Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
ΜΕΣΑ ΑΠ’ ΤΗ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΑ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΤΟΥ
ΖΑΠΠΕΙΟΥ
Πρωτοπήγα στην Πόλη είκοσι χρονώ παιδί. Ακόμη
τότε δεν καλοείχα υπόψη την ομογένεια. Είχα την
μοναδική –για την περίπτωσή μου- τύχη να φτάσω το
φθινόπωρο του 1987 για να εργαστώ ως μετακλητός
καθηγητής. Με στείλανε με τα πολλά –ευτυχώς- στο
Ζάππειο. Εργάστηκα για πέντε χρόνια σ’ αυτό το
εμβληματικό εκπαιδευτήριο, στο επιβλητικότατο
μέγαρο, που απηχούσε έντονα τα περασμένα μεγαλεία
τα Πόλης τον καιρό της ακμής της Ρωμιοσύνης.
Έπειτα από ένα μήνα διαμονής, πήγα, θυμάμαι, ένα
βράδυ στο Αρναούτκϊοϊ, και φώναξα : «Εγώ στην
Πόλη γεννήθηκα». Κάποτε, όταν είχαμε επισκεφτεί
τον μακαριστό πατριάρχη Δημήτριο μου είπε : «Πολύ
την αγαπάτε την Πόλη. Ε, αυτή είναι μάννα σας,
αυτή είναι μάννα σας»
Το’ 93 θέλησαν να με διώξουν, όχι οι ομογενείς,
εκείνοι με λάτρευαν. Κύκλοι του υπουργείου παιδείας
παρακινούμενοι από καλοθελητές εκπαιδευτικούς, -
συναδέλφους να τους κάνει ο Θεός δηλαδή-. Ποτέ,
όπως φαίνεται, δε θα γλυτώσει αυτό το γένος απ’ την
κοινώς αποκαλούμενη «ρουφιανιά». Η δίωξή μου
ήταν πεντακάθαρα πολιτική. Δεν το κατόρθωσαν.
Ήμουν ικανός να σταματήσω το ελληνικό
κοινοβούλιο. Δούλεψα την στερνή χρονιά της
λειτουργίας του στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο, με
πέντε αραβόφωνους μαθητές, -υπό την διεύθυνση της
νευροπαθούς ανθέλληνος Ζεχρά χανούμ, σ’ ένα κτίριο
μισοερειπωμένο, χωρίς θέρμανση και σχεδόν υπό
διωγμόν. Και με τον πόνο ψυχής –κοινός πόνος τότε
όσων αγαπούν την Πόλη- μήπως το χάσουμε το
Κεντρικό και περάσει σε τουρκικό βακούφι και το
δούμε παράρτημα του διπλανού του Νοσοκομείου.
Επανήλθα τον τελευταίο χρόνο της εκπαιδευτικής
μου θητείας στο πολυαγαπημένο μου Ζάππειο. Είναι
το μόνο σχολείο που μου έμεινε στη μνήμη, αυτό
θεωρώ σχολείο μου.
Τα κορίτσια μου, οι μαθήτριές μου στην Πόλη, σε
διαταξική σχολική κλίμακα ήταν στην πλειοψηφία
τους υπόδειγμα ήθους. Το θάρρος που απέκτησαν απ’
την οικειότητα η οποία εκατέρωθεν αναπτύχθηκε
λόγω της πολύχρονης συνεργασίας τους με τον
δάσκαλό τους δεν μετατράπηκε ποτέ σε θράσος. Πλην
εξαιρέσεων πάντοτε. Αυτό το σπάνιο στοιχείο, δηλαδή
η αγωγή ενός «παλαιού» σεπτού ήθους,
κληρονομημένου κατά παράδοσιν που χαρακτήριζε
τις νεαρές Πολίτισσες με συγκινεί βαθιά πάντοτε.
Ήταν κάτι που είχε αρχίσει να εκλείπει απ’ τα θρανία
των ελληνικών σχολείων. Στην Πόλη η εκτίμηση προς
τον δάσκαλο –και από μέρους των κηδεμόνων βέβαια-
ήταν ανυπόκριτη. Ο δάσκαλος στην Πόλη
εξακολουθούσε να είναι, όχι ένα ξερό επάγγελμα, αλλά
ένα σπουδαίο και ευεργετικό λειτούργημα.
Διατηρούσε λοιπόν η Ρωμιοσύνη της Πόλης
επιβιώματα κάποιων όχι μόνο τυπικών αλλά και
ουσιαστικών αξιών και κοινωνικής εθιμοτυπίας, κάτι
που θαύμαζα συγκινημένος απέραντα.
Το φρόνημά μου απέναντι στην ομογένεια ήταν
συνειδητά θετικό και αυθεντικά αγαπητικό. Ενώ
εξαρχής διέκρινα μαζί με τα θετικά, και διάφορα
τρωτά, δεν τα κατέκρινα, ούτε έγραψα ποτέ κάτι που
να θίγει τους ομογενείς και τις συνήθειές τους.
Παρόλο που στη λογοτεχνία μου η γλώσσα που
χρησιμοποιώ «τσούζει» στην κυριολεξία και είμαι
καθεαυτού αντισυμβατικός και ανατρεπτικός και στα
θέματα που αναδεικνύω. Στην Πόλη μού συνέβη το
εξής, και έγινε εντελώς φυσικά : Πρώτον, είδα το
εκπαιδευτικό μου έργο περίπου ιεραποστολικά,
πίστευα ότι έπρεπε να προσφέρω τον ανθό της
γνωστικής μου εμπειρίας και να φέρω τα παιδιά όσο
γίνεται πιο κοντά στα ελληνικά γράμματα και τον
ελληνικό πολιτισμό. Είχαμε οργανώσει τότε –σε
δύσκολες εποχές- με τη βοήθεια των κυριών του
«Συλλόγου αποφοίτων του Ζαππείου» μια σειρά
διαλέξεων και αφιερωμάτων στους Έλληνες ποιητές,
στο ρεμπέτικο και σε άλλα θέματα πολιτιστικού
προσανατολισμού– (η συναυλία που δώσαμε στα
εντευκτήρια της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας ένα
χρόνο απ’ τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι θα μείνει
ιστορική). Δεύτερο, και κυριότερο : διαμόρφωσα
εξαρχής την αντίληψη ότι η ελληνορθόδοξη
μειονότητα της Πόλης αντιστοιχεί στην εναπομείνασα
πιο αδικημένη ιστορικά ελληνικής καταγωγής
μειονότητα της οικουμένης, τόσο κοντά μας
γεωγραφικώς μα τόσο μακριά μας ως κοινωνική
ζωή. Και προσπάθησα να ερευνήσω και να
κατανοήσω τις διακριτές της ιδιομορφίες. Δε μιλώ
για το πολίτικο γλωσσικό ιδίωμα φυσικά –το οποίο
«με αρέσει πολύ», που θα’ λεγε κι ο μέγας, Πολίτης
στην καταγωγή, Καβάφης. Οι ομογενείς μας της
Πόλης, είπα στον εαυτό μου, είναι οι τελευταίοι
αιχμάλωτοι Έλληνες, Τούρκοι υπήκοοι, που
αποτελούν μια μικρή μειοψηφία μέσα σε μια
συναρπαστική λόγω των μύθων, της γοητείας και της
ιστορίας της σύγχρονη θηριούπολη, είναι οι φυσικοί
κληρονόμοι του Βυζαντίου, και οι ιστορικά
δικαιούχοι της άλλοτε Βασιλεύουσας αλλά βιώνουν
καθημερινώς ένα ιδιάζον αίσθημα φόβου που πηγάζει
ασφαλώς απ’ τα αλλεπάλληλα –σε βάθος ιστορικού
χρόνου- παθήματά τους. Η ψυχή του Ρωμιού δεν
ησύχασε ποτέ μετά το’ 55. Τα Σεπτεμβριανά με
έκαιγαν πολύ, χωρίς φυσικά να τα’ χω ζήσει. Πριν
από τρία χρόνια εκδόθηκε το μεγάλο μυθιστόρημά
μου με τον τίτλο «΄55’». Ήταν το χρέος μου απέναντι
στην Πόλη για την προίκα που μου χάρισε και στην
πολίτικη Ρωμιοσύνη για τα πάθη της. Ένιωθα και
νιώθω πιο Ρωμιός απ’ τους Ρωμιούς. Δεν πρέπει να
τα βάζουμε με τις μειονότητες. Πολύ περισσότερο με
την δική μας βέβαια. Έτσι αγαπώ και τους Κούρδους
ασφαλώς, και έκανα φίλους εκεί, ας μην ξεχνά ποτέ ο
πολύπαθος ομογενής μας ότι τα κουρδικά φύλλα και
οι παραφυάδες τους δε μπορούν να δουν ακόμη Θεού
πρόσωπο. Κι ας μην θέλει, κι ας μην μπορεί να το
εκφράσει στην Τουρκία. Ας έχει κατά νουν ότι μια
πολυάριθμη εθνότητα αντιμετωπίζεται ως μάζα χωρίς
δικαιώματα αυτοδιάθεση ς και ότι είναι μια τεράστια
υπόδουλη μειονότητα υπό την εξουσίαν ενός
ομόθρησκου μα μισαλλόδοξου απέναντί της κράτους.
Το κυριότερο είναι που δεν διδάσκεται γλώσσα τους.
Ας μην ξεχνούμε ότι η ελληνικότατη Ίμβρος
εγκαταλείφθηκε την δεκαετία του’ 60 όταν άρχισαν
να κλείνουν τα σχολεία μας.
Σε πολλά δεν ταιριάζουν οι Ελλαδίτες με τους
Πολίτες. Δε μπορώ να ξεχάσω πως αντιμετωπίστηκε
η μεγάλη απεργία που κάναμε το 1990 οι Έλληνες
εκπαιδευτικοί με την κατάληψη του προξενείου.
Σχεδόν κανείς απ’ την ομογένεια δεν την είδε τότε με
καλό μάτι. Κάτι που καθόλου δε μας άρεσε. Μα πώς
να γινόταν αλλιώς; Ο μέσος Ρωμιός, όπως και ο μέσος
Τούρκος, έχει διαφορετικές κοινωνικές αλλά και
πολιτικές εμπειρίες απ’ τον μέσο Έλληνα. Ο Ρωμιός,
ως μειονοτικός, ένα παραπάνω. Η Τουρκία δεν
πέρασε Κατοχή και Εμφύλιο, ούτε μια περίοδο
εκδημοκρατισμού, ουσιώδους εκδημοκρατισμού,
όπως συνέβη στην Ελλάδα με την μεταπολίτευση.
Παρά την αλυσίδα εναλλαγών δικτατορικών
μορφωμάτων εκεί. Ούτε ανεπτυγμένο συνδικαλισμό
είχε. Γιατί, αν εδώ έχουμε χτίσει μια δημοκρατία με
κάποιες ελλείψεις, πάντως δε ζούμε με τον φόβο της
σκιάς του ζανταρμά και του στρατιωτικού
αξιωματούχου. Οι ομογενείς μας, όντες δέσμιοι μιας
εκατέρωθεν πολιτικής τραμπάλας, νιώθουν με το
δίκιο τους ισόβια θύματα ενός αέναου παζαριού
ανάμεσα στους δύο γείτονες και η τύχη τους
πράγματι παίζεται αναλόγως με το πού κάθε φορά θα
κλείνει η σκακιέρα. Κι αυτό φυσικά έχει άμεσες
επιπτώσεις ως προς την ψυχολογική τους ασφάλεια.
Η ανάπτυξη έντονης –δε θα πω πίστης- πάντως
σίγουρα θρησκευτικότητας ήταν μοιραία, όχι μόνο
γιατί η Κωνσταντινούπολη είναι η έδρα του
ορθόδοξου οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά και
γιατί η αίσθηση ενός επισφαλούς καθημερινού βίου
σε οδηγεί στην ανάγκη κάπου να ακουμπήσεις για να
ελπίζεις. Είναι η ορθοδοξία κυρίως που «κράτησε»
την όποια συνοχή της ομογένειας και βέβαια η
πλούσια και βαθύχρονη θρησκευτική παράδοση.
Απ’ την άλλη, κάποιοι Ρωμιοί υποχρεώθηκαν ή
επέλεξαν, ως εκ των συνθηκών, να μετέλθουν
διάφορους τρόπους ή τεχνάσματα και για να
επιβιώσουν αλλά και για να ζήσουν. Κυρίως για να
ζήσουν. Γιατί άλλο επιβίωση και άλλο ζωή.
Διαμορφώθηκε εν πολλοίς αμυντική τρόπον τινά
ψυχολογία, κάποτε μυστικοπαθής νοοτροπία,
εσωστρέφεια, επιφύλαξη ως προς την αποκάλυψη
των γνήσιων σκέψεων και των φρονημάτων,
κομφορμιστική διαγωγή, συχνά συντηρητική ηθική
και υπερσυντηρητική πολιτική ιδεολογία και
–οπωσδήποτε ευδιάκριτη –ως ένα βαθμό
αιτιολογημένη, κάποτε στείρα εμμονή στην αντίθεση
ή την αντιπάθεια προς το εντόπιο αλλόθρησκο και
αλλόδοξο στοιχείο.
Εδώ και κάποια χρόνια τα πράγματα, φαινομενικά
τουλάχιστον, έχουν κάπως αλλάξει. Τώρα πια που η
ομογένεια έχει δυστυχώς συρρικνωθεί –και γι’ αυτό
δεν φέρνουν ευθύνη μόνο οι κατά καιρούς
τιμωρητικές πολιτικές του τουρκικού κράτους αλλά
και χώρα μας με την διπλωματική της ολιγωρία και
την κοντόθωρη εξωτερική πολιτική που επί δεκαετίες
και με όλες τις κυβερνήσεις ασκεί, καθώς και άλλα
παράλληλα κέντρα εν Τουρκία και εν Ελλάδι. Μα
τώρα πια που μείναμε μια χούφτα, τι να φοβάται
κανείς; Η ζημιά έγινε. Και ήταν ολοσχερής.
Δεν θέλω να επιβεβαιωθεί μια πικρή κουβέντα που
μου είπε πριν λίγα χρόνια ο φίλος μου, πρώην
διευθυντής του Ζωγραφείου κ. Δημήτρης
Φραγκόπουλος : «Θα την χάσουμε την Πόλη, παιδί
μου. Θα’ ρθεις μια μέρα και δε θα βρεις κανέναν από
μας παρά μόνο άδειες εκκλησιές και σχολεία δίχως
μαθητές».
-ΦΩΤΟ : στην πλατεία Μπαγιαζίτ, έξω απ' την Πύλη του Πανεπιστημίου, 1994
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου