Μαριαλένα Σεμιτέκολου
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Ακου που σου λέω. Φέτος θα βουλιάξουμε. Είμαστε φίσκα. Κρατήσεις φουλ. Θα βάλουμε όλοι πλάτη να βγάλουμε τα σπασμένα δύο χρόνων. Και να μας μείνει και τίποτα στην τσέπη. Δεν έχεις κάτι να σκεφτείς. Δουλειά καλοκαιρινή. Σεζόν. Μαθήματα ζωής, αγόρι μου. Οχι μαλακίες. Και πρόσεξέ με! Με τη θάλασσα πιάτο. Μπροστά σου. Στα πόδια σου.
Υπό σκιάν
Δώδεκα συγγραφείς γράφουν ένα πρωτότυπο καλοκαιρινό διήγημα. Διηγηματογράφοι και μυθιστοριογράφοι θέτουν στο κέντρο της μυθοπλασίας τους μια θερινή εμπειρία στο εδώ και τώρα. Εκ των πραγμάτων, η ιστορία τους καθορίζεται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, από τη ρευστή και δυσοίωνη πραγματικότητα (πανδημία, πόλεμος Ουκρανίας, παγκόσμια αστάθεια, κτλ).
Δώδεκα ιστορίες που θα μας συντροφεύσουν ώς τον Σεπτέμβριο, κουρδισμένες σε διαφορετική, όπως ήταν αναμενόμενο, τονικότητα: νοσταλγική, ειρωνική, δύσθυμη, πολιτική, ενδοσκοπική, ανατρεπτική, παρηγορητική.
Το Ανοιχτό Βιβλίο, και αυτό το καλοκαίρι, εκτός από αναγνωστική πυξίδα, σας προσφέρει και αναγνωστική απόλαυση - μια παράδοση που άρχισε από συστάσεως της «Εφ.Συν.», από συστάσεως αυτών των σελίδων.
Μετά τον Αλέξη Πανσέληνο και τον Ιάκωβο Ανυφαντάκη, συνεχίζει η Μαριαλένα Σεμιτέκολου.
Μ.Φ.
Μίλησα χθες με τον θειο σου. Είχα ανέβει Αθήνα για κάτι διαδικαστικά και πέρασα από το μαγαζί και τα ‘παμε. Εμαθα πως ετοιμάζεσαι για τις εξετάσεις κι ότι μέσα του Ιούνη θα ‘χεις ξεμπερδέψει. Την επομένη να πάρεις το πλοίο και να κατέβεις στο νησί. Ακούς; Δουλειά κομμένη και ραμμένη στα μέτρα σου. Το μαγαζί είναι στρωμένο, αλλά θα χρειαστώ χέρια. Βοηθό θα σε βάλω. Δίπλα στον Εντι. Ξεφτέρι ο Εντι. Ζόρικος, αλλά σπαθί στη δουλειά. Δουλεμένο παιδί, μπασμένο στα πράματα. Θα μάθεις πολλά δίπλα του αν πας με τα νερά του. Θα σε ξεψαρώσει, ρε παιδί μου. Του ‘χω νοικιασμένη μια γκαρσονιέρα, λίγο έξω από τον οικισμό. Δύο χώροι. Στην κουζίνα έχει καναπέ-κρεβάτι. Μια χαρά θα βολευτείς. Σάμπως πάρτι θα κάνεις; Εναν ύπνο κι ένα μπάνιο. Θα σε φέρνει ο Εντι με το παπί. Μαζί θα έρχεστε, μαζί θα σχολάτε. Στην αρχή τουλάχιστον. Μετά που θα ρολάρετε μεταξύ σας, θα τα βρείτε.
Στη μία το μεσημέρι θα μου ‘ρχεσαι. Ετοιμος. Πλυμένος, ξυρισμένος. Ξεκούραστος και ζωηρός. Με όρεξη. Δεν είναι για κοιμισμένους το σερβιτοριλίκι. Θέλει νεύρο. Να σε βλέπει ο πελάτης να χορεύεις, όχι να σέρνεις τα πόδια σου. Και ντυμένος, ε; Οχι ξεκάλτσωτος κι αμάνικος και με τίποτα βερμούδες. Δεν είμαστε τουρίστες. Για δουλειά είμαστε εδώ. Για πόλεμο έρχεσαι. Ξέρω τι σου λέω. Την έχω κάνει τη δουλειά. Και με τον συχωρεμένο τον πατέρα μου πάνω από το κεφάλι μου να ρίχνει καρπαζιές κι εγώ να λέω ευχαριστώ. Το πήρα το μαγαζί έπειτα και το ‘κανα κούκλα. Με τα χέρια μου. Θα το δεις και θα μου πεις. Το καλύτερο είναι. Το πιο σωστό. Γι’ αυτό λυσσάνε οι διπλανοί. Εγώ την ξέρω τη δουλειά, τον μυρίζομαι τον κόσμο, τον κόβω. Οι από δίπλα, οι σπουδαγμένοι, έχουν στα μυαλά τους αέρα κοπανιστό και πουλάνε φούμαρα. Τους κατουράω κι αυτούς και τα πτυχία τους. Εγώ έχω φτιάξει ομάδα, αγόρι μου.
Για τον Εντι σ’ τα είπα. Την άλλη βδομάδα θα μου ‘ρθει κι ο μάγειρας. Καινούργιος. Συστημένος. Θα φέρει και τη δικιά του μαζί. Στη λάντζα έχω τον Σαΐφ. Δοκιμασμένος. Σκυλί. Χειμώνα μένει στο νησί και δουλεύει στ’ αγροτικά. Κι αν δω τα σκούρα, θα φέρνω και τη Γιούλια που την έχω στα δωμάτια. Δεν θα πει όχι. Κι εσύ βέβαια. Που ξέρω απ’ τον θειο σου την κατάσταση. Και ξέρω και τον αγώνα της μάνας σου τόσα χρόνια. Να πάρει κι αυτή μια ανάσα. Τι; Οχι; Εσύ είσαι δικός μου σου λέω. Οχι σαν τον κοπρίτη τον γιο μου. Που δεν έχει μάτια να με δει. Που το παίζει γαμπρός στο Λονδίνο με τις πλάτες της ξεφτιλισμένης της μάνας του και με τα λεφτά τα δικά μου. Που δεν καταδέχεται να πάρει τα μούτρα του και να κατέβει στο νησί, να κρατήσει κανά δίσκο, μην τυχόν και του πέσει ο κώλος. Αει σιχτίρ, συγχύζομαι.
Τέλος πάντων. Πάμε στο θέμα μας. Τριάντα ευρώ μεροκάματο θα σου δίνω. Τσέπη. Μηδενικά έξοδα. Διαμονή κομπλέ. Και δυο πιάτα φαΐ θα τα τρως σ’ εμένα. Οταν έρχεσαι κι όταν σχολάς. Τα tips σου ξεχωριστά. Εγώ χέρι στα tips δεν βάζω. Δεν είμαι τέτοιος. Να το ξέρεις. Καθαρά πράματα με μένα. Για τα tips θα μιλήσεις με τον Εντι. Θα τον πάρεις με το καλό και δεν θα σ’ αφήσει έτσι. Θα πω κι εγώ δυο κουβέντες. Μόνο για ωράρια και για ρεπό μη με ρωτήσεις. Εκεί μου γυρίζει το μάτι. Είπαμε. Είναι πόλεμος. Δεν έχει τέτοια στη μάχη. Μιλάμε για δωδεκάωρο, εφτά μέρες. Μη μου κωλώσεις! Ενάμισης μήνας είναι το ζόρι το μεγάλο. Το υπόλοιπο βγαίνει πιο χαλαρά. Το μεροκάματό σου όμως μένει το ίδιο. Κατάλαβες. Ετσι;
Ακου που σου λέω. Φέτος θα βουλιάξουμε. Είμαστε φίσκα. Κρατήσεις φουλ. Θα βάλουμε όλοι πλάτη να βγάλουμε τα σπασμένα δύο χρόνων. Και να μας μείνει και τίποτα στην τσέπη. Δεν έχεις κάτι να σκεφτείς. Δουλειά καλοκαιρινή. Σεζόν. Μαθήματα ζωής, αγόρι μου. Οχι μαλακίες. Και πρόσεξέ με! Με τη θάλασσα πιάτο. Μπροστά σου. Στα πόδια σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου