Νοτισμένα
Νοτιάς βαθύχρωμος κι ανάλαφρος, ίσα να σε χαϊδεύει
κι ένα ψιλόβροχο ανεπαίσθητο, καιρός με τακτ
να στήνει σκηνικό, να σου γυρίζει σκέψεις.
Καμιά
φορά το δυναμώνει, το βήμα ακολουθεί ρυθμό,
χτυπάνε οι σταγόνες τ αλουμίνια, απόγευμα γυαλιστερό
βαριά η ανάσα τώρα, η ψυχή του, δηλαδή το σώμα του
απλώνεται γύρω απ’ τον Λυκαβηττό· η αμεριμνησία του
χαμένη μες στις νεραντζιές· όχι στο μάθημα
ούτε στη συνέλευση· θα πάει στο μπαρ να ξεδιψάσει.
Μία καλοντυμένη πενηντάρα, λένε, είναι τρελή.
Κάθεται
σ΄ ένα κιόσκι ήσυχη στο πάρκο,
στο πλάι της πάνω απ' την τσάντα αφημένα δυο βιβλία
που το καθένα έχει 154 ποιήματα, ρεμβάζει,
κοιτάζει εκεί, ανάμεσα στις ακακίες, το παρελθόν της.
Το
«τρέλα» είναι άδικο, βάναυσο, χυδαίο·
ήταν η τόλμη που την έφερε σ’ αυτή τη θέση
τόλμη ευγενής, τόλμη αγάπης και οι ψιχάλες της βροχής
ολόγυρα κάτι ψελλίζουνε που
εκείνη νιώθει.
Σταμάτησε η βροχή, κλαδιά που στάζουν,
φωτίζει ακόμη, καπνοί από τζάκια,
ένα ποδήλατο περνά και κουδουνίζει.
Μες
στο δωμάτιο παλιά φθαρμένη επίπλωση
και
πιπεράτη οσμή από ξύλο, πράσινο χαλί,
ήχος βαθιάς αναπνοής, δυο τέτοιοι ήχοι,
στήθος που πάλλεται, πλάτη που τρέμει·
απ’ έξω οι στάλες πάνω στον κισσό μέχρι το χώμα
το χώμα υγρό στον κήπο όλο ζωή, να θρέψει τις οπώρες.
[ 1976-2019 ]
Συλλέκτης Α προσώπου και γραφικότητας
Είμαι ένας Αθηναίος στη Σταδίου, στην Αιόλου
στην Αρχαία Αγορά ορμητικός – διστακτικός, χαμένος
να βρω ένα εργαλείο, ένα δίσκο, για το χειμώνα μπότες,
είμαι Σκοτσέζος επισκέπτης, χαζεύω με απάθεια
στο Piccadilly Circus και στην Oxford Street, όχι ακριβώς,
είμαι Αιγύπτιος υπάλληλος επιμελής στο μουσείο του Καϊρου
—μ’ αρέσει ν’ αποδελτιώνω φαραωνικά φυσίγγια—
θα θελα τότε βέβαια να ’μαι και η γάτα μου, η Βούβαστίς μου,
είμαι ένας, που ίσως αιωρείται μαγεμένος
στα Μετέωρα στην Καλαμπάκα μα όχι ακριβώς
είμαι Ιάπων καλλιγράφος και επιστάτης στην Καμάκουρα
με
αμφιβολίες εξ αιτίας μιας παλιάς αγάπης
—αναπάντεχα εδώ προβάλλει σε γκρο πλαν
κόκκινο εκατόφυλλο τριαντάφυλλο— όχι ακριβώς,
ίσως πάλι διαλογίζομαι στις στούπες του Μπορομπουντούρ
—θεέ
μου ζέστη κι υγρασία—
κι είμαι ένας Σενεγαλέζος ποιητής στη δεκαετία του ’60
(φίλος δι’ αλληλογραφίας με τον Λεοπόλντ Σεντάρ Σανγκόρ),
που αγαπάει τη γυναίκα του, την αγαπάει πολύ
κι είμαι υπάλληλος ταχυδρομείου part time τα μεσημέρια
—εκεί σκαρώνω τα ποιήματά μου, βλέποντας απ’ το παράθυρο
ποδήλατα και τρίκυκλα αμαξάκια να περνούν— τώρα περνά,
σφήνα από Τανζανία, κι ένα ελεφαντάκι απ’ το Χατάρι — όχι,
κανένας κίνδυνος προς το παρόν μόνο πανέρια κατιφέδες
ήλιος ντάλα μεσημέρι πλάι στον Γάγγη, όχι ακριβώς
είμαι ένας που καπνίζει στο κρεβάτι του, ρεμβάζει,
ακούω τους ψιθύρους του πλανήτη, π.χ. στο πουθενά
της ζούγκλας, σ’ ένα παλιό πεδίο μάχης, στην Ινδοκίνα μάλλον,
ακούω σκαθάρια πάνω σε όπλα σκουριασμένα πράσινα,
τώρα με
ρίζες και φύλλα και πείσμα δροσιάς που αχνίζουν απ’ τη ζέστη
—παλιές
πνοές οι τελευταίες στρατιωτών προτού να ξεψυχήσουν—
είμαι ένας … είναι ένας… να ησύχαζα στην σκέψη
αυτού του αιωνόβιου Πλατάνου
ένας...
Διάλειμμα ανάγνωσης
Καθόμαστε η γάτα, εγώ κι η σιωπή.
Μπροστά μου το μάρμαρο πάτωμα
στη μέση η γάτα. Άσπρο το μάρμαρο,
άσπρη η γάτα, ακίνητα όλα.
το κεφάλι της στρίβει η γάτα στο τζάμι
το κεφάλι επανέρχεται. Σιωπή.
Σιωπή.
Εκείνος
αόρατος, ήσυχος, πλέον συχνάζει, σα φίλος.
Σκύβω στο βιβλίο με ζήλο, κι εγώ θεατρίνος.
Στον καναπέ
Κλαίει ξαφνικά
τραντάζεται γελάει
ύστερα ησυχάζει.
απέναντι το φως του απογεύματος
διαυγάζει τη λευκή βιβλιοθήκη
στην τηλεόραση —αθόρυβη—
η κηδεία στο αβαείο, γκρο πλάνο σε σκουλήκι,
ο πάστορας, η λαίδη, επόμενη σεκάνς η διαθήκη.
Μπροστά απ’ τη βιβλιοθήκη ένα μπουφάν
που γέρνει σ’ ένα κάθισμα —θυμάται ένα φιλί—
επάνω στο τραπέζι χρήματα, κλειδιά, ένα ποίημα
εν τω γεννάσθαι, άπιαστο, μιμόζα αισχυντηλή,
εδώ μια κούπα τσάι κι έξω απ’ το σπίτι
το υπόλοιπο είναι, απίθανο να του χρωστάει.
[ 2005 ]
Ο γέρος η μπόρα
Βήμα ταχύ
τη μπόρα ν’ αποφύγει
πέφτει κεραυνός
σα να’ φαγε χαστούκι ο χρόνος
μια ακακία άγρια κλαδεμένη
ίσα ο κορμός και δυο μπράτσα
δηλώνανε στον ουρανό «θα δεις!»
το ξύλο
μαύρο απ’ τη βροχή
ο ίδιος ράτσα δαιμονοπαθής,
τα
εβδομήντα χρόνια του τα τρέχανε
αόρατοι τροχοί, κι αυτό κατέφθανε σα φως.
Κοίταγμα
Να θυμηθεί… ήταν λιμάνι ; ... οίκτος ; … πράσινο ; ...
το τσάι τελειωμένο τα
χάπια ακόμη άγγιχτα.
Έπλεκε τα χέρια στη λαβή του μπαστουνιού
πλάι στο παράθυρο που βλέπει στην πλατεία.
κάπου αμήχανος κοντά κι αφηρημένος
ξεχάστηκε,
για λίγο αποσύρθηκε ο νους
για λίγο χώρεσε χρόνος κενός κομμάτι ζωής
ελεύθερο, ατόφιο, ακατέργαστο
… τι … κάτι … είναι και δεν είναι …
πάει πέρασε
η βακτηρία έμεινε να μοιάζει μόχθου κώπη
ένα κοριτσάκι
με φλοράλ πουκάμισο έπαιζε το τόπι.
Σκηνή: Όνειρο με πυρετό
Ένα δυο τρία πάμε !
τρέχαμε ο άνεμος ο σκοτεινός
τρέχαμε από άλλο κόσμο, καλπάζαμε
σαν της Αρετής τον Κωνσταντίνο
τρέχαμε τ’ άλογα με μαύρα χαλινάρια
φεύγαμε νύχτα, αμίλητοι, σκιές
σε άγνωστες κοιλάδες και πλαγιές
φώναξε κάποιος : Cut! Να σταματήσουν όλα!
φτάσαμε, βρήκαμε άρρωστη με πυρετό την πόλη
έτριζαν
τα πλακόστρωτα, οι δρόμοι ζεματούσαν
τρέχαμε τώρα ακίνητοι μέσα στις κάμαρές μας
πέρναγε ο χρόνος μέσα απ’ την κοιλιά
σαν ξαφνική αλήθεια κι έξω
γυρνούσε ο σκηνοθέτης και διεύθυνε :
«σε πρώτο πλάνο το καρότσι με τον μουσαμά,
πίσω, η χαλκομανία-ταχυδρόμος
να πηγαινοέρχεται ανήσυχη στα τζάμια»
ύστερα ψιθύριζε με το χωνί κατεβασμένο
«αχ… ας ήτανε λιγότερη η ζωή του κόσμου
που σπαρταρά από ένα γύρω της Υδρόγειου
κάθε στιγμή μες στο κορμί μου
για να μπορούσα να χαρώ στη γλώσσα μου
δυο ήχους μόνο.»
[ 2000-2020 ]
https://www.hartismag.gr/hartis-43/poiisi-kai-pezografia/epta-poiimata
Νοτισμένα
Νοτιάς βαθύχρωμος κι ανάλαφρος, ίσα να σε χαϊδεύει
κι ένα ψιλόβροχο ανεπαίσθητο, καιρός με τακτ
να στήνει σκηνικό, να σου γυρίζει σκέψεις.
Καμιά
φορά το δυναμώνει, το βήμα ακολουθεί ρυθμό,
χτυπάνε οι σταγόνες τ αλουμίνια, απόγευμα γυαλιστερό
βαριά η ανάσα τώρα, η ψυχή του, δηλαδή το σώμα του
απλώνεται γύρω απ’ τον Λυκαβηττό· η αμεριμνησία του
χαμένη μες στις νεραντζιές· όχι στο μάθημα
ούτε στη συνέλευση· θα πάει στο μπαρ να ξεδιψάσει.
Μία καλοντυμένη πενηντάρα, λένε, είναι τρελή.
Κάθεται
σ΄ ένα κιόσκι ήσυχη στο πάρκο,
στο πλάι της πάνω απ' την τσάντα αφημένα δυο βιβλία
που το καθένα έχει 154 ποιήματα, ρεμβάζει,
κοιτάζει εκεί, ανάμεσα στις ακακίες, το παρελθόν της.
Το «τρέλα» είναι άδικο, βάναυσο, χυδαίο·
ήταν η τόλμη που την έφερε σ’ αυτή τη θέση
τόλμη ευγενής, τόλμη αγάπης και οι ψιχάλες της βροχής
ολόγυρα κάτι ψελλίζουνε που εκείνη
νιώθει.
Σταμάτησε η βροχή, κλαδιά που στάζουν,
φωτίζει ακόμη, καπνοί από τζάκια,
ένα ποδήλατο περνά και κουδουνίζει.
Μες στο δωμάτιο παλιά φθαρμένη επίπλωση
και
πιπεράτη οσμή από ξύλο, πράσινο χαλί,
ήχος βαθιάς αναπνοής, δυο τέτοιοι ήχοι,
στήθος που πάλλεται, πλάτη που τρέμει·
απ’ έξω οι στάλες πάνω στον κισσό μέχρι το χώμα
το χώμα υγρό στον κήπο όλο ζωή, να θρέψει τις οπώρες.
[ 1976-2019 ]
Συλλέκτης Α προσώπου και γραφικότητας
Είμαι ένας Αθηναίος στη Σταδίου, στην Αιόλου
στην Αρχαία Αγορά ορμητικός – διστακτικός, χαμένος
να βρω ένα εργαλείο, ένα δίσκο, για το χειμώνα μπότες,
είμαι Σκοτσέζος επισκέπτης, χαζεύω με απάθεια
στο Piccadilly Circus και στην Oxford Street, όχι ακριβώς,
είμαι Αιγύπτιος υπάλληλος επιμελής στο μουσείο του Καϊρου
—μ’ αρέσει ν’ αποδελτιώνω φαραωνικά φυσίγγια—
θα θελα τότε βέβαια να ’μαι και η γάτα μου, η Βούβαστίς μου,
είμαι ένας, που ίσως αιωρείται μαγεμένος
στα Μετέωρα στην Καλαμπάκα μα όχι ακριβώς
είμαι Ιάπων καλλιγράφος και επιστάτης στην Καμάκουρα
με αμφιβολίες εξ αιτίας μιας παλιάς αγάπης
—αναπάντεχα εδώ προβάλλει σε γκρο πλαν
κόκκινο εκατόφυλλο τριαντάφυλλο— όχι ακριβώς,
ίσως πάλι διαλογίζομαι στις στούπες του Μπορομπουντούρ
—θεέ
μου ζέστη κι υγρασία—
κι είμαι ένας Σενεγαλέζος ποιητής στη δεκαετία του ’60
(φίλος δι’ αλληλογραφίας με τον Λεοπόλντ Σεντάρ Σανγκόρ),
που αγαπάει τη γυναίκα του, την αγαπάει πολύ
κι είμαι υπάλληλος ταχυδρομείου part time τα μεσημέρια
—εκεί σκαρώνω τα ποιήματά μου, βλέποντας απ’ το παράθυρο
ποδήλατα και τρίκυκλα αμαξάκια να περνούν— τώρα περνά,
σφήνα από Τανζανία, κι ένα ελεφαντάκι απ’ το Χατάρι — όχι,
κανένας κίνδυνος προς το παρόν μόνο πανέρια κατιφέδες
ήλιος ντάλα μεσημέρι πλάι στον Γάγγη, όχι ακριβώς
είμαι ένας που καπνίζει στο κρεβάτι του, ρεμβάζει,
ακούω τους ψιθύρους του πλανήτη, π.χ. στο πουθενά
της ζούγκλας, σ’ ένα παλιό πεδίο μάχης, στην Ινδοκίνα μάλλον,
ακούω σκαθάρια πάνω σε όπλα σκουριασμένα πράσινα,
τώρα με ρίζες και φύλλα και πείσμα δροσιάς που αχνίζουν απ’ τη ζέστη
—παλιές πνοές οι τελευταίες στρατιωτών προτού να ξεψυχήσουν—
είμαι ένας … είναι ένας… να ησύχαζα στην σκέψη
αυτού του αιωνόβιου Πλατάνου
ένας...
Διάλειμμα ανάγνωσης
Καθόμαστε η γάτα, εγώ κι η σιωπή.
Μπροστά μου το μάρμαρο πάτωμα
στη μέση η γάτα. Άσπρο το μάρμαρο,
άσπρη η γάτα, ακίνητα όλα.
το κεφάλι της στρίβει η γάτα στο τζάμι
το κεφάλι επανέρχεται. Σιωπή.
Σιωπή.
Εκείνος
αόρατος, ήσυχος, πλέον συχνάζει, σα φίλος.
Σκύβω στο βιβλίο με ζήλο, κι εγώ θεατρίνος.
Στον καναπέ
Κλαίει ξαφνικά
τραντάζεται γελάει
ύστερα ησυχάζει.
απέναντι το φως του απογεύματος
διαυγάζει τη λευκή βιβλιοθήκη
στην τηλεόραση —αθόρυβη—
η κηδεία στο αβαείο, γκρο πλάνο σε σκουλήκι,
ο πάστορας, η λαίδη, επόμενη σεκάνς η διαθήκη.
Μπροστά απ’ τη βιβλιοθήκη ένα μπουφάν
που γέρνει σ’ ένα κάθισμα —θυμάται ένα φιλί—
επάνω στο τραπέζι χρήματα, κλειδιά, ένα ποίημα
εν τω γεννάσθαι, άπιαστο, μιμόζα αισχυντηλή,
εδώ μια κούπα τσάι κι έξω απ’ το σπίτι
το υπόλοιπο είναι, απίθανο να του χρωστάει.
[ 2005 ]
Ο γέρος η μπόρα
Βήμα ταχύ
τη μπόρα ν’ αποφύγει
πέφτει κεραυνός
σα να’ φαγε χαστούκι ο χρόνος
μια ακακία άγρια κλαδεμένη
ίσα ο κορμός και δυο μπράτσα
δηλώνανε στον ουρανό «θα δεις!»
το ξύλο
μαύρο απ’ τη βροχή
ο ίδιος ράτσα δαιμονοπαθής,
τα εβδομήντα χρόνια του τα τρέχανε
αόρατοι τροχοί, κι αυτό κατέφθανε σα φως.
Κοίταγμα
Να θυμηθεί… ήταν λιμάνι ; ... οίκτος ; … πράσινο ; ...
το τσάι τελειωμένο τα χάπια ακόμη άγγιχτα.
Έπλεκε τα χέρια στη λαβή του μπαστουνιού
πλάι στο παράθυρο που βλέπει στην πλατεία.
κάπου αμήχανος κοντά κι αφηρημένος
ξεχάστηκε, για λίγο αποσύρθηκε ο νους
για λίγο χώρεσε χρόνος κενός κομμάτι ζωής
ελεύθερο, ατόφιο, ακατέργαστο
… τι … κάτι … είναι και δεν είναι …
πάει πέρασε
η βακτηρία έμεινε να μοιάζει μόχθου κώπη
ένα κοριτσάκι
με φλοράλ πουκάμισο έπαιζε το τόπι.
Σκηνή: Όνειρο με πυρετό
Ένα δυο τρία πάμε !
τρέχαμε ο άνεμος ο σκοτεινός
τρέχαμε από άλλο κόσμο, καλπάζαμε
σαν της Αρετής τον Κωνσταντίνο
τρέχαμε τ’ άλογα με μαύρα χαλινάρια
φεύγαμε νύχτα, αμίλητοι, σκιές
σε άγνωστες κοιλάδες και πλαγιές
φώναξε κάποιος : Cut! Να σταματήσουν όλα!
φτάσαμε, βρήκαμε άρρωστη με πυρετό την πόλη
έτριζαν
τα πλακόστρωτα, οι δρόμοι ζεματούσαν
τρέχαμε τώρα ακίνητοι μέσα στις κάμαρές μας
πέρναγε ο χρόνος μέσα απ’ την κοιλιά
σαν ξαφνική αλήθεια κι έξω
γυρνούσε ο σκηνοθέτης και διεύθυνε :
«σε πρώτο πλάνο το καρότσι με τον μουσαμά,
πίσω, η χαλκομανία-ταχυδρόμος
να πηγαινοέρχεται ανήσυχη στα τζάμια»
ύστερα ψιθύριζε με το χωνί κατεβασμένο
«αχ… ας ήτανε λιγότερη η ζωή του κόσμου
που σπαρταρά από ένα γύρω της Υδρόγειου
κάθε στιγμή μες στο κορμί μου
για να μπορούσα να χαρώ στη γλώσσα μου
δυο ήχους μόνο.»
[ 2000-2020 ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου