21.7.22

Επτά ποιήματα του Χάρη Καλογερόπουλου

Συλ­λέ­κτης Α προ­σώ­που και γρα­φι­κό­τη­τας

Εί­μαι ένας Αθη­ναί­ος στη Στα­δί­ου, στην Αιό­λου
στην Αρ­χαία Αγο­ρά ορ­μη­τι­κός – δι­στα­κτι­κός, χα­μέ­νος
να βρω ένα ερ­γα­λείο, ένα δί­σκο, για το χει­μώ­να μπό­τες,
εί­μαι Σκο­τσέ­ζος επι­σκέ­πτης, χα­ζεύω με απά­θεια
στο Piccadilly Circus και στην Oxford Street, όχι ακρι­βώς,
εί­μαι Αι­γύ­πτιος υπάλ­λη­λος επι­με­λής στο μου­σείο του Καϊ­ρου
—μ’ αρέ­σει ν’ απο­δελ­τιώ­νω φα­ρα­ω­νι­κά φυ­σίγ­για—
θα θε­λα τό­τε βέ­βαια να ’μαι και η γά­τα μου, η Βού­βα­στίς μου,
εί­μαι ένας, που ίσως αιω­ρεί­ται μα­γε­μέ­νος
στα Με­τέ­ω­ρα στην Κα­λα­μπά­κα μα όχι ακρι­βώς
εί­μαι Ιά­πων καλ­λι­γρά­φος και επι­στά­της στην Κα­μά­κου­ρα
με αμ­φι­βο­λί­ες εξ αι­τί­ας μιας πα­λιάς αγά­πης
—ανα­πά­ντε­χα εδώ προ­βάλ­λει σε γκρο πλαν
κόκ­κι­νο εκα­τό­φυλ­λο τρια­ντά­φυλ­λο— όχι ακρι­βώς,
ίσως πά­λι δια­λο­γί­ζο­μαι στις στού­πες του Μπο­ρο­μπου­ντούρ
—θεέ μου ζέ­στη κι υγρα­σία—
κι εί­μαι ένας Σε­νε­γα­λέ­ζος ποι­η­τής στη δε­κα­ε­τία του ’60
(φί­λος δι’ αλ­λη­λο­γρα­φί­ας με τον Λε­ο­πόλντ Σε­ντάρ Σαν­γκόρ),
που αγα­πά­ει τη γυ­ναί­κα του, την αγα­πά­ει πο­λύ
κι εί­μαι υπάλ­λη­λος τα­χυ­δρο­μεί­ου part time τα με­ση­μέ­ρια 
—εκεί σκα­ρώ­νω τα ποι­ή­μα­τά μου, βλέ­πο­ντας απ’ το πα­ρά­θυ­ρο
πο­δή­λα­τα και τρί­κυ­κλα αμα­ξά­κια να περ­νούν— τώ­ρα περ­νά,
σφή­να από Ταν­ζα­νία, κι ένα ελε­φα­ντά­κι απ’ το Χα­τά­ρι — όχι,
κα­νέ­νας κίν­δυ­νος προς το πα­ρόν μό­νο πα­νέ­ρια κα­τι­φέ­δες
ήλιος ντά­λα με­ση­μέ­ρι πλάι στον Γάγ­γη, όχι ακρι­βώς
εί­μαι ένας που κα­πνί­ζει στο κρε­βά­τι του, ρεμ­βά­ζει,
ακούω τους ψι­θύ­ρους του πλα­νή­τη, π.χ. στο που­θε­νά
της ζού­γκλας, σ’ ένα πα­λιό πε­δίο μά­χης, στην Ιν­δο­κί­να μάλ­λον,
ακούω σκα­θά­ρια πά­νω σε όπλα σκου­ρια­σμέ­να πρά­σι­να,
τώ­ρα με ρί­ζες και φύλ­λα και πεί­σμα δρο­σιάς που αχνί­ζουν απ’ τη ζέ­στη
—πα­λιές πνο­ές οι τε­λευ­ταί­ες στρα­τιω­τών προ­τού να ξε­ψυ­χή­σουν—
εί­μαι ένας …             εί­ναι ένας…                         να ησύ­χα­ζα στην σκέ­ψη
                        αυ­τού του αιω­νό­βιου Πλα­τά­νου
                                                        ένας...


Διά­λειμ­μα ανά­γνω­σης

Κα­θό­μα­στε η γά­τα, εγώ κι η σιω­πή.

Μπρο­στά μου το μάρ­μα­ρο πά­τω­μα
στη μέ­ση η γά­τα. Άσπρο το μάρ­μα­ρο,
άσπρη η γά­τα, ακί­νη­τα όλα.

το κε­φά­λι της στρί­βει η γά­τα στο τζά­μι
το κε­φά­λι επα­νέρ­χε­ται.                         Σιω­πή.
Σιω­πή.                                                               Εκεί­νος
αό­ρα­τος, ήσυ­χος, πλέ­ον συ­χνά­ζει, σα φί­λος.
Σκύ­βω στο βι­βλίο με ζή­λο, κι εγώ θε­α­τρί­νος.


Στον κα­να­πέ

Κλαί­ει ξαφ­νι­κά
                τρα­ντά­ζε­ται γε­λά­ει
                                ύστε­ρα ησυ­χά­ζει.

απέ­να­ντι το φως του απο­γεύ­μα­τος
διαυ­γά­ζει                  τη λευ­κή βι­βλιο­θή­κη
                                                                στην τη­λε­ό­ρα­ση —αθό­ρυ­βη—
η κη­δεία στο αβα­είο,                γκρο πλά­νο σε σκου­λή­κι,
ο πά­στο­ρας, η λαί­δη,                επό­με­νη σε­κάνς η δια­θή­κη.

Μπρο­στά απ’ τη βι­βλιο­θή­κη                ένα μπου­φάν
που γέρ­νει σ’ ένα κά­θι­σμα —θυ­μά­ται ένα φι­λί—
επά­νω στο τρα­πέ­ζι χρή­μα­τα, κλει­διά, ένα ποί­η­μα
εν τω γεν­νά­σθαι, άπια­στο, μι­μό­ζα αι­σχυ­ντη­λή,
εδώ μια κού­πα τσάι κι έξω απ’ το σπί­τι
το υπό­λοι­πο εί­ναι,         απί­θα­νο να του χρω­στά­ει.

[ 2005 ]

Ο γέ­ρος η μπό­ρα

Βή­μα τα­χύ
τη μπό­ρα ν’ απο­φύ­γει
πέ­φτει κε­ραυ­νός
σα να’ φα­γε χα­στού­κι ο χρό­νος

μια ακα­κία                 άγρια κλα­δε­μέ­νη
ίσα ο κορ­μός και δυο μπρά­τσα
δη­λώ­να­νε στον ου­ρα­νό «θα δεις!»
το ξύ­λο                 μαύ­ρο απ’ τη βρο­χή
ο ίδιος ρά­τσα                 δαι­μο­νο­πα­θής,
τα εβδο­μή­ντα χρό­νια του τα τρέ­χα­νε
αό­ρα­τοι τρο­χοί, κι αυ­τό κα­τέ­φθα­νε σα φως.


Κοί­ταγ­μα

Να θυ­μη­θεί… ήταν λι­μά­νι ; ... οί­κτος ; … πρά­σι­νο ; ...

το τσάι τε­λειω­μέ­νο                          τα χά­πια ακό­μη άγ­γι­χτα.
Έπλε­κε τα χέ­ρια                                στη λα­βή του μπα­στου­νιού
πλάι στο πα­ρά­θυ­ρο                         που βλέ­πει στην πλα­τεία.

κά­που αμή­χα­νος κο­ντά κι αφη­ρη­μέ­νος
ξε­χά­στη­κε, για λί­γο απο­σύρ­θη­κε ο νους
για λί­γο χώ­ρε­σε χρό­νος κε­νός                 κομ­μά­τι ζω­ής
ελεύ­θε­ρο, ατό­φιο, ακα­τέρ­γα­στο

… τι … κά­τι … εί­ναι και δεν εί­ναι …
                                                                        πά­ει πέ­ρα­σε

η βα­κτη­ρία έμει­νε να μοιά­ζει μό­χθου κώ­πη
ένα κο­ρι­τσά­κι
                        με φλο­ράλ που­κά­μι­σο έπαι­ζε το τό­πι.


Σκη­νή: Όνει­ρο με πυ­ρε­τό

Ένα δυο τρία πά­με !

τρέ­χα­με ο άνε­μος ο σκο­τει­νός
τρέ­χα­με από άλ­λο κό­σμο, καλ­πά­ζα­με
σαν της Αρε­τής τον Κων­στα­ντί­νο
τρέ­χα­με τ’ άλο­γα με μαύ­ρα χα­λι­νά­ρια
φεύ­γα­με νύ­χτα, αμί­λη­τοι, σκιές
σε άγνω­στες κοι­λά­δες και πλα­γιές

φώ­να­ξε κά­ποιος : Cut! Να στα­μα­τή­σουν όλα!

φτά­σα­με, βρή­κα­με άρ­ρω­στη με πυ­ρε­τό την πό­λη
έτρι­ζαν τα πλα­κό­στρω­τα, οι δρό­μοι ζε­μα­τού­σαν
τρέ­χα­με τώ­ρα ακί­νη­τοι μέ­σα στις κά­μα­ρές μας
πέρ­να­γε ο χρό­νος μέ­σα απ’ την κοι­λιά
σαν ξαφ­νι­κή αλή­θεια                  κι έξω
γυρ­νού­σε ο σκη­νο­θέ­της και διεύ­θυ­νε :

«σε πρώ­το πλά­νο το κα­ρό­τσι με τον μου­σα­μά,
 πί­σω, η χαλ­κο­μα­νία-τα­χυ­δρό­μος
 να πη­γαι­νο­έρ­χε­ται ανή­συ­χη στα τζά­μια»

  ύστε­ρα ψι­θύ­ρι­ζε με το χω­νί κα­τε­βα­σμέ­νο

«αχ… ας ήτα­νε λι­γό­τε­ρη η ζωή του κό­σμου
  που σπαρ­τα­ρά από ένα γύ­ρω της Υδρό­γειου
 κά­θε στιγ­μή μες στο κορ­μί μου
 για να μπο­ρού­σα να χα­ρώ στη γλώσ­σα μου
                                δυο ήχους μό­νο.»

[ 2000-2020 ]

 https://www.hartismag.gr/hartis-43/poiisi-kai-pezografia/epta-poiimata

Νοτισμένα

Νοτιάς βαθύχρωμος κι ανάλαφρος, ίσα να σε χαϊδεύει
κι ένα ψιλόβροχο ανεπαίσθητο, καιρός με τακτ
να στήνει σκηνικό, να σου γυρίζει σκέψεις.
Καμιά φορά το δυναμώνει, το βήμα ακολουθεί ρυθμό,
χτυπάνε οι σταγόνες τ αλουμίνια, απόγευμα γυαλιστερό
βαριά η ανάσα τώρα, η ψυχή του, δηλαδή το σώμα του
απλώνεται γύρω απ’ τον Λυκαβηττό· η αμεριμνησία του
χαμένη μες στις νεραντζιές· όχι στο μάθημα
ούτε στη συνέλευση· θα πάει στο μπαρ να ξεδιψάσει.

Μία καλοντυμένη πενηντάρα, λένε, είναι τρελή.
Κάθεται σ΄ ένα κιόσκι ήσυχη στο πάρκο,
στο πλάι της πάνω απ' την τσάντα αφημένα δυο βιβλία
που το καθένα έχει 154 ποιήματα, ρεμβάζει,
κοιτάζει εκεί, ανάμεσα στις ακακίες, το παρελθόν της.
Το «τρέλα» είναι άδικο, βάναυσο, χυδαίο·
ήταν η τόλμη που την έφερε σ’ αυτή τη θέση
τόλμη ευγενής, τόλμη αγάπης και οι ψιχάλες της βροχής
ολόγυρα κάτι ψελλίζουνε που εκείνη νιώθει.

Σταμάτησε η βροχή, κλαδιά που στάζουν,
φωτίζει ακόμη, καπνοί από τζάκια,
ένα ποδήλατο περνά και κουδουνίζει.
Μες στο δωμάτιο παλιά φθαρμένη επίπλωση
και πιπεράτη οσμή από ξύλο, πράσινο χαλί,
ήχος βαθιάς αναπνοής, δυο τέτοιοι ήχοι,
στήθος που πάλλεται, πλάτη που τρέμει·
απ’ έξω οι στάλες πάνω στον κισσό μέχρι το χώμα
το χώμα υγρό στον κήπο όλο ζωή, να θρέψει τις οπώρες.

[ 1976-2019 ]

Συλλέκτης Α προσώπου και γραφικότητας

Είμαι ένας Αθηναίος στη Σταδίου, στην Αιόλου
στην Αρχαία Αγορά ορμητικός – διστακτικός, χαμένος
να βρω ένα εργαλείο, ένα δίσκο, για το χειμώνα μπότες,
είμαι Σκοτσέζος επισκέπτης, χαζεύω με απάθεια
στο Piccadilly Circus και στην Oxford Street, όχι ακριβώς,
είμαι Αιγύπτιος υπάλληλος επιμελής στο μουσείο του Καϊρου
—μ’ αρέσει ν’ αποδελτιώνω φαραωνικά φυσίγγια—
θα θελα τότε βέβαια να ’μαι και η γάτα μου, η Βούβαστίς μου,
είμαι ένας, που ίσως αιωρείται μαγεμένος
στα Μετέωρα στην Καλαμπάκα μα όχι ακριβώς
είμαι Ιάπων καλλιγράφος και επιστάτης στην Καμάκουρα
με αμφιβολίες εξ αιτίας μιας παλιάς αγάπης
—αναπάντεχα εδώ προβάλλει σε γκρο πλαν
κόκκινο εκατόφυλλο τριαντάφυλλο— όχι ακριβώς,
ίσως πάλι διαλογίζομαι στις στούπες του Μπορομπουντούρ
—θεέ μου ζέστη κι υγρασία—
κι είμαι ένας Σενεγαλέζος ποιητής στη δεκαετία του ’60
(φίλος δι’ αλληλογραφίας με τον Λεοπόλντ Σεντάρ Σανγκόρ),
που αγαπάει τη γυναίκα του, την αγαπάει πολύ
κι είμαι υπάλληλος ταχυδρομείου part time τα μεσημέρια 
—εκεί σκαρώνω τα ποιήματά μου, βλέποντας απ’ το παράθυρο
ποδήλατα και τρίκυκλα αμαξάκια να περνούν— τώρα περνά,
σφήνα από Τανζανία, κι ένα ελεφαντάκι απ’ το Χατάρι — όχι,
κανένας κίνδυνος προς το παρόν μόνο πανέρια κατιφέδες
ήλιος ντάλα μεσημέρι πλάι στον Γάγγη, όχι ακριβώς
είμαι ένας που καπνίζει στο κρεβάτι του, ρεμβάζει,
ακούω τους ψιθύρους του πλανήτη, π.χ. στο πουθενά
της ζούγκλας, σ’ ένα παλιό πεδίο μάχης, στην Ινδοκίνα μάλλον,
ακούω σκαθάρια πάνω σε όπλα σκουριασμένα πράσινα,
τώρα με ρίζες και φύλλα και πείσμα δροσιάς που αχνίζουν απ’ τη ζέστη
—παλιές πνοές οι τελευταίες στρατιωτών προτού να ξεψυχήσουν—
είμαι ένας …             είναι ένας…                         να ησύχαζα στην σκέψη
                        αυτού του αιωνόβιου Πλατάνου
                                                        ένας...


Διάλειμμα ανάγνωσης

Καθόμαστε η γάτα, εγώ κι η σιωπή.

Μπροστά μου το μάρμαρο πάτωμα
στη μέση η γάτα. Άσπρο το μάρμαρο,
άσπρη η γάτα, ακίνητα όλα.

το κεφάλι της στρίβει η γάτα στο τζάμι
το κεφάλι επανέρχεται.                         Σιωπή.
Σιωπή.                                                               Εκείνος
αόρατος, ήσυχος, πλέον συχνάζει, σα φίλος.
Σκύβω στο βιβλίο με ζήλο, κι εγώ θεατρίνος.


Στον καναπέ

Κλαίει ξαφνικά
                τραντάζεται γελάει
                                ύστερα ησυχάζει.

απέναντι το φως του απογεύματος
διαυγάζει                  τη λευκή βιβλιοθήκη
                                                                στην τηλεόραση —αθόρυβη—
η κηδεία στο αβαείο,                γκρο πλάνο σε σκουλήκι,
ο πάστορας, η λαίδη,                επόμενη σεκάνς η διαθήκη.

Μπροστά απ’ τη βιβλιοθήκη                ένα μπουφάν
που γέρνει σ’ ένα κάθισμα —θυμάται ένα φιλί—
επάνω στο τραπέζι χρήματα, κλειδιά, ένα ποίημα
εν τω γεννάσθαι, άπιαστο, μιμόζα αισχυντηλή,
εδώ μια κούπα τσάι κι έξω απ’ το σπίτι
το υπόλοιπο είναι,         απίθανο να του χρωστάει.

[ 2005 ]

Ο γέρος η μπόρα

Βήμα ταχύ
τη μπόρα ν’ αποφύγει
πέφτει κεραυνός
σα να’ φαγε χαστούκι ο χρόνος

μια ακακία                 άγρια κλαδεμένη
ίσα ο κορμός και δυο μπράτσα
δηλώνανε στον ουρανό «θα δεις!»
το ξύλο                 μαύρο απ’ τη βροχή
ο ίδιος ράτσα                 δαιμονοπαθής,
τα εβδομήντα χρόνια του τα τρέχανε
αόρατοι τροχοί, κι αυτό κατέφθανε σα φως.


Κοίταγμα

Να θυμηθεί… ήταν λιμάνι ; ... οίκτος ; … πράσινο ; ...

το τσάι τελειωμένο                          τα χάπια ακόμη άγγιχτα.
Έπλεκε τα χέρια                                στη λαβή του μπαστουνιού
πλάι στο παράθυρο                         που βλέπει στην πλατεία.

κάπου αμήχανος κοντά κι αφηρημένος
ξεχάστηκε, για λίγο αποσύρθηκε ο νους
για λίγο χώρεσε χρόνος κενός                 κομμάτι ζωής
ελεύθερο, ατόφιο, ακατέργαστο

… τι … κάτι … είναι και δεν είναι …
                                                                        πάει πέρασε

η βακτηρία έμεινε να μοιάζει μόχθου κώπη
ένα κοριτσάκι
                        με φλοράλ πουκάμισο έπαιζε το τόπι.


Σκηνή: Όνειρο με πυρετό

Ένα δυο τρία πάμε !

τρέχαμε ο άνεμος ο σκοτεινός
τρέχαμε από άλλο κόσμο, καλπάζαμε
σαν της Αρετής τον Κωνσταντίνο
τρέχαμε τ’ άλογα με μαύρα χαλινάρια
φεύγαμε νύχτα, αμίλητοι, σκιές
σε άγνωστες κοιλάδες και πλαγιές

φώναξε κάποιος : Cut! Να σταματήσουν όλα!

φτάσαμε, βρήκαμε άρρωστη με πυρετό την πόλη
έτριζαν τα πλακόστρωτα, οι δρόμοι ζεματούσαν
τρέχαμε τώρα ακίνητοι μέσα στις κάμαρές μας
πέρναγε ο χρόνος μέσα απ’ την κοιλιά
σαν ξαφνική αλήθεια                  κι έξω
γυρνούσε ο σκηνοθέτης και διεύθυνε :

«σε πρώτο πλάνο το καρότσι με τον μουσαμά,
 πίσω, η χαλκομανία-ταχυδρόμος
 να πηγαινοέρχεται ανήσυχη στα τζάμια»

  ύστερα ψιθύριζε με το χωνί κατεβασμένο

«αχ… ας ήτανε λιγότερη η ζωή του κόσμου
  που σπαρταρά από ένα γύρω της Υδρόγειου
 κάθε στιγμή μες στο κορμί μου
 για να μπορούσα να χαρώ στη γλώσσα μου
                                δυο ήχους μόνο.»

[ 2000-2020 ]

Δεν υπάρχουν σχόλια: