλάξουν την ανθρωπιά και την μοναδικότητά τους. Η σκανταλιά μιας έφηβης γίνεται αφορμή για το εξαιρετικό διήγημα με τίτλο «Αντί της άλλης β», όπου η συγγραφέας θίγει τόσο όμορφα το θέμα της προβολής σε κάποιον άλλον. Η αφηγήτρια και ηρωίδα επινοεί μια ψευδαίσθηση όχι τόσο για ν’ αποφύγει την πραγματικότητα, μα προπάντων για να γευτεί τη συγκίνηση της περιπέτειας, να νιώσει το χτυποκάρδι που αντιστοιχεί σε μια άλλη. Ωστόσο μέσα από ένα ξεχωριστό νήμα πλοκής ο έρωτας παίρνει τη σκυτάλη και τα πράγματα έρχονται πάλι στη θέση τους.
Σε αρκετά διηγήματα οι αφηγητές της είναι παιδιά και χαρίζουν στο κείμενο το καθαρό τους βλέμμα μα και τους πιο εύστοχους προβληματισμούς. Επίσης οι δευτερεύοντες ήρωες παρουσιάζουν ενδιαφέρον, αφού οι πράξεις, οι χειρονομίες και οι αντιδράσεις τους εκφράζουν μια εποχή της ελληνικής πραγματικότητας, επαληθεύοντας την πρόθεση της Γεωργιάδου να μεταφέρει στον αναγνώστη, χωρίς διδακτισμό και άσκοπη ηθικολογία, πως η βία και η βαρβαρότητα, που δεν τελειώνουν ποτέ, έχουν αντίπαλο δέος την αγάπη, την επικοινωνία, το πλησίασμα, το ανοιχτό μυαλό, όπως εκφράζονται μέσα από τη γραφή της.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Artur Pastor. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]
https://frear.gr/?p=31129&fbclid=IwAR32XdXnMhpv5yT0EcqJ1XtL8KCCD3VUOSeGuuj3FJ-qWGfibW-o_lAmQ78
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου